Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Απόσπασμα Νεκρολογίας Διονυσίου Σολωμού για τον Ούγκο Φώσκολο

 Αναδημοσίευση από:https://www.huffingtonpost.gr/entry/exorkismos-sten-anomia-solomos-eletes_gr_5a7e93dbe4b0c6726e1388aa



«Άμοιρε φίλε! Πονεμένον σε βλέπω να έρχεσαι, για να με ξαναϊδής, μα ο πόνος είναι ο πιο πιστός σύντροφος του καθενός μας εδώ στη γη, και ο θάνατος, πίστεψέ με, είναι το πιο καλό απ’ όλα. Εγώ έφτασα πια, ότι έκλεινα τα πενήντα δύο μου χρόνια, κι είναι πάνω από σαράντα που νιώθω να καίη μια φλόγα μέσα στο στενό στήθος, που πολέμησε πολλές φορές με ορμή να απλωθή. Αν δε φοβόμουν μήπως τέτοιες ώρες έρθη και με ταράξη η έπαρση, θα ’λεγα πως η φλόγα αυτή ήταν η Δικαιοσύνη.

Παιδί σαν ήμουν αυτή μ’ έσπρωχνε στη Ζάκυνθο να βυθίζομαι σε συλλογή στα ερημικά τ’ ακρογιάλια και τα βουνά. Αυτή μ’ έσπρωξε στην Ιταλία, και μέσα στο σπιτάκι μου συγκεντρώθηκα στη μοναξιά μου. Συχνά με βρήκε η αυγή πάνω στα χαρτιά εκείνων, που θέλησαν με το στοχασμό να δώσουν βοήθεια στους θνητούς, κι ούτε οι κακοτυχίες τους, ούτε οι κακίες του κόσμου, που διάβαζα σε κείνα τα χαρτιά, δε μ’ έκαμαν να χάσω το θάρρος μου. Κι αφού, με το διάβασμα, μου φαινόταν πως δυνάμωνε η φλόγα εκείνη, όλος χαρά με την ελπίδα να είμαι κι εγώ ένας από κείνους, παράτησα τη μοναξιά μου. Πρόβαλα στη δύσκολη κι ακατάπαυτη αναταραχή της ζωής και κοίταξα με προσοχή.

-Και είδα, ω, είδα εκείνο που φώναζε το στόμα της Σοφίας: ”Τα ματωμένα χέρια των πατέρων έσπειραν την αδικία που τώρα πια η γη δε δίνει άλλη σοδειά”.

-Είδα να χτυπιούνται συμφέροντα, ιδέες και σπαθιά, κι αυτό να μη σταματά ούτε στιγμή, και τους νόμους ν’ αντιμάχονται τα εγωιστικά συμφέροντα, και τα εγωιστικά συμφέροντα ν’ αντιμάχωνται τους νόμους, και την αυθαιρεσία των νόμων να γεννά την τυραννία, και την αυθαιρεσία της γνώμης να γεννά την ασυδοσία, κι ύστερα-
-είδα έναν λαό που είχε παντού τη φήμη του ευγενικού, που έλεγε πως ήθελε τον κόσμο ελεύθερον και βγήκε έξω με το λεπίδι, και η λύσσα του μακελειού έγινε γι’ αυτόν ξεφάντωση.

-Είδα έναν άνθρωπο, που είχε ανεβή γοργά πάνω απ’ όλους τους άλλους, να γκρεμίζεται με τέτοια χλαπαταγή, ώστε να την πάρη και να την ξαναλέη ο αντίλαλος των αιώνων (αναφέρεται στη Γαλλία και τον Ναπολέοντα). Νόμιζα πως η χρήση του λόγου έπρεπε ν’ αντιζυγιάζη την εξουσία εκείνου που κυβερνά και τις γνώμες εκείνου που υπακούει, κι άρχισα να τον χρησιμοποιώ.

-Κι είδα από τη μια μεριά τους ισχυρούς να σκιάζωνται και να ταράζωνται,

-κι είδα από την άλλη καμιά εκατοστή τιποτένιους που μου στρωθήκαν πεισματικά στο δρόμο λιμασμένοι, και σα λυσσασμένοι για έπαινο, κι επειδή σκληρά εγώ τους τον αρνιόμουν, με μίσησαν τόσο που σε λίγο θα γελούν από τη χαρά τους.

-Είδα την τρέλα να παίρνη τη μορφή της φρονιμάδας στα σπίτια μέσα, στους δρόμους, στις αγορές, στα πανεπιστήμια, στα παλάτια, στις καλύβες, και τη στενοκεφαλιά να καμαρώνη και την καλωσύνη να την περιγελούν και την κακία να τη φοβούνται και τον πλούτο να τον λατρεύουν,

-είδα το βρωμερό το ψέμα και την αχαριστία και την προδοσία, κι έβαλα τις φωνές.

-Είδα τα γράμματα (τ′ αγιασμένα γράμματα) να μην καταφέρνουν τίποτ’ άλλο στους περισσότερους παρά ν’ αλλάζουν αντικείμενο στα πάθη τους, και ωστόσο να τα θρέφουν οι λόγιοι με μικρολογίες, με αγυρτείες και με τις αιώνες έχτρητες. Και παντού μια ταραχή, ένα στρίμωγμα, μια φασαρία, ένα κακό, μια φαγωμάρα που σαστίζουν το μυαλό οποιανού κάθεται και τα συλλογίζεται.

-Κοίταζα τον ήλιο, τον υπέρτατο λειτουργό της φύσης, και θωρώντας τη φωτοπλημμύρα που σκόρπιζε πάνω στις πολυάνθρωπες πολιτείες και στις ερημιές, έλεγα πώς ήταν η εικόνα της άγιας Ελευθερίας, όπως τη θέλησε ο Θεός».

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Ρωμανός "Βόλτα στην Πόλη"

 

  ΡΩΜΑΝΟΥ*

   Βόλτα στην Πόλη

                                                                                                        (Προδημοσίευση)

 

Στους φίλους και τις φίλες

Παράθυρο

Μια ανθοδέσμη προβάλλει γεμίζοντας το κενό τού παραθύρου

Όλος ο κόσμος χωράει

Περιέχει όλα τα χρώματα

Ο ουρανός ελπίζει

Πάντα ελπίζει

Κοίτα ψηλά όταν το χρειάζεσαι


Αφηρημένο

Μα τι ;

Δυστυχώς

Πιθανώς

Διαρκώς

Επανάληψη

Χάσιμο και πλάσιμο

Ευτυχώς



Βράδυ

Είμαι ένα ερείπιο   /γυαλιά πεταμένα ολόγυρα

Γυαλιά βρώμικα

Δεν μπορώ να δω την αντανάκλασή μου

Ένα απόκοσμο άρωμα ποτίζει το τοπίο

Αφιλόξενο  

Ο αέρας φυσά για ν’ ακούσει τον αντίλαλό του

Δεν επιθυμεί διάλογο

Δεν χωράει ν’ ακούσει

Ο ουρανός στολισμένος πύριν’ άστρα

Περιμένουν παράγγελμα

Πέτρες ορθώνονται σαν γλυπτά

        σαν αναμνήσεις

 στις σκιές τής διάχυτης νύχτας

Τα φύλλα των δέντρων μουρμουρίζουν πονεμένα, απορημένα

Το καθένα επιτελεί τη λειτουργία του χωρίς συνεργασία

Κουράστηκαν βλέπεις

Θέλουν να απολαύσουν τη νυχτιά

Αυτή

           την ερειπωμένη

                   με ό,τι τους απέμεινε



Τάξη

Μυρίζει κρέας  - ναι όντως

Βαφτίζει εμένα, εσένα

Βέβαια  

Εξώφυλλο άηχο

Κάπως  

Πυξίδα μικρή

Λόγω ήλιου

 

                                                                          Γυναίκα

                                                                   Ζουμερός κύκλος

                                                                   Μυρωδιά λεμονιού

                                                                   Κλαράκι λεπτό

                                                                   Βλέμμα και κατανόηση

               Σπίθες φιλοξενεί

                                            Φέγγεις ευκίνητη πυγολαμπίδα

     Βρίσκεσαι παντού



Νυχτερινό

Το άρωμά σου είναι απαλό

        Αεράκι εισέρχεται στα ρυτιδιασμένα πνευμόνια τής πόλης

Χαμόγελο χαρίζεις

Μορφή στο απολιθωμένο

Πιτσιλιές και φυτίλι

Έχεις στο χέρι σου

Καπνό

Ο πηλός βρίσκει ανάσα




Μαύρο

Έχουμε πόλεμο.

Η κουζίνα με το δωμάτιο. Δωμάτιο εναντίον κουζίνας.

Η κουζίνα με τα μυγάκια της και με τα μείγματα των κέικ

Το κέικ φουσκώνει στο φούρνο

Αναδύει αρώματα ψημένης ζύμης με κομμάτια σοκολάτας

Το δωμάτιο ανοίγει το παράθυρο να αναπνεύσει από τη δυσοσμία

Το δωμάτιο προσπαθεί να περιφρουρηθεί

Μα η κουζίνα μπαίνει από την κλειδαρότρυπα με τη βεντάλια                                                                                 τής μυρωδιάς

Περιπολία τής κουζίνας

Η κουζίνα είχε το δωμάτιο εξοχικό για να περνά το   σαββατοκύριακο

Το δωμάτιο αναπαράγει ήχους ριζοσπαστικούς

Η κουζίνα ανταπαντά με χορούς, λόγια παιδικά, χαρά ανείπωτη

Όμως ριπές πυροβόλων όπλων κάνουν τρύπες στους τοίχους τού

                                                                        δωματίου

Μάχη πραγματική 

Τα σκεπάσματα ανήσυχα, αναποδογυρισμένα, ετοιμοπόλεμα

Το μαξιλάρι φυλά τσίλιες

Η γλυκιά λόγχη τής κουζίνας εξοντώνει το δωμάτιο

Η καρέκλα τρίζει, το γραφείο βογκά, η πρίζα φλέγεται

Η βιβλιοθήκη, αχ αυτή η βιβλιοθήκη, αναστενάζει

Η κουζίνα ανταπαντώντας κάνει πτήσεις που διαταράσσουν τα

                                           όρια των διαμερισμάτων-κρατών

Ουδέτερο έδαφος το μπαλκόνι

Η κουζίνα το οικειοποιείται

Παρακολουθεί τις ενέργειες τού δωματίου

Το καλεί στην τραπεζαρία να διαπραγματευτούν

Το δωμάτιο δεν θέλει να χάσει το έδαφός του

Η διαπραγμάτευση ωστόσο ξεκίνησε

                                                Κορεσμένο το κλίμα  

Τα πιάτα έρχονται σαν πλοία πάνω στο τραπέζι

Τα πιρούνια σαν πύραυλοι  

Τα κουτάλια σαν πυροβόλα

Η κουζίνα θυμωμένη πάει στο χώρο της

Επιζητεί να καλοπιάσει το δωμάτιο

Δίνοντάς του οικόπεδα από τυροπιτάκια

Το δωμάτιο υπακούει και βράζει

Οργανώνει σχέδιο

Να σταθεί στα πόδια του

Να ξεφύγει από την κουζίνα  

 

Υπάρχει αέρας δωματίου στο δωμάτιο

Δεν εγκαθίσταται το άρωμα των αποπνικτικών μειγμάτων τής κουζίνας

Στις μείζονες αυλακώσεις των κάδρων τής πόρτας

Παίρνει απόσταση το δωμάτιο  

Αναπνέει, χρωματίζεται, ξεδιπλώνεται

Γίνεται σιγά-σιγά Ανεξάρτητο κράτος


Το φλυτζάνι

Βουτηγμένο στο νερό

Επιπλέει

Αδειανό

Περιορισμένο

Ο νεροχύτης είναι τα σύνορά του

Τα πιάτα έρχονται απειλητικά πάνω του

Το στριμώχνουν, το βυθίζουν, επανέρχεται στην επιφάνεια

Όσο πιο αδειανό τόσο καλύτερα

Μπορεί και επιπλέει, ελίσσεται

Όταν το πλύνω θα το σώσω από τον αγώνα του να μην βουλιάζει να μην σκεπαστεί από τα εγωκεντρικά κατσαρολικά

Που εκτοξεύουν τα λίπη τους

Όταν το σκουπίσω 

Θα είναι ασφαλές, καθαρό, διαφανές

Και θα καθρεπτίζει τον εαυτό του

 

 

    Άτιτλο

    Φύση αναλφάβητη

Νους λευκός

 Σαν χαρτί νεογέννητο

   Κυριακάτικος καφές

Ήλιος και αρχή

 

Σελιδοδείκτης

Ουρανοξύστης των χαμόγελων

Συκομαϊδα στ’ αστροπελέκια τής όχθης

Πλανητάρχης η ανάσα των γραμμών

Στην άξαφνη μελέτη των βιβλίων

Τυπωμένες υγρές γραμμές των δρόμων

Αλέτρι 


 

Η Κούπα (αφανές Calligram)

Χερούλι μιας στιγμής

Στον πυθμένα τής κύκλωσης

Χορευτής οριζόντιος

Στο καϊμάκι τής απλούστευσης τού λευκού

 

 

 

Χωρίς όνομα

Όρθιος

Με το χέρι στη μέση

Μια πολιτεία ξεκινά πάλι

Είναι φθινόπωρο

Νέες αφίξεις γράφονται με κόκκινα γράμματα στον πίνακα

Βαθιά ανάσα το σκοτάδι να μην βουλώσει την ευκαιρία μας

 


Καθρέπτης

 Το κενό τού καθρέπτη

Μια άβυσσος που βυθίζεσαι

Σα να υπάρχεις σε δυο κόσμους

Ο δεύτερος τής αβύσσου

Μια έρημος φωτεινή

Μονόχρωμη

Εμφανίζεσαι και χάνεσαι

Ζαλάδα φέρνεις

Περπάτημα

Κατέβηκα

τα σκαλιά

        να πάω

σε άλλη πολιτεία  

Στην άκρη τής αποβάθρας φάνηκε

Σερνόταν

Αγκομαχούσε

Μια σπιθαμή ήταν

Καφέ, πορτοκαλί ίσως και κόκκινο να είχε

Οι περαστικοί δεν την είδαν

Συνέχισαν τη μέρα τους

 

 

     Τατουάζ

Έχω ένα τατουάζ

Που με γυμνά μάτια δεν φαίνεται

Ξετυλίγει τη θλιμμένη γραφή του

Σε μέρες γιορτινές

Σώμα δεν έχει

από εμένα ζει


© Ρωμανός

Η παρούσα πλήρης δημοσίευση επιλογής ποιημάτων-εικαστικών αφορά στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό «Cantus Firmus». ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και γενικά η αναπαραγωγή αυτών των κειμένων και οποιαδήποτε χρήση των συνοδευτικών εικαστικών εικόνων καθ’ οιονδήποτε μέσο ή τρόπο, τμηματικά ή περιληπτικά, χωρίς γραπτή άδεια του δημιουργού, βάσει του νόμου 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το νόμο 100/1975). Επίσης δεν επιτρέπεται καμία μετατροπή, χρήση ή αλλοίωση οποιασδήποτε εικαστικής εικόνας που συνοδεύει το κείμενο χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του δημιουργού.

 

* Ο Ρωμανός σπούδασε συντήρηση έργων τέχνης. Συνέχισε τις σπουδές του και σήμερα είναι τριτοετής φοιτητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ). Με την παρούσα επιλογή και προδημοσίευση ποιημάτων, συνοδεία εικαστικών έργων του, από την ποιητική του συλλογή με τίτλο «Βόλτα στην Πόλη» εμφανίζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα.

 

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Carla Saracino “Το φέγγος”


Torre Colimena, Litoranea Salentina


 

Είναι σχεδόν η ώρα της ερημιάς,

σχεδόν το τέλος, στείρο, της επιφάνειας.

Δεν περνάς, περπατάς.

Γι’ αυτό η καρδιά δεν δημιουργεί τις μορφές,

μα τις επιβάλλει, σε σένα που χαμογελάς.

*

 

Είναι αυτές οι ηλικίες,

οι ηλικίες που αρχίζουν, γίνονται

διαφορετικές, δεν ακούν προσεκτικές κραυγές ή αντηχήσεις

μα αποκλίνουν, ανοίγουν δρόμο μες στο πλήθος,

σε αυτό το πλαίσιο όπου ζω,

ακουμπισμένη μαζί σου σε ένα νήμα

που η ζωή ύφανε προ ολίγου,

αφήνουμε ξέφρενο ό,τι βρίσκεται λίγες στιγμές

μακριά από εμάς, όταν τρώμε, πίνουμε,

τη φανέρωση του θαύματος

χωρίς συνέχεια, τη θέα

του άλλου εφικτού προσώπου σε ένα πρόσωπο,

την ύπαρξη στη φύση ενός νεκρού πράγματος

που η φύση έχει ήδη ξεπεράσει.

 

Θα μου πεις:

γίνε το πρωινό σου,

γίνε η ψυχή σου.

*

 

Αμπαρώστε τα παράθυρα, όπως έκαναν

άλλοτε. Κλείστε τα οστά μου

σε μια δεσμίδα τσουκνίδες και θερίστε

το τέλος της ύπαρξής μου, όπως άλλοτε.

Φύγετε πια για άγνωστους τόπους

αποβιβαστείτε σε αυτή την αναπηρία: τη φωνή μου.

Προτιμήστε να είναι θηλυκή και μοναδική.

*

 

Χάνεται η λιγότερο

ποιητική μέρα της ζωής μου.

Για το προνόμιο ενός

ακατοίκητου πράγματος

δεν ξέρω αν πρέπει να προσφέρω την σπατάλη

ή να σιωπήσω.

*

 

Δες πώς υποφέρει ή απογυμνωμένη προχωρά,

προσφέρεται χωρίς ένταση.

Αν εκτείνει το φέγγος της

ως έναν συριγμό που δεν έχει ήχο.

*

 

Ο θρύλος όλων των δείπνων

της ζωής μου είναι τούτος.

Σαν θορυβώδεις μπάντες χωριού

πέρασαν πάνω σε τραπεζομάντηλα

και νερό που έρεε σε νεκρά ποτήρια

που τον μήνα εκείνου του ψεύτικου χρόνου

κάποιος ήπιε.

*

 

Αγγίζει τον αιώνα η νεκρή ατμόσφαιρα

αυτού του σπιτιού που εγκαταλείφθηκε εσπευσμένα.  

 

Κάποιος το έχασε, ξεστρατίζοντας από την

πελώρια καρδιά του.

*

 

Λένε για το όραμα: μοναδικό, ουσιώδες.

Δείχνουν ένα χωριό για αρχή.

Προσαρμόζομαι, παίρνω χρόνο, παραμιλώ ίσως.

Αλλιώς ζητώ εμπιστοσύνη: φτάνει ο περισπασμός

αλλοιώνω τους τόπους, δεν υπάρχω.

Έχω την τέλεια μορφή ενός οποιουδήποτε

δώρου μου. 

*

 

Ευτυχισμένη, προχωρούσα στην απώλεια

μιας τύχης.

Είχα ζωγραφιστά μάτια και πιγούνι

σαν νυχτερινό ράμφος.

*

 

Ένα χωριό που μοιάζει στη φωτιά

υπάρχει όντως.

 

Το είδαν να θορυβεί με φλεγόμενο ράμφος

και από πάνω μια ράχη από λόφους να γίνονται στάχτη

την ώρα του γεύματος, και τα χόρτα να κροταλίζουν.

*

 

Κατάγραψε τον μικρό θάνατο κι εξήγησέ τον

στους πελάτες.

Ρίξε τον στο λικέρ μέντας ενώ

υπερχειλίζει ο χειμώνας στα ημερολόγια

και τα φώτα της εξοχής

είναι τα μάτια

συγγενών που σκορπίστηκαν στον κάμπο

των αποπλανήσεων.

Εξήγησε πόσοι είναι οι νεκροί των

περιστάσεών μας και πόσες περιστάσεις πέθαναν.

 

Δεν υπάρχει γαλήνη στα καφενεία της Κυριακής. 

*

 

Μακάρι να θυμόμουν αλλά δεν προσέχω

καθόλου ονόματα και ημερομηνίες.

Μάλλον, γνωρίζω τη φιλοξενία εκείνου που λησμονείται.

Την αισθησιακότητα του καθρέφτη που αναποδογυρίζει

και αντιγράφει το όνειρο του χθες, το προχθεσινό και το άλλο...

*

 

Θα ήθελα να επιστρέψω σε ένα αδελφικό σπίτι

φιλόξενο, να χαϊδέψω την ταπετσαρία

ή να καθίσω στην κεφαλή του μεγάλου τραπεζιού από βελανιδιά

και να τιμωρηθώ με την ορμή των πραγμάτων

που κείτονται εξαντλημένα

αλλοιωμένα από κατάχρηση ομορφιάς.

 

Ή θα ήθελα αυτό να συνέβαινε σε τόπους

κάποιας Ανατολής ανώτερης από εκείνη που σκέφτηκα.

Κάποια Ανατολή που επανασυνδέθηκε με την καρδιά.

Το αποκορύφωμα, το φέγγος. 

 

 

Μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη


 

Η Carla Saracino (Maruggio, 1980) σπούδασε ιταλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Lecce. Ζει και διδάσκει στο Μιλάνο, παράλληλα γράφει ποίηση και βιβλία για παιδιά. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Nuovi Argomenti, lImmaginazione, l’Almanacco dello Specchio, καθώς και σε ηλεκτρονικά έντυπα όπου και αρθρογραφεί. Τα μεταφρασμένα ποιήματα προέρχονται από τη συλλογή Il chiarore, με πρόλογο του Antonio Moresco (LietoColle, 2013). Η πρώτη της συλλογή I milioni di luoghi (LietoColle, 2007) απέσπασε το Βραβείο Umberto Saba για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα.


http://monolithvolume.com 

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Οδυσσέας Ελύτης - "Επτά νυχτερινά Επτάστιχα"

 



Ι

.

Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων

Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.

.

.

II

.

Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή

Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη

Ερωμένη

Αλλοτινών ήχων γόησσα

.

Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί

Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του

Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του - εκεί.

.

.

III

.

Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή

Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!

.

.

IV

.

Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια

Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.

.

.

V

.

Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες

Μαβιές

Κόκκινες

Κίτρινες

Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.

.

.

VI

.

Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός

Καρτέρι μελλοθάνατο

Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο

Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.

.

.

VII

.

Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης

Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί

Ακούσιος καταρρέει

Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό

Σιωπητήριο.