ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΡΑΣΟ
Γιώργη Μαρκάκη
Έκδοση Μουσείου ‘’Λυχνοστάτης’’
Γράφει η Ρένα Πετροπούλου- Κουντούρη
Καθώς στέκομαι
με το βλέμμα καρφιτσωμένο στο εξώφυλλο ενός ακόμα βιβλίου, ενός καθόλου τυχαίου
βιβλίου , με τα μάτια υγρά από την έντονη αναμόχλευση βαθιά κρυμμένων
συναισθημάτων που μου προξένησε η απολαυστική του ανάγνωση, έμπλεα θαλπωρής από
τη ζεστή αγκαλιά του, μια φωνή εσωτερική μου ψιθυρίζει πώς ο καθένας από μας
είναι πράγματι, -όπως έχουν κάποιοι ήδη αποφανθεί-, δημιούργημα των
αναγνωσμάτων του. Των ηρώων που του έμαθαν τη ζωή, των στίχων που έντυσαν τα
καρδιοχτύπια του, των εννοιών που κουβάλησαν τα φορτία των αναζητήσεων του,
του γραπτού
λόγου που του έμαθε να βλέπει και να περιγράφει τον κόσμο.
Μέσα από μια
περίπλοκη διαδικασία της αναπαράστασης της ζωής, εμπιστευόμαστε κι ακουμπάμε
την ελπίδα μας στον εκάστοτε συγγραφέα για ένα ακόμα ραντεβού με το φως και τη
γνώση. Σκεφτείτε μόνο το αναντικατάστατο παιχνίδι της γλώσσας με τη φαντασία, την απαράμιλλη
γοητεία του να πλέουν εικόνες στο χαρτί , τη δράση που ταξιδεύει χωρίς
διαβατήριο μέσα μας, το στιβαρό χέρι που σου γραπώνει την καρδιά, ανοίγει την
κάνουλα των δακρύων, σου δένει κόμπο το στομάχι, συσπά τους μυς του προσώπου
σου, σε φορτώνει ανήσυχα όνειρα και προβληματισμούς , ή σου δίνει τόση χαρά που
μπορεί να σε κάνει ακόμα και να τραγουδάς στο δρόμο.
Διαβάζοντας
λοιπόν το βιβλίο ‘’Άσπρο ράσο’’ του γνωστού οφθαλμιάτρου και λογοτέχνη Γιώργη
Μαρκάκη, εισέπραξα όλα τα παραπάνω, πράγμα που τ’ ομολογώ μου συμβαίνει με
ελάχιστα κείμενα, εισέπραξα τη μαγεία του γραπτού λόγου σ’ όλο το μεγαλείο της.
Ο Γ. Μαρκάκης
γεννήθηκε στη Σητεία, φοίτησε στο Βαρβάκειο και στη συνέχεια στην Ιατρική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε ως Ανθυπίατρος στα Τάγματα Προκαλύψεως και
την Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, ενώ διετέλεσε διευθυντής Οφθαλμολογικής
κλινικής στο Ηράκλειο. Είναι επίκουρος καθηγητής Οφθαλμολογίας, επίτιμος πρόεδρος της Οφθαλμολογικής
Εταιρείας Κρήτης, μέλος της διεθνούς ενώσεως Ιατρών συγγραφέων, μέλος του
λογοτεχνικού συνδέσμου Ηρακλείου, καθώς και ιδρυτής του Μουσείου παραδοσιακής
ζωής και λαϊκού πολιτισμού Κρήτης’’ Λυχνοστάτης’’. Έχει γράψει τα βιβλία
’’Αναλαμπές σε σκοτεινό θάλαμο’’1983,’’Άνω Τελεία’’1986, ‘’ Όπως πέρυσι, όπως και πάντα’’1997.
Το τέταρτο κατά
σειράν βιβλίο του ’’Το Άσπρο Ράσο’’ περιλαμβάνει εικοσιέξι διηγήματα που
βασίζονται –τα είκοσι από αυτά-σε πραγματικές ιστορίες παρμένες από την
καθημερινότητα του γιατρού με τους αρρώστους, κατά την διάρκεια της
σαρανταεπτάχρονης θητείας του στην άσκηση της μαχόμενης ιατρικής των προκεχωρημένων
φυλακίων, μια πονεμένη θητεία στο ανθρώπινο χρέος– όπως ο ίδιος αποφαίνεται-
ενώ τα υπόλοιπα έξι κεφάλαια είναι
εφευρήματα της φαντασίας του συγγραφέα
για να δώσει προφανώς στο κείμενο μυθιστορηματική διάσταση.
Ένας εξαιρετικά
ευρηματικός τρόπος είναι αδιαμφισβήτητα η εισαγωγή , ένα από τα κατ’ εξοχήν
δυνατά σημεία κάθε λογοτεχνικού έργου, που εντυπωσιάζει από τη πρώτη στιγμή τον
αναγνώστη.
Ένας
δεκαοκτάχρονος νέος καλείται να πάρει σημαντικές αποφάσεις όσον αφορά τον
επαγγελματικό του προσανατολισμό ανάμεσα στην Ιατρική και τους Μηχανολόγους του
Μετσόβιου Πολυτεχνείου, πράγμα το οποίο προβληματίζει αρκετά τον ίδιο αλλά κι
τους γονείς του. Έπειτα από δική τους προτροπή επισκέπτεται το ‘’αρχονταρίκι’’,
εξοχική κατοικία του γιατρού νονού του όπου φιλοξενείται για μερικές μέρες. Ο
νονός του ενημερωμένος προφανώς από τους γονείς για το δίλημμα που
αντιμετωπίζει ο ‘’φιλιότσος’’ του, αφού
του δίνει τις απαραίτητες συμβουλές , του εμφανίζει ένα φάκελο με την ονομασία
‘’Το άσπρο ράσο’’, (συγκινητικός και ευφυής ο παραλληλισμός της ιατρικής
μπλούζας με το λιτό ένδυμα των ιερωμένων),
προτρέποντας τον να διαβάσει τις αληθινές ιστορίες που ο ίδιος έχει
καταγράψει κατά τη διάρκεια της πολύχρονης ιατρικής του πορείας, σκοπεύοντας μ’
αυτό τον τρόπο να τον βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση για το μέλλον του.
Μέσα από μια
συγκλονιστική παρέλαση μοναδικών περιστατικών που γίνονται ανεκτίμητα καθώς η
γλαφυρή πένα του Γ. Μαρκάκη τα στιλβώνει με την πατίνα του πραγματικού και
συνάμα του καθημερινού, του ανθρώπινου, συνθέτοντας με τη φρεσκάδα μιας
εφηβείας ανθηρής, γεμάτης όνειρα, τόλμης και αναμφισβήτητης γοητείας την υπέρ
έννοια της ανιδιοτελούς προσφοράς του ιατρού προς τον ασθενή, αυτή την βαθιά
ανθρώπινη και ιερή σχέση , που στη σημερινή εποχή με την εμπορευματοποίηση της
ιατρικής επιστήμης- βλέπε ‘’φακελάκι’’ -παύει δυστυχώς να υφίσταται .
Σταχυολογώ
μόλις ένα μικρό μέρος από φράσεις –διαμάντια που ο συγγραφέας με τον
αυθορμητισμό που του παρέχει η αγάπη για
τούτη την επιστήμη –λειτούργημα και τη δεδηλωμένη συγγραφική του ικανότητα
συνθέτει με επιδεξιότητα, ευαισθησία και πάθος .
’’ Στα χέρια
σου γιατρέ μου, στο Θεό και στα χέρια σου…. ‘’Πίστη, πάθος, λαχτάρα και τόλμη,
όλα τα μπορούν σ’ αυτό τον κόσμο…Όταν η καρδιά το θέλει πολύ, το θαύμα είναι
τόσο κοντά μας. Μες στα χέρια μας…’’Φράσεις δυνατές που φέρνουν στο νου ρήσεις
από τον ‘’Αλχημιστή ‘’του Πάολο Κοέλο, καθώς καταγράφονται στο πρώτο διήγημα
του βιβλίου
’’ Κομπολόγια
και κομποσκοίνια ‘’ και αφορούν στον πρώτο άρρωστο του συγγραφέα, το Φωτεινιώ, μια μόνη,
πάμφτωχη γυναίκα που ο νεαρός γιατρός θεραπεύει από βαρύτατο ίλιγγο .
Στο διήγημα ‘’Ο…μηλιγγίτης’’, διαβάζουμε για την έμμονη σκέψη, τη μονομανία ενός υπίατρου για τη
συγκεκριμένη πάθηση που τελικά σώζει το στράτευμα από μια επιδημία
μηνιγγίτιδας, αλλά τοποθετεί το νεαρό , τότε,
συγγραφέα σε θέση μελλοθάνατου, αφού τον υποχρεώνει να μεταβεί στο
Λοιμωδών σαν ιατρός συνοδός του ασθενή που εξεδήλωσε το πρώτο κρούσμα.
‘’Στο ‘’Άσπρο ράσο ‘’ παρακολουθούμε την περίπτωση ενός αγρότη που χριστουγεννιάτικα φέρνει
το παιδί του- ένα κωφάλαλο αγόρι με γλαύκωμα στο τελευταίο στάδιο και στα δυο
μάτια με τη δυσοίωνη προοπτική της σίγουρης τύφλωσης,- στην ιδιωτ. Κλινική του
συγγραφέα. ‘’Άσπρο ράσο’’ είναι η ιατρική μπλούζα που ‘’ανεπαισθήτως’’
μεταλλάσσεται κάθε φορά σε ράσο , -λειτούργημα γαρ μέγα η Ιατρική-μόνο που αντί
για μαύρο είναι λευκό, ’’άσπρο ράσο’’ γιατί μια ζωή ο σωστός γιατρός ’’επ’ αλλοτρίοισι ξυμφορήσι
ιδίας καρπούται λύπας’’. ’’Γιατί το μόνιτορ μπορεί να καταγράφει ταχύτερα τον
αριθμό των σφυγμών του αρρώστου, μα δεν είναι ανθρώπινο χέρι, που κρατά το
σφυγμό και που ταυτόχρονα νοιώθει και την δική του καρδιά να πάλλεται μ’ αυτήν
του αρρώστου. Και πάει να σπάσει στα 180, να λιποθυμήσει στα σαράντα, να σβήσει
μαζί του όταν νοιώθει το σφυγμό να χάνεται κάτω από τ’ ακροδάχτυλά του.’’
Στο ‘’Τα μάτια έμειναν στυλωμένα’’ ΣΤΗ
‘’πόρτα’’, ανακαλύπτουμε με θλίψη
τη δύναμη της νιότης που ευνουχίζεται απ’ τη συνήθεια. ‘’Έτσι ξεκινούν οι νέοι
πάντα τη ζωή τους. Με όνειρα, μ’ ιδανικά, μ’ ανιδιοτέλεια. Και σιγά-σιγά η ζωή
τους ψαλιδίζει τα φτερά . Κι η πτήση όλο χαμηλώνει…’’
Στο ‘’Έλεος γιατρέ μου’’,
(Ογδονταπεντάχρονος πρώην διοικητής του συγγραφέα ζητά μετά από σαράντα
χρόνια την ιατρική του βοήθεια), συναινούμε στο ότι’’ Ο στρατός αρχίζει εκεί
που τελειώνει η ανθρώπινη λογική. Κι η ανθρώπινη λογική τελειώνει εκεί που
αρχίζει η ανθρώπινη ευαισθησία.’’
‘’Είχαμε μείνει
στην ανθρωπιά, γιατρέ μου.’’
’’Συνάντησες
την ομορφιά , στάσου , καμάρωσέ τη, συνάντησες την ανθρωπιά, σκύψε προσκύνησέ
τη.’’
’’Εύρηκα’’.
Η θριαμβευτική ανακάλυψη και
αποκάλυψη μιας σπανιότατης και σοβαρότατης πάθησης του αγαπημένου καθηγητή του
νεαρού γιατρού που μόλις είχε αποφοιτήσει από την ειδικότητα της Οφθαλμολογίας,
στη Σητεία, έχει δυστυχώς τραγική κατάληξη).
Dum spiro spero, (όσο αναπνέω ελπίζω) αλλά και Dum spero spiro. (Όσο ελπίζω αναπνέω).Ένας γιατρός δεν
πρέπει να σκοτώνει ποτέ την ελπίδα .
‘’Την ελπίδα, αυτή τη θεϊκή πνοή , που όσο
φυσάει μες στην καρδιά , τη ζωντανεύει και δίνει αξία στη ζωή.’’
‘’Κι εσύ Άι
Γιώργη μου;’’(Η ευθύνη για
το γυάλινο μάτι ενός παιδιού, αποτέλεσμα
εγκληματικής αμέλειας του πατέρα, φορτώνεται τελικά στον οφθαλμίατρο ), ‘’Σαββατόβραδα και πριγκηπέσσες’’( Ένα γαμήλιο ταξίδι που δεν πραγματοποιήθηκε
ποτέ ή μάλλον βιώθηκε νοερά από μια θλιμμένη πριγκηπέσα- ασθενή μέσα από την
οθόνη που πρόβαλλε έγχρωμες διαφάνειες από διάφορα μέρη της Ελλάδας, στην
Οφθαλμ. Κλινική ένα μελαγχολικό Σαββατόβραδο).
Διατρέχω εν
τάχη τα κείμενα, επειδή πιστεύω πως δεν πρέπει όλα ν’ αποκαλύπτονται και ν’
αφήνεται τελικά ο αναγνώστης να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα: ’’Των λαγών η κατάρα’’ (Η απίστευτη ιστορία δυο αδελφών που χάνουν
κι οι δυο την όρασή τους, ο ένας ηθελημένα).‘’Το μεγαλύτερο σχολειό στον κόσμο
είν’ η αρρώστια’’. ’’Το μπλε
πουκάμισο’’(Το δαχτυλίδι της
Παναγίας) που αναμφισβήτητα μαζί με το κορυφαίο ’’Μαρίας ανάμνηση’’
(διάγνωση κακοήθους όγκου στον εγκέφαλο σε 17χρονη κοπέλα)και ’’Τα… υπερτριάκοντα αργύρια’’(ιστορία ενός χανσενικού που όλοι του
έκλειναν την πόρτα κατάμουτρα φοβούμενοι μια ήδη θεραπευμένη λέπρα), είναι,
κατά τη γνώμη μου, από τα πιο δυνατά διηγήματα που έχουν γραφτεί ποτέ.
Ξαποσταίνω για
λίγο στον ‘’Άρειο Πάγο’’ για να υποκλιθώ στη μαγεία, το μεγαλείο και
τη μαστοριά της παραδοσιακής κρητικής μαντινάδας, ‘’μαντινάδα =γοργή σα
χελιδόνι-σύντομη σαν ανάσα-αποτελεσματική σα σφαίρα’’, σταματώ ’’στο Μύλο’’ για να ψηλαφίσω με τρεμάμενη
καρδιά τον μοναδικό ύμνο της συζυγικής αγάπης ενός μυλωνά προς την λατρεμένη
του Ελένη,( υπάρχουν άραγε ακόμα τέτοιοι άντρες;), μαντινάδες που ο ερωτευμένος
μυλωνάς έγραφε με κάρβουνο στους τοίχους του μύλου του κάθε χρόνο στη γιορτή
της, και που ο συγγραφέας διέσωσε και στέγασε την ευωδιά τους και την αγνότητα
του πάθους τους στο λαογραφικό μουσείο του ‘’Λυχνοστάτης’’, στη Χερσόνησο της
Κρήτης , μουσείο της Πέτρας και της
Μαντινάδας.
Αφήνω για το
τέλος ‘’Τα πρώτα ρόδα του Μαγιού’’(Η
απέραντη ευγνωμοσύνη ενός ασθενή προς τον γιατρό που του έδωσε πίσω το φως
του, μεταφράζεται στην ετήσια προσφορά
μιας ανθοδέσμης με τα πρώτα ρόδα του Μαγιού από την αυλή του , για πάνω από
δεκαοχτώ χρόνια.) ‘’Κι όσο θα ζω θα ‘ σου ‘ρχομαι το Μάη με τα ρόδα ’’κι έρχομαι στον επίλογο ‘’Και γράψε…’’(Γιατρός ψυχών . Πρώτα η θεραπεία της ψυχής και μετά τα φάρμακα.)’’Μόνο
έναν γιατρό κοιτάζουν μέσα στα μάτια μ’
ευγνωμοσύνη, σα Γιατρό Ψυχών. Τον Μηχανικό μόνο τον πληρώνουν…’’
Ο συγγραφέας
-ποιητής ξεκλειδώνει τα μυστικά της
δύναμης που έχει το φως όταν γίνεται ακτίνα, όταν πέφτει σε φωτοευαίσθητες
περιοχές και στιγματίζει την επιφάνειά τους .Ο Γ. Μαρκάκης παραθέτοντας σοφές και σωστά δομημένες
εναλλαγές στην αφήγηση, περιγράφει με αριστοτεχνική δεινότητα τις φιλοσοφικές
συζητήσεις κι αναζητήσεις νονού-βαφτισιμιού ,οι οποίες είναι γραμμένες στο
σύνολό τους με απέραντη ευαισθησία, οξυδερκή παρατήρηση, και με θησαυρισμένες
στο μάκρος της ζωής γνώσεις , ενώ λειαίνοντας τις λεπτομέρειες και στήνοντας
μπροστά στον αναγνώστη το ποίημα της οφειλής του γιατρού προς τον ασθενή
(ιατρική βοήθεια και θεραπεία ψυχής) αλλά και του ασθενή προς τον γιατρό του(
αιώνια ευγνωμοσύνη κι εμπιστοσύνη ), καταφέρνει επιδέξια να φέρει στο προσκήνιο
όλο τον ανθρώπινο και πολιτιστικό πλούτο αυτής της τόσο ιδιαίτερης σχέσης .
Υπάρχει αλήθεια
μεγαλύτερη και ιερότερη προσφορά αλλά και παράλληλα αμοιβή, απ’ το να δώσεις πίσω το φως;
Θα ήταν
παράλειψη όμως να μην αναφερθώ στις συνεχείς αναφορές στην λατρεία της φύσης,
της θάλασσας, του ορίζοντα, και της πανέμορφης κρητικής γης και γλώσσας, -της γλώσσας
του Βιτσέντζου Κορνάρου, της
μουσικότερης, της πλαστικότερης γλώσσας που μίλησαν ποτέ ανθρώπινα χείλη , κατά
τον Γιώργο Σεφέρη. Σ’ αυτά τα κείμενα, τις μαντινάδες αλλά και τα ποιητικά
αποσπάσματα που αναφέρονται στο
‘’Αρχονταρίκι’’, στο σπίτι με το μύλο, στο σημαντικό δημιούργημa ενός σπουδαίου κι αγαπημένου ζευγαριού, -,
το μουσείο ‘’Λυχνοστάτης’’ - όνειρο μιας ολόκληρης ζωής που ντύθηκε μ’ αλήθεια,
για το οποίο είναι και θα πρέπει να είναι περήφανο το ζεύγος Γ. Μαρκάκη αφού
μέσα του περικλείει και ανασταίνει όλο το μεγαλείο και τη συνέχεια της κρητικής
παράδοσης-, ξεδιπλώνεται μπροστά μας ένα
από τα ωραιότερα τοπία της ψυχής του συγγραφέα . Εδώ ο Γ. Μαρκάκης, ολοκληρωμένος πλέον λογοτέχνης και δεινός
μάστορας του λόγου, αναδεικνύει
ολοζώντανα και καταθέτει απλόχερα, την
ίδια την ψυχή του.
Δεν είναι
καθόλου τυχαίο , λοιπόν, που ’’Το Άσπρο Ράσο’’ επιλέχθηκε για να διδάσκεται ως
κώδικας δεοντολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, από τον πρύτανη Πανεπιστημίου Κρήτης κ.
Γιάννη Παλλήκαρη και τον καθηγητή κ. Χρήστο Λιωνή.
.
Καλή συνέχεια
σ’ έναν άνθρωπο που ευδοκίμησε να δει και να βιώσει πράγματα κι αξίες που
ελάχιστοι αξιώνονται. Πραγμάτωσε τα όνειρά του μέσα από μια συνεχή προσφορά
στον άρρωστο, στον συνάνθρωπο, στην κοινωνία, στην οικογένεια, στον Πολιτισμό.
Κλείνοντας του
αφιερώνω με σεβασμό, θαυμασμό κι εκτίμηση δυο στίχους μου.
‘’Θυμήσου,
θα’ ναι κρίμα απ’ τη ζωή αυτή να φύγεις,
δίχως ν’
αφήσεις πίσω σου σφραγίδα.
Θα’ ναι καλό να
σε θυμούνται
για κάτι
άριστο.
Τι θα’ ναι αυτό,
εσύ θα κρίνεις.
Θυμήσου μόνο πως ,
όλοι από τις
πράξεις μας
κρινόμαστε…
Ο Γιώργης Μαρκάκης γεννήθηκε στη Σητεία. Φοίτησε στο
Βαρβάκειο και στη συνέχεια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στα τάγματα προκαλύψεως και στη στρατιωτική σχολή
Ευελπίδων (1954-1958). Διευθυντής Οφθαλμολογικής Κλινικής (1961-1990) στο
Ηράκλειο. Επίτιμος πρόεδρος της Οφθαλμολογικής Εταιρείας Κρήτης και Επίτιμο
μέλος του Ομίλου Μελετητών της Ιστορίας της Οφθαλμολογίας. Μέλος της Διεθνούς
Ενώσεως Ιατρών Συγγραφέων και του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου. Ιδρυτής του
Μουσείου Παραδοσιακής Ζωής και Λαϊκού Πολιτισμού Κρήτης
"Λυχνοστάτης". Ιδρυτικό μέλος του Μουσείου Ιστορίας της Ιατρικής του
Πανεπιστημίου Κρήτης.