Ο Τρότσκι ήταν για τους προσωρινούς και τους παντοτινούς οπαδούς του ένας «άοπλος προφήτης» από τον οποίο διέθεταν την αποσπασματική γνώση του έργου του Λογοτεχνία και Επανάσταση (στη «Λογοτεχνική Επιθεώρηση» [1927] και στη «Νέα Επιθεώρηση»[1928]) χωρίς να εμβαθύνουν στις αισθητικές αναλύσεις του περιπλανώμενου αρνητή της «θερμιδοριανής γραφειοκρατίας», σε μια εποχή μάλιστα που ο ίδιος αναγνώριζε την προσφορά της μοντέρνας τέχνης στη συγκρότηση της επαναστατικής συνείδησης. Οταν δηλαδή βοηθούσε τον Andre Breton στη σύνθεση του Μανιφέστου της καλλιτεχνικής δημιουργίας, που υπεράσπιζε την «ανεξαρτησία της τέχνης για την Επανάσταση» και προσδοκούσε από την τελευταία την «τελειωτική απελευθέρωση της τέχνης» (1938). Ο μόνος εξοικειωμένος με τη δέσμη αυτή των ιδεών και την ομόλογη πρακτική υπήρξε ο Κάλας.
Από τη σκοπιά της κομματικής «ορθοδοξίας», ο φουτουρισμός αποδοκιμάζεται, με αφορμή την επίσκεψη του Marinetti στην Αθήνα (1933), σαν «ιδεολογικός πρόδρομος» του παραλογισμού που «δέρνει την ιστορικά καταδικασμένη» αστική τάξη (Πηλείδης). Με τα ίδια κριτήρια, που επιβάλλουν τη λογική και γι' αυτό ρεαλιστική παράσταση της πραγματικότητας, αντιμετωπίζουν, με μερική εξαίρεση τον ρωσικό φουτουρισμό (Ζεβγάς, 1933), κατά το παράδειγμα του Τρότσκι, όσοι ηγήθηκαν ή απλώς συμπορεύθηκαν με την «Αριστερή Αντιπολίτευση» τις νεωτερικές τεχνοτροπίες. Ο εξπρεσιονισμός και ο κυβισμός συγκρατούν τις «αρρωστιάρικες» αναζητήσεις της «αχαλίνωτης» φαντασίας για την υπέρβαση της «αθλιότητας» και της «κρίσης» του «μονοπωλιακού καπιταλισμού» (Πουλιόπουλος, 1931). Παρά την προσφυγή στα κύρια θεωρήματα της ψυχανάλυσης, για να μελετηθεί η νεότητα του «εγωκεντρικού» ποιητή, και στην ύστερη φροϋδική κριτική του πολιτισμού, όπως συμβαίνει με το δοκίμιο του Βάσου Βαρίκα για τον Καρυωτάκη, ο σατιρικός ποιητής είναι «πριν απ' όλα ένας αγωνιστής» και η τέχνη «μια κοινωνική λειτουργία με καθορισμένα καθήκοντα» (1938).
Η αμφισβήτηση της υπεροχής του περιεχομένου ανανεώνεται με την ενθουσιώδη παρουσίαση του λόγου του Μπουχάριν κατά την ώρα της ληξιαρχικής πράξης γέννησης του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», που σε αντίθεση με τον Ζντάνοφ έθεσε το πρόβλημα της ποιότητας των έργων τέχνης διακηρύσσοντας την ανάγκη για «ταυτότητα νοήματος και φόρμας» (1934). Ηδη ο Ζεβγάς συγκατένευσε στην αξία των ποιημάτων του Καρυωτάκη, αν και θα προτιμούσε να διακρίνει σ' αυτά την αιτία του «βαρυεστισμού» και της μελαγχολίας (1928). Η παρατήρηση αυτή αφορά τα Ελεγεία, ενώ για τις Σάτιρες εκφέρεται μια ανεπιφύλακτη επιδοκιμασία.
Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, για το χρονικό διάστημα που υπέγραφε ως Ζεβγάς, δηλαδή ως το 1935 που προσλαμβάνεται στην «Καθημερινή», υπήρξε ο περισσότερο προβληματισμένος μαρξιστής σε θέματα αισθητικής και κριτικής της λογοτεχνίας, με εκτεταμένο μεταφραστικό έργο και με υπερδεκαετή εμπειρία στην έκδοση συναφών περιοδικών. Ως προς το ζήτημα της αντιμετώπισης του Καρυωτάκη και του «καρυωτακισμού» από την εγχώρια μεσοπολεμική και τη μεταπολεμική Αριστερά, τόσο ως αισθητικής αποτίμησης όσο και ως ποιητικής πρόσκτησης, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η καλογραμμένη μονογραφία της Χριστίνας Ντουνιά Κ. Γ. Καρυωτάκης. Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνηςπου κυκλοφόρησε πριν από λίγες εβδομάδες. Αν ο ποιητής που τερμάτισε τη ζωή του στην Πρέβεζα σάρκαζε
«Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν άλυτοι γρίφοι που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους», η προσεκτική δουλειά της φιλολόγου είναι να ανασυγκροτήσει το σύνολο των αγωγών δεξίωσης του Καρυωτάκη μέσω της καταγραφής και ερμηνείας των «εντυπωσιακών διακυμάνσεων του παλμογράφου»: «ενθουσιασμός, σκεπτικισμός, άρνηση, σιωπή, αποδοχή, αναγνώριση». Πιο συγκεκριμένα, για τον ποιητή της «κοινωνικής αμφισβήτησης και της υπαρξιακής αγωνίας» κωδικοποιούνται οι «καίριες όψεις της περιπέτειας» που συναρτώνται με την «τεθλασμένη πορεία της πρόσληψής» του: «η απόρριψη της καρυωτακικής ποίησης από τον κύκλο του Γιάννη Αποστολάκη, η αντίδραση της γενιάς του '30 απέναντι στον ποιητή, η αμφιθυμία και οι διχογνωμίες των μαρξιστών, η όψιμη και η υπερθετική αναγνώριση των υπερρεαλιστών». Ετσι στο πρώτο μέρος («Ιδεολογία και Κριτική») αντιμετωπίζονται εξυπαρχής ορισμένες «παγιωμένες αντιλήψεις» που μας κληροδότησε «είτε η λειψή πληροφόρηση είτε η χρόνια αδράνεια» και στο δεύτερο μέρος του βιβλίου («Ο Καρυωτάκης και οι απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας») το κέντρο βάρους «μετατοπίζεται από τα κριτικά κείμενα στην ίδια τη λογοτεχνική παραγωγή», δηλαδή στους κομμουνιστές και τους υπερρεαλιστές που «θέτουν σε αμφισβήτηση την κοινωνική πραγματικότητα με τις ποικίλες συμβάσεις της και αισθάνονται αλληλέγγυοι με την ασυμμόρφωτη στάση του ποιητή».