Αναδημοσίευση από:http://booksjournal.gr/slideshow/item/1447-o-ρετρο-μελλοντισμός-της-κακιάς-μας-σκάλας
Μιχάλης Μοδινός, Τελευταία έξοδος Στυμφαλία.
Μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας,
Αθήνα 2014, 192 σελ.
Έτσι κι αλλιώς, η τελευταία έξοδος βρίσκεται μπροστά στον καθένα, κάποτε μάλιστα –δυνητικώς– και μπροστά σε μια εθνική κοινωνία, μεγαμακροπρόθεσμα δε και μπροστά στο ανθρώπινο είδος. Η πορεία προς αυτή την τριπλή έξοδο, ως ατομική απόφαση, ως εθνική προοπτική και ως ανθρωπολογικός κίνδυνος είναι η ιδέα του μυθιστορήματος Tελευταία έξοδος Στυμφαλία του Μιχάλη Μοδινού. Αναδημοσίευση από το Books' Journal, 52, Φεβρουάριος 2015.
Δεν είναι ακριβώς μελλοντολογία (anticipation ή science-fiction) και δεν παριστάνει την Αποκάλυψη (προφητεία), αν και έχει στοιχεία του φανταστικού και του νουάρ. «...το μέλλον δεν έρχεται ποτέ!», διαλογίζεται ο αφηγητής (27). «Δεν υπάρχει νομοτέλεια στις μικρές ασήμαντες ζωές μας. Ούτε στην ιστορία – με γιώτα κεφαλαίο»(21). Θα έλεγα ότι ανήκει στο είδος της σύγχρονης απαισιοδοξίας, στη λογοτεχνία, που ονομάστηκε αλλού, ρετρο-μελλοντισμός (retro-futurism). Δεν ξέρω γιατί μου έρχεται στην άκρη της πένας ο «τετελεσμένος μέλλων...» Τετέλεσται! λέει συνολικά ο μονόλογος του αφηγητή, καθώς κινείται, με το αυτοκίνητό του, προς την έξοδο, ενώ το μέλλον έρχεται σε τυφλή πορεία με την όπισθεν. Στο παρόν της αφήγησης συμπλέκονται με τέχνη όσα προηγήθηκαν στην κοινωνία και σε μία προσωπική ζωή ανοίγουν «προ Καταστροφής» και όσα ακολουθούν «μετά την Καταστροφή: εφεξής «π.Κ.» και «μ.Κ.» στο κείμενο.
ΜΕ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΡΩ
Χειμώνας, ο όγδοος μ.Κ., προσδιορίζεται στην πρώτη κιόλας σελίδα αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη για τη χρονολογία της Καταστροφής, όπως υπήρχε (το 2009) στην αρχική μορφή του αφηγήματος, που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες – στο περιοδικό αυτό– το 2013. Κατά κάποιον τρόπο το έργο ξαναγράφεται...
Νύχτα, με κακοκαιρία, ο αφηγητής βγαίνει από την πρώην «μενεξεδένια πολιτεία» με το αυτοκίνητό του, το παλιό ΟΠΕΛ «Μερίβα» των καλών ημερών, προς την εθνική οδό Αθήνας-Κορίνθου, πληρώνοντας με τα τελευταία του ευρώ τη βενζίνη και με υπόλοιπο στην τσέπη του είκοσι ευρώ. Έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει αύριο ή μεθαύριο, βουτώντας στον γκρεμό της Κακιάς Σκάλας, όπως πολλοί άλλοι οδηγοί. Αφήνει πίσω του μια πόλη παραδομένη στην αποδιοργάνωση και στη λιμοκτονία. Ομάδες αστέγων και εξαθλιωμένων, οι «Ανέγγιχτοι»¹, που ζεσταίνονται γύρω από αναμμένους κάδους απορριμμάτων, του ρίχνουν «διαβολικά» βλέμματα. Είναι η τελευταία ανθρώπινη εικόνα που παίρνει μαζί του, μαζί με την «οσμή γλίτσας και διοξίνης από καμμένο πλαστικό».
Ο αφηγητής αυτοπαρουσιάζεται καταλεπτώς στο κεφ. 2 («Αριθμοί»), αλλά παραμένει ανώνυμος ώς τη σελ. 153. Είναι ηλικίας μεταξύ 55 και 65, μηχανικός, με επιχείρηση χρεοκοπημένη, αγνωστικιστής, πρώην «πολιτικοποιημένος», με οικολογική δραστηριότητα στο παρελθόν, λάτρης του μπλουζ. Έγγαμος δις σε διάσταση, με γιο απόφοιτο του ΕΜΠ και άλλα διπλώματα, αλλά υπάλληλο σουπερμάρκετ, ο οποίος τον κατηγορεί για τα πάντα και τα αντίθετά τους, μεταξύ άλλων για τον τεχνοκρατικό του προσανατολισμό και για τον ευρωπαϊσμό του. Πράγματι, είχε πιστέψει στην πρόοδο ο άνθρωπός μας, αλλά τώρα τη θεωρεί απατηλή: «Ένα φτωχό εκκοσμικευμένο υποκατάστατο της μέλλουσας ζωή» (27).
ΒΛΑΚΑΣ ΛΑΟΣ
Το οδοιπορικό του γράφεται συμβολικά πάνω στην εθνική οδό καταστροφής και στα συντρίμμια του ατομικού του «βιότοπου». «Ο μαύρος αυτοκινητόδρομος καταπίνει το παρελθόν σαν γλώσσα ερπετού» (24). Το παρόν είναι η άγρια όψη της Καταστροφής, η μόνη πραγματικότητα, σε αντιπαράσταση με τις αυταπάτες ευμάρειας και ευτυχίας, ή τις ουτοπίες και τις «νοητικές μεταφορές». Τα συναπαντήματα της διάλυσης, της αναρχίας, της βίας των Ανέγγιχτων και των Αρχών συμπλέκονται, στον συνεχή αυτό διαλογισμό, με τα προσωπικά και τα δημόσια φαντάσματα του παρελθόντος. Η ιδιωτική του ζωή ακολούθησε την καμπύλη της επίπλαστης ευημερίας της αυταπάτης και της πτώσης. Σε γλώσσα που πάει από το δοκιμιακό είδος ώς την κοινωνιολογική ανάλυση, την πολιτική κριτική, τη σάτιρα και το λίβελο, παρελαύνουν, σ’ έναν χειμαρρώδη λόγο, όλα τα νοσηρά φαινόμενα της περιόδου που λέγεται «μεταπολίτευση» ώς την προδιαγραμμένη καταστροφή. Μπορεί να πει κανείς ότι δεν λείπει ούτε μια πτυχή της εικονικής πραγματικότητας που κάλυπτε τη βαθιά παρακμή, την καθυστέρηση και την οικονομική διαστροφή: «θαύμα» της Ψωροκώσταινας, μεγάλο φαγοπότι, παροχές με δανεικά, «παπανδρεϊκή κοσμογονία» και καραμανλική επανίδρυσή της, άνομος πλουτισμός «στα απόνερα της ανάπτυξης», παντοειδής ανομία από την αυθαίρετη δόμηση μέχρι «το δικαίωμα στο μισθό άνευ παροχής εργασίας» και την υπεράσπιση «του αυτονόητου δικαιώματος στην κατάλυση των δικαιωμάτων των άλλων» – ειδικότητες της Αριστεράς, «των πρώην συντρόφων» αυτά τα τελευταία, μιας Αριστεράς που τοποθετείται στο νέο μανιφέστο: «η Επανάσταση ως διατήρηση του στάτους κβο» (30).
Με ιδιαίτερο μπρίο δίνεται η καρικατούρα του «κιτς ευδαιμονισμού», τα μπερεκέτια με τις ψαρούκλες και τις σχετικές κοινοτοπίες, τα εθνογλωσσικά μας στερεότυπα, τα λεβέντικα «μέσα τα χέρια εγώ πληρώνω απόψε», «Η Πάχη ως δείκτης φυλετικής ανωτερότητας και καθαρότητας συνάμα» (72). Η «βλαχομπαρόκ» κουλτούρα μας, ο εθνολαϊκισμός, η αυνανική μας αυτοϊκανοποίηση ως του «εξυπνότερου λαού του κόσμου» συγκεντρώνουν την οργισμένη απάντηση: «Βλάκας λαός». Επιτέλους χλευάζεται το κορυφαίο αξίωμα της πολιτικής ορθότητας.
Η εποπτεία της «αναπτυξιακής» ύβρεως σε μια Ελλάδα που «πεθαίνει σαν χώρα» δεν απομονώνεται από την παγκοσμιότητα των προβλημάτων, των ιδεών και των θεωριών, ούτε από το ευρωπαϊκό περιβάλλον και την καταραμένη «παγκοσμιοποίηση». Άλλη μια φορά συναντάμε εδώ την κριτική του Διαφωτισμού και της προόδου, την αναίρεση του ανθρωποκεντρισμού-δυτικισμού, στον απόηχο της Λεβι-Στρωσιανής ανθρωπολογίας, που υποστρωματώνουν τις μυθοπλασίες του Μοδινού όπως και τα οικολογικά του δοκίμια. Σε συντομία, επανέρχεται η άποψη για τη «δραματική αποτυχία της ιδεολογίας της προόδου» και την επαγγελία μιας «απελευθερωτικής οικολογίας» για την επιβίωση «εν ονόματι της φύσης και του πολιτισμού»². Καθόλου τυχαία, στην Τελευταία έξοδο… υπάρχει η ειρωνική προφητεία για «μελλοντικούς αρχαιολόγους της ανάπτυξης» που θα σκάβουν τις χωματερές (49).
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΥ ΛΟΓΟΥ
Συγκεκριμένα, η τελευταία έξοδος δεν είναι μόνο ατομική ή έστω εθνική, είναι και ανθρωπιστική. «Τέρμα η πρόοδος, η εξέλιξη, η γραμμική βελτίωση του ανθρώπινου γένους, το θετικό ιστορικό πρόσημο, η επιστημονική αναζήτηση της αλήθειας». Η Νέα Αποκάλυψη θα είναι έργο ανθρώπινο, αφού ο Ορθός Λόγος έχει υποχωρήσει με την επιστροφή του ιερού της δεισιδαιμονίας και του παραλόγου, αφού «το μεγάλο σχέδιο του Διαφωτισμού» είναι θρύψαλα (79-80).
Άλλη μια φορά κι εγώ έχω την απορία του κοινού νοός, διαβάζοντας τα παραπάνω: το τέλος της προόδου, της ανάπτυξης είναι καλό ή κακό; Εμμένουμε στον ορθό λόγο ή υποδεχόμαστε ανακουφισμένοι την επιστροφή στη μαγεία, στη θρησκεία, στη δεισιδαιμονία; Θυμίζω ότι η ηρωίδα στην Άγρια Δύση, το προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα, προφήτευε ότι δεν πρόκειται να επικρατήσει «ο περιλάλητος δυτικός ορθολογισμός» και προνοιακώς τοποθετούσε εμάς τους Έλληνες στις αρχέγονες κουλτούρες της Μέσης Ανατολής, γιατί λέει «η Δύση είναι ο τάφος, η Πολιτεία των Νεκρών».
Δεν θα επαναλάβω τις αναφορές στην κριτική της οικολογικής ιδεολογίας, που είχα υπενθυμίσει, γράφοντας –σ’ αυτό το περιοδικό– για την Άγρια Δύση. Αλλά αφού το ζήτημα της προόδου επανέρχεται δριμύτερο με την επιβεβαίωση της Καταστροφής, η απορία μου απευθύνεται στον αφηγητή-συγγραφέα και όχι σ’ ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο πλέον. Η ένδεια, η προτεραιότητα της επιβίωσης, η κατάρρευση της αναπτυξιακής ύβρεως θα έπρεπε, σύμφωνα με τις ιδέες αυτές, να αντιμετωπίζεται θετικά ως επανόρθωση και αύριο, όχι ως νύχτα, καταστροφή, αγριότητα.
Περιορίζομαι σ' ένα παράδειγμα. Το Ι.Χ. αυτοκίνητο για τον καθένα δεν ήταν/είναι σύμβολο της κοινωνίας της κατανάλωσης; Τώρα, στο αφήγημα, πλήθος είναι τα καμένα αυτοκίνητα, συνήθως μεγάλου κυβισμού κατά μήκος της εθνικής οδού. Ακόμα καλύτερα: η ακτή της Κακιάς Σκάλας, όπου σκοπεύει να φουντάρει και ο ίδιος με το «Μερίβα» του, είναι κατάσπαρτη με τσακισμένα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού, χρεοκοπημένων αυτοχείρων, και τα κουφάρια τους πλιατσικολογημένα από μια νέα φυλή ανέστιων που ζουν στην παραλία αυτή ώς τον Ισθμό (88). Λοιπόν; Πέρα από τις ιδιαιτερότητες του ελληναρικού αποστήματος ευημερίας, η κρίση, η κατάρρευση δεν επιβεβαιώνει την αντιδυτική προφητεία;
Η ΠΡΟΟΔΟΣ
Την απάντηση-κλειδί τη δίνει η πρώτη πρώτη φράση του αφηγήματος: «Εκ των υστέρων μπορώ να ισχυρισθώ με βεβαιότητα: τα πράγματα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά».
Βεβαίως, βεβαίως!... Το τέλειο θα ήταν να μην είχε υπάρξει η θεοποίηση της προόδου, η τυφλή ανάπτυξη και η υπερκατανάλωση, να είχε βασιλέψει ο Ορθός Λόγος, το μηδέν άγαν τουλάχιστον. Όμως –αλίμονο!– κάποια θεία δύναμη θα έπρεπε να το είχε επιβάλει αυτό, μέσω μιας παγκόσμιας, απόλυτης, πλην πεφωτισμένης, μοναρχίας. Αν και δεν ξέρουμε, σ' αυτή την περίπτωση, αν θα είχε επιβιώσει το ανθρώπινο γένος από λιμούς και λοιμούς, πολέμους, επαναστάσεις, θεομηνίες ή απλώς από ανία στο πηγαιν'-έλα της μυρμηγκοφωλιάς. Άλλως ειπείν, καλές είναι οι ιδέες ως κριτική και υπόδειξη διορθωτικών παρεμβάσεων. Όπως οι ιδέες της ισότητας γεννήθηκαν και χρειάζονται απέναντι στη φυσική ανισότητα (και όχι το αντίθετο, που έχουν εφεύρει οι ιδεολόγοι), έτσι και οι οικολογικές ιδέες γεννήθηκαν και χρειάζονται για να προστατέψουν την ανθρωπότητα από τον εαυτό της, όχι για να σώσουν τη φύση εναντίον της ανθρωπότητας. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε αυτό το μοναδικό στη φύση όργανο, ο εγκέφαλος, και το διάσημο προϊόν του, η ατομική συνείδηση, από την ώρα που ένας άνθρωπος είπε «εγώ», μια τέτοια εξέλιξη είχε εξαπολυθεί στον κόσμο. Η μυρμηγκοφωλιά αποκλείστηκε. Πάνω στη σχεδία της Μέδουσας ταξιδεύει η ανθρωπότητα μέσα στον φυσικό κόσμο και το χρόνο. Γι' αυτό έχει πολιτισμό, ηθική, τέχνη, ακόμα και οικολογική συνείδηση.
Ρίξτε μια ματιά στις σελ. 78-80. Όχι, όχι στις ανθρωποθυσίες και την ανθρωποφαγία, ή στα τσελιγκάτα της ανταλλακτικής οικονομίας, όχι. Στην είδηση για τον τύμβο ύψους δεκαοκτώ μέτρων «από ξεκοιλιασμένες ογκώδεις συσκευές-πλυντήρια και κουζίνες, κομπιούτερ και τηλεοράσεις, ακόμα και τρακτέρ…» που γίνονται αντικείμενο λατρείας με την πανσέληνο σε «τελετές εωσφορικής έμπνευσης», ίσως και με ανθρωποφαγία. Ο άνθρωπος θέλησε και θα θέλει πάντα καλύτερες συνθήκες ζωής, πρωτίστως για το άτομό του, και ο ανταγωνισμός ήταν και θα είναι προϋπόθεση ύπαρξης και πολιτισμού. Η ιδέα της προόδου δεν μπορεί να πεθάνει· να εκλογικευτεί μπορεί.
Η οικολογική γραμμή του Μοδινού εξελίσσεται επίσης, γίνεται διαβαθμισμένη και κριτική, ιδιαίτερα απέναντι στο δογματισμό, στις πολιτικές και καριερίστικες χρήσεις της (βλ. σ. 58-59). «…δεν υπάρχει ιδεολογία στην επιστήμη ή, τουλάχιστον, δεν πρέπει να υπάρχει. Δεν υπάρχει προοδευτική τεχνολογία…» Θα πρόσθετα σ' αυτά τα ορθότατα ότι την τεχνολογία δεν τη γέννησε ο καπιταλισμός, μάλλον το αντίστροφο έγινε. Αλλά η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος, συνδεδεμένη με τον Ορθό Λόγο, ήταν το προοδευτικό όνειρο της νεωτερικότητας και παραμένει η μόνη ελπίδα της ανθρωπότητας από τους κινδύνους που την παρακολουθούν. Η επική φάση της χρονολογείται από την ουτοπία του Φράνσις Μπαίηκον (Η Νέα Ατλαντίδα, 1627), όπου η εξασφάλιση αφθονίας αγαθών στηρίζεται στην επιστημονική έρευνα και στην εισαγωγή καινοτομιών από όλο τον κόσμο, με την αποστολή, κάθε χρόνο, ερευνητών στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, για να βρουν και να εισάγουν νέες τεχνικές και κάθε είδους καινοτομία. (Αυτά ενάμιση αιώνα πριν από τη λέξη «ουτοπία», τη φανταστική χώρα του Θωμά Μόρου).
ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΥ
Το οπτικό παράδειγμα έχει προ πολλού ανατραπεί, η προφητεία της Καταστροφής έχει κυριαρχήσει στη μελλοντολογική μυθοπλασία. Εκείνο που ανατράπηκε είναι ακριβώς η επική πνοή με την αισιοδοξία της κατακτητικής επιστήμης και τεχνικής που ενέπνεε λ.χ. τον Ιούλιο Βέρν και που αντιστοιχούσε στην εποποιία της ατμομηχανής, της βιομηχανικής επανάστασης και των ανακαλύψεων· υπέρ του παραδείγματος της γουελσικής απαισιοδοξίας και του τρόμου. Από την εξερεύνηση και την κατάκτηση του διαστήματος, των αιθέρων και των βυθών, ακόμα και του κέντρου της Γης (Βερν), στον επίφοβο κόσμο, στην επιδρομή εξωγήινων (Ο πόλεμος των κόσμων), την κοινωνική δυσαρμονία (Γουέλς) και στον ολοκληρωτικό Εφιάλτη του 1984 (Όργουελ).
Έτσι, π.χ., ένα πρόσφατο ρωσικό μυθιστόρημα χρησιμοποιεί το επιχείρημα της φονικής πανδημίας και της απομόνωσης δέκα προσώπων σε παγωμένο νησί της Καρελίας, κοντά στον Αρκτικό κύκλο. Η χλωμή αναφορά στο Δεκαήμερο του Βοκάκιου δεν γίνεται για να ανανεώσει την αφηγηματική ευρηματικότητα και τεχνική, δηλαδή το παιχνίδι της φαντασίας, της ευφυΐας και του ερωτισμού απέναντι στο θάνατο, αλλά για να προβάλει τη διάλυση της κοινότητας και του ατόμου, με την ανάδυση του κακού ενστίκτου, τον τρόμο και το πλιάτσικο³.
Στη λογοτεχνική καταστροφολογία σήμερα ξεχωρίζουν τρεις καταστάσεις σε στενή συνάφεια: η οικονομική κρίση της παγκοσμιοποίησης, η οικολογική Αποκάλυψη και ο απόλυτος ολοκληρωτισμός. Η κοινή τους βάση είναι ρεαλιστική, δεν χρειάζεται μεγάλη δόση του φανταστικού στοιχείου· μια εύλογη υπόθεση αρκεί. Και οι τρεις ξεπερνούν την ατομική περιοχή, τη νοσηρότητα και την ψυχαναλυτική αναφορά· εμπίπτουν στην εμπειρία πληθυσμών ή της ανθρωπότητας ως συνόλου. Δεν έρχονται «απρόοπτα» ούτε από «αλλού», αντίθετα βρίσκονται μέσα σε λογική ακολουθία: παρελθόν - παρόν - μέλλον. Η ενεστωτική γραφή μεταφράζει τη γραμματική Υποθετική και προεξοφλεί τον Τετελεσμένο μέλλοντα.
ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, αναγγέλλεται στη Γαλλία μια νέα μελλοντολογική επίδοση του διάσημου μπεστ-σελερίστα Μισέλ Ουελμπέκ, με το μυθιστόρημα Η Υποταγή⁴, όπου προφητεύεται η μουσουλμανοποίηση της χώρας με νίκη των μουσουλμάνων στις εκλογές του 2022 έναντι της Μαρίν Λε Πεν, από τον οπαδό της συγγραφέα. Με άλλα λόγια, πέφτει το τελευταίο μας οχυρό, που δεν είναι άλλο από το ρατσιστικό, ευρωσκεπτικιστικό Εθνικό Μέτωπο, χάρη στην προδοσία Σοσιαλιστών-Κεντροδεξιάς!
[Αμέσως μετά τον Ουελμπέκ, η σφαγή στο Charlie Hebdo και στο εβραϊκό παντοπωλείο ήρθε να υπογραμμίσει την προφητεία του, δηλαδή να ενισχύσει την ισλαμοφοβία και το ρατσισμό, δίνοντάς τους λογικό και ψυχολογικό έρεισμα. Ο κοινοταρισμός, μετά τον «πόλεμο των πολιτισμών», ο ασύδοτος προσηλυτισμός και η ριζοσπαστικοποίηση των εθνικο-θρησκευτικών μειονοτήτων υπονομεύουν ελεύθερα την κοινωνία των πολιτών, εν ονόματι της Δημοκρατίας και του πολιτισμού τα οποία θέλουν να καταστρέψουν. Στο Charlie Hebdo χτυπήθηκε ακριβώς η ασέβεια της ελευθερίας, της κριτικής και του γέλιου απέναντι στη σκυθρωπή, μισερή και θανατόφιλη ιδεολογία/θρησκεία.]
ΡΕΤΡΟΜΕΛΛΟΝΤΙΣΜΟΣ
Αυτόν τον ρετρομελλοντισμό εισάγει το «μυθιστόρημα» του Μ. Μοδινού, με περιληπτικό αλλά καίριο υπομνηματισμό και αναπαράσταση πολιτική, κοινωνική, ηθολογική. Και όπως πάντα, γύρω από το «θέμα» του κινούνται ιδέες και θεωρία, αναφορές στην επιστημονική σκέψη και στην κουλτούρα, ενώ έχει και πάλι δικαίωμα η φυσική παρουσία.
Η συστατική ειρωνεία του είναι ότι στο πρώτο, το παρελθοντικό επίπεδο υπάρχει ασυγκράτητη κίνηση προς τα εμπρός –αδιάφορο αν κατευθύνεται προς κάποια Κακιά Σκάλα–, ενώ στο δεύτερο, το μελλοντολογικό, κυριαρχεί η επικίνδυνη οπισθοχώρηση, σαν επιτάχυνση με την όπισθεν σε μορφές πρωτογονισμού.
Βαθιές είναι οι ρίζες λοιπόν. Η «Κρίση» μας είναι το παρελθόν μας, το οποίο διεκδικεί δυναμικά και χαρούμενα το Μέλλον, σαν το παλιό εκείνο και αξέχαστο Αύριο που τραγουδούσε…
Οπωσδήποτε, η Τελευταία έξοδος είναι σημαδιακή. Είναι, για την ώρα η πληρέστερη από άποψη ανατομίας και λεξιλογίου ανταπόκριση από το παρελθόν-μέλλον μας.
ΔΙΑΛΥΣΗ
Η διαλυμένη κοινότητα, δυστυχώς, δεν δίνει τη θέση της σε ενισχυμένη ατομικότητα, πολύ λιγότερο σε ατομική ευτυχία, μάλλον το αντίθετο, και αυτό παρά το γεγονός ότι ο υπερατομισμός πρωταγωνιστεί στην κοινωνική διάλυση. Εκεί παίζεται το προσωπικό δράμα του αφηγητή/ ήρωα του έργου. Όλα του αρνούνται την αυτονομία, τον ανθρωπισμό, την αξιοπρέπεια. Μέσα στη δίνη μιας καταιγιστικής πραγματικότητας, ακόμα και όταν πέφτει από πάνω σε απειλητικούς ελέγχους, παραμένει εξόριστος από οποιαδήποτε συνέχεια. Με όλη την πληθώρα σημείων, έχεις την αίσθηση κενού γύρω του, ή ενός παράδοξου εγκλεισμού. Πράγματι, ανέστιος, έχοντας εγκαταλείψει και το τελευταίο καταφύγιο, τον καναπέ του παγωμένου γραφείου του που χρησιμοποιούσε για κρεβάτι, εγκιβωτίζεται στο κυβικό μέτρο του «σαλονιού» του παλιού ΙΧ, που είναι πια ο προσωπικός του χώρος. Εκεί κοιμάται, εκεί ψάχνει να βρει τα τελευταία ταγκιασμένα κρακεράκια για γεύμα, όταν δεν περνάει ανιαρές ώρες σε κάποιον διανυκτερεύοντα Σταθμό Εξυπηρέτησης Πελατών (μετωνυμία των πρώην Πολιτών) της εθνικής οδού Αυτοκτονίας.
Η προσωπική του ζωή έχει διαλυθεί – οικογένεια, επάγγελμα, εσωτερικός κόσμος, δημιουργία. Η γυναίκα του, η Ηρώ, ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, τον έχει εγκαταλείψει φεύγοντας με τον καλύτερό του φίλο, και ο αγαπημένος του γιος την ακολούθησε. «Ο Ορέστης δικαίωσε την Κλυταιμνήστρα» (89). Η μεγαλοαστή αδελφή του αδιαφορεί για την υπερήλικη μητέρα τους που πάσχει από Πάρκινσον. Η Ρουμάνα «αποκλειστική», η Σεβερίνα, είναι ο μόνος άνθρωπος που τον καλεί στο κινητό, αλλά μόνο για να του ζητήσει τα καθυστερημένα, ή βοήθεια για να σηκώσουν τη μητέρα όταν πέφτει στο πάτωμα. Σαν παράβαση φαίνονται, μέσα σ' αυτό το πλέγμα, η συναισθηματική νότα, ο ψυχισμός, ακόμα και οι βιολογικές απαιτήσεις. Μένει μόνο η μνήμη: η συναρπαστική σχέση με την Ηρώ, κάτι ευτυχισμένες διακοπές στον Λίγηρα, οι συνομιλίες με τον Ορέστη, οι φίλοι, οι συνεργάτες σε φιλόδοξα σχέδια κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Η ερωτική του ζωή τώρα περιορίζεται σε μια βιαστική «πίπα» στο παγωμένο αυτοκίνητο, από εκδιδόμενη όσο όσο κυρία, από τις «Ελληνίδες» (τίτλος του σχετικού κεφαλαίου) που περνάνε τις νύχτες παριστάνοντας τις ταξιδιώτισσες στους Σ.Ε.Π., ψαρεύοντας πελάτες, στους οποίους σερβίρουν το κουπλέ της «πρώτης φοράς»: «…δεν θα το πιστέψεις…», μαζί με «ερεθιστικές ντροπές και ερεθιστικές ψευτοαντιστάσεις». Και σαρκάζει: «Λες, φίλε μου, να βρέθηκε η πολυπόθητη επενδυτική διέξοδος για τη χώρα; Λες η Ελλάδα να γίνει η Ταϋλάνδη της Ευρώπης; […] η χώρα διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές…» κ.λπ. (65)
ΠΕΘΑΙΝΩ ΣΑ ΧΩΡΑ
Συνολικά, η δική του «εσωτερική κόλαση» και η γενική καταστροφή δεν είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η απορία του όμως είναι: «πώς προστίθεται στη στατιστική ένα ανθρώπινο ράκος που κλαίει στον αυτοκινητόδρομο;» (45)
Στη διαδρομή της Κακιάς Σκάλας, περνώντας τα διαδοχικά τούνελ, αφώτιστα πλέον και χωρίς εξαερισμό, η ζωή του όλη περνάει σαν κινηματογραφική ταινία στη μνήμη του και αναλογίζεται ότι ο χρόνος έχει απέραντη χωρητικότητα. «Η διάβαση της Κακιάς Σκάλας χώρεσε τόσα και τόσα – τα χώρεσε όλα, για ν’ ακριβολογούμε. Μια ζωή στριμωγμένη σ’ ένα χιλιόμετρο Εθνικής – αυτό δεν το 'χει πει κανένας διάσημος, ούτε ο Μητροπάνος ούτε η Δημουλά, εγώ το λέω. Α χα!» (95). «Γιατί όμως τα αναμασάω όλα αυτά; Μα γιατί πρόκειται για τη ζωή μου – για τη ζωή της χώρας. Κι εγώ πεθαίνω σα χώρα κατά πώς έλεγε κι εκείνος ο Δημήτρης Δημητριάδης» (98).
Το δικαίωμα, ίσως και το «καθήκον» της αυτοκτονίας (163), αφορά, βέβαια, το άτομο. Η «χώρα», η κοινωνία αυτοκτονούν μεταφορικά, άλλα αυτή η αυτοκτονία είναι η Καταστροφή που μας μεταφέρει το αφήγημα, γιατί συμπαρασύρει όχι μόνο τους ανεύθυνους και τους αμέτοχους, μα και τους αγέννητους.
Το προσωπικό δράμα είναι εκείνο του πολίτη / δημιουργού, που δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από όλα αυτά: «Γαμώτο, πάλι κλαίω […] Αλλά αυτά παθαίνει όποιος παρεκκλίνει από την πραγματικότητα των αριθμών, όποιος επιτρέπει στο ποιοτικό στοιχείο να επικρατήσει». (43)
Η ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Με έναν «Ειδικό Φρουρό» είναι η τελευταία επαφή του αφηγητή. Αποκαλύπτεται πρώην συνάδελφος, με αριθμό μητρώου του Τεχνικού Επιμελητηρίου, ακριβώς εκατό χιλιάδες μεγαλύτερο από τον δικό του. Ραγδαία ήταν και η παραγωγή μηχανικών σε μια χώρα χωρίς βιομηχανική παραγωγή! Ο ένοπλος τον κερνάει ένα ουίσκι και του προτείνει να καταφύγει στη Στυμφαλία, τελευταία ασφαλή έξοδο και «ελεύθερη ζώνη» όπου θα μπορούσε να απασχοληθεί. Και πάνω στην ώρα, του τηλεφωνεί ο Ορέστης ως από μηχανής θεός. Θέλει να τον συναντήσει, να μιλήσουν, δεν αντέχει άλλο… Ο ειδικός φρουρός αναλαμβάνει να βγάλει τον Ορέστη και να τον προωθήσει, με «επιχείρηση διάσωσης» στη Στυμφαλία.
Το τέλος αναβάλλεται… Ουφ!
Το τελευταίο κεφάλαιο (42.«Στυμφαλία») αρχίζει μ’ ένα δοξαστικό:
Απ’ όλα τα θαύματα του κόσμου περισσότερο μ’ αφήνει έκθαμβο η αφόρητη επέλαση του φωτός. Απ’ όλα τα θαύματα επιλέγω τη νίκη επί της νύχτας… (187)
Τώρα, γιατί η Στυμφαλία; διερωτήθηκα. Αναφορά στα πουλιά με τα ατσάλινα φτερά ή στον ηράκλειο άθλο της κατάρριψής τους;
Μπα! Μάλλον για το ωραίο τοπίο.
¹ Ανέγγιχτοι ή άθικτοι ονομάζονταν στην Ινδία κατώτερες κάστες Ινδουιστών, που επαγγελματικά, θρησκευτικά, εθιμικά συνδέονταν με το «ακάθαρτο», τη σφαγή και την κατανάλωση βοοειδών και χοίρων, με τη συλλογή σκουπιδιών και διάφορες μιασματικές ιδιότητες.
² Βλ. Μιχάλης Μοδινός, Η αρχαιολογία της ανάπτυξης. Πράσινες προοπτικές, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1996, σελ. 5.
³ Yana Vagner, Vongozero, μετάφρασησταγαλλικά: Raphaёlle Pache, Mirobole, Paris, 2014.
⁴ Michel Houellebecq, La Soumission, Flammarion, 2015 [7 Ιανουαρίου].
--------------------
Δημήτρης Ραυτόπουλος. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταξύ άλλων μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης. Βιβλία του: Οι ιδέες και τα έργα (1965), Τέχνη και εξουσία (1985), Κρίσιμη λογοτεχνία (1986), Σημεία στίξεως (1987), Άρης Αλεξάνδρου: ο εξόριστος (1996), Αναθεώρηση Τέχνης: ηΕπιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της (2006), Εμφύλιος και λογοτεχνία (2012).