Πηγή: http://www.kritesad.gr
H μουσική στην Κρήτη είχε ξεχωριστή θέση από την αρχαιότητα. Η κρητική μουσική είναι η αρχαιότερη ελληνική και ευρωπαϊκή μουσική.
Στις αρχαιολογικές ανασκαφές της Κνωσού και της Φαιστού, σε αναπαραστάσεις γλυπτών, κεραμικών και ζωγραφικής απεικονίζονται μουσικοί και χορευτές που παραπέμπουν στη σημερινή εποχή, όπου ο λυράρης παίζει στη μέση και οι χορευτές χορεύουν γύρω του κυκλικά. Στο αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου σώζεται αυλός με δακτυλίους που μετακινούμενοι καλύπτουν τις οπές για να αποδοθούν οι νότες. Από αποσπάσματα αρχαίου δράματος μαθαίνουμε ότι "ο Μίνωας διέταξε να ταφούν μαζί με τον γιό του Γλαύκο και οι αυλοί του, που αυτός τους αγαπούσε όσο ζούσε".
Αλλού εικονίζονται αυλοί, δίαυλοι, βούκινα, σάλπιγγες. Οι αρχαίοι Κρήτες έπαιζαν την αρχαία λύρα, όπως φαίνεται από αναπαραστάσεις σε τοιχογραφίες και σφραγίδες. Ο Κλαύδιος Αιλιανός (Claudius Aelianus), ο επιλεγόμενος «Σοφιστής», στο έργο του «Varia Historia» («Ποικίλη Ιστορία», αναφέρει “οι Κρήτες έδιναν εντολή τα παιδιά να μαθαίνουν τους νόμους με τη συνοδεία κάποιας μελωδίας, αφενός για να ψυχαγωγούνται με τη μουσική και αφετέρου για να εντυπώνουν (τους νόμους) καλύτερα στη μνήμη”.
Η μουσική παιδεία των αρχαίων Κρητών αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι όταν ο Θαλήτας, Κρητικός νομοθέτης και μουσικός, από την Γόρτυνα, κλήθηκε στη Σπάρτη τον 8ο π.Χ. αιώνα, μεταλαμπάδευσε εκεί όλη τον μουσικό πλούτο της Κρήτης, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο έργο του «περί μουσικής» και εισήγαγε τη χρήση του φρυγικού αυλού (που είχαν φέρει στην Κρήτη οι Κορύβαντες και Κουρήτες) ώστε συνδυάζοντάς τον με την κιθάρα της στεριανής Ελλάδας και διδάσκοντας την "πυρρίχη", τον τεχνικότατο αυτό χορό της Κρήτης και τελειοποιώντας τα υπορχήματα (μουσική-χορός-ποίηση) με κανόνες επέβαλλε τους Κρητικούς ρυθμούς.
Η Κρήτη παρέμεινε στην κυριαρχία των Ενετών και μετά των Άλωση της Πόλης (1453), διαιωνίζοντας σε πιο ελεύθερο περιβάλλον την Ελληνική – Βυζαντινή μουσική κληρονομιά, αφού πολλοί φωτισμένοι δάσκαλοι της εκκλησιαστικής μουσικής από την Πόλη όπως ο Μανουήλ Χρυσάφης, ο Ακάκιος Χαλκιόπουλος κ.ά ίδρυσαν σχολές ελληνικής-βυζαντινής μουσικής και παράλληλα καλλιέργησαν την κρητική δημοτική μουσική.. Σ’ αυτές τις σχολές αναδείχθηκαν σπουδαίοι μελωδοποιοί όπως ο Κοσμάς Βαράνης, οι αδελφοί Επισκοπόπουλοι, ο Δημ. Ντάμιας. Οι μελετητές της σύγχρονης κρητικής μουσικής έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δέχτηκε επιδράσεις και από την βυζαντινή μουσική.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η επικράτηση της ρίμας με την μορφή ομοιοκατάληκτων δίστιχων που πρωτοεμφανίστηκαν στα τέλη του 14ου αι μ.Χ. στην έντεχνη ποίηση της Κρήτης. Αφομοιώνεται αυτό το ξένο δάνειο της ρίμας και δημιουργικά το συνδυάζεταΙ με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο ελληνικό στίχο που υπήρχε ήδη από τον Αριστοφάνη. Ο δημιουργικός αυτός συνδυασμός ονομάζεται μαντινάδα.
Το 1669 μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους πολλοί Κρητικοί βρήκαν καταφύγιο στα Επτάνησα όπου καλλιέργησαν την γνωστή από τότε Κρητοεπτανησιακή ή Κρητική μουσική που ακούγεται μέχρι σήμερα ευχάριστα. Στη Ζάκυνθο επέζησε μέχρι τις μέρες μας η «Κρητική» όπως λέγεται πολυφωνική λειτουργία, επειδή όμως έχει υποστεί επιδράσεις από την Ιταλική καντσονέτα, έχασε το αρχικό της ύφος.
Την ίδια εποχή (17ος αι) γράφηκαν τα παλιότερα σωζόμενα μουσικά κείμενα δημοτικών τραγουδιών της νεότερης Ελλάδας. Βρέθηκαν σε χειρόγραφα στο Άγιο Όρος στην Μονή Ιβήρων και Ξηροποτάμου. Η μελέτη τους οδήγησε στο συμπέρασμα πως πρόκειται για ριζίτικα τραγούδια της Δυτικής Κρήτης, στοιχεία των οποίων βρίσκουμε ακόμα και σήμερα στο νησί. Πρέπει να καταγράφηκαν από κρητικούς καλόγερους δεν είχαν αποκηρύξει εντελώς τις κοσμικές απολαύσεις, καθώς στα χειρόγραφα που βρέθηκαν ανάμεσα σε θρησκευτικούς ύμ νους και τροπάρια υπήρχε η σημείωση: έτερα τα οποία λέγονται εις ευθυμίαν και χαράν. Είναι γνωστό άλλωστε πως σε αρκετά νησιά και όχι μόνο στην Κρήτη οι ψάλτες και οι παπάδες ήταν απο τους καλύτερους τραγουδιστές δημοτικών τραγουδιών (Σήμερα ο παπα-Άγγελος Ψιλλάκης με ριζίτικα).
Αυτή η σύγχρονη μορφή της δεν συνοδεύεται απο τα γερακοκούδουνα του δοξαριού καθώς πολύ πιο πριν, τον ρυθμό ανέλαβε να κρατάει το μπουλγαρί ( ειδικά μετά το 1915 και την έλευση των Μικρασιατών) και λίγο αργότερα στην δεκαετία του 1920 το λαούτο. Αυτό το αγαπημένο όργανο υπήρχε στην Κρήτη απ τα χρόνια του Βιντσέντζου Κορνάρου στην αναγ εννησιακή του μορφή. Μετά από τις τροποποιήσεις που του έγιναν με τα χρόνια, το λαούτο άρχισε να λειτουργεί και σαν μπάσο συνοδευτικό όργανο (1920) αλλά στις ημέρες μας μπορεί κανείς ν ακούσει τις γλυκύτερες κρητικές μελωδίες από ένα σόλο λαούτο ενώ το μπουλγαρί έχει σχεδόν εκλείψει.
Στη κρητική μουσική επίσης χρησιμοποιούνται τα πνευστά : το θαμπόλι (είδος φλογέρας) , η μαντούρα ( είδος κλαρινέτου) και η ασκομαντούρα.
Η Λύρα και το Λαούτο
Η λύρα είναι το βασικό όργανο της κρητικής μουσικής. Η παρουσία απ τον 17ο αιώνα της λύρας, του κύριου μουσικού οργάνου της κρητικής μο υσικής, γίνεται όλο και πιο έντονη μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα που η παρουσία της αρχίζει να εδραιώνεται.
Mη φανταστείτε βέβαια ότι η λύρα είχε τη σημερινή της μορφή από τότε. Αρχικά έκανε την εμφάνισή της σαν λύρα η αχλαδόσχημη και αυτή σε δύο τύπους: Το λυράκι με οξύ ήχο και η βροντόλυρα με έντονο μπάσο ήχο. Πολύ σημαντική είναι και η ύπαρξη πάνω στο δοξάρι της, των γερακοκούδουνων (κουδουνάκια που κρέμαγαν στα κυνηγετικά γεράκια στο Βυζάντιο). Οι λυράρηδες της εποχής χάρις σ αυτά κρατούσαν τον ρυθμό αφού δεν είχε εμφανιστεί ακόμα κάποιο όργανο σαν συνοδευτικό της λύρας με αυτό το ρόλο. Η επιρροή του βιολιού έδωσε αρκετά αργότερα (γύρω στο 1920) ένα άλλο είδος λύρας την βιολόλυρα, που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στην Δυτική και Ανατολική Κρήτη μέχρι την δεκαετία του 40. Η σημερινή λύρα είναι ένας ενδιάμεσος τύπος μεταξύ λυρακιού και βροντόλυρας. Πρωτοκατασκευάστηκε την δεκαετία του 40 από ένα παλιό λυράρη και οργανοποιό το Μανώλη Σταγάκη και επικράτησε στα μουσικά πράγματα του τόπου μετά το 1950.
Mη φανταστείτε βέβαια ότι η λύρα είχε τη σημερινή της μορφή από τότε. Αρχικά έκανε την εμφάνισή της σαν λύρα η αχλαδόσχημη και αυτή σε δύο τύπους: Το λυράκι με οξύ ήχο και η βροντόλυρα με έντονο μπάσο ήχο. Πολύ σημαντική είναι και η ύπαρξη πάνω στο δοξάρι της, των γερακοκούδουνων (κουδουνάκια που κρέμαγαν στα κυνηγετικά γεράκια στο Βυζάντιο). Οι λυράρηδες της εποχής χάρις σ αυτά κρατούσαν τον ρυθμό αφού δεν είχε εμφανιστεί ακόμα κάποιο όργανο σαν συνοδευτικό της λύρας με αυτό το ρόλο. Η επιρροή του βιολιού έδωσε αρκετά αργότερα (γύρω στο 1920) ένα άλλο είδος λύρας την βιολόλυρα, που χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στην Δυτική και Ανατολική Κρήτη μέχρι την δεκαετία του 40. Η σημερινή λύρα είναι ένας ενδιάμεσος τύπος μεταξύ λυρακιού και βροντόλυρας. Πρωτοκατασκευάστηκε την δεκαετία του 40 από ένα παλιό λυράρη και οργανοποιό το Μανώλη Σταγάκη και επικράτησε στα μουσικά πράγματα του τόπου μετά το 1950.
Αυτή η σύγχρονη μορφή της δεν συνοδεύεται απο τα γερακοκούδουνα του δοξαριού καθώς πολύ πιο πριν, τον ρυθμό ανέλαβε να κρατάει το μπουλγαρί ( ειδικά μετά το 1915 και την έλευση των Μικρασιατών) και λίγο αργότερα στην δεκαετία του 1920 το λαούτο. Αυτό το αγαπημένο όργανο υπήρχε στην Κρήτη απ τα χρόνια του Βιντσέντζου Κορνάρου στην αναγ εννησιακή του μορφή. Μετά από τις τροποποιήσεις που του έγιναν με τα χρόνια, το λαούτο άρχισε να λειτουργεί και σαν μπάσο συνοδευτικό όργανο (1920) αλλά στις ημέρες μας μπορεί κανείς ν ακούσει τις γλυκύτερες κρητικές μελωδίες από ένα σόλο λαούτο ενώ το μπουλγαρί έχει σχεδόν εκλείψει.
Στη κρητική μουσική επίσης χρησιμοποιούνται τα πνευστά : το θαμπόλι (είδος φλογέρας) , η μαντούρα ( είδος κλαρινέτου) και η ασκομαντούρα.
Τα ριζίτικα τραγούδια
Τα ριζίτικα τραγούδια δε χορεύονται τραγουδιούνται σε 32 μελωδίες. Τα ριζίτικα τραγούδια είναι τραγούδια της τάβλας και της στράτας. Της τάβλας τραγουδιούνται σε πολλές μελωδίες, ενώ της στράτας είναι πάνω σε ένα σκοπό. Τραγουδιούνται ομαδικά – χορωδιακά, ή αρχικά άδεται ένα ημιστίχιο από έναν τραγουδιστή και κατόπιν αυτό επαναλαμβάνεται χορωδιακά από την παρέα ενώ αρκετά ριζίτικα είναι ιδιόμελα με δικές τους μελωδίες. Ένα ριζίτικο τραγούδι είναι και ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Μια ειδική ομάδα τραγουδιών είναι οι αμανέδες και μια άλλη τα λεγόμενα σταφιδιανά ή ταμπαχανιώτικα ή Κρητικά ρεμπέτικα. Μερικά από αυτά έχουν επιδράσεις από τα μουσικά μοτίβα και το στίχο των παραδοσιακών τραγουδιών της Μικράς Ασίας, αφού πρόσφυγες Μικρασιάτες εγκαταστάθηκαν και στην Κρήτη.
Το γεγονός ότι, η Κρητική μουσική εξακολουθεί να είναι ζωντανή και να εμπλουτίζεται, σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ελλάδος, οφείλεται τόσο στην ιδιαίτερη σημασία που έχει ο στίχος, είτε πρόκειται για μεγάλη ρίμα, είτε για σύντομη δίστιχη μαντινάδα, όσο και στην ψυχική δ ιάθεση του καλού λυράρη , ο οποίος, μέσω του αυτοσχεδιασμού αποδίδει τις διάφορες μελωδίες (κοντυλιές). Έτσι τα κρητικά τραγούδια αναφέρονται σχεδόν σε όλα τα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα όπως στη μάχη της Κρήτης, τη δικτατορία, την Εξέγερση του Πολυτεχνείου κ.τ.λ.
Οι Πρωτομάστορες
Μια γενιά μουσικών εμφανίζεται που έμελλε να αλλάξει την ροή και την δυναμική της Κρητικής μουσικής. Αυτοί οι μπροστάρηδες των εξελίξεων οι ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΕΣ αρχίζουν να γίνονται γνωστοί σε ευρύτερους κύκλους. Αρχίζουν να γίνονται αρεστοί σε τοπικές κοινωνίες με διαφορετικά ακούσματα. Πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο μεταφέρουν τους δικούς τους ήχους εκεί και αυτοί με την σειρά τους και εκμεταλλευόμενοι το πηγαίο ταλέντο τους, αποτυπώνουν και φιλτράρουν τα εκεί ακούσματα. Τα Ανώγεια, εκεί ψηλά στον Ψηλορείτη γίνονται μια απ τις μητροπόλεις της λύρας και κάθε αρεστός στους Ανωγειανούς καλλιτέχνης, εξασφαλίζει το εισιτήριο της αποδοχής για όλη την Κρήτη.
Μερικοί από τους ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΕΣ ήταν:
Στρατής Καλογερίδης. Γεννημένος στην Σητεία το 1883. Με μουσικές σπουδές στο Παρίσι. Απ το 1915 έζησε και εργάστηκε στο Ηράκλειο. Ο σημαντικότερος εκτελεστής βιολιού που έβγαλε η Κρήτη. Υπήρξε ο πρώτος έντεχνος κρητικός μουσικός και ο πρώτος που έγραψε Κρητική μουσική σε παρτιτούρες.
Χαρίλαος Πιπεράκης ή Χαρίλαος. Γεννήθηκε. το 1892 στο Ξεροστέρι Αποκορώνου. Παιδί ακόμα μεταναστεύει στην Αμερική όπου και πέθανε το 1981. Πρόσφερε πολλά με την λύρα του στην διάδοση και διάσωση της Κρητικής μουσικής στους Κρήτες της Αμερικής.
Αλέκος Καραβίτης. Γεννήθηκε το 1904 στην Ακτούντα Αγ. Βασιλείου. Λυράρης με ορεινά ακούσματα κάνει γνωστή την λύρα και στην Αθήνα και συσπειρώνει τους Κρήτες των Αθηνών με την λύρα του στο καφενεδάκι που διατηρούσε εκεί απ το 1927.
Γιάννης Μπερνιδάκης ή Μπαξεβάνης. Γεννήθηκε το 1910 στο Ρέθυμνο. Ασχολήθηκε κυρίως με το λαούτο και το τραγούδι. Το αποκαλούμενο αηδόνι της Κρήτης θα μείνει στην ιστορία σαν ένας απ τους κορυφαίους τραγουδιστές του νησιού. Συνεργάστηκε μ όλους τους μεγάλους Ρεθεμνιώτες λυράρηδες της εποχής (1925-1955).
Στέλιος Φουσταλιεράκης ή Φουσταλιέρης. Γεννήθηκε το 1911 στο Ρέθυμνο. Από τις μεγαλύτερες μορφές. Δημιούργησε τη δική του σχολή στην Κρητική μουσική αναδεικνύοντας το μπουλγαρί σε όργανο μελωδικό και σολίστικο. Επηρεάστηκε απ την περίοδο παραμονής του στον Πειραιά (1933-1937) όπου και συναντά τους ρεμπέτες: Μπάτη, Βαμβακάρη, Μπαγιαντέρα, Παπαιωάννου. Συνεργάστηκε με την Λαυρεντία Μπερνιδάκη, την πρώτη γυναίκα που τραγούδησε στην Κρητική δισκογραφία. Ποτέ δεν σταμάτησε, μέχρι το 1992 που πέθανε να εξασκεί και την άλλη αγαπημένη του τέχνη αυτή του ρολογά.
Ανδρέας Ροδινός. Γεννήθηκε το 1912 στο Ρέθυμνο. Το πρόσωπο - μύθος. Σε ηλικία 18 ετών ήταν ήδη εκπληκτικός λυράρης. Μάγευε τα πλήθη με τον στενό συνεργάτη του Μπαξεβάνη. Πέθανε από ασθένεια στις 9 Φεβρουαρίου 1934 στα 22 του χρόνια έχοντας αγκαλιά την θήκη με τις δύο λύρες του. Πραγματικός σαγηνευτής ψυχών με το παίξιμό του.
Γιώργος Καλογρίδης. Γεννήθηκε το 1923 στο Σπήλι Ρεθύμνου. Αρχιμάστορας της λύρας. Προσέφερε έργα υψηλής ποιότητας. Δικό του το κλασσικό Πολλές φορές στον ύπνο μου (1946). Χρησιμοποιούσε πάντα μαντινάδες αριστοτεχνικές. Απ το 1966 έφυγε για την Ν. Υόρκη. Το 1977, σε ηλικία 54 ετών ύστερα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο το χρυσό χέρι του καλλιτέχνη παραλύει, στερώντας από τον ίδιο αλλά και από την μουσική γενικότερα την ευκαιρία για νέες μουσικές συνθέσεις και δισκογραφικές εκδόσεις. Πέθανε το 1999 στην Αμερική σε ηλικία 76 ετών.
Κώστας Μουντάκης. Γεννήθηκε το 1926 στην Αλφά Μυλοποτάμου. Απ τις δημιουργικότερες μορφές. Με την λύρα του έγινε γνωστός σ όλη την Ελλάδα. Γύρισε όλο τον κόσμο όπου υπήρχαν Κρητικοί. Έκανε σπουδαίες συνεργασίες με κρητικούς αλλά και γενικότερα δημοτικούς καλλιτέχνες. Το μουσικό έργο της ζωής του αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι της κρητικής μουσικής. Η ευγενής άμιλλα του με τον Θανάση Σκορδαλό πήγε πολλά βήματα μπροστά την μουσική εξέλιξη του τόπου. Ο Κώστας Μουντάκης πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 1991 βυθίζοντας στο πένθος ολόκληρη την Κρήτη.
Θανάσης Σκορδαλός. Γεννήθηκε. το 1920 στο Σπήλι. Έμαθε μόνος του να παίζει λύρα, σε ηλικία 9ετών. Μόλις στα δώδεκα του χρόνια έπαιξε στο πρώτο του γλέντι.Απ τις κολώνες της Κρητικής μουσικής Λυράρης υψηλής δεξιοτεχνίας. Το έργο του θα αποτελεί την βάση δημιουργίας για τις επόμενες γενιές. Γύρισε την υφήλιο επισκεπτόμενος τους Κρήτες μετανάστες, διατηρώντας τα κρητικά ακούσματα. Πραγματικός δάσκαλος που η αξία του γίνεται ακόμα μεγαλύτερη στο πέρασμα του χρόνου. Έφυγε από τη ζωή στις 23 Απριλίου 1998
Οι σύγχρονοι παραδοσιακοί Κρητικοί λυράρηδες αν και παίζουν όλες τις μελωδίες και σκοπούς, ακολουθούν ο καθένας με σεβασμό, μια από τις παραδοσιακές «σχολές» της κρητικής μουσικής, στο ύφος, στο ήθος, στον τρόπο παιξίματος, στο ρεπερτόριo. Στη λύρα η σχολή Μουντάκη και Σκορδαλού, στο βιολί το τοπικό ηχόχρωμα της Κισάμου και της ανατολικής Κρήτης ενώ στην κεντρική Κρήτη είναι διαμορφωμένος ο Ανωγειανός τρόπος στη λύρα και στο μαντολίνο. Πολλοί έντεχνοι μουσικοί ενσωμάτωσαν στοιχεία από την κρητική μουσική στο έργο τους, όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο οποίος αξιοποιώντας τις μοναδικές μουσικές ικανότητες του μεγάλου ερμηνευτή Νίκου Ξυλούρη, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση της κρητικής μουσικής. Σημαντική τέλος είναι η συμβολή του Ψαραντώνη και του Ιρλανδοκρητικού Ross Daly, στη κρητική μουσική παράδοση, η οποία προωθήθηκε και εκτός Ελλάδας, παραμένοντας σήμερα περισσότερο ζωντανή παρά ποτέ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Άρθρο Ιωάννας Μπισκιτζή Λέκτορας κλασικής φιλολογίας,
ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ,
www.stigmes.gr,
Πηγές: Παιδεία και πολιτισμός στην Κρήτη: Βυζάντιο – Βενετοκρατία,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης,2008,
Cretan Music, Χναράκη Μαρία, Κέρκυρα – Economia Publishing, 2007