Σήμερα το πρωί πέθανε ο Βύρων Λεοντάρης. Από τους σημαντικότερους ποιητές και κριτικούς της λεγόμενης «δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς». Αγαπημένος ποιητής και «δάσκαλός». Εδώ ένα ποίημα για τον έρωτα, την ποίησή του και τη γενεαλογία της.
Μέσα στο ποίημα σε χάνω
Μέσα στο ποίημα σε χάνω. Έξω από μένα
άλλη ομορφιά σε παίρνει, αγαπημένη
Τί θα γίνω και τί με περιμένει
σε άδειες αισθήσεις και χωρίς εσένα
άλλη ομορφιά σε παίρνει, αγαπημένη
Τί θα γίνω και τί με περιμένει
σε άδειες αισθήσεις και χωρίς εσένα
που είσαι για μένα ό,τι είμαι και που τώρα
δεν είσαι μυστικό και πια δεν είμαι ό,τι είμαι
Τί να μου κάνουν νοσταλγίες και μνήμες
Το απτό με αρνιέται αυτή την άχρονη ώρα
δεν είσαι μυστικό και πια δεν είμαι ό,τι είμαι
Τί να μου κάνουν νοσταλγίες και μνήμες
Το απτό με αρνιέται αυτή την άχρονη ώρα
το απτό που ήταν η τρέλλα μου και το άγχος
α, όλα αυτά που γίναν τώρα στίχοι . . .
Τί άδοξα που έχασα το στοίχη-
μα ανάμεσα στο «υπάρχω – δεν υπάρχω»
α, όλα αυτά που γίναν τώρα στίχοι . . .
Τί άδοξα που έχασα το στοίχη-
μα ανάμεσα στο «υπάρχω – δεν υπάρχω»
Να χάνω όσα είχα το άντεχα· μα εσύ ήσουν
και όσα ποτέ δε γίναν και δεν είχα
Αυτά, πώς να τα χάσω αυτά που ματαιωθήκαν ;
Σε άλλη ομορφιά θ’ αγιάζουνε μαζί σου
και όσα ποτέ δε γίναν και δεν είχα
Αυτά, πώς να τα χάσω αυτά που ματαιωθήκαν ;
Σε άλλη ομορφιά θ’ αγιάζουνε μαζί σου
λόγια που αρνήθηκαν να ειπωθούνε
αγγίγματα που πήραν πίσω το αίνιγμά τους
σημάδια του έρωτα και του θανάτου
γραφές που γράφτηκαν για να σβηστούνε
αγγίγματα που πήραν πίσω το αίνιγμά τους
σημάδια του έρωτα και του θανάτου
γραφές που γράφτηκαν για να σβηστούνε
Μέσα στο ποίημα σε χάνω και δεν ξέρω
εσύ μου φεύγεις ή εγώ σου φεύγω ;
Πώς σκοτεινιάζω απ’ το δικό σου φέγγος . . .
Και δε με θέλω πια και δε με ξέρω
εσύ μου φεύγεις ή εγώ σου φεύγω ;
Πώς σκοτεινιάζω απ’ το δικό σου φέγγος . . .
Και δε με θέλω πια και δε με ξέρω
Σε άλλη ομορφιά φριχτή και δίχως έλεος
θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία ωραία
τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία . . .
Και δε με ξέρω πια και δε με θέλω
θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία ωραία
τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία . . .
Και δε με ξέρω πια και δε με θέλω