Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Αριστοτέλους "Αθηναίων Πολιτεία"






ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ


ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΙΩ. ΖΕΡΒΟΥ




ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ



Αν ως μέτρον αναγνωρίσεως του φιλοσόφου ετίθετο η φανερά και
άμεσος θεωρητική επίδρασις εκ του έργου του, ο Αριστοτέλης
αναντιρρήτως θα ανεγνωρίζετο ως ο μεγαλύτερος των φιλοσόφων και
των αρχαίων και των νεωτέρων. Διότι άλλαι κορυφαίαι διάνοιαι,
και μάλιστα ο φωτεινός και άφθαστος Πλάτων, επέδρασαν μεν
σημαντικά και βαθύτατα εις την καθόλου εξέλιξιν της σκέψεως και
εις την κοινωνικήν ταύτης εκδήλωσιν, εις την θρησκείαν δηλαδή
και την πολιτείαν, εις την φιλοσοφίαν και την τέχνην, αλλ' όμως
κανείς δεν εχρησίμευσεν ως ανεγνωρισμένος οδηγητής και
διδάσκαλος εις πάντα κλάδον της ανθρωπίνης επιστήμης ως ο
Αριστοτέλης. Διότι επί δύο και πλέον χιλιάδας έτη του φιλοσόφου
τούτου τα έργα — η Λογική ως αυτός την διερρύθμισεν, η πρακτική
φιλοσοφική αντίληψις, ως την εκανόνισεν, η μεθοδική και διά του
πειράματος επιστημονική γνώσις, ως την επιχείρησεν, η επί τη
βάσει όλως ωρισμένων κανόνων καλλιτεχνία, ως την διηυκρίνησε
και τέλος η δογματική και ωφελιμιστική ηθική, ως την
διετύπωσεν, υπήρξαν αφετηρίαι και γνώμονες της πρακτικής εν
μέρει ενεργείας και της θεωρητικής εν γένει παραγωγής.

Και κάτι πλέον τούτου ακόμη· η διδασκαλία του έπαυσε μεν από
της εποχής του Βάκωνος να είναι η από καθέδρας και επίσημος,
αλλ' ουχ ήττον παρέμεινεν αναγκαστικώς και οργανικώς ισχυρά και
σπουδαίως επιδρώσα επί της ανθρωπίνης σκέψεως μέχρι σήμερον.
Διότι, πλην ολίγων νεωτάτων φιλοσόφων, παραμένει εδραία και
αποκλειστική ακόμη η πίστις εις το πείραμα και μάλιστα η
υπαγωγή των γενικοτήτων εις τους επιστημονικούς νόμους, ήτοι
εις τα εκ μερικοτήτων δεδομένα πορίσματα. Μικράν δε παραλλαγήν
διά την πλειονότητα των σκεπτομένων υπέστη ο τρόπος του
συλλογίζεσθαι, ο διατυπωθείς υπό του Αριστοτέλους. Μέχρι
τοσούτου, ώστε ο βαθύτερον και ουσιαστικώτερον ερευνών και
διεισδύων να διακρίνη ότι οι δύο αντίθετοι φιλοσοφικοί τρόποι,
οι επικρατούντες ήδη, ήτοι η _Εγελειανή_ φιλοσοφική μέθοδος, ο
μεταφυσικισμός, και η αντίθετος _Θετική_ φιλοσοφία, ο
επιστημονισμός, έχουσιν επ' αυτών καταφανή και ουσιώδη την
Αριστοτελικήν επίδρασιν, ο μεν Εγελειανός τρόπος εκ των
μεταφυσικών του Αριστοτέλους, ο δε ποζιτιβιστικός εκ των
φυσικών αυτού. Και μόνον ίσως εργασίαι μερικαί, ως αι περί
groupes και ensembles μαθηματικαί θεωρίαι ή φιλοσοφικοί
υπαινιγμοί ασυστηματοποίητοι ακόμη, ως π.χ. αι αντιλήψεις του
Νίτσε και αι μελέται του Ποανκαρέ, δύνανται να θεωρηθώσιν
αποφυγούσαι κατά το πλείστον την αριστοτελικήν επίδρασιν. Τούτο
δε το κολοσσαίον όντως και μοναδικόν κατόρθωμα μιας μόνης
διανοίας δύναται να εξηγηθή, όταν αντιληφθή τις ορθώς τον
Αριστοτέλην όπως χαρακτηρίζει αυτόν ο Τζέλλερ ιδρυτήν της
«_φιλοσοφίας των αντιλήψεων_» ήτοι — καθαρώτερα και γενικώτερα
— ως συγκεφαλαιώσαντα και συστηματοποιήσαντα τα μέχρι των
χρόνων του δεδομένα της ανθρωπίνης γνώσεως και σοφίας. Κατά
τρόπον και δι' αιτίας αναλόγους προς τον τρόπον και τας αιτίας,
αι οποίαι ανέδειξαν θεμελιωτάς θρησκειών τους παρουσιάσαντας
εις πρακτικά πορίσματα ηθικά και εις δογματικά συμπεράσματα
καλλίτεχνα την συνολικήν επί της εποχής των επικρατούσαν
σκέψιν.

Τοιαύτη υπήρξεν η επίδρασις του Αριστοτέλους και τοιούτον το
έργον του κατά κεφαλαιώδη χαρακτηρισμόν.

Εγεννήθη δε ο Έλλην φιλόσοφος το 384 π. χ. εις τα Στάγειρα της
Μακεδονίας, ήτοι εις πόλιν Ελληνικήν αποικίαν των Χαλκιδέων.
Πατήρ του ήτον ο ιατρός Νικόμαχος, συγγραφεύς έργων τινών περί
φυσικής, φίλος δε στενός του βασιλέως των Μακεδόνων Αμύντα του
Β' εις την αυλήν του οποίου και έζησε μέχρι του θανάτου αυτού.
Μήτηρ δε αυτού ήτον η Βαιστιάς από παλαιάν και διαπρεπή
οικογένειαν αποίκων, αποθανούσα κατά την νηπιακήν ηλικίαν του
Αριστοτέλους. — Πριν ή γίνη έφηβος έχασε και τον πατέρα του ο
Αριστοτέλης, ανέλαβε δε τότε την κηδεμονίαν αυτού και των
αδελφών του ο πατρικός φίλος Πρόξενος ο Αταρνεύς, την δε
Ανατροφήν η σύζυγος τούτου. Εις τα έργα του ο Αριστοτέλης με
αγάπην κ' ευγνωμοσύνην αναφέρει συχνά τους κηδεμόνας του,
απορφανισθέντα δε τον υιόν αυτών υιοθέτησε και κατόπιν
ενύμφευσε με την θυγατέρα του Πυθιάδα. Και εις την διαθήκην του
τέλος, ως διασώζει αυτήν Διογένης ο Λαέρτιος, ορίζει να
στηθώσιν ανδριάντες εις εκείνους, προς ένδειξιν της
ευγνωμοσύνης του.

Κατά την νεανικήν ηλικίαν του ο Αριστοτέλης, ως λέγεται υπό
τινων μεταγενεστέρων, επέρασε ζωήν άσωτον, σπαταλήσας δε την
σημαντικήν πατρικήν περιουσίαν έγινε στρατιώτης ή κατ' άλλους
μυροπώλης προς συντήρησίν του. Εκ παραλλήλου όμως είναι
βεβαιωμένον ότι ανέκαθεν είχε φιλομάθειαν, επίδοσιν εις τας
θεωρητικάς μελέτας και θαυμασίαν αντίληψιν. Διά τούτο δε και
νεώτατος αυτός των μαθητών ή μάλλον ακροατών του Πλάτωνος —
διότι δεκαεπτά ετών προσήλθεν εις την Πλατωνικήν Ακαδημίαν —
διεκρίνετο υπέρ πάντας. Αναφέρεται δε ανεκδοτικώς διά την
φιλοπονίαν του ότι επειδή εμελέτα και την νύκτα εις την κλίνην
του, εκράτει εις την αριστεράν του χείρα χαλκίνην σφαίραν, είχε
δε κάτωθεν λεκάνην μεταλλίνην, ώστε, εάν εκ του κόπου και της
αγρυπνίας απεκοιμάτο να πίπτη η σφαίρα και ν' αφυπνίζεται αυτός
από τον κρότον. Και είναι μεν ίσως ταύτα και τα παρόμοια
υπερβολαί, εις τας οποίας ηρέσκοντο οι συγγραφείς της παρακμής,
βέβαιον όμως απομένει ότι από της νεανικής ηλικίας του ο
Αριστοτέλης επεδόθη με ζήλον και με εμβρίθειαν εις την μελέτην.
Λαμβάνοντες δε υπ' όψιν ότι εδείκνυε τότε τάσιν εις τον
υπερβολικόν του σώματος καλλωπισμόν και εις την επίδειξιν, δι'
όπερ και ο Πλάτων ο διδάσκαλός του δυσηρεστείτο «Αριστοτέλους
χρωμένου εσθήτι επισήμω και δακτυλίοις και κουρά» δυνάμεθα να
δεχθώμεν ότι νέος ο Αριστοτέλης επεδίδετο παραλλήλως εις την
κοσμικήν ζωήν και την φιλοσοφίαν.

Read this book online: HTML

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΑ

ΑΡΙΣΤ Πολ 1283a23–1284b34

(ΑΡΙΣΤ Πολ 1281a11–1284b34: Ποιοι πρέπει να ασκούν εξουσία στην πόλη) Πόσο δικαιολογημένες είναι οι αξιώσεις διάφορων πληθυσμιακών ομάδων για κατάληψη της εξουσίας; – Διερεύνηση της σκοπιμότητας του οστρακισμού


Μτφρ. Π. Λεκατσάς. [1939] χ.χ. Αριστοτέλης. Πολιτικά. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Ι–ΙΙ. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.
Ούτω, ως προς την ύπαρξιν μεν της πόλεως ή πάντα ή μερικά τουλάχιστον εκ των στοιχείων τούτων δύνανται ορθώς να διεκδικήσουν την αναγνώρισίν των ως συντελεστικών στοιχείων, (25) ως προς την αγαθήν όμως και ευδαίμονα ζωήν η παιδεία και η αρετή τα μάλιστα δικαίως θα ηδύναντο να διεκδικήσουν τα δικαιώματά των, καθώς και πρότερον ελέχθη. Επειδή δε, ούτε οι ίσοι μεν προς αλλήλους αλλ' ενιαίον σύνολον αποτελούντες πρέπει να μετέχουν εξ ίσου πάντων ανεξαιρέτως των πολιτικών αξιωμάτων, ούτε πάλιν ανίσως οι άνισοι καθ' έν μόνον αγαθόν, κατ' ανάγκην όπου τοιούτον τι συμβαίνει, το πολίτευμα είναι παρεκβατικόν. Ως δε και ελέχθη, (30) πάντες οι διεκδικούντες τα αξιώματα της πόλεως, από μιας μεν απόψεως δικαίως διεκδικούν ταύτα, απολύτως όμως ουχί δικαίως· ούτω οι μεν πλούσιοι θεωρούν τας αυτών αξιώσεις δικαίας, επειδή εις αυτούς ανήκει το περισσότερον μέρος της χώρας· η δε χώρα είναι κοινόν αγαθόν· επί πλέον δε και διότι αυτοί εις τας δοσοληψίας των είναι ως επί το πλείστον αξιοπιστότεροι των άλλων. Επί αναλόγων αφ' ετέρου επιχειρημάτων οι ελεύθεροι και ευγενείς στηριζόμενοι διεκδικούν εν τη πόλει κυριαρχίαν· (35) διότι οι εξ επιφανεστέρων γενών καταγόμενοι είναι πολίται ανώτεροι από τους εξ αφανών γενών καταγομένους, και παρ' εκάστη πόλει εξαιρετική τιμή απονέμεται εις τους οίκους των ευγενών· στηρίζουν δε ούτοι τας διεκδικήσεις των και επί της ευλόγου πίστεως ότι καλύτεροι είναι οι εκ των καλυτέρων γονέων γεννηθέντες· διότι «ευγένεια» είναι αρετή γένους. Καθ' όμοιον λοιπόν τρόπον σκεπτόμενοι θα είπωμεν, ότι και η αρετή δικαίως διεκδικεί δικαιώματα εν τη πόλει· διότι παραδεχόμεθα ότι η δικαιοσύνη είναι κοινωνική αρετή, την οποίαν πάσαι αι άλλαι οφείλουν να ακολουθούν. (40) Αφ' ετέρου όμως και οι πλείονες δικαίως δύνανται να διεκδικούν έναντι των ολιγωτέρων την κυρίαρχον εξουσίαν· διότι και ούτοι εν συνόλω και ισχυρότεροι και πλουσιώτεροι και καλύτεροι των ολιγωτέρων είναι. Αλλ' επί τη υποθέσει ότι [1283b] πάσαι αι ανωτέρω τάξεις υπάρχουν εν μια πόλει, έγκριτοι, πλούσιοι, ευγενείς και άλλο πλήθος πολιτών, άρα γε θα διαμφισβητήται και πάλιν τίνες πρέπει να κατέχουν την κυρίαρχον εξουσίαν, ή ουδεμία επί τούτου διαφωνία θα υπάρχη πλέον; Αναντίρρητος θα ήτο κατ' αρχήν η κρίσις (5) εάν ελέγομεν ότι άρχοντες πρέπει να είναι εν εκάστω πολιτεύματι εκείνοι των οποίων το κύριον πλεονέκτημα επικρατεί· διότι τα πολιτεύματα διαφέρουσιν αλλήλων· ούτω εις τούτο μεν άρχουν οι πλούσιοι, εις εκείνο οι σπουδαίοι άνδρες και ομοίως άλλοι εις έκαστον άλλο. Αλλ' εάν αι ανωτέρω τάξεις υπάρχουν ταυτοχρόνως εν τινι πόλει, οποία πολιτική δύναμις ανήκει εις εκάστην εξ αυτών; Ούτω, (10) εάν οι έχοντες την αρετήν σπουδαίοι πολίται είναι κατ' αριθμόν πάρα πολύ ολίγοι, κατά τίνα τρόπον θα μοιρασθή καλώς μεταξύ τούτων των τόσον ολίγων η κυρίαρχος εξουσία; Ή το «ολίγοι» δέον να κριθή εν σχέσει προς το πολιτικόν έργον, εάν δηλαδή καίτοι ολίγοι έχουν την ικανότητα να διοικώσι καλώς; Ή υπό το «ολίγοι» δέον να εννοήσωμεν τόσοι κατ' αριθμόν, ώστε να εξαρκούν εις πάσας τας ανάγκας ευνομουμένης πόλεως; Επί πλέον όμως εγείρεται και μία άλλη απορία κατά πάντων εκείνων, οίτινες επί της οικείας έκαστοι υπεροχής στηριζόμενοι διεκδικούν τα πολιτικά αξιώματα· (15) ότι τουτέστιν ουδέν κατ' ουσίαν δίκαιον επικαλούνται οι ένεκα του πλούτου των αξιούντες να είναι διαρκώς άρχοντες· και ομοία κατόπιν κατά των ευγενών. Διότι εάν είς εκ των πρώτων είναι πλουσιώτερος όλων ομού των άλλων, ο είς αυτός προφανώς κατά το αυτό δίκαιον θα δικαιούται να κυβερνά όλους ομού τους άλλους. Ομοίως και ο κατά την ευγένειαν υπερέχων θα δικαιούται να κυβερνά πάντας τους (20) επί τη βάσει των δικαιωμάτων του ελευθέρου πολίτου διεκδικούντας τα πολιτικά αξιώματα.
Εις το αυτό καταλήγομεν ομοίως συλλογιζόμενοι και επί των αριστοκρατικών πολιτευμάτων των βασιζομένων επί της αρετής των πολιτών· διότι εάν είς οιοσδήποτε υπερέχη κατά την αρετήν των άλλων, όσοι εν τω πολιτεύματι τούτω είναι σπουδαίοι, κατά το αυτό δίκαιον ούτος πρέπει να κυβερνά πάντας. Αλλά το αυτό δίκαιον εφαρμόζεται και προκειμένου περί του πλήθους, εάν δεχθώμεν ότι αυτό έχει δικαίωμα εις την κυρίαρχον εξουσίαν, διότι, (25) καθ' α ελέχθη, οι πολλοί είναι καλύτεροι των ολίγων. Ούτω, εάν είς ή πλείονες μεν του ενός, ολιγώτεροι όμως των πολλών είναι καλύτεροι των άλλων, αυτοί περισσότερον παρά το πλήθος των πολιτών έχουν δικαίωμα εις την κυρίαρχον εξουσίαν της πόλεως. Εκ τούτων λοιπόν συνάγεται, ότι ουδείς εκ των ανωτέρω όρων του δικαίου είναι ορθός, εφ' εκάστου των οποίων στηρίζοντες έκαστοι τα δικαιώματά των αξιούν αυτοί μεν να άρχουν, (30) πάντες δε οι άλλοι να άρχωνται. Η τοιαύτη όμως αξίωσις είναι ήκιστα ορθή· διότι τόσον προς τους διεκοικούντας την αρχήν της πόλεως ένεκα της αρετής των, όσον και προς τους ένεκα του πλούτου των τα αυτά αξιούντας, δύνανται αι πλειονότητες να αντιτάσσουν το εξής: ότι ουδέν αποκλείει το να είναι οι πολυαριθμότεροι πολίται καλύτεροι των ολίγων, ουχί κατ' άτομον, αλλ' ως σύνολον.
(35) Συνεπώς ομοίως δέον να απαντήσωμεν και προς την ανωτέρω ερώτησιν, την παρά τίνων απορούντων προβαλλομένην, οίτινες ερωτούν εάν ο προτιθέμενος να θεσπίση τους ορθοτάτους των συντακτικών νόμων νομοθέτης πρέπει να αποβλέπη προς το συμφέρον των καλυτέρων πολιτών ή προς το των πλειόνων, όταν ούτοι ως σύνολον λαμβανόμενοι είναι καλύτεροι των άλλων. (40) Υπό το «ορθόν» όμως δέον να εξυπακούηται και το «κατά το ίσον»· το δε «κατά το ορθόν» ίσον πολίτευμα αποβλέπει προς το συμφέρον και ολοκλήρου της πόλεως και προς το κοινόν των πολιτών. Πολίτης δε γενικώς μεν καλείται ο έχων και ασκών το δικαίωμα του άρχειν και άρχεσθαι, [1284a] καθ' έκαστον όμως πολίτευμα δεν λαμβάνεται υπό την αυτήν, αλλ' υπό διάφορον έννοιαν· κατά δε το άριστον εν τέλει πολίτευμα πολίτης είναι ο δυνάμει έχων την ικανότητα και εξ οικείας διαθέσεως προτιθέμενος να άρχηται και να άρχη αποβλέπων προς τον κατ' αρετήν βίον.
Ας υποθέσωμεν όμως ότι υπάρχει εν τινι πόλει πολίτης τις υπερέχων υπερβολικά κατ' αρετήν ή πλείονες μεν του ενός (5) ανεπαρκείς όμως κατ' αριθμόν όπως καταλάβουν πάσας τας διά του πολιτεύματος καθιερωμένας θέσεις αρχόντων, επί πλέον δε ότι η διαφορά της αρετής των τοιούτων είναι τόση, ώστε, είτε πλείονες του ενός είναι αυτοί, είτε είς μόνος, να υπερέχη ασυγκρίτως όλων ομού των άλλων κατά την αρετήν και κατά την πολιτικήν επιστήμην και ικανότητα· εάν λοιπόν υπάρχουν τοιούτοι, ουδόλως οφείλομεν να θεωρήσωμεν αυτούς ως αποτελούντας μέρος πόλεως ίσα δικαιώματα έχοντες με τα άλλα αυτής μέρη, επειδή τότε αυτοί θα είναι οι αδικούμενοι, εάν κρίνωνται ως άξιοι των ίσων με τους άλλους, ενώ τόσον πολύ άνισοι εν συγκρίσει προς αυτούς είναι κατά την (10) αρετήν και την πολιτικήν μεγαλοφυίαν διότι πας τοιούτος προφανές είναι ότι είναι ανάλογος προς θεόν απέναντι των ανθρώπων. Συνεπώς προφανές είναι ότι και η νομοθεσία πρέπει κατ' ανάγκην να αποβλέπη μόνον εις τους κατά το γένος και την πολιτικήν δύναμιν ίσους, επειδή κατά των τοιούτων των καθ' υπερβολήν υπερεχόντων ανδρών δεν ισχύει νόμος· διότι αυτοί είναι νόμος. Και πράγματι γελοίος θα ήτο εκείνος όστις θα (15) απεπειράτο να νομοθετή κατ' αυτών· διότι εις τον τοιούτον νομοθέτην θα έδιδον ούτοι την απάντησιν την οποίαν, ως είπεν ο Αντισθένης, έδωσαν οι λέοντες προς τους λαγωούς δημηγορούντας και αξιούντας ίσα να έχουν πάντες δικαιώματα. Διά την αυτήν δε αιτίαν και τον οστρακισμόν θεσπίζουν αι δημοκρατούμεναι πόλεις, επειδή αυταί υπέρ πάσας τας άλλας θεωρούνται ως κατ' εξοχήν επιδιώκουσαι την ισότητα. (20) Ούτω εξωστράκιζον εκ της πόλεως επί ωρισμένον χρόνον όσους έβλεπον υπερέχοντας των άλλων κατά την πολιτικήν δύναμιν, είτε διότι ήσαν πλούσιοι, είτε διότι είχον πολλούς κομματικούς φίλους, είτε διότι εξ άλλου τινος λόγου ήσαν πολιτικώς ισχυροί. Διά τοιαύτην δε αιτίαν μυθολογείται ότι και οι Αργοναύται εγκατέλειψαν τον Ηρακλέα, διότι ως κατά πολύ υπερέχοντα των άλλων συμπλωτήρων ηρνείτο η Αργώ να τον μεταφέρει (25) μετά των άλλων. Συνεπώς οφείλομεν να δεχθώμεν ότι δεν είναι ορθή η επίκρισις των επί τη τοιαύτη ενεργεία κατακρινόντων το τυραννικόν πολίτευμα και μάλιστα την δοθείσαν συμβουλήν υπό του Περιάνδρου εις τον Θρασύβουλον. Λέγεται δηλαδή ότι προς τον αποσταλέντα, παρά του Θρασυβούλου πρεσβευτήν όπως ζητήση συμβουλήν περί του τρόπου της διοικήσεως των πολιτών προς διατήρησιν του τυραννικού αξιώματος, ο Περίανδρος ρητήν μεν απάντησιν ουδεμίαν έδωσε, οδηγήσας όμως αυτόν εις εσπαρμένον αγρόν (30) ισοπέδωνε την επιφάνειαν του σπαρτού αποκόπτων τας κορυφάς των υπερεχόντων σταχύων. Όθεν, αγνοούντος μεν του πρεσβευτού τον λόγον του γενομένου, αναγγείλαντος όμως το συμβάν, συνεπέρανεν ο Θρασύβουλος ότι διά της τοιαύτης πράξεως ο Περίανδρος υπεδείκνυεν εις αυτόν ότι πρέπει να φονεύη τους υπερέχοντας υπηκόους του. Τούτο λοιπόν το μέτρον όχι μόνον εις τους τυράννους συμφέρει, ουδέ μόνον οι τύραννοι μεταχειρίζονται τούτο, (35) αλλά και εις τα ολιγαρχικά και δημοκρατικά πολιτεύματα επικρατεί ως μέσον αμύνης· διότι ο οστρακισμός την αυτήν δύναμιν έχει, περικόπτων τρόπον τινα και φυγαδεύων τους υπερέχοντας. Το αυτό δε μέσον μετέρχονται και κατά των πόλεων και των εθνών οι καθιστάμενοι κυρίαρχοι της πολεμικής δυνάμεως τούτων· οίον οι μεν Αθηναίοι κατά των Σαμίων και (40) Χίων και των Λεσβίων, τους οποίους, ευθύς ως ισχυροποιηθέντες εξησφάλισαν την ηγεμονίαν, εταπείνωσαν παρά τας συνθήκας· δι' ομοίας δε και ο [1284b] βασιλεύς των Περσών μεθόδου εκωλόβωσε την δύναμιν των Μήδων και των Βαβυλωνίων και πάντων των άλλων, όσοι ήσαν έμπλεοι γενναίου φρονήματος, επειδή υπήρξαν ποτέ και αυτοί ηγεμόνες. Το μέτρον τούτο της αμύνης εις πάντα, και εις αυτά ακόμη τα ορθά πολιτεύματα, είναι εν χρήσει· και τα μεν (5) παρεκβατικά χρησιμοποιούν τούτο προς το ίδιον των κρατούντων συμφέρον, το αυτό όμως συμβαίνει και εις τα πολιτεύματα, των οποίων σκοπός είναι το κοινόν αγαθόν. Σαφή δε απόδειξιν τούτου παρέχει εκτός άλλων και το παράδειγμα των άλλων τεχνών και επιστημών· διότι ούτε ζωγράφος παρά τους κανόνας της συμμετρίας πειράται να ζωγραφίση εικόνα ζώντος ανθρώπου έχοντος μέλος τι του σώματος καθ' υπερβολήν μέγα, έστω και (10) αν τούτο είναι εξαιρετικώς ωραίον, ούτε ναυπηγός να ναυπηγή ασύμμετρον την πρύμναν ή άλλο τι μέρος του πλοίου, ούτε τέλος ο μουσικοδιδάσκαλος νομίζει ορθόν να επιτρέψη να μετέχη του χορού ο καθ' υπερβολήν μεγαλοφωνότερος, και καλλιφωνότερος των άλλων χορευτών. Συνεπώς διά τούτον μεν τον λόγον ουδέν εμποδίζει τους μονάρχας να είναι σύμφωνοι προς τας μη μοναρχουμένας πόλεις, εάν μεταχειρίζωνται το αμυντικόν τούτο μέσον, (15) επειδή ειλικρινώς πιστεύουν ότι το μοναρχικόν πολίτευμα είναι ωφέλιμον εις τας πόλεις των. Διό και το προβαλλόμενον υπέρ του οστρακισμού επιχείρημα περιέχει πολιτικόν τι δίκαιον κατά των ομολογουμένως υπερεχόντων ανδρών. Πάντως όμως θα ήτο προτιμότερον εάν ο νομοθέτης συνέτασσεν ευθύς εξ αρχής κατά τοιούτον τρόπον το πολίτευμα, ώστε να μη παρίσταται ανάγκη χρήσεως τοιούτου θεραπευτικού μέσου·εάν δε παρά παν μέτρον προνοίας συμβή να αναφυή τοιούτος ανήρ, (20) τότε πλέον επιτρέπεται η χρήσις τοιούτου τινός διορθωτικού μέσου, όπως επιτευχθή η διόρθωσις της ασυμμετρίας. Του μέσου όμως τούτου δεν εγίνετο η προσήκουσα ορθή παρά των πόλεων χρήσις· διότι μετεχειρίζοντο τους οστρακισμούς ουχί προς το συμφέρον του οικείου πολιτεύματος, αλλά προς ίδιον κομματικόν όφελος. Ούτω φανερόν καθίσταται ότι εις τα παρεκβατικά ειδικώς πολιτεύματα το μέτρον τούτο είναι ωφέλιμον και δίκαιον, δεν είναι όμως και γενικώς αυτό εξ ίσου δίκαιον. (25) Πολλήν όμως απορίαν παρέχει και τούτο: τι πρέπει να γίνη, αν εν τω αρίστω πολιτεύματι αναφανή ανήρ τις υπερέχων ουχί κατά τα άλλα αγαθά, κατά την ισχύν τουτέστιν ή κατά τον πλούτον ή κατά την πολυφιλίαν, αλλά κατά την αρετήν; Διότι ουδείς βεβαίως θα ισχυρισθή ότι πρέπει τον τοιούτον να εξορίσουν και να απομακρύνουν της πόλεως, (30) αλλ' ούδ' ότι αρμόζει οι άλλοι οι κατώτεροί του να άρχωσι του τοιούτου· διότι μία τοιαύτη αξίωσις δεν θα παρήλλασσεν εκείνης καθ' ην μερίζοντες τα πολιτικά αξιώματα θα απήτουν να άρχωσι του Διός. Υπολείπεται λοιπόν, όπερ και προς το φυσικόν άλλωστε δίκαιον συμβιβάζεται, να πείθωνται πάντοτε προθύμως εις τον τοιούτον, ώστε ισόβιοι βασιλείς θα είναι αυτοί εις τας πόλεις.