Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ -ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΟΙΗΣΗ -ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015

Γιάννης Κοντός (1943-2015)

 του Αλέξιου Μάινα 


Ο Γιάννης Κοντός δια χειρός του ζωγράφου Γιάννη Ψυχοπαίδη.  





Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού
Ανωνύμου μοναχού, 1985
(6ο ποίημα)
Το φαρμακείο


Είμαι ευτυχισμένος όταν ακούω μουσική και κατοικώ στο παλιό φαρμακείο, με τις πορσελάνες, τα φάρμακα, το λίγο φως. Κάθομαι και ζυγίζω ποσότητες φαρμάκων και λέξεων –εκτελώ πολλές φορές ανύπαρκτες συνταγές– όμως δουλεύω με συνέπεια και υπομονή υποδειγματική. Ακίνητος κοιτάζω πίσω από το θαμπό τζάμι τους περαστικούς. Περιμένω να ανοίξει η πόρτα, να ακουστεί το κουδουνάκι, να σηκώσω με κόπο το ημίπληκτο πόδι μου, να το σύρω μέχρι την είσοδο και να χαμογελάσω στον πελάτη. Όπως ανοίγει η πόρτα μπαίνουν μέσα άλλες εποχές – προηγούμενες και επόμενες – και χάνω για λίγο την ισορροπία μου. Τη βρίσκω αμέσως. Αρχίζω να παιδεύω πάλι τη ζυγαριά και το σώμα μου. Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες  (-i-). Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα)  (-ii-)  που φτιάχνω και δε λέω να πεθάνω  (-iii-). Μάλλον δυναμώνω. Φοράω το μαύρο παλτό, το μαύρο κεφάλι. Έξω χιονίζει, δεν ακούει κανείς.    (-iv-)  

Γιάννης Κοντός,

Ανωνύμου μοναχού, 1985
(-i-) Γιώργος Σαραντάρης, "Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ."
(-ii-) Κ.Π. Καβάφης, "Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X." 
(-iii-) Γιάννης Κοντός, "Κάρβουνο ο ουρανός και η οδοντόβουρτσα/ του πεθαμένου περιμένει. Ο φίλος μου/ από το ιατρείο του κάτω κόσμου/ μου τηλεφωνεί. Μου στέλνει φάρμακα,/ μου στέλνει ποιήματα. Ο φίλος μου, ο επιζών."  (Τα οστά, 1982, ποίημα 64ο, μότο "Ο ΤΑΚΗΣ" - αναφορά στον ποιητή Τάκη Σινόπουλο (1917-1981) που ήταν γιατρός.)

 Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού
Τα απρόοπτα, 1975
(8ο ποίημα της πρώτης ενότητας "Το κατοικίδιο ζώο"): 

Κίνδυνος στην πόλη

Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.
Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο

και ρίχνει στο ψαχνό.

Όλα τον δείχνουν – αλλά
κανείς δεν βλέπει.

Τρέχω – τρέχουμε.

Σκοντάφτω στον εαυτό μου.

Ο ποιητής παριστάνει

το οπωροφόρο δέντρο για να

γλιτώσει τον ξυλοκόπο.

Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού
Φωτοτυπίες, 1977
(από την πρώτη ενότητα "Σχέδιο για διήγημα")
5.
Νοσοκομείο των ξανθών αγγέλων. Ο αγαπημένος μου 
ποιητής χτυπημένος από το αίμα στην καρδιά, κείτεται
μόνο με το σλιπ πάνω στα νερά. Στην άκρη του κρεβατιού,
ο μικρός μου αδελφός και εγώ κοιτάμε το καλοκαίρι. Μια
κυρία από τη Γαλλία μας μιλάει για σουρεαλισμό. Εσύ
κοιμάσαι μέσα στα χόρτα, πλάι σε μια λίμνη με πολλούς
φαντάρους.
15.
Το τραγούδι ξετυλίγεται τριχιά για το λαιμό 
του κρεμασμένου. Και ο κρεμασμένος μπορεί την τελευταία
στιγμή να γλιτώσει. Εσύ όμως που λες το τραγούδι είναι
βέβαιο ότι θα πεθάνεις, με ένα τσιγάρο στο στόμα -
χωρίς να ξέρεις ότι είναι το τελευταίο σου - μιλώντας
ακατάπαυστα για καθημερινές βλακείες, για πολιτική 
οικονομία, για δημόσια οικονομική. Θα πέσεις άπνους
με το τσιγάρο αναμμένο, το κασκόλ στον αέρα και το
αλκοόλ χυμένο στο παντελόνι. Η φωνή σου δεν θα
απειλεί κανένα πια και η τελευταία σου λέξη θα 'ναι
μια πέτρα μπηγμένη στο χώμα.     (-i-)
(-i-) Υπάρχουν σημεία σε ποιήματα του Σταμάτη Πολενάκη που θυμίζουν τους τελευταίους στίχους αυτού του ποιήματος.
40.
Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ,
να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. Τρέχει η νύχτα.
Σκύβω να πιω, να ξεχάσω. Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου
πρόσωπο. Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή
της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα
που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια σου και το
χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν φωτιά. Όλα τ' άλλα
τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα. Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν,
αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και την τριγωνομετρία.     (-i-) 
(-i-)  Θαρρώ πως το τέλος θα μπορούσε να είναι εμπνευσμένο από τα σημεία του Χ.Λ.Μπόρχες:
"Τα νύχια" (συνεχίζουν να μεγαλώνουν) "απορρίπτοντας τον κόσμο και την έκσταση"και τον στίχο του Μπόρχες (για τη γερμανική γλώσσα) "απρόσιτη όπως η άλγεβρα και η σελήνη." 
~~..~~



(Από τη δεύτερη ενότητα -της συλλογής Φωτοτυπίες-
"Στοιχεία βιομηχανικής και ενεργειακής πολιτικής") 
Στα μισοσκότεινα
Γυμνό το σπίτι, χωρίς πουλιά και έπιπλα.
Αθόρυβες Κυριακές με σβησμένα τσιγάρα  
και ξερούς καφέδες στο πάτωμα - έρωτα στο πάτωμα
ή στο ταβάνι, σαν μύγες -   (-i-)
Γυμνό το μυαλό μου. Μόνο δυο τρία καρφιά
στον τοίχο με μυτερούς ίσκιους και ένα χαλάκι
κόκκινο, μαθημένο να ξεφτάει στα πόδια σου.
Θα στρίψω το αίμα, να μην πηγαίνει
στον εγκέφαλο, να μην σκέφτεται έτσι.
Και η κρεατομηχανή δουλεύει.

(-i-)  Θαρρώ πως οι πρώτοι στίχοι αυτοί είναι εμπνευσμένοι από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου: 
ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ
Ήσυχες, φτωχικές Κυριακές της επαρχίας
με τα λαμπρά λιογέρματα, με τις ανύπαντρες γυναίκες,
με τα ποτήρια στο τραπέζι, τις μύγες, τα φύλλα.
Ό,τι κι αν λέγαμε ήταν πρόσθετο και ξένο.
(Γιάννης Ρίτσος)


Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού
Τα οστά, 1982: 
60.
Τρόλεϊ φωτισμένο σαν βιτρίνα
σχίζει τη νύχτα. Ηλεκτρισμός,
καλώδια και ρόδες. Κίτρινο, μαύρο –
και κόκκινη η ακτινογραφία του.
(Η ζωή όμως δεν αστειεύεται.
Σε ράβει με τα δόντια σε τσουβάλι).    (-i-)
Γιάννης Κοντός 

(-i-)  Θαρρώ πως το ποίημα αυτό μαζί με το
    "Κίνδυνος στην πόλη"
Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.

Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο

και ρίχνει στο ψαχνό.  (...)   (Γιάννης Κοντός)
ίσως έχουν εμπνεύσει το ποίημα τού νέου ποιητή Θωμά Ιωάννου:
        ΔΕΝ ΑΣΤΕΙΕΥΤΑΙ
Το παρόν συνωστίζεται γύρω μου
Με πιέζει με το ογκώδες σώμα του
Δε μ’ αφήνει στιγμή
Να πάρω ανάσα
Ορθώνεται σαν τείχος από εικόνες
Βραχυκυκλώνει την όρασή μου
Στερώντας μου κάθε δυνατότητα
Να δω σε βάθος χρόνου
Κι απ’ έξω απ’ το παρόν
Γυρνάει το μέλλον
Σαν άδικη κατάρα
Αυτό δεν αστειεύεται
Χτυπάει στο ψαχνό
(Θωμάς Ιωάννου, 2011)


Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού
Δωρεάν σκοτάδι, 1989
(3ο ποίημα) 
Μαλλιά-κεντήματα-νήματα


Εντέλει παντρεύτηκα τη Λίτσα

από το παλαιότερο βιβλίο μου.
Ήτανε πρίμα μπαλαρίνα,
αλλά ένα ατύχημα
την έκανε να βάφει νήματα
και να κεντάει.
Μαζί με τις δυο κόρες που αποκτήσαμε,
στήσαμε μια μικρή βιοτεχνία.
Όλη μέρα γέλια, τραγούδια και δουλειά.
Τα βράδια έπαιρνα το άλογο,
το πήγαινα στο τέρμα των τρόλεϊ
να το ποτίσω. Το καυσαέριο
ανέμιζε τη χαίτη του. Δεν θυμάμαι

πόσες χρονικές μονάδες ψάχναμε

για νερό. Επιστρέφοντας (βράδυ πάντα)
το τοπίο είχε υποστεί αλλαγές.
Ο κόσμος στις πόρτες μιλούσε μια ξένη γλώσσα.
Στο μέρος του σπιτιού ένα κενό.
Έψαξα, ρώτησα (με νοήματα πια)
και πείστηκα ότι, εφόσον δεν έγινε σεισμός,
το σπίτι είχε απογειωθεί τυλιγμένο στα μαλλιά.








Γιάννης Κοντός
(...) στις 4 το πρωί ο ποιητής Γιάννης Κοντός πέθανε στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα, κατόπιν μετεγχειρητικών επιπλοκών και μιας ενδονοσοκομειακής λοίμωξης.

(...) φιλία με τον ―επίσης επιστήθιο φίλο του και επίσης πρόωρα χαμένο, πάλι από ενδονοσοκομειακή λοίμωξη!― Γιώργο Ιωάννου.  (...) 




Δυο-τρία πράγματα σχετικά με τον Γιάννη Κοντό
|   Τζένη Μαστοράκη (εφ. Τα Νέα, 2001)
* Μ’ αρέσει που δεν αλλάζει με τα χρόνια. Είναι μεγάλη παρηγοριά οι φίλοι που δεν αλλάζουν.


* Μ’ αρέσει που γελάει. Με όλους, με όλα. Γυμνασιακά, του λέω. Μεταδοτικά. Προπαντός παράλογα. Μερικές φορές συμφωνεί.



* Μ’ αρέσει που σηκώνεται ξημερώματα και γράφει. Μ’ αρέσει η διαρκής του σχέση με την ποίηση. Μια ανοιχτή γραμμή.



* Μ’ αρέσει όταν λέει «γράφω», «έγραψα». Το λέει κανονικά. Σαν κανονικός άνθρωπος. Σαν να μιλάει για κάτι που μπορεί να συμβεί σε κάθε κανονικό άνθρωπο.



* Μ’ αρέσει ο τρόπος του όταν παρατηρεί τους ανθρώπους. Παραμορφώνει με μικροσκόπιο. 



* Μ’ αρέσει η σχέση του με τον ιδιωτικό του χώρο. Το δέσιμό του με τα αντικείμενα. Τα άδεια μπουκάλια στο Κουκάκι, στο παράθυρο που έβλεπε στο φωταγωγό. Η προσωπική του πινακοθήκη στο χωλ του Παπάγου. Η αγωνία του να μαζέψει τις φωτογραφίες. 



* Μ’ αρέσει η σχέση του με τα γκαρσόνια. Ονόματα, οικογενειακές λεπτομέρειες. Από τότε που το Κολωνάκι είχε μια αλλιώτικη πλατεία. Ώς το «Greek House» και το «Ιντεάλ».



* Μ’ αρέσει η σχέση του με τα λουλούδια. Και η σχέση του με τα υπαίθρια ανθοπωλεία. 



* Μ’ αρέσει ο Γιάννης των ταξιδιών. Στην Καλαμάτα. Στην Αλεξανδρούπολη. Ο Γιάννης που μας φωνάζει να βάλουμε ζακέτα για να μην κρυώσουμε. Ο Γιάννης που κλείνει τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Ο Γιάννης που χορεύει. Ο Γιάννης που θυμάται τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Ο Γιάννης που, «πρώτον», δεν πίνει καφέ.



* Μ’ αρέσει η απόλυτη αίσθησή του περί φιλίας. Μ’ αρέσει να τον ακούω να λέει «είναι πολύ φίλος μου», «είναι αδερφός μου». Το εννοεί πάντα.

* Μ’ αρέσει η σχέση του με τα παλιά. Με τους φίλους που δεν υπάρχουν πια. Με τις παλιές του αγάπες. 


* Μ’ αρέσει η σχέση του με το χρόνο. Έχει μιαν απίστευτη ακρίβεια. Κι όμως δε θέλει να του θυμίζω πόσα χρόνια γνωριζόμαστε. Ούτε να του λέω χρόνια πολλά στα γενέθλιά του.



* Μ’ αρέσει η σχέση του με τους νεότερους συγγραφείς. Με τους μαθητές του. Με τα παιδιά των φίλων μας.



* Μ’ αρέσει που θυμώνει εύκολα. Σαν παιδί. Μ’ αρέσει που ξεθυμώνει εύκολα. Σαν παιδί. Μ’ αρέσει που συγχωρεί εύκολα. Σαν μεγάλος.



* Μ’ αρέσει που, όταν είναι αγχωμένος, μου λέει «Μην παθαίνεις άγχος». Μ’ αρέσει που μου λέει «Σκας;» όταν με κάνει να γελάω, όταν σκάει πρώτος στα γέλια. 



* Μ’ αρέσει που είναι πειραχτήρι. Μ’ αρέσει να τον πειράζω με το «Υπ’ όψιν». 



* Μ’ αρέσει που χρειαζόμαστε κι οι δυο έναν ολόκληρο χρόνο για να προγραμματίσουμε μια συνάντηση.



* Μ’ αρέσει που χαίρεται σαν μικρό παιδί την επιβράβευση, τον καλό λόγο. Χωρίς δήθεν. Χωρίς συμπλέγματα.



* Μ’ αρέσει που έχει σταθερές συνήθειες και σταθερές αξίες. 



* Μ’ αρέσει που τα ποιήματά του έχουν σταθερή αξία. Μ’ αρέσουν τα ποιήματά του.  



* Μ’ αρέσει αυτό που ρισκάρει ποιητικά. Ρισκάρει να είναι ο εαυτός του. Δεν έχει προδώσει ποτέ τον αναγνώστη του. Δεν έχει προδώσει ποτέ τα φαντάσματά του. 
(Η ποιήτρια Τζένη Μαστοράκη για τον Γιάννη Κοντό,
εφημερίδα "Τα Νέα", 2001) 


  Top 5 ποιήματα του Γιάννη Κοντού 

του Γιάννη Τζανετάκη

 Πέντε από τα ωραιότερα ποιήματα ενός αγαπημένου ποιητή και φίλου 
«Τι φθορά και αυτή η αιωνιότητα./ Τι σκουλήκι / Μια γραμμούλα είναι ο ορίζοντας. / Μετά, τι γκρεμός, Θεέ μου!».




Δεν με χωράει το σώμα μου 

Δεν με χωράει το σώμα μου. Θέλω να επεκταθώ, 
να φύγω. Ανοίγω τη βρύση. Τρέχει το νερό. 
Τρέχει η νύχτα. Σκύβω να πιω, να ξεχάσω.
 Κτυπάω πάνω στο πεθαμένο μου πρόσωπο. 
Ανάβει μια φωνή. Φωνή της σιωπής. Η ροή
 της μνήμης με τινάζει πίσω στο κορμί σου. Τώρα
 που γράφω το φεγγάρι χάνεται στα σκέλια
 σου και το χορτάρι ψηλώνει άγριο, κόκκινο, σαν
 φωτιά. Όλα τ’ άλλα τυλιγμένα σε υαλοβάμβακα. 
Μόνο τα μαλλιά σου τρίζουν και μεγαλώνουν, 
αγνοώντας τα πολιτικά συστήματα και
 την τριγωνομετρία. 

Από τη συλλογή «Φωτοτυπίες», εκδ. Κέδρος, 1987. 

  Ράλι

 Σήμερα οδηγώ πολύ νευρικά
 και με μεγάλες ταχύτητες την πολυθρόνα μου. 
Ήδη έχω σπάσει τρεις φορές 
το φράγμα του νέφους.
 Έχουν σακατευθεί, έχουν σκοτωθεί 
πολλοί σωσίες μου. Έμεινα μόνος.
 Μόνος οδηγώ αυτόν τον κίνδυνο. 
Περνώ αστραπιαία και με κοιτούν
 με απορία. Ούτε κατάλαβα ποτέ
 γιατί τρέχω έτσι ακίνητος, αφηρημένος, 
κοιτώντας αλλού την ησυχία. 
Τα σήματα της τροχαίας κάποιος
 τα έχει αλλάξει και δείχνουν συνέχεια μονόδρομο.
 Πολλές φορές την πόλη την έχω δει ανάποδα 
ή έχω πέσει σε βαθιά νερά.
 Άλλες φορές οι λακούβες είναι στρωμένες
 με μπαμπάκι, η ορατότητα αρίστη. 
Όπως αντιλαμβάνεσθε,
 όλα μαθηματικώς με οδηγούν
 στην επόμενη στροφή που περιμένει:
 ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση.

 Από τη συλλογή «Δωρεάν Σκοτάδι», εκδ. Κέδρος, 1989.  


 Η λύπη του έρωτα

 Σ’ ακούω με όλους τους πόρους μου
 να τρέχεις σε ξένες πόλεις, με ρούχα 
χάρτινα κάνοντας ένα θόρυβο
 που προμηνύει μεγάλη θάλασσα. 

Επιστρέφω στο κλειστό κύκλωμα
 της ζωής μου. Στο κανάλι σιωπή.

 Ταριχευμένες κινήσεις:
 μια καρέκλα μετακινείται χωρίς λόγο,
 ένα κρεβάτι κυλάει στο δρόμο.
 Στον τοίχο προβάλλεται η ίδια
 μαγική εικόνα – δεν μπορώ
 να ξεχωρίσω τον κυνηγό – 

Κοιμάσαι με στόμα γεμάτο
 μυστικά και βροχές. 

Από τη συλλογή «Στη διάλεκτο της ερήμου», εκδ. Κέδρος, 1997.  


 Πώς να σε πάρει ο ύπνος 

Πώς να σε πάρει ο ύπνος με τέτοιες μυρουδιές
 ένα γύρο σου; 
Θαμμένοι σ’ ένα σπίτι αποστειρωμένο,
 μέσα σε γάζες και στο οινόπνευμα. 
Ακουμπισμένοι στο γραμμόφωνο που παίζει
 τα τραγούδια που μας έκαναν άντρες.
 Περνούμε κάτι βδομάδες
 όλο αργές 
και επικίνδυνα σιωπηλές
 Κυριακές.
 Πού και πού πεταγόμαστε από τον λήθαργο
 νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές.
 Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα.

 Μόνο ο κρεμασμένος μένει στη θέση του
 – στον στύλο του ηλεκτρικού
 – Και Δευτέρα δεν έρχεται ποτέ.

 Από τη συλλογή «Περιμετρική», εκδ. Κέδρος, 2000. 


  Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο

 Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο. 
Δεν μπορώ να μετακινηθώ. Ένα λιοντάρι 
με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του.
 Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων,
 ο Γιάννης είμαι και δεν θέλω ούτε λιοντάρια
 ούτε ανθρώπους. Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω
 και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ.

 Από τη συλλογή «Τα οστά», εκδ. Κέδρος, 1982. 

  


Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Πρόσωπα- ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ





Το cantus firmus φιλοξενεί την ποιήτρια Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου. Η ποιήτρια μάς μιλάει για την ποίηση στην συνέντευξη που ακολουθεί. Λέει χαρακτηριστικά "Η ποίηση είναι μία αντίσταση, μια διαμαρτυρία για όλα όσα η ανθρωπότητα, αν και δικαιούται, εντούτοις τα στερείται δραματικά!"








ΒΕΛΟΝΕΣ

Όχι, ποτέ δεν είμασταν
τελείως προετοιμασμένοι.
Γι’ αυτό και  στο μεταλλικό             
κουτί για τα μπισκότα
καιρό τώρα φυλάγαμε
όχι κλωστές και δαχτυλήθρες
αλλά βελόνες κάθε είδους και μεγέθους.

Βελόνες του ραψίματος
- σχιζότανε ο μύθος σου
κι οι αποτρόπαιες ρωγμές
έξω απ’ το σώμα σου σε έχυναν -
                 
βελόνες γραμμοφώνου
- παράφωνες ηχούσαν τελευταία
οι προσευχές
και συστηματικά απουσίαζε
απ’ την ορχήστρα ο μαέστρος - 

βελόνες για ενέσεις
- έτσι για την τιμή των όπλων
να μη φανεί πως μια παρ-αίνεση
που η ελπίδα θα ’θελε
εμείς την αρνηθήκαμε -

ακόμα και πευκοβελόνες
- εύφλεκτες και ολισθηρές
σε απειλούσανε με πυρκαγιά
ώσπου στρώμα, σεντόνια, μέτωπο
και τρυπημένα χέρια
λαμπάδιαζαν και τότε
«ο σωθείς
γράφεται με ήτα Ευτυχούλα;»

 Όμως εγώ
μόνο μια ήττα ήξερα, μπαμπά
κι αυτήν όσο κι αν το παλέψαμε
στάθηκε αδύνατο
να μην την υποστούμε.

ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ, Καστανιώτης 2008




ΑΠΟ ΩΡΑ Σ’ ΩΡΑ

Αέρας σκουριασμένος φυσάει στο δωμάτιο
απ’ τη μεριά παλιάς πληγής.
Δαγκάνει ο τρόμος το μυαλό
και ναυαγός στον ίλιγγο
ζάλη τη ζάλη
σε λαμαρίνες και ξερόκλαδα σκοντάφτω.

Ποιος λέει πως μελαγχόλησα;
Σε μια αποθήκη γυαλικών
κλειδώθηκαν τα χρόνια μου.
Κορίτσια απαρηγόρητα
φορούνε τις κουρτίνες νυφικό.
Οι νεραϊδούλες νόσησαν
και βήχουν ασταμάτητα
κι όσο να πεις
μια άλλη οικειότητα
θεριεύει στο σκοτάδι.
                                                                             
Ποιος λέει πως μελαγχόλησα;
Υποδειγματικά εξέτισα
όποιο κενό μού αναλογεί.
Μόνο λίγο ξαφνιάστηκα.
Τόσα σωσίβια, τόση εγκαρτέρηση
κι απ’ ώρα σ’ ώρα
η στάθμη του νερού να εξαντλείται. 

ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ, Καστανιώτης 2008



ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Θα ’λεγα πως πηγαίνετε καλά!
Ως την επόμενη εξέταση
δεν αποκλείεται να ’χετε γίνει άγγελος.
Βλέπετε, πολλοί οι υποψήφιοι
και πόσες υποσχέσεις αναβολής να δώσεις;

Μα, μην το παίρνετε προσωπικά!
Και βέβαια το ξέρω
πως μόνο σ’ εσάς δε θα συμβεί.
Εσείς απλώς θα επαναλαμβάνετε
στο ρυθμό της ατμομηχανής τη φράση:
Σε τρία καλοκαίρια θα επισκεφθώ το Μόναχο
και εναλλακτικά:
Θέλουνε άλλαγμα οι μεντεσέδες της ντουλάπας.

Όσο για τις φοβίες σας και τα κακά σας όνειρα
ας μη συγχέουμε την υστερία με το ένστικτο.
Ανώδυνα, ό,τι συμβεί, θα το αντιμετωπίσουμε
σε σταδιακές μικρές απώλειες καταφεύγοντας:
πρώτα μαλλιών
- να μη σκαλώνουν οι μορφές κατά την έξοδό τους -
μετά κιλών
- καμιά βαρύτητα δεν εγγυήθηκε ποτέ
μια δεύτερη ανάγνωση του βίου -
και τέλος χρώματος
- αυτό έχει σχέση με τον ήλιο
αλλά πού να σας το εξηγώ επακριβώς.

Κι άλλωστε
σας μιλώ ως ιατρός                              
ανίατων ψευδαισθήσεων
και πόθων που ασεβώς κακοφορμίζουν.

ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ, Καστανιώτης 2008



ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ

Ο θάνατος από βραδύς μας έφραζε το δρόμο
κι εγώ που από μικρό παιδί
τα έτρεμα τα καλοκαίρια
θα μου έφτανε, έλεγα, μία χειρονομία
ένα ανέλπιστο κλείσιμο λογαριασμών
όπως
όταν γυρίζεις το φλιτζάνι του καφέ
κι όλα τα φίδια
οι εχθροί και οι κλεισμένοι δρόμοι
λιωμένες απειλές κατρακυλούν
μέσα στο νεροχύτη.

Όμως σιδηρουργείο η ζωή                           
και βάρος αμετάθετο η τελευταία λέξη
όταν σε αίθουσες αναμονής ηλεκτρικές
αδύναμα κορμιά κρέμονται στους καλόγερους
και πανωφόρια αδειανά
μπαίνουν ν’ ακτινοβοληθούν.

Τους μήνες που κοιμάται ο κάβουρας
κοντεύω να πιστέψω
πως ίσως και να με ακούς
πως κάπως Σε συγκίνησα κι εγώ.
Ύστερα, λέω, θα φταίει που δε γνωρίζω
τη διάλεκτο των περιστεριών
μπορεί το ασταθές του χαρακτήρα μου
ίσως κι εκείνη η καθ’ έξιν υπνηλία μου
τις Κυριακές στον όρθρο.

Όμως κακά τα ψέματα
ήρθε ο καιρός
τον πετροπόλεμο να συνηθίσουμε
τώρα που χτύπησαν μεσάνυχτα
κι η χρυσαφένια άμαξα
ξανάγινε κολοκύθα.

ΟΡΟΦΟΣ ΜΕΙΟΝ ΕΝΑ, Καστανιώτης 2008









ΡΕΖΕΝΤΑ

Εκείνη:
-Δεν ομοιοκαταληκτούσανε ποτέ
τα λόγια μου με τη φωνή μου.
Κι ήμουν αυτό που αρνιόμουν
ηχώ από βράχια που έπεφταν             
ίχνη γεμάτη μιας αφής              
που όμως της λείπαν δάχτυλα
-κάποιος μετράει
επάνω στο σεντόνι τα λεφτά του
τα βρίσκει πάντοτε λειψά-
μια επανάληψη αστροφεγγιάς
κι ύστερα πάλι το άδειο

και όταν λέμε άδειο
δεν εννοούμε τη σιωπή
αλλά να ζεις το αταίριαστο     
κι άφαντος να ’ναι ο κήπος.

Εκείνος:
-Μην παραδίνεσαι, μικρή μου Ρεζεντά
ανέλπιστα κάποια στιγμή
τα αδύνατα μπορούν να γίνουν δυνατά

κι ας αναβοσβήνει σταθερά τα φώτα της               
η ηλικία του καθρέφτη
- θα λήξει κάποτε κι αυτή
σύντομη σαν διήγηση
με έκβαση προβλεπόμενη -
κι ας είναι αφηρημένοι οι δικαστές
και σιωπηλοί οι άγιοι μες στα εορτολόγια.

Η απάντηση θα ’ρθει μια βραδιά
όταν οι επιζήσαντες σχίσουν μεμιάς
του κόσμου όλα τα σεντόνια
-τι θά ’βρουν τότε
να φορέσουν τα φαντάσματα
ποια τύψη θα εφεύρει ο θάνατος
για να μας διεκδικήσει;

Εκείνη:
-Μα τι κουβέντες κύριε
τι απερισκεψία
κι αν όσα αισιόδοξα μου υπόσχεστε
αίφνης πραγματοποιηθούν
-για τα σεντόνια, λέω, τα σχισμένα-
τότε όλο αυτό το θέατρο σκιών
πού θα παιχτεί
κι εμείς που ως γνωστόν
φοβόμαστε το χιόνι
χωρίς μία παράσταση

πώς θα περάσουμε το απόγευμα
πριν τη Μεγάλη Νύχτα;

ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012



BERLIN ALEXANDERPLATZ

Κανονικά, με λένε Σόνια.
Μίτσε, με βάφτισε ο Φραντς
- μονόχειρας, μα ξέρει ν’ αγκαλιάζει.
Τη μέρα προτιμώ να υπνοβατώ.
Με ένα νόμισμα κρυμμένο στο μαντίλι
περνάω βιαστικά έξω από τα προάστια
σκιές ευκίνητες πουλώ στην Alexanderplatz
στα ενυδρεία σπάζω τις φυσαλίδες
κι αφού των πληκτικών επεισοδίων
διασχίζω την ομίχλη
βρίσκομαι σώα σαν νεκρή
στο τέλος της θλιμμένης ιστορίας.

Η πλατεία γέμισε μεμιάς αρωματοπωλεία.
Έξω απ’ τις χαραμάδες των πληγών
πλημμύρα ακυβέρνητη
λεβάντα και θυμίαμα
γαζία και λιβάνι.

Όμως, εγώ
πάντοτε αλήθεια σού έλεγα, Φραντς.
Ω, μα και βέβαια μπορούσα
μόνο εσένα ν’ αγαπώ
ο άλλος ήτανε παιδί, μπορεί και γέρος
μην τα σκαλίζεις τώρα πια
ήπιε απλώς ένα κονιάκ
έβαλε φωτιά στα μαλλιά της μαριονέτας
κι έπειτα εξαφανίστηκε.

Κι άφησε, Φραντς
τι θες κι ανοίγεις τώρα το πορτάκι
άστο μες στο κλουβί του το πουλί
μη μου το πνίγεις
πονάω Φραντς, με σφίγγεις, Φραντς
χύθηκε κάτω όλο το νερό
ποτέ ξανά τιτίβισμα
ποτέ ξανά μισή αγκαλιά
γέμισε πούπουλα ο αέρας, Φραντς
δε σε ακούω πια
πούπουλα και φτερά
δε σε πονάω πια
μόνο φτερά
δε με πειράζει τώρα πια…

Οι άνθρωποι στο δάσος
πεθαίνουν πάντα από ντροπή.

ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012





ΕΠΙΣΚΕΨΗ  Ι

Αρπαγμένος καθώς ήταν ο καιρός
από το φως μιας κάμαρης κλειστής
σκέπασε με το σώμα του
κήπους και λόγια και φεγγίτες
κι όπως σκοτάδι παλαιό
φύσηξε ρίγος στις κλειδώσεις μου
είσαι η διήγηση ενός κλάματος
μου είπανε
γυαλί και κρότος μακρινός
μουσείου αίθουσα που εκτίθενται
απίστων προσευχές.
Μισή ζωή θα κατοικείς
σ’ ένα κομμάτι πάγου που επιπλέει
κι άλλη μισή
θ’ ανοιγοκλείνεις παρενθέσεις
- παράγουν ήχο ανώτερο
κι απ’ του ακορντεόν -

«Πόσο λυπάμαι
τα χρόνια που πήγαν χαμένα
πριν να γνωρίσω εσένα…»*

Και τέρμα πια η χρυσόσκονη
πάνω στις γρατζουνιές
άσ’ την ν’ ανθίσει σαν μανόλια την πληγή
να φοβηθούν οι άγγελοι
και τα μεγάλα έντομα
πίσω απ’ τις τζαμαρίες.

Μα, προπαντός, μην ξεγελιέσαι.
Δε ζωντανεύουν οι αστερίες
γονατισμένη επί ώρες στα σανίδια
θάλασσες να φυτεύεις με φύκια και βυθούς.
Χρειάζεσαι, να μη σου πω, ακόμα και πνιγμένους. 

«Και η βάρκα γύρισε μόνη
δίχως μέσα τον ψαρά…»**

Το γέλιο σου, λοιπόν
είναι όλο κι όλο το ταξίδι
τα σκοτεινά του υπόγεια με τα υγρά χωράφια
- μικρά κορίτσια κουρεμένα
παίζουν εκεί κυνηγητό
και των ασθενοφόρων τις σειρήνες
προσποιούνται -

το γέλιο σου
μόνον αυτό
που ανάβει τα πολύχρωμα βιτρό
στα βλέφαρα των αποκοιμισμένων.

ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012

 Σημείωση:
*«Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα…»:
Βαλς του Κώστα Γιαννίδη σε στίχους Β. Σπυρόπουλου και Π. Παπαδούκα.
Πρώτη εκτέλεση απ’ τη Σοφία Βέμπο το 1939.
**«Και η βάρκα γύρισε μόνη…»:
Τραγούδι του Τώνη Μαρούδα σε στίχους του Θάνου Σοφού, 1957.





ΕΠΙΣΚΕΨΗ  ΙΙ

Αχνίζανε τα πόδια μου
σε κυανά παγάκια βυθισμένα
απόκρημνο σπήλαιο ιδιωτικό
- τίποτα το σπουδαίο -
μια πρόχειρη εγκατάσταση υπόγειου πνιγμού
όταν τον άκουσα συγκλονισμένο να μιλά
για το κρυμμένο νόημα των χειρογράφων
και τις αλληγορίες των ματαιώσεων.

- Πώς μπήκατε απρόσκλητος στο ασφυκτικό τοπίο;
Πώς παρακάμψατε το πλαίσιο και τον πυρετό;
Κι όλοι αυτοί που δακρυσμένοι σας ακούν
χωρίς να σας γυρεύουν αποδείξεις
τίνος σινιάλο περιμένουν                                                     
να κατεβούν επιτέλους απ’ τη σκάλα;
Θα μου απαντήσετε λοιπόν;
Πώς ήρθατε και από πού;

-Μα, από τις προσωπογραφίες φυσικά.
Εύκολα εξαγοράζονται οι μορφές
με ένα χάδι στα μαλλιά
ιδίως αυτές που δε χαμογελούν.

Όσο για εσάς, μου τόνισε
τον λιγοστό καιρό που απομένει                 
υπόσχομαι μαζί μου να είστε ασφαλής.
Θα ’ναι σβησμένο το σκοτάδι
από τις πυρκαγιές του
κι οι στοχασμοί ευσχήμως θα διακόπτονται
απ’ το σωτήριο κενό.

Επείγει, ωστόσο, να αποφύγετε τη σύγχυση.
Ό,τι λευκό κινείται μες στον έρωτα
μην το περάσετε κι εσείς για περιστέρι.
Μια χούφτα αλάτι είναι απλώς
που αλλάζει χέρια βιαστικά
και χρησιμοποιείται ενίοτε
σαν αιμοστατικό.

Τα πόδια μου είχανε μουδιάσει.
Τον ρώτησα αν μου επέτρεπε

να αντιγράψω το αίνιγμα
κι όταν αυτός συμφώνησε
του ζήτησα ν’ ανάψει τα πολύφωτα
και να στραφεί να με κοιτάξει.

ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012




 Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ  III

Όταν οι επισκέπτες έφευγαν   
με συμβούλεψαν να ξεχάσω τη μυρωδιά
απ’ το καμένο σιμιγδάλι μες στο σπίτι
και να μην εκδικηθώ.

Σκοπός μου, είπαν
έπρεπε να ’ναι το άσκοπο
η στιγμή της τρυφερής συνενοχής
όπως όταν μεσάνυχτα
σε θαλασσάκι απόμερο
πευκοβελόνες κι εραστές 
πυροδοτούν βεγγαλικά
κι ούτε λυγμός ούτε χαμόγελο
ούτε καν … κρυώνω εδώ που μ’ άφησες
ή … ας σταματήσει πια αυτή η μουσική.

Μετά τους ρώτησα
τι θα ’πρεπε να κάνω
για τον υπόλοιπο καιρό.

Τη χαρούμενη, μου απάντησαν
μα, όταν επέμεινα λιγάκι να σοβαρευτούν
μου μίλησαν για κάποιον
που έγινε πορσελάνη
και σε μια νύχτα μέσα έσπασε.

Κλείδωσα πίσω τους διπλά
και τα αμαρτήματα μεμιάς
θαρρείς και συγχωρήθηκαν                                                                                

κι έγινε αυτό, για να φανεί
το πολύ προχωρημένο της ώρας
κάτι που εμφανώς προέκυπτε
κι απ’ τα σφιγμένα χέρια μας
κάτω από τα σκεπάσματα

μία συνήθεια παλιά
όταν η πόρτα άνοιγε απότομα
και με αδέξιες κινήσεις
κάποιος ψαχούλευε τα πράγματά μας
λες κι ήθελε να μας θυμίσει
ότι το σύρσιμο που ακούγεται
από τα περασμένα

είν’ οι παντόφλες και η νυχτικιά
γύρω από το μουγκό τηλέφωνο.

ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012




ΜΙΑ ΒΑΘΙΑ ΥΠΟΚΛΙΣΗ
          
       «Πραγματικά εκλεπτυσμένοι
              είναι μόνο οι νεκροί» 
                  JANE AUSTEN 

Στους δρόμους χορωδίες και γιορτές
ξύλινοι πάγκοι με γλυκά
συνωμοσία και άγνοια.

Παλιά βαγόνια στις αλάνες
μεταμφιέζονται πυρετωδώς
σε καμαρίνια με χρωματιστά φτερά.
Σβηστά λαμπιόνια, φωσφορίζουσες σκιές
ρόμπες σατέν και γούνινα μανσόν
να αστράψουν ετοιμάζονται
για τη βραδιά των χειροκροτημάτων.

Σκηνοθέτης:
-Σκορπίστε, γρήγορα, στα σκηνικά
μπαχάρια και λουίζες
να καλυφθεί ως το απόγευμα
η μυρωδιά της ναφθαλίνης…

Ερασιτέχνες πυροτεχνουργοί
και αστυφύλακες
εν είδει Επιταφίου περιφέρουν
κλουβιά με ντροπαλούς Αμβρόσιους
και ξεπεσμένες Ιουλίες
- κάτι αναμμένα κηροπήγια κρατούν
και απαγγέλλουν -

την ίδια ώρα που αλλού
σε υγρό βάθος σκοτεινό
ήδη η Γκρέτα μακιγιάρεται
πανέτοιμη να κοιταχτεί στα δάκρυα
ενός ακόμη ανάξιου θαυμαστή
που θ’ αρνηθεί να την πυροβολήσει
ενώ ο ωραίος Ολιβιέ
προβάρει την υπόκλιση
στο μαύρο κοκτέιλ φόρεμα
της Όντρεϊ που κρυώνει.

Ντελάλης:
-Σήμερα
 επισκέπτεται την πόλη σας
για μια μοναδική βραδιά
ο φημισμένος θίασος
που εμφανίζει επί σκηνής
πασίγνωστους νεκρούς ηθοποιούς
του κλασικού ρεπερτορίου.

Για μια βραδιά αποκλειστικά
μία ολόκληρη εποχή θα αναστηθεί
όμως δε θα το ξέρει.
Να υποκριθείτε, συνεπώς
ότι δεν πέθαναν ποτέ
πως παίζουν ασταμάτητα και δε γερνούν
πως δε μεσολαβήσαν χώματα
αφιερώματα εκτενή και νοσταλγίες.

Να είστε, εξ’ άπαντος, όλοι εκεί!

Και μη σκεφτείτε, φυσικά, το εισιτήριο.
Η ανατριχίλα απόψε
θα είναι δωρεάν!

ΤΟ ΕΠΙΔΟΡΠΙΟ, Κέδρος 2012





Κυρία Λουκίδου τι είναι ο χρόνος για εσάς;

Ο χρόνος είναι φτιαγμένος για τις συνειδήσεις μας. Για την ακρίβεια, για τη διαμόρφωση της συνειδητότητάς μας.
Το πεπερασμένο, που προς το παρόν είμαστε, θέλει χρόνο μέχρι να αντιληφθεί την αιωνιότητα που δικαιούται και στην οποία ανήκει.
Μέχρι τότε, αποκομμένοι καθώς είμαστε από την πηγή της Ζωής, που είναι η σύνδεση με το Πνευματικό φως, τείνουμε να μιμούμαστε τον Δημιουργό, καταθέτοντας δημιουργίες που ευελπιστούμε -αυτές τουλάχιστον-  να αντέξουν στον χρόνο, σαν μια υποτυπώδη αντίσταση στο αμετάκλητο του θανάτου.
Ο χρόνος όμως είναι το απαραίτητο μεσοδιάστημα, μέχρι να ωριμάσει η ανθρωπότητα, προκειμένου να αποδείξει ότι της ανήκει το «πάντα».
Και όταν μιλώ για ωριμότητα, αναφέρομαι στη σταδιακή απεξάρτηση του ανθρώπου από τη μικρότητα, την κακία και την εχθρότητα.
Δε θα είχε άλλωστε κανένα νόημα η αιωνιότητα, αν επρόκειτο να διαιωνίσει το κακό και μίζερο που ακόμα δυστυχώς εκπέμπουμε.
Αν η αγάπη μετουσιωθεί σε αβίαστη κατάσταση βίου, τότε πιστεύω ότι ο χρόνος θα πάψει να υφίσταται, καθώς με έναν μαγικό τρόπο θα γίνουμε αυτό για το οποίο είμαστε προορισμένοι. Θα ενωθούμε με την αγάπη που συνδέει, συντηρεί και διαιωνίζει τη ζωή.

O Σεφέρης είπε «μη μας προλάβει ο καιρός». Πώς μπορούμε να αντισταθούμε στον χρόνο;

Η μεγαλύτερη αντίσταση στον χρόνο είναι η συμφιλίωση μαζί του.
Γιατί να μην τον αντιμετωπίσουμε σαν σύμμαχο που μας παρέχει τη διάρκεια, ώστε να αλλάξουμε, να αναμορφώσουμε, να επιλέξουμε;
Συμφιλίωση είναι βέβαια και η ίδια η δημιουργία ως εσωτερική αλλά και εξωτερική πραγματικότητα, είναι η διάλυση του «εγώ» μέσα στο «είναι».
Αυτό είναι ό, τι πιο οδυνηρό για τον άνθρωπο, ο οποίος, ενώ ξεκινά τη ζωή του μαθαίνοντας όλους τους τρόπους, προκειμένου να ξεχωρίσει και να διακριθεί, ξαφνικά καλείται να διαλύσει το εγώ ή έστω να το εντάξει σε ένα «είναι», που έχει ωστόσο εντός του ψήγματα αιωνιότητας.
Μας προλαβαίνει ο καιρός, όταν κινούμαστε έξω από εμάς, πυγμαχώντας με σκιές που επινοούμε, για να έχουμε την ψευδαίσθηση πως κάποιοι αντιμάχονται την αδιαπραγμάτευτη αξία μας! Αστεία πράγματα! Ακούσαμε ποτέ το φως να φωνάζει «φέγγω, φέγγω!!!»;

Έχετε γράψει επτά ποιητικές συλλογές. Υπάρχει κάποιο κοινό θέμα που τις συνδέει; Πώς θα περιγράφατε την καθεμία ξεχωριστά;

Η απώλεια, ο έρωτας και φυσικά όλα όσα πλήττουν την αξιοπρέπειά μας είναι φαντάζομαι ο κοινός παρονομαστής της θεματολογίας όλων των ποιητών. Εντούτοις, καθένας με τη δική του φωνή μιλά γι’ αυτά τα θέματα, τη δική του διαμαρτυρία αρθρώνει και με το δικό του ύφος αναζητά την ταυτότητά του μέσα από τη γραφή. Εκείνη η συλλογή που θα έλεγα ότι επικεντρώνεται αποκλειστικά στον θάνατο είναι «Ο όροφος μείον ένα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη που έχει κοινό θεματικό κέντρο τον θάνατο και την πορεία ως αυτόν, με αφορμή την περιπέτεια υγείας του πατέρα μου με τον καρκίνο.
Η τελευταία συλλογή μου «Το επιδόρπιο» εκδόσεις Κέδρος πραγματεύεται τα θέματα με πιο θεατρικό τρόπο.

Τι είναι για εσάς η ποίηση;

Η ποίηση είναι μία αντίσταση, μια διαμαρτυρία για όλα όσα η ανθρωπότητα, αν και δικαιούται, εντούτοις τα στερείται δραματικά!
Είναι μια απόπειρα επανασύνδεσης του ανθρώπου με την αρχή του, που είναι η Αθωότητα και η Αγάπη. Μέσα από την ποίηση αναζητούμε εκείνες τις χρυσές κλωστές που μας είχαν δεμένους με το παιδί που ήμασταν και με την αγάπη απ’ την οποία αποκοπήκαμε. Αυτές ψάχνουμε να μας οδηγήσουν στα στέρεα μονοπάτια που απαρνηθήκαμε, γιατί δυστυχώς πειστήκαμε πως κάπως έτσι θα ωριμάζαμε.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ποιητές; Έχουν επιδράσει στον τρόπο γραφής σας;

Πολλοί ποιητές είναι αγαπημένοι και αμετακίνητα παρόντες -αθέατοι και διακριτικοί- την ώρα της γραφής του ποιήματος.
Ο Θέμελης, η Καρέλλη, ο Βαρβιτσιώτης, ο Σαχτούρης, ο Καρούζος, ο ύστερος Λειβαδίτης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Λεοντάρης, ο Βαρβέρης αλλά και πολλοί ζώντες ποιητές, έλληνες και ξένοι, που είναι σχολείο και μάθημα υψηλής αισθητικής, ο καθένας με τον τρόπο του να αντιλαμβάνεται και να μεταδίδει το ανεκπλήρωτο.

Υπάρχει συνταγή επιτυχίας στη συγγραφή ενός ποιήματος;

Το αισθητικό κριτήριο είναι κάτι που με τον καιρό αποκτιέται ύστερα από πολλά διαβάσματα, από πολλά γραψίματα και οπωσδήποτε ύστερα από ακόμα πιο πολλά σβησίματα. Η ίδια η προσωπικότητα του ατόμου, η διάλυσή του μέσα στον λόγο και η αναζήτηση της βαθιάς σιωπής που λαμπυρίζει είναι στοιχεία που με τον καιρό αποκτιούνται. Οπωσδήποτε, η συγκίνηση είναι το ζητούμενο ως κατάσταση λεπταίσθητης και αδιόρατης επιδρομής ενός λυγμού που υποφώσκει. Η συγκίνηση όμως παράλληλα με έναν λόγο που να έχει λόγο ύπαρξης, έναν λόγο που να μιλά σιωπώντας και να σιωπά λέγοντας.
Ο T.S. Eliot το είπε καθαρά: «Η ποίηση δεν είναι µια απελευθέρωση συναισθήµατος, αλλά µια απόδραση από το συναίσθηµα. Δεν είναι η έκφραση της προσωπικότητας, αλλά µια απόδραση από την προσωπικότητα. Και συνεχίζει: Αλλά βέβαια, µόνον όσοι έχουν προσωπικότητα και συναίσθηµα γνωρίζουν τι σηµαίνει να θέλεις να δραπετεύσεις από αυτά».

Παίζει κοινωνικό ρόλο η ποίηση, κι αν «Ναι», πώς μπορεί να συνδράμει στη συνολική κρίση της ελληνικής κοινωνίας;

Η ίδια η πράξη της γραφής είναι μια πολιτική πράξη και κατ’ αυτόν τον τρόπο η ποίηση αντιστέκεται με όπλο της τη γλώσσα, τον αλεξίσφαιρο αυτό οργανισμό που προφητεύει και ανακαλεί, δηλώνει και επιτίθεται, μετατοπίζοντας την όραση με όχημά της τη μεταφορά. Μια μετατόπιση που θα αποδειχτεί πιο επίκαιρη από ποτέ, ιδιαίτερα τώρα που συντελούνται στον κόσμο αλλεπάλληλες οικονομικοκοινωνικές μετατοπίσεις. Η ποίηση διδάσκει την αντίσταση στη φθορά και γενικά την αντίσταση σε κάθε τι αμετάκλητο. Είναι λοιπόν σημαντική η συνδρομή της τώρα που πάει να γίνει αμετάκλητη η επιδρομή της σύμβασης και η παντελής απουσία αισθητικής από τη ζωή μας. Αυτή η τελευταία άλλωστε ευθύνεται και για την κρίση στην ηθική που ουσιαστικά βιώνουμε τώρα.

Ποιο είναι το δικό σας στοίχημα μέσα από τον ποιητικό λόγο;

Δε βάζω κανένα στοίχημα. Συνεπής στην αλήθεια μου κάθε φορά προσπαθώ να είμαι και να αφουγκράζομαι τη βουή μέσα μου. Κάθε παρέκκλιση από το ανεπιτήδευτο αργά ή γρήγορα μας εκθέτει ανεπανόρθωτα. Στόχος θα έλεγα είναι να διασωθεί η ποίηση μες στα ποιήματα.

                                                                          Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου


Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο, κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ. Ασχολείται με την ποίηση και το λογοτεχνικό δοκίμιο.

ΠΟΙΗΣΗ:
Λυπημένες μαργαρίτες (εκδ. Εγνατία, 1986)
Το τρίπτυχο του φέγγους (1993)
Εν τη ρύμη του νόστου (εκδ. Αρμός, 1999)
Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (εκδ. Καστανιώτη, 2004)
Όροφος μείον ένα (εκδ. Καστανιώτη, 2008, β΄ έκδ. 2009) 
Το Επιδόρπιο (εκδ. Κέδρος, 2012, γ΄ έκδ. 2013) Υποψήφιο για Κρατικό Βραβείο.

ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ:
·  Ορέστης Αλεξάκης Εν αναμονή, Τόμος Ακροατής Οριζόντων Προσεγγίσεις στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη, Γαβριηλίδης 2004.
·  Συρραπτική του Προσώπου – Επίσκεψη στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη (εκδ. Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, 2012).
·   Υπό έκδοση για την Άνοιξη του 2015 σειρά δοκιμίων για το έργο ποιητών και ποιητριών γεννημένων από το 1900 έως το 1955, εκδ. Κέδρος.

Ποιήματά της έχουν ανθολογηθεί στο Ελληνομουσείον, ένθετο του Κυπριακού περιοδικού Ακτή, τεύχος 84, Φθινόπωρο 2010.

Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, αλβανικά, βουλγαρικά.

Περιέχονται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες.
·   Ανθολογία Ελλήνων και Γερμανών Λυρικών του 20ου αιώνα: «Und ewig ruft Kassandra...» σε μετάφραση Ευάγγελου Κωνσταντίνου, εκδόσεις Konigshausen & Neumann.
·     Ανθολογία Σύγχρονης Ελληνικής Ποίησης, Τόμος 2 «Fern vor der dicht besiedelten spräche, Griechische Lyrik der Gegenwart, Bd. 2, σε μετάφραση Dadi SideriSpeck, εκδόσεις Romiosini.
·     Πελαργοί των Βαλκανίων, ανθολογία Ελληνοαλβανικής ποίησης.
·     Το θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη, με ανθολόγηση Κατερίνας Καριζώνη.
·       Anthologie Sète 2013, Voix Vives de méditerranée en méditerranée.
·   Τα ποιήματα του 2007, επιμέλεια Γιάννης Ευσταθιάδης – Κώστας Παπαγεωργίου. Τα ποιήματα 2008, επιμέλεια Γιώργος Μαρκόπουλος – Κώστας Παπαγεωργίου. Τα ποιήματα του 2012, επιμέλεια Κώστας Καναβούρης – Γιώργος Μπλάνας. Υπεύθυνος σειράς Ντίνος Σιώτης. Κοινωνία των (δε)κάτων Αθήνα.

Συμμετείχε στο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας αρκετές φορές καθώς και στο Φεστιβάλ Ποίησης της Sète, VOIX VIVES, de méditerranée en  méditerranée τον Ιούλιο του 2013.

Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων
και Γενική Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.