Βιογραφικό Σημείωμα
Γ. Θ. ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ (1903 - 1996)
Ο Γιώργος Βαφόπουλος γεννήθηκε το 1903 στη Γευγελή της τότε Γιουγκοσλαβίας, δεύτερος γιος του Θωμά Βαφόπουλου και της Ρούλας το γένος Δεμερτζή. Είχε πέντε αδέρφια. Μαθήτευσε στην Αστική Σχολή Γευγελής. Μετά το τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου η οικογένεια Βαφόπουλου εκπατρίστηκε και ο ποιητής έζησε στην Έδεσσα, το Φανό, τη Γουμένισσα και τελικά στη Θεσσαλονίκη, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο (1917-1924). Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1921 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στα περιοδικά Σφαίρα (Γυναίκα) και Νουμάς (Ελεγείο στους αδικοσκοτωμένους). Το 1923 επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα, γράφτηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως αντιγραφέας στη Μεγάλη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Γ.Χατζιδάκη. Επέστρεψε τη Θεσσαλονίκη λόγω προβλημάτων υγείας και το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού Μακεδονικά Γράμματα, από κοινού με τον Κ.Κόκκινο. Τότε γνωρίστηκε με την μετέπειτα (1931) σύζυγό του και επίσης ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου (που πέθανε το 1935). Το 1925 κλήθηκε να υπηρετήσει στο Α΄ Σύνταγμα Αθηνών, απαλλάχτηκε όμως από τη θητεία του ένα χρόνο αργότερα, καθώς έπασχε από φυματίωση, και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Το 1927 με εισήγηση του Κωστή Παλαμά δημοσιεύτηκαν στη Νέα Εστία εφτά ποιήματά του. Το 1931 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος. Το 1932 διορίστηκε στο Δήμο Θεσσαλονίκης. Το 1938 ίδρυσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης (την οποία διηύθυνε ως το 1963). Τον ίδιο χρόνο γνωρίστηκε με την Αναστασία Γερακοπούλου, αργότερα (1946) δεύτερη σύζυγό του. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αποσπάστηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αθήνας, όπου γνωρίστηκε με τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο, τον Γιώργο Θέμελη (με τους οποίους συνδέθηκε στενά), τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, το Στέλιο Ξεφλούδα, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Τέλλο Άγρα, και άλλους λογοτέχνες. Το Μάρτιο του 1951 ταξίδεψε στην Αγγλία με πρόσκληση του Βρετανικού Συμβουλίου, για να μελετήσει το σύστημα λειτουργίας των εκεί βιβλιοθηκών. Τον ίδιο χρόνο ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Ελβετία. Ακολούθησαν πολλά ταξίδια του, στις Η.Π.Α. (1957), την Αυστρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία (1967), στην Ελλάδα (1967, 1968), το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γερμανία (1968), την Ιταλία (1969), την Ισπανία (1970), τη Σκανδιναβία (1973), την Κύπρο (1974) και αλλού. Το 1954 πέθανε ο πατέρας του, που είχε τυφλωθεί το 1939 σε ατύχημα. Το καλοκαίρι του 1955 επέστρεψε για λίγο στη Γιουγκοσλαβία, όπου επισκέφτηκε τον τάφο του παππού του. Το καλοκαίρι του 1962 πέθανε η μητέρα του. Το 1974 έπαθε βαριά καρδιακή προσβολή. Το 1983 με δωρεά του ποιητή και της Αναστασίας ιδρύθηκε το Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε μέλος της επιτροπής απονομής λογοτεχνικών βραβείων του Δήμου Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του διαγωνισμού Μαρίας Ράλλη, Γενικός Γραμματέας του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης (1944), μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κ.Θ.Β.Ε. (1964-1967), αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της επιτροπής του κινηματογραφικού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (1966), της επιτροπής απονομής συντάξεως στους λογοτέχνες (1973), επίτιμος διδάκτωρ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1988). Τιμήθηκε με τον Α΄ Έπαινο του διαγωνισμού διηγήματος της Νέας Εστίας (1927), με το Βραβείο της πόλεως Θεσσαλονίκης (1963), με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1967), με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1972). Πέθανε το 1996 στη Θεσσαλονίκη.
1. Για αναλυτικότερα βιογραφικά στοιχεία του Γ.Θ.Βαφόπουλου, βλ. Λυγίζος Μήτσος, «Βαφόπουλος Γεώργιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Παπαγεωργίου Κώστας, «Βαφόπουλος Γιώργος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984 και Παπαθανασόπουλος Θανάσης, «Βίος και έργα του Γ.Θ.Βαφόπουλου», Νεά Εατία143, 1η-15/4/1998, ετ.ΟΒ΄, αρ.1698-1699, σ.446-456.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ! ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ!
(Μονόλογος σε στιγμές πολύ θλιβερές)
(Μονόλογος σε στιγμές πολύ θλιβερές)
Όταν, καμιά φορά, την τελευταίαν αυγή αντικρύσεις,
Κι έξω απ’ τη θύρα σου, μ’ απογοήτευση και φρίκη,
Τον κρότο των συντριβόμενων σου πλανών ακούσεις,
Κι ούτε καιρός γι’ άσκοπες μεταμέλειες θα σου μένει
Στ’ άτονα βλέφαρα σου, που θα τα βαραίνει η οδύνη,
Προσπάθησε μ’ αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
Το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
Που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος.
Κι έξω απ’ τη θύρα σου, μ’ απογοήτευση και φρίκη,
Τον κρότο των συντριβόμενων σου πλανών ακούσεις,
Κι ούτε καιρός γι’ άσκοπες μεταμέλειες θα σου μένει
Στ’ άτονα βλέφαρα σου, που θα τα βαραίνει η οδύνη,
Προσπάθησε μ’ αγάπη, με στοργή να περικλείσεις
Το εξαίσιον όραμα, το μέγα όραμα αυτής της πόλης,
Που αγάπησες τόσο πολύ, που ελάτρεψες με πάθος.
Ο μέγας πόθος σου, που θα την στερηθεί για πάντα,
Στην έξαψη των τελευταίων ονείρων σου ας την πλάσει
Καθώς και τότε, όταν ευγενικές πλάνες γεμάτος,
Νωχελικά έσερνες το βήμα στους στενούς της δρόμους.
Στην έξαψη των τελευταίων ονείρων σου ας την πλάσει
Καθώς και τότε, όταν ευγενικές πλάνες γεμάτος,
Νωχελικά έσερνες το βήμα στους στενούς της δρόμους.
Τ’ απλόχωρο λιμάνι της με τα πυκνά καράβια,
Που αψήφιστα της Μεσογείου τα ρεύματα διασχίζουν,
Κι η προκυμαία, που απ’ των ναυτών το θόρυβο βουϊζει,
Στη σκέψη σου ας μετεωρισθούν, σα φευγαλέα εικόνα.
Που αψήφιστα της Μεσογείου τα ρεύματα διασχίζουν,
Κι η προκυμαία, που απ’ των ναυτών το θόρυβο βουϊζει,
Στη σκέψη σου ας μετεωρισθούν, σα φευγαλέα εικόνα.
Όμως προσπάθησε πολύ, στου ονείρου σου τη δίνη,
Να συγκρατήσεις δυο ματιών εξαίσιων την εικόνα,
Που μ’ αγωνίαν, απ’ του κλειστού παράθυρου τις γρίλλιες,
Στο υγρό λιθόστρωτο συντρόφευαν τα βήματα σου.
Να συγκρατήσεις δυο ματιών εξαίσιων την εικόνα,
Που μ’ αγωνίαν, απ’ του κλειστού παράθυρου τις γρίλλιες,
Στο υγρό λιθόστρωτο συντρόφευαν τα βήματα σου.
Τ’ όραμα αυτό προσπάθησε ζωηρά να συγκρατήσεις,
Γιατί από χίλιες άσκοπες ζωές πιότερο αξίζει
Ο θάνατος κάτω από δυο γλυκών ματιών τον ίσκιο.
Γιατί από χίλιες άσκοπες ζωές πιότερο αξίζει
Ο θάνατος κάτω από δυο γλυκών ματιών τον ίσκιο.
Το δάπεδο
Άσπρα και μαύρα πλακάκια,
σ΄εναλλασσόμενη τάξη,
την επαφή των βημάτων μου δέχονται.
Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο
παίζω σαν ένα παιδί,
προσπαθώντας μονάχα
στις λευκές να πατώ επιφάνειες.
Δύσκολη άσκηση, ακροβασία περίτεχνη.
Κάποτε χάνω του σώματος
την ισορροπία.
Κάποτε χάνω του πνεύματος τον υπολογισμό.
Και μπερδεύεται τότε
των βημάτων μου η τάξη.
Και πλανημένο το πέλμα μου,
παραπατάει στα μαύρα πλακάκια.
Πρέπει πάλι ν' αρχίσω
απ' την αρχή το παιχνίδι.
Πρέπει ν' ασκήσω το πνεύμα μου
στην τέλεια ακροβασία.
Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι,
το αποσταμένο μου πνεύμα
περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα.
Και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος
περιστρέφεται μ' ένταση.
Και των χρωμάτων συγχέεται
η εναλλασσόμενη τάξη.
Των αισθήσεων σύγχυση.
Κι όπως ένα παιδί,
που του χαλούν το παιχνίδι,
κι όπως ένα παιδί,
που η υπομονή του εξαντλείται,
τρέχω με πείσμα,
τσαλαπατώντας
του δαπέδου την τάξη.
Με το πέλμα σκουπίζω
τις γραμμές που χωρίζουν
τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια.
Και ξαπλώνομαι χάμου,
με βουρκωμένο το πνεύμα μου,
και ραντίζω με δάκρυα
τη συντριμμένη μου πίστη.
Πόσο με κούρασε η επίμονη άσκηση.
Όμως τώρα πια βλέπω
φανερά τι σημαίνει
του δαπέδου το γύρισμα.
Τώρα βλέπω το νόημα
της συνουσίας των χρωμάτων.
Από τη συλλογή Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)
Αν ήσουν η νύχτα
Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες μυστικές, να ιδείς
κάτι σκιές θα μπορούσες, που σαλεύουν μες στα πάρκα.
Δεν είναι άνθρωποι, που στον παρόν τους κινούνται ή στο μέλλον τους.
Είναι τ’ αγάλματα, που από το παρελθόν τους αναδύονται
και στο μέλλον τους μέσα περπατούν συλλογισμένα.
Θυμούνται, αναρριγούνε και τον εαυτό τους ερωτεύονται.
Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που έμειναν έξω απ’ το χρόνο,
στα μεγάλα παράθυρα των πινακοθηκών θα μπορούσες
να διακρίνεις κάτι σκιές, που ασάλευτες βαριά ανασαίνουν.
Δεν είναι άνθρωποι, που μες στο χρόνο ταξιδεύουν.
Είναι τα παλιά πορτραίτα, που σταμάτησαν στο παρελθόν.
Κλείνουν τα μάτια και τον πρώτον εαυτό τους ονειρεύονται.
Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που δεν έχουνε περάσει,
θα μπορούσες απ’ τα παράθυρα των ωδείων ν’ ακούσεις
κάτι βαθείς ήχους από ξεμακρυσμένες συμφωνίες.
Δεν είναι όργανα, που ανθρώπων χέρια τα κινούνε.
Είναι οι ξεχασμένες παρτιτούρες πάνω στ’ αναλόγια,
που εντός τους γρηγορεί το πνεύμα της μεγάλης μουσικής.
Καθώς αναπολούν, κραδαίνονται οι χορδές των πενταγράμμων τους.
Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που δεν ξαναγυρίζουν,
μέσ’ απ’ των βιβλιοθηκών τα παράθυρα θα μπορούσες
ν’ ακούσεις κάτι βαθειές μελωδικές απαγγελίες.
Δεν είναι ανθρώπων φωνές, που αναδιπλώνονται στο χρόνο.
Είναι τα σκονισμένα των μεγάλων ποιητών βιβλία,
που απ’ την αρχή κατοικεί μέσα τους ο ακέριος Λόγος.
Αν ήσουν η νύχτα, σε ώρες, που όλες ίδιες είναι,
θα μπορούσες να ιδείς κι’ αγάλματα που δεν κινούνται∙
πορτραίτα που δεν ανασαίνουν∙ παρτιτούρες
βουβές και βιβλία απ’ την αρχή τους κοιμισμένα.
Είναι γιατί το μάρμαρο κ’ οι μπογιές δεν έχουν κίνηση.
Γιατί το χαρτί κ’ η μελάνη δεν μπορούν να τραγουδήσουν.
Από τη συλλογή Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο, 1959
Η προσφορά, όμως, του Γ.θ. Βαφόπουλου δεν περιορίζεται στα ελληνικά Γράμματα. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια ίο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο το οποίο προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στο πολιτιστικό «γίγνεσθαι™ του τόπου. Ο Γ.Θ. Βαφόπουλος, ο μέγας ευεργέτης της Θεσσαλονίκης, προχωρεί και παραπέρα. Προσφέρει ένα μεγάλο χρηματικό ποσόν για να κτισθεί η Δημοτική Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος υποστηρίζει με θέρμη ότι «αν δεν γίνει κοινή συνείδηση, ότι η Βιβλιοθήκη αποτελεί την υποδομή, όπου θα στηριχθούν όλα το. άλλα παιδευτικά και πολιτιστικά εποικοδομήματα, πρέπει ν" απελπισθούμε για το μέλλον αυτού του τόπον».
Εργογραφία
Ι.Ποίηση
• Τα ρόδα της Μυρτάλης. Θεσσαλονίκη, τυπ. Ελληνικής Ιατρικής, 1931.
• Προσφορά εις μνήμην Ανθούλας Βαφοπούλου. 1938.
• Η προσφορά και τα αναστάσιμα. 1948.
• Το δάπεδο. 1951.
• Η μεγάλη νύχτα και το παράθυρο. 1959.
• Επιθανάτια και σάτιρες. Αθήνα, Εστία, 1966.
• Τα ποιητικά.Αθήνα, Εστία, 1970.
• Τα νέα σατιρικά γυμνάσματα. 1975.
• Τα Επιγενόμενα. 1977.
• Τα ποιήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
• Το τέλος. Αθήνα, Ιανός, 1985.
ΙΙ.Πεζά
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Α’ · Το πάθος. Αθήνα, Εστία, 1970.
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Β’ · Η Ανάσταση. 1971.
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Γ’ · Ταξίδια και παρενθέσεις Α’. 1973.
• Σελίδες αυτοβιογραφίας Δ’ · Ταξίδια και παρενθέσεις Β’. 1975.
• Το βιολί της Αννίκας· Διηγήματα. 1989.
• Σελίδες αυτοβιογραφίαςΕ’· Ύστερα από δεκαεπτά χρόνια. Θεσσαλονίκη Παρατηρητής, 1991.
• Το παραμύθι της Θεσσαλονίκης· Πρόλογος Ι.Κ.Χασιώτη. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1992.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Εσθήρ· Έμμετρη βιβλική τραγωδία. 1934.
• Εσθήρ και Το ξύπνημα. 1990.
• Για ναύρει τη γυναίκα του. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1988.
ΙΙΙ.Μελέτες
• Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. 1980.
• Οι Λαϊκές βιβλιοθήκες θεσμός κοινωνικής υποδομής. Θεσσαλονίκη, 1982.
• Ποίηση και ποιητές. Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1983.
• Θεατρικές σελίδες 1924-1974. Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1988.
• Ο θρύλος του Μπάυρον· Πρόλογος Μάριος Βύρων Ραϊζης. Ροές, 1988.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Τα ποιήματα. Αθήνα, Κέδρος, 1978.
• Το βιολί της Αννίκας · Φιλολογικά - κριτικά προλεγόμενα Θανάση Παπαθανασόπουλου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1989.
• Άπαντα τα Ποιητικά· Πρόλογος Γ.Κεχαγιόγλου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1990.