Ερευνώντας ένα τέτοιο κρίσιμο θέμα όπως η σχέση της Ποίησης με την Αλήθεια, θα πρέπει να αναρωτηθούμε εξ αρχής το κατά πόσο η δεύτερη συνιστά όρο sine qua non για την εμφάνιση και αυθυποστασία της πρώτης· κατά πόσο συνεπώς η Αλήθεια είναι ουσία της Ποίησης και όχι ένα τυχαίο, εξωτερικό ή περιστασιακό γνώρισμα που θα μπορούσε κάλλιστα να εκλείπει από αυτήν.
Δεν είναι ή δεν υπήρξε από πάντα αυτονόητη μια τέτοια συσχέτιση. Πριν από τον Πλάτωνα που στην "Πολιτεία" του οι ποιητές ούτε λίγο ούτε πολύ εξορίζονται από τους κόλπους της, ήδη ο Ηράκλειτος θα αποστραφεί με αξιοσημείωτη λεκτική βιαιότητα τον Όμηρο και τον Αρχίλοχο ("Τὸν τε Ὅμηρον ἔφασκεν ἄξιον ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι καὶ Ἀρχίλοχον ὁμοίως."), θέτοντας ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της σκέψης το δίλημμα μιας διάστασης ανάμεσα στην Φιλοσοφία (αν μπορούμε να αποκαλέσουμε έτσι τον ασυστηματοποίητο προσωκρατικό στοχασμό όπως αυτόν του Ηρακλείτου) και την Ποίηση.
Ο λόγος που έκανε τόσο τον Ηράκλειτο όσο και τον Πλάτωνα να αμφισβητήσουν την αξία της Ποίησης ως ισχύον τεκμήριο του Λόγου, και συνεπώς ως μια χρηστική ή δρώσα πραγματικότητα, είναι, θα μπορούσαμε να πούμε με όρους των Νέων Καιρών, το φαινομενικά ή όχι ασύμπτωτο ανάμεσα στην μορφική παράστασή της και το Είναι. Στο βαθμό που ο ποιητής δεν αποτυπώνει το Είναι (ή το άμεσο Είναι) στους στίχους του (σε αυτό αρκείται η πιο συμβατική ή φτωχή ποίηση), αλλά το Δέον (όπου Δέον εδώ δεν είναι το "κατ'ευχήν" του μέσου ή κοινού νου, αλλά -αναλογιζόμενοι τον Schiller και τον Hölderlin- το κατά δυνατότητα μιας οραματικής ανάπλασης του κόσμου), τότε αυτό το Δέον ελέγχεται όσον αφορά το εκτόπισμα σε δρώσα πραγματικότητα που αφήνει πίσω του κατά την εκτύλιξή του. Περαιτέρω δε, αυτό το Δέον δεν είναι κατ' ανάγκην καθολικό· συνήθως οι ποιητές αποφεύγουν την καθολικότητα και εστιάζονται στο συγκεκριμένο, το περιστασιακό, το μεμονωμένο της εμπειρίας.
Σε έναν φιλοσοφικό νου που εξετάζει ή αποπειράται να εντοπίσει την Ουσία των όντων, η Ποίηση διόλου απίθανο ως πνευματική δραστηριότητα να φαντάζει αν-ούσια, εφ' όσον δεν (φαίνεται συνήθως να) την απασχολεί κατ' ανάγκην το Όντως Ον, αλλά το ον, μόνο του, το εκάστοτε συγκεκριμένο ον της αισθητηριακής παράστασης, μακριά από την αφηρημένη καθολικότητά του.
Για έναν φιλόσοφο συνεπώς, αυτό διόλου απίθανο να είναι μια περιττή διαπλάτυνση της αισθητηριακής εποπτείας ή της καντιανής αισθητότητας (για να το πούμε έτσι), χωρίς όμως μια ανάλογη εμβάθυνση στην ουσία των όντων.
Δεν είναι τυχαίο πως οι πιο σημαντικοί ίσως φιλόσοφοι υπήρξαν πάρα πολύ εκλεκτικοί όσον αφορά την ποίηση, μην κρίνοντας σκόπιμο να απασχολήσουν το μυαλό τους με την μάλλον αχανή ποσοτική μάζα των ποιητών ανά τους καιρούς, παρά με έναν ή δύο ή ελάχιστους . Και, σίγουρα δεν μπορεί να τους αρνηθεί κάποιος εδώ ένα υπολογίσιμο δίκιο.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, ας το ερευνήσουμε το θέμα περισσότερο, γιατί αυτή η προαναφερθείσα αιτίαση αρκετών φιλοσόφων δεν είναι αδικαιολόγητη, αν λάβουμε υπ' όψη μάλιστα πως η παρ'ελπίδα πολύ μεγάλη πλειοψηφία των ποιητών και των όχι λίγες φορές, ατέχνων και ανούσια συναισθηματολογικών γραπτών τους κάνει το παν για να τους επιβεβαιώσει.
Στον Kant λοιπόν οφείλουμε εν πρώτοις τον μεγαλοφυή διαχωρισμό της αντιληπτικής-νοητικής διαδικασίας σε Sinnlichkeit (αισθητηριακή εποπτεία, αισθητότητα), Verstand (διάνοια , κατανόηση) και Vernunft (ο Λόγος· όρος εδώ που μπορεί να δημιουργήσει παρερμηνείες μιας και δεν έχει να κάνει καθόλου με το parole αλλά με την λογική ικανότητα).
Ο Hegel, αργότερα θα θεωρήσει υπερβολικά "παγιωμένη" μια τέτοια οπτική και θα αποπειραθεί εξ ίσου μεγαλοφυώς στην Επιστήμη της Λογικής του ("Wissenschaft der Logik") να την ξεπεράσει -και όχι να την απορρίψει βεβαίως- προς όφελος μιας νοήσεως που δεν θεωρεί καθ' όλου αυτονόητες τις αλήθειες των εννοιών και αποποπειράται να ανασυνθέσει τον εαυτό της μέσα στον εαυτό της μέσω της Διαλεκτικής. Όμως είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο, πως η ανάδυση της έννοιας και της ανάπτυξης της έννοιας μέσα στο στοχαστικό υποκείμενο κατά Hegel χρωστά τα μέγιστα στην ανακάλυψη του Kant, η οποία επιπροσθέτως μας παρέχει και το καλύτερο ίσως από γνωστική άποψη "μοντέλο" φιλοσοφικής επεξεργασίας της διαδικασίας της ποιητικής δημιουργίας.
Αυτό που πρώτα πρώτα μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα σε αυτή την τελευταία είναι πως όρος απαραίτητος (αλλά και κρίσιμο όριό της, όπως θα δούμε παρακάτω) για να υπάρχει η ίδια (η ποιητική διαδικασία) είναι η Sinnlichkeit (αισθητηριακή εποπτεία, αισθητότητα).
Δίχως την αισθητηριακή παράσταση (και χωρίς να έχει σημασία αν συμπίπτει με το εκάστοτε συγκεκριμένο ποιητικό περιέχομενο ή αν τελείται εν ταυτώ χρόνω), πράγματι, δεν υφίσταται Ποίηση, εν αντιθέσει με την Φιλοσοφία που πολλές φορές έχει το προνόμιο να υπερβαίνει την αμεσότητα της εμπειρίας μέσα από την ιλιγγιώδη ενέργεια της σκέψης που σκέπτεται τον ίδιο τον εαυτό της (η νόησις νοήσεως όπως ορίζεται από τον Αριστοτέλη στα "Μετά τα Φυσικά" του).
Η Sinnlichkeit και η οποιαδήποτε περιγραφή της σε στίχους ωστόσο, αντίθετα απ' ό,τι πιστεύει η συντριπτική πλειοψηφία των ποιητών, δεν συνιστά ipso facto μια αξιομνήμονευτη ή αξιοπαρατήρητη "πνευματική" λειτουργία. Ο λόγος γι' αυτό είναι απλός: δεν κατοχυρώνεται εδώ κανένα "αναντικατάστατο" του Πνεύματος ενώ η λήψη και καταγραφή των αισθητηριακών εντυπώσεων και παραστάσεων είναι μια αυτοανακυκλούμενη πορεία από το χάος του εξωτερικού κόσμου πίσω πάλι σε αυτό. Δεν υπάρχει συνεπώς νέα γέννηση, και ο όρος "δημιουργία" εδώ αντιφάσκει με τον εαυτό του. Τίποτε δεν μένει στο τέλος από κάτι που εκλείπει στην ουσία, ή κάλλιστα θα μπορούσε να αντικατασταθεί από κάτι άλλο,
Στο βαθμό λοιπόν που η ποίηση αρκείται στην Sinnlichkeit, τότε αναμφίβολα ωθείται σε έναν εννοιολογικό ιμπρεσσιονισμό που ως διαδικασία πνευματική, πολύ απλά δεν έχει νόημα, ή τουλάχιστον, ιδιαίτερο νόημα.
Η οποιαδήποτε αιτίαση και επίκληση μιας αισθητικής εδώ μένει μετέωρη εξ ίσου, όχι μόνο γιατί η ποίηση ή οι ποιητές που αρκούνται στην Sinnlichkeit σπάνια έχουν μια σοβαρή ή ασκημένη αντίληψη της Αισθητικής, αλλά και γιατί επίσης η Αισθητική θα πρέπει ακόμα να μετέχει μιας πλήρους και αυτοτελούς νοήσεως στην ποιητική διαδικασία, αν θέλει να ορίζεται με τρόπο ολοκληρωμένο και όχι ερασιτεχνικό ή πρόχειρο.
Το δεύτερο στάδιο συνεπώς της καντιανής θεώρησης (Verstand) αναμφίβολα, παρέχει στην ποίηση το εχέγγυο μιας πιο αποτελεσματικής αυτοανάπτυξης του περιεχομένου της, γιατί ο ποιητής που νοιώθει την ανάγκη του κατανοείν μέσα από τους στίχους του (με τρόπο, εννοείται όλως διάφορο της φιλοσοφίας· η φιλοσοφία μετέρχεται αφηρημένες έννοιες, η ποίηση μεταφορές και σχήματα λόγου χωρίς βεβαίως να αποκλείει και τις προηγούμενες, ΟΤΑΝ αυτές μέσα στο ποιητικό σώμα προσακτούν ικανή Αισθητική συνεπιμερισμού της στιχικής ουσίας), αυτόματα διαφοροποιείται από την αχανή πλειοψηφία των ποιητών που αισθάνονται πως είναι αρκετό να υπάρχουν και να γράφουν ως αυτοματοποιημένοι γλυκόλαλοι ή μη υμνητές της αισθητηριακότητας ή ενός ακατέργαστου γλωσσικού και μόνον υποσυνειδήτου.
Η Κατανόηση συνεπώς, η καντιανή Verstand έρχεται σε μεγάλο βαθμό να επικυρώσει την Ποίηση ως μια διαδικασία που εξ αρχής γιγνόμενη παρά την Αλήθεια μετέχει τελικώς στην Αλήθεια με ένα τρόπο όχι καθαρά νοητικό όπως η φιλοσοφική σκέψη αλλά επι-νοητικό. Η όλη επί της νοήσεως επαγρύπνηση του ποιητή είναι η ίδια μια νοητική καταστάλαξη του ποιητικού οραματισμού του.
Με λίγα λόγια, δεν αρκεί μόνον η οραματική ικανότητα αλλά και η εννοιολογική συνόψιση αυτής σε ένα νέο ποιητικό ον που πρέπει να κυμαίνεται στους στίχους ως ο τρίτος εγελιανός όρος της υπέρβασης (Αufhebung), αν θέλουμε βέβαια να ομιλούμε περί Ποίησης που μετέχει της Αλήθειας, καθιστώντας έτσι τις αποστροφές του Ηρακλείτου και του Πλάτωνα, μη κατ' ανάγκην επαληθεύσιμες στους Νέους Καιρούς (από την πρώιμη Αναγέννηση και μετά), τουλάχιστον, οπότε οι πιο σημαντικοί ποιητές έλυσαν εν τη πράξει (και εν πλήρη θεωρήσει ) το δίλημμα της διάστασης ανάμεσα Φιλοσοφία και Ποίηση, αρνούμενοι να αυτοπεριχαρακωθούν μονόπλευρα στην Ποίηση, αλλά θέτοντας αυτές τις δυο σε μόνιμο και κάποτε ανέλπιστα γόνιμο διάλογο.
Φτάνουμε τώρα στον τρίτο όρο, Vernunft (ο Λόγος ως λογική ικανότητα και όχι ως parole). Αυτό το σημείο είναι ίσως αχανές και θα πρέπει κάποιος να το μεταχειριστεί με μεγάλη προσοχή για να μην αφήνονται περιθώρια παρερμηνειών ιδιαίτερα σε ένα καλλιτεχνικό πεδίο, όπου κάθε άλλο μπορεί να φαντάζει αυτονόητο από μια χυδαία αντίληψη περί ποίησης και ποιητικής, αλλά όπως θα δούμε, συνιστά ίσως το όριο ανάμεσα γνήσια ποιητική δημιουργία και την άσκοπη συσσώρευσή της.
Με την έννοια Vernunft και πώς μπορεί να εκληφθεί καθαρά από ποιητική άποψη, θα ασχοληθούμε στο δεύτερο μέρος του παρόντος δοκιμίου.
(συνεχίζεται)