γράφει ο Μανώλης Αλιγιζάκης*
Το "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" είναι το πιο μεγαλόπνοο και βαθυστόχαστο έργο του Οδυσσέα Ελύτη.
Θεωρείται δύσκολο ποίημα για τον περίπλοκο τρόπο ανάπτυξής του, για το θέμα με
το οποίο ασχολείται και για τη βαθύτητα των νοημάτων του. Παρ’ όλα αυτά όμως το
έργο αυτό αποδυκνύει τη μαεστρία του ποιητή που το συνέλαβε και το παρουσίασε στον
αναγνώστη τη διάρκεια μιας εποχής που η ελληνική ποίηση πάλευε ανάμεσα στις
καθιερωμένες φόρμες και στα νέα στοιχεία που επηρέαζαν τον σύγχρονο ποιητή των
δεκαετιών του `30 και του `40. Ιδιαίτερα τα στοιχεία υπερρεαλισμού που είναι
εμφανή στο συγκεκριμένο έργο του Ελύτη, στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα να κάνουν "δύσκολη" τη σύλληψη του πνεύματος του "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ".
Το
ποίημα αναπτύσσεται σε τρία μέρη: τη ΓΕΝΕΣΗ, ΤΑ ΠΑΘΗ, και ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ. Η
ΓΕΝΕΣΗ και το ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ είναι περιορισμένα σε έκταση, ενώ ΤΑ ΠΑΘΗ είναι το εκτενέστερο τμήμα του ποιήματος. Η ΓΕΝΕΣΗ αποτελείται από επτά ύμνους που
κλείνουν με τη φράση, αυτός ο κόσμος ο
μικρός, ο μέγας, ενώ το ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ αποτελείται από ομάδες τετραστίχων που
παρουσιάζουν το ελληνικό τοπίο στο έμπειρο
μάτι του ποιητή. ΤΑ ΠΑΘΗ είναι το εκτενέστερο τμήμα του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ κι
αποτελείται από ένα συνδυασμό ύμνων,
ωδών και αναγνωσμάτων που ταξιδεύουν τον αναγνώστη από τα Ομηρικά χρόνια "Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου" στο Οικόπεδο με
τις Τσουκνίδες στην Κοκκινιά κατά τη
διάκρεια της γερμανικής Κατοχής.
Αλλά ας πάρουμε τα
πράγματα με τη σειρά.
Η
ΓΕΝΕΣΗ ξεκινά με το πιο βασικό στοιχείο του χώρου-τόπου, το φως,
"Στην αρχή το φως. Και η ώρα η πρώτη"
που
καθορίζει τη διαφάνεια του χώρου, ενός χώρου αρχετυπικού, εδεμικού, που όλα τα
στοιχεία του είναι στην παρθενική τους μορφή, και παρ’ όλο που ο χώρος
καθορίζεται κι αποκτά ιθαγένεια και γίνεται ο ελληνικός χώρος που μόλις
σχηματίστηκε, είναι στην πρώτη του μορφή προτού να εισχωρήσει στην εικόνα ο
ιστορικός χρόνος, ο ανθρώπινος χρόνος που συνεπάγεται το ιστορικό στοιχείο. Σ’
αυτό το χώρο δημιουργείται κι ο παρατηρητής-ποιητής
"Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος όλος που καλούσε"
κι ο χώρος
δημιουργείται
"και στη μέση της
έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και
ομοίωσή μου"
κι
αυτό τον κόσμο μέλλεται να αποδεχτεί ο ποιητής στην παρθενική, διάφανη μορφή
του. Όλα υπάρχουν σε μια ευδαιμονική κατάσταση μέχρι τη στιγμή που
η φωνή του γκιώνη
"κάποιου που είχε σκοτωθεί
το αίμα γυρίζοντας πάνω στον κόσμο"
το τοπίο
αμαυρώνεται απ’ το φονικό και παρουσιάζεται το αίμα, μάρτυρας της κηλίδωσης του
αρχετυτικού χώρου και χρόνου που στο εξής θα βιώσει το κακό. Η φωνή ‘κάποιου που είχε σκοτωθεί’ θα επιφέρει
μια ανεπανάληπτη αλλαγή στη συνείδηση του ποιητή, γιατί αυτός που
είχε αποκρυπτογραφίσει το άσπιλο
θα νιώσει μέσα του
το κηλίδωμα του άσπιλου και την εισχώρηση των άλλων στην εικόνα του κόσμου, των
άλλων, την εισχώρηση της ιστορίας στον κόσμο που πρέπει να βιώσει ο ποιητής αν
του είναι δυνατόν να φτάσει ξανά στο σημείο που η μορφή του είναι
"η μορφή σου αν θέλεις ανεξάληπτη να `ναι
και να μείνει αυτή..."
να ζήσει μια
κατάσταση μαρτυρίου και αδικίας που ο ποιητής αναγνωρίζει όπως αναγνωρίζει επίσης
και το χρέος του ως δημιουργού να "καθάρει" τον χώρο απ’ το κηλίδωμα και να τον
ξανακάνει αγνό κι εδεμικό. Απ’ το σημείο αυτό αρχίζουν ΤΑ ΠΑΘΗ με τον πρώτο ύμνο στον οποίο ο ποιητής καθορίζει την προσωπικότητά του, τα όπλα του. Ο ποιητής γίνεται
"ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
κι ο μύστης των φύλλων της ελιάς
ο ηλιοπότης"
έτσι διάφανος κι
ολόλαμπρος θα διανύσει το στάδιο του πόνου που τον αναμένει κι είναι έτοιμος να
σώσει το τοπίο απ’ το κακό καταλήγοντας στον πρώτο ύμνο με τη θέση που παίρνει
και με τι όπλα θα πολεμήσει
"Στα στενά φρουρούς του ζέφυρους θα στήσω
Μοίρα των αθώων είσαι η δική μου Μοίρα"
Η καταγωγή του
παρουσιάζεται, εν συνεχεία, στις αμμουδιές
του Ομήρου, θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδερφοι, θα εμφανιστούν μαζί κι η
έγνοια του μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με
τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Ακολουθεί το πρώτο
ανάγνωσμα που είναι καθηλωμένο στο ιστορικό γεγονός του πολέμου του 1940 κι
είναι ρεαλιστικό σε σημείο που δεν επιδέχεται καμιά επεξήγηση αφού αναφέρεται
σε βιωμένα γεγονότα που στέκονται ωμά από μόνα τους δίχως να δίνουν άλλες
προεκτάσεις.
Εδώ αναγνωρίζουμε
την πολύχρονη εμπειρία του τόπου που βιώνει ο ποιητής και το άδικο της μοίρας
με τον ύμνο να αναφέρεται στον πλούτο και πώς η μοίρα του λαού του στάθηκε
άδικη. Εξίσου σημαντικός στο σημείο αυτό είναι ο ρόλος της πέτρας στην ποίηση
του "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" που σε αντίθεση με την πέτρα του σεφερικού κόσμου όπου: "βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες" -εικόνα που αναφέρεται στην ασήκωτη κληρονομιά του σύγχρονου Έλληνα- η
πέτρα στην ποίηση του Ελύτη παίρνει την αποκαλυπτική έννοια που μεταφέρει το θετικό μήνυμα του ποιητή
προς τον αναγνώστη του.
"ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ’ ΑΓΆΛΜΑΤΑ"
Η έννοια της
γυναίκας μπαίνει στο προσκήνιο που επικυρώνει την μοναξιά που ο ποιητής μέλλεται
να βιώσει για να εμβαθύνει ως άτομο
"Αλλά πρώτα θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικο
σου νόημα, είπε
Τις μέρες μου άθροισα και δεν σε βρήκα
πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι"
αφού κι η γυναίκα
τον έχει εγκαταλείψει βιώνει την τέλεια μοναξιά και αφήνει
τις αισθήσεις του να λειτουργήσουν ώστε να κατορθωσει να αφουγκρασθεί, για ώρες, τους ήχους του
τοπίου
"κάτω απ’ την κληματαριά
ώρες εκεί ρέμβασα
με μικρά-μικρά τιτιβίσματα
κοασμούς, τρυσμούς, το μακρινό κουκούρισμα"
Το δίδαγμα του μεσογειακού
τόπου που του δόθηκε ως κληρονομιά φλέγεται από ηλιοφάνεια και
λαμπρύνει την αποστολή του ποιητή. Αλλά τώρα που επωμίσθηκε την ευθύνη
να "καθαίρει" τον κόσμο απ’ το φονικό, ο ποιητής διάγει τις πιο μαύρες στιγμές της
ύπαρξής του κι είναι για πάντα μόνος, αφού η οποιαδήποτε ευθύνη στη ζωή του
ανθρώπου συνεπάγεται εγκαρτέρηση, μοναχικότητα και λειτούργημα που θα αναδυθεί απ’ την έννοια της μοναχικότητας. Κι όχι μόνο μόνος απ’την άποψη της
γυναίκας αλλά και των σύγχρόνων του, που στην
αρχή της ποιητικής του εμφάνισης τον είδαν σε γενικές γραμμές σαν
παρείσαχτο που δεν μπόρεσαν ούτε να κατανοήσουν.
Αλλά παρ’ όλα αυτά
ο ποιητής θα ξαναφέρει την ισορροπία στον κόσμο με την επέμβασή του στον χρόνο,
καθώς θα δαγκώσει τον καιρό με "δόντια πέτρινα" και τα όπλα του θα είναι: το
φως, το κρύο νερό, η διαφάνεια, το άσπιλο.
"Μόνος εδάγκωσα μες τον καιρό με δόντια πέτρινα"
Στους ΗΜΙΟΝΗΓΟΥΣ
θα μιλήσει για την αδικία και για τη διαφορά ανάμεσα στους διαλεχτούς της
μοίρας που κοιμούνται στα μεταξωτά τους σεντόνια και στα μαλακά κρεβάτια "που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν", και
στους άλλους "που είναι ταγμένοι για τη
ρέγγα και το χαλβά", κι εδώ θα μιλήσει για την πίκρα του άδικου και για τις
εξορίες, μοίρα του ελληνισμού απ’ τις "εκατό
χρονών φωνές", κι ο ποιητής σ’ αντίθεση με την αρνητική αυτή εικόνα του
αναγνώσματος ορθώνεται να διαλαλήσει πόσο δύσκολο είναι νά'ρθει η Άνοιξη όταν
υπάρχει μόνο ένα χελιδόνι
"Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή
Για να γυρίσει ο Ήλιος θέλει δουλειά πολλή"
Στο επόμενο άσμα ο
ποιητής λαμβάνει τη μορφή του μυθολογικού ήρωα που πραγματώνει την κλασική
μυθική πράξη: Το πέρασμα απ’ το σκοτάδι στο φως, την αρχετυπική αυτή πράξη
σωτηρίας που το φως κλείνεται σε συμβολικά κλειστούς χώρους, μήτρα-τάφος, αλλά
δεν χάνεται στο βάθος τους. Αντίθετα φωτίζει την Άβυσσο
"Πάρθηκεν από Μάγους το σώμα του Μαγιού
το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η Άβυσσο"
Έτσι ο κάτω κόσμος
φωτίζεται απ’το φως του επάνω κι ο επάνω κόσμος δέχτηκε το φως του κάτω κι έτσι
οι δύο κόσμοι γίνονται ένα. Κι έτσι αλλάζει ο χώρος του "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" και η φυσική
του μορφή γίνεται ένα με τη μεταφυσική, (Ηράκλειτος: "Άνω και κάτω οδός μία").
Στη συνέχεια, ο
ποιητής θα μιλήσει και για τους ξένους και την επίδραση που από πάντα είχαν κι
έχουν στον ελλαδικό χώρο
"Έφτασαν ντυμένοι ‘φίλοι’
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά"
αλλά τα στοιχεία
του ελυτικού κόσμου: το φως, το χώμα, η μέλισσα, ο ζέφυρος, δεν έδεσαν με τους
ξένους και τότε παρουσιάζεται η έννοια της προδοσίας στο ανάγνωσμα ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ
ΜΕ ΤΙΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ όπου εκείνος με το ‘Σβυσμένο
Πρόσωπο’ σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόϊ των
αγγέλων. Κι απ’ το σημείο αυτό μέχρι και το ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ, που ο ποιητής θα παρουσιάσει
το καινούργιο κόσμο, έχει να βιώσει τις πιο σκοτεινές στιγμές του, συμπεριλμβανομένης στο πέμπτο ανάγνωσμα, στην ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ, της τραγωδίας
του εμφυλίου πολέμου όταν
"και βαδίζαμε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας
ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ’ αδερφού μικρού ο
μεγάλος...Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάσταξε το κακό"
τελικά ο
ποιητής παρουσιάζει τον νέο κόσμο στο ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ, το τελευταίο ανάγνωσμα, βασισμένο
καθαρά στη γραφή, κι ειδικά στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, αλλά εδώ η προφητεία του
ποιητή δεν έχει τίποτα να κάνει με τη φωτιά και την τιμωρία της Κόλασης, αντίθετα υπόσχεται
"την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων
και
βλέπω ψηλά το Ερέχθειο των Πουλιών"
και στον νέο αυτόν κόσμο
"ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η
γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα να βγεί. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα
την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς του ετάχθη. Και θα λάβουμε τα όνειρα
εκδίκηση και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!"
Αμέσως μετά το
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ ο ποιητής πορεύεται σε νέα γη όπου τον ακολουθούν αιθέρια πλάσματα
"Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι
τώρα μ’ ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά"
Τώρα ο ποιητής
αναγνωρίζει όλα τα σύμβολα του κακού που έχουν μεταμορφωθεί σε θετικά σύμβολα
"Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού
πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα"
κι είναι αυτό ο μύθος που καταλύει τον θάνατο και δικαιώνει τον χώρο-τόπο που είχε προσβληθεί απ’
το κακό κι ο ασβέστης είναι το υλικό που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να
ξαναλευκάνει το τοπίο
"Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους
κλείνω κι εμπιστεύομαι"
κι είναι η
κατάσταση της ψυχής του που θα καταγράψει και δημιουργεί έτσι όλες τις λευκές
επιφάνειες της ύλης κι είναι ο ίδιος που θα καταλάβει το νόημα του συμβόλου
αυτού. Και θα χαράξει στην πέτρα τον νέο νόμο
"Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν.
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα."
Ακολουθεί το
ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ που ο χώρος-τόπος ξαναγίνεται
εδεμικός, κι είναι ο ελληνικός χώρος, τα νησιά, τα λουλούδια, τα κορίτσια, τα
βουνά, τα δέντρα κι ανάμεσά τους το νόημα του άσπιλου που συνέλαβε ο ποιητής. Η
υψηλότερη στιγμή του ποιήματος είναι όταν η έννοια του φονικού λαμβάνει
υπερβατικό νόημα αφού φτάνει στο σημείο να διδάξει
"Αξιον εστί το χέρι που επιστρέφει
από φόνο φριχτό και τώρα ξέρει
ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει"
Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
είναι το ποίημα όπου τρία στοιχεία, ο χώρος, ο χρόνος, και η συνείδηση του
ποιητή ξεκινούν για μια περιπέτεια στη διάρκεια της οποίας τα τρία αυτά
στοιχεία ενεργούν, εξελίσσονται και αλληλοεπηρρεάζονται με τρόπο αδιάσπαστο.
Ο χώρος-τόπος από εδεμικός κηλιδώνεται απ’ το φονικό, γίνεται ελλαδικός, βιώνει
το κακό κατά τη διάρκεια των ΠΑΘΩΝ και καταλήγει μετά την κάθαρση στον εδεμικό
ελλαδικό χώρο-τόπο. Με τον ίδιο τρόπο ο χρόνος από αρχετυπικός, πέραν του
ανθρώπου, κηλιδώνεται απ’ το φονικό και γίνεται ιστορικός χρόνος που
συνεπάγεται πάντα ένα τέλος αλλά μετά την κάθαρσή του ξαναγίνεται ο αρχετυπικός
χρόνος που διέπει το ελληνικό τοπίο. Και η συνείδηση του ποιητή που από αγνή
τη στιγμή της ΓΕΝΕΣΗΣ της κηλιδώνεται απ’ το φονικό και την ενοχή της φυλής, την ευθύνη του άλλου, και μετά την
κάθαρσή της ξαναγίνεται η παρθενική συνείδηση, κάτασπρη σαν καλοκαίρι, που είχε πει στη ΓΕΝΕΣΗ.
*Μανώλης Αλυγιζάκης
O Μανώλης Αλυγιζάκης, είναι ένας Ελληνο-Καναδός ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας. Είναι ο πιο πολυγραφέστατος συγγραφέας-ποιητής της ελληνικής διασποράς. Σε ηλικία έντεκα χρονών αντέγραψε το πασίγνωστο επικό-ρομαντικό ποίημα ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ που τελευταία εκδόθηκε σε περιορισμένο αριθμό 100 αριθμημένων αντιτύπων και είναι διαθέσιμο στην τιμή των 5.000 δολαρίων Καναδά για τους εκλεκτικούς συλλέκτες σπανίων βιβλίων. Το πιο ακριβό βιβλίο του είδους του στον κόσμο. Τελευταία έγινε επίτιμος καθηγητής και συνεργάτης τηςInternational Arts Academy και του απονεμήθηκε ο τιμητικός τίτλος Master of theArts in Literature. Ξεχωρίζει για τη δυνατότητά του να κομίζει εικόνες και ιδέες με πλούσιο και συνειρμικό τρόπο που αγγίζουν βαθιά τον αναγνώστη. Γεννήθηκε στο χωριό Κολυμπάρι δυτικά από τα Χανιά της Κρήτης το 1947. Όταν ήταν σε παιδική ηλικία η οικογένεια του μετακόμισε πρώτα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα όπου σπούδασε παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία για δυο χρόνια κι ύστερα μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Καναδά όπου ζει ως τώρα. Παρακολούθησε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Σάιμον Φρέιζερ για ένα χρόνο. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων ποίησης που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια, αρκετά άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά που έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες στον Καναδά, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, Μεγάλη Βρετανία, στην Αυστραλία, Ρουμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Λίβανο, Σουηδία και στην Ελλάδα. Η ποίησή του έχει μεταφραστεί στη Ρουμανική γλώσσα, στη Σουηδική, στην Ουγγρική, στα Ισπανικά, στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στη Σερβική, στη Ρωσική γλώσσα. Μετά από χρόνια δουλειάς ως βοηθός σιδηρουργού, εργάτης στα τραίνα, ταξιτζής, και χρηματιστής πήρε σύνταξη και τώρα ζει σ’ ένα προάστιο του Βανκούβερ όπου και ασχολείται με το γράψιμο, τον κήπο του και με ταξίδια. Γύρω στο τέλος του 2006 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Libros Libertad με σκοπό την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων.