Ανθολόγηση 35 Ελλήνων ποιητών Του Βασίλη Ρούβαλη | |
ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ * Τι τύχη να σας συναντώ εδώ όπου γκρεμίζετε τα όνειρά σας χωρίζοντας λύπες και σώματα τη μυρωδιά του ευκάλυπτου τους υδρατμούς της ψυχής το πένθος στο μανίκι χρωματιστές οι ρίζες, μαύρα τα κλαδιά η άνοιξη δεν έρχεται δεν έρχεται δεν ήρθε ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ Οι κερασιές ανθίζουν Οι κερασιές ανθίζουν πάλι. Πρόσκαιρες έρχονται και περνούν με τη βροχή βλασταίνουνε με το φιλί κι ύστερα σβήνουν Γι' αυτό τις ψηλαφίζω και πικραίνομαι φυτοζωούν για λίγο κι ύστερα εξατμίζονται μαζί με το φιλί σου, χάνονται για πάντα μες στο ρεύμα του καιρού ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ * Περπατούσαμε αγκαλιασμένες παρέα κορίτσια, λίγο άλλες μεγαλύτερες, κάθε απόγεμα στο δρόμο που έφευγε από τα τελευταία σπίτια κι ανέβαινε σ' ένα ύψωμα να καθίσομε κάτω απ τα δέντρα Τον δρόμο πριν δύσει τον έβρεχαν μπρος στην πόρτα τους οι κοπέλες κι ήτανε δροσερός, μα ύστερα πια δεν ήταν, κι όταν σ' αυτό το κομμάτι φτάναμε κοκκινωπό ήταν το χώμα, το βράδυ γυρνώντας, κίτρινος σαν το φεγγάρι Τότε μερικές τραγουδούσαν πηγαίνοντας μπρος απ' τις άλλες, κι ήταν σα χωριστές, που τις έπαιρνε η φωνή τους, κι έτσι όλες γυρνούσαμε μαγεμένες ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ Κάλυκες Δέντρο πολύφωνο, ακοίμητο ο ζεστός αέρας του ξύλου φτάνει ως τη θάλασσα, μοίρα μουσική [...] Αιχμαλωσία: το πλοίο ακίνητο μες στα δέντρα, η άβυσσος δυο μέτρα πιο πέρα περιμένει το πρώτο φύλλο. [...] Τα δέντρα δεν είναι αθώα, οι ρίζες τους φτάνουν ως το μαύρο της ομορφιάς. [...] Βρέχει ασταμάτητα στο δάσος τα φύλλα διαβάζουν τη Βίβλο. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ Τα δένδρα Oλα τα δένδρα 'ναι παιδιά, πώχουν τη Γη μητέρα, κ' έχουν για χέρια τα κλαδιά, που σειούνται στον αγέρα. Σειούνται και λεν μια προσευχή, λυγούν και προσκυνούνε τον Ουρανό πώχει βροχή, και βλέπει πω διψούνε. Κι ο Ουρανός που τα τηρά, θυμάται τα παληά του: πώς ήταν χάμουν μια φορά κ' είχε την Γη γρηά του Κι απ' τα φιλιά τ' αδερφωτά, κι απ' τ' αγκαλιάσματά τους, 'βγήκαν τα δέντρα όλ' αυτά, τα γνήσια παιδιά τους. Γι' αυτό του θλίβετ' η καρδιά την δίψα τους σαν βλέπει: είναι δικά του τα παιδιά, να τα ποτίση πρέπει! Από τον θρόνο του γυρνά και κράζει μια νεφέλη και τήνε στέλλει στα βουνά, στα δάση τήνε στέλλει. -Πάνε στ' απότιστα δενδρά, στα δάση που διψούνε, και πότισέ μου τα φαιδρά και δώσε τα να πιούνε.- Βγαίν' η νεφέλη και περνά Επάν' από την Πλάση˙ και βρέχει μέσα στα βουνά, και βρέχει μέσ' στα δάση. Και νοιώθ' η Γη χαρά κρυφή: ο Γέρος την 'θυμήθη! και 'βγάλλ' όλ' άνθη στην μορφή, κι όλο καρπούς στα στήθη. ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ ΧΧΧ Σα φύλλα τα χέρια σου κουνάνε χαιρετούν να δείξουν το μονοπάτι τη ρεματιά τα πλατάνια να δώσουν πίσω το αίμα να με ξεχάσουν ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ Αμοργός [...] Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα Eνα ζουμπούλι πορτοκαλιάς Μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω [...] ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΓΡΗΣ Εικόνες από την εκδρομή Βοιωτία
Οι λεύκες παρουσιάζουν όπλα
Καθώς περνάμε με ταχύτητα μεγάλη Πάνω στη λίμνη που 'γινε πεδιάδα Κι αντί για βάρκες και καΐκια Eνα τρακτέρ χρωμιούχο περπατά.
Πήλιο
Γυμνό κλαρίΣα μια χορδή βιολιού σπασμένη Στον αέρα Κι η δόξα του πελάγου δόγμα. Πολυεδρικό τοπίο Το Αιγαίο δεξιά Κι αριστερά Κορφές που ανεβαίνουν, θούρια Μέσα στην πράσινη πλειοψηφία Κίτρινοι πλάτανοι Και καστανιές με φύλλα του χαλκού Αλληλούια. ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ Dumont D'Urville ολημερίς μια φοινικιά χάμω στη ρίζα κάθεται μιαν αραπίνα έχει δυό κόκκινα γαρύφαλα στα μάτια κι έχει δυό ψάρια κάτω απ' τις μασχάλες τόνα γαλάζιο τ' άλλο κόκκινο βαθύ κι έχει μιαν ακακία ανάμεσα στα στήθη κι έχει μιαν ακακία ανάμεσα στα σκέλη ολημερίς μια φοινικιά ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ Οσίπ Μαντελστάμ Πόση η θλίψη βλέποντας τη μοναξιά των πόλεων και πού το τέλος της διαδρομής τους! Ονειρεύομαι την αιωνιότητα μέσα στη σιωπή ενός δάσους. Εάν ο θάνατος ενός ποιητή είναι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα των επιτευγμάτων του, τότε το τέλος του ποιήματος είναι η αρχή της εξορίας, Οβίδιε. Ξέρω πως θα συναντηθούμε στον Παράδεισο˙ αλλά στην Ιστορία πέφτει αδιάκοπα μία ψιλή βροχή που διαλύει την αιωνιότητα. ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Ηχώ Τα βήματά μας αντηχούν ακόμη Μέσα στο δάσος με τον βόμβο των εντόμων Και τις βαρειές σταγόνες απ' τ' αγιάζι Που στάζει στα φυλλώματα των δένδρων Κ' ιδού που σκάζει μέσα στις σπηλιές Η δόνησις κάθε κτυπήματος των υλοτόμων Καθώς αραιώνουν με πελέκια τους κορμούς Κρατώντας μεσ' στο στόμα τους τραγούδια Που μάθαν όταν είτανε παιδιά Και παίζανε κρυφτούλι μεσ' στο δάσος. ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ Ονειρο Ημερο φως, φωτιά αδελφική, είδωλο οικείο στον καθρέφτη φυλαγμένο σαν καμωμένο έργο των ματιών παιδιού˙ όνειρο ήταν. Ο πατέρας με κρατούσε από το χέρι˙ με το άλλο χέρι μου έδειχνε τη γη˙ λιόδεντρα και αρμυρίκια και αγριοσφένταμο και θορυβώδες ρεύμα του νερού, όπου το γέλιο της η τσίχλα δοκιμάζει και χάνεται η οπλή του ελαφιού. -Να ο κόσμος σου. Και ο κόσμος είναι η χώρα που τη ζωή σου έχει υποδεχτεί, δίνοντας όψη σε ό,τι κιόλας είσαι, σε αυτό που αλλάζει διαρκώς για να υπάρχει σκιά του και πηλίκον του αμετάβλητου. Να ο τόπος σου˙ συγγενικός με τ' άστρα και την αρμονική των αριθμών˙ εννέα τόνοι τ' ουρανού στη μουσική τροχιά του και το φεγγάρι ρούχο κρεμασμένο στο καρφί, καθώς γυρίζει η θάλασσα και αφήνει στην άμμο επάνω όσα νοσταλγείς ή όσα η ανάγκη έχει ποθήσει πριν από την ανάγκη νικηθεί. [...] ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ 3. Πρώτη ενηλικίωση στα πεύκα η δεύτερη στα δάση της βροχής. Εφηβεία του ελάχιστου γρασιδιού και του στεγνού ήλιου. Ασπρο της πέτρας άναβε τα πριόνια των ονείρων. Νύχτες με το ρίγος των αλόγων ορμητικό μες στους μηρούς. Το τρέμουλο του νερού βαθιά μες στους σπονδύλους. ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ Το νησί με τους ελαιώνες (Ι) Φυσά Και ξετυλίγονται αργά ένα ένα τα πεύκα Τούφες τούφες ασημένιος αέρας Παντού... Οι ελαιώνες της θάλασσας Και μικρές αλλ' αμέτρητες ξύλινες προκυμαίες Με τις φωνούλες των παιδιών Ανηφορίζοντας αντίθετα σαν τα λουλούδια Σε μια μακριά όπως η παραλία ενθύμηση Επιστρέφουν. ΤΑΚΗΣ ΚΑΡΒΕΛΗΣ Δεν είναι ο περσινός καιρός (5) Μες στις τρεμίζουσες σκιές -όχι των δέντρων πια- της φαντασίας και του νου τα σχήματα πασχίζουνε να ξαναπάρουν τη μορφή τους. Κάποτε τα είχαν όλα: όνομα, πρόσωπο, ηλικία και τόπο. Τώρα μονάχα σκόνη. Κι όσο χάνουν σε επιφάνεια τόσο κερδίζουν σε προοπτική και βάθος. Τυλίγονται στο θάμπος και δεν μπορείς ούτε ένα φύλλο πράσινο ή ένα κομμάτι θάλασσα να δεις. Τώρα μονάχα σκόνη και ψίθυροι - όχι του ανέμου πια. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ * Eνα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει, το πρόσχημα του βίου σου, και θ' απογυμνωθείς. Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς, που το χειμώνα απάντησε στου δρόμου εκεί τη μέση. Κι αφού πια τότε θα 'ναι αργά νέες χίμαιρες να πλάσεις ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά, θ' ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά, κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας, ήρεμα θα γελάσεις. ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ Πολυσέλιδο δάσος Χάθηκα στη μονάζουσα ρεματιά οπού τρύπωσε μόλις ακουόμενο ανάμεσα σε λογιώ-λογιώ χορταράκια τ' ανάλαφρου νερού το ψιθυριστό δείλιασμα. Βρομοθήλυκο εσύ Αντιφατικότητα συγκρούεσαι διαρκώς με το θάμβος μου καθώς αναίμαχτος ακούω σωρηδόν αγαλλόμενα τ' αηδόνια καθώς ανελλιπώς εκκλησιάζομαι στην απεραντοσύνη. Αχ να 'βλεπα λιγάκι τη θωριά σου αγερομάτα μου σε εικονίζω πάλι να εκκολάπτεσαι στην ιώδη σου θλίψη εσύ σχεδόν ασώματη σε μακρουλές βάναυσες ώρες και μένα οι καμπύλες σου στην ερημιά μ' αποτεφρώνουν. Εκείθε στην καρδιά του δάσους μάγισσες κυματιστές με τέτοια μαλλιαρά χρώματα στην όψη τους ολοφύρεται πικρά σαν άγραφη ένσταση η διοχέτευση στηνΑπουσία. ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ * Αυτά μου έλεγε όσο ζούσε. Τα βρήκα θαμμένα κάτω από τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας. Και τα θυμήθηκα. ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ Δέντρο της τύχης Δε διαλέγει τόπο Σηκώνει στην τύχη κορμό κλώνους, φύλλα, δύσκολο καρπό Της σιωπής και της σκόνης των άνυδρων εποχών των ανέμων που δοκιμάζουν την αντοχή του Δειλό και γενναίο με σημάδια από μάχες στις πλάτες πάντοτ' εκεί Αφύλαχτο σ' αυτόν που θα 'ρθει στον ίσκιο να σταθεί ή να το ρίξει Κι αν βρουν οι ρίζες πέτρα, δεν πενθεί Με δίχως φύλλα επιμένει να 'ρθουν πουλιά στ' άλκιμα κλαδιά να τ' αντικαταστήσουν ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ Το λίγο του χρόνου Κάτι βαθιές σιωπές παράξενες ηχούν Παραμερίζεις τα κλαδιά βλέπεις τώρα τα πράγματα πιο σφαιρικά ωστόσο πάλι δεν κατανοείς τα σημαίνοντα του κόσμου ετούτου τελικά δεν ήμασταν γι' αυτήν εδώ τη ζωή σίγουρα μας κράτησαν λάθος τραπέζι Τώρα πλέον έχεις κατανοήσει Το λίγο του χρόνου έχεις κατανοήσει Σε ποια οριακά σημεία βρίσκονται Τα φιλιά Και τα λόγια ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ Μέριμνα Η ησυχία ήταν απόλυτη - εννοώ για τους άλλους, γιατί εγώ είχα πάντα διαθέσιμους τους τελευταίους πυροβολισμούς (από μια εξέγερση που χάθηκε εδώ και χρόνια) - εξάλλου άνθρωπος είμαι κι εγώ, χρειάζομαι λίγη μέριμνα: ένα όνειρο ή μια μητέρα ή έστω μια ξαφνική περιφρόνηση που σε κάνει να τα ξεχνάς όλα, σαν τη μυρωδιά των κυπαρισσιών τα βράδια που σε παρηγορεί για την ίδια τη ματαιότητα. ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ * Κατά το νότο χαμηλά περνούν τα σύννεφα θωπευτικά πάνω απ' τα βότσαλα της παραλίας καθώς τραβιέται η θάλασσα προς άλλες νοσταλγίες Φέτος αργεί να φύγει το φθινόπωρο τα φύλλα ξέμειναν στα δέντρα δε φτερούγισαν ακόμα προς τη γη μα των πουλιών οι αποδημίες στην ώρα τους μαντήλια αποχαιρετισμών πτυχώνουν τον ορίζοντα δεν ξεγελιούνται από χαριστικές επιβραδύνσεις Και μόνο εσύ δε βλέπεις τις σκιές που θάμπωσαν το πρόσωπό μου Κρατάς το χέρι μου κι εγώ σου λείπω πού βρίσκομαι, τι έχω γίνει; «...καπνός σκιάζει τα μάτια σου...» ψιθυριστά μου τραγουδάς δεν απελπίζεσαι δεν απελπίζεσαι και κλαίω ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ * Ευλογημένο φως του δειλινού που τη στάχτη σβήνεις από τον Υμηττό και ανάγλυφο το πράσινο ποιείς που σε κρυμμένα πρόσωπα με ξεναγείς καταργώντας αλλότριες εικόνες που αφαιρείς τη μάσκα των τυρρανοκτόνων απ' τον Αριστογείτονα και τον Αρμόδιο και ανάλαφρους, χωρίς Ιππάρχους Θετταλούς και Ιππίες, τους φωτίζεις καθώς μελπόμενοι στις Αφίδνες πορεύονται με τις μυρτιές και τα σακίδια. ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ Κυττάζοντάς σε Ενώ μου λες τη σιγαλιά τη βραδινή του δάσου Πώς αγροικάς, κοντά σου Εμένανε η φτωχή καρδιά, τόσο πολύ χτυπάει, Που μοναχά δε σπάει. Τα δέντρα την ακούνε, ιδές, ένα αεράκι πνέει Στα φύλλα και την κλαίει, Μόνον εσύ δεν την ακούς... Το λόγο τον τρανό να πω, Δειλιάζω και τρομάζω, Αχάριστος, δε φτάνει που, στο πλάι σου να 'μαι, να σιωπώ, Και τα μεγάλα μάτια σου τα μαύρα να κυττάζω; ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ Το δέντρο Ενα δέντρο δεν έχει πολλά να σου πει Αλλωστε τι ωφελεί; Αρκεί που σε βλέπει Στέκεται εκεί στην ερημιά βουβό νεκρό πολλές φορές Ακίνητο κρατώντας την ανάσα του την προσοχή να μη σου αποσπάσει Κι εσένα οι πράξεις σου ολοένα και πιο θρασείς σαθρές και απροκάλυπτες Τα λόγια σου αέρας Στις ρίζες και τα φυλλώματά του Κατακάθονται Ενα δέντρο να απαντήσει δεν μπορεί Αλλωστε τι ωφελεί; Αρκεί που σε βλέπει ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ ζ' Αφέθηκα στα ξύλινα χέρια σου, ακούγοντας το χρόνο να δουλεύει με βουλιμία στης νύχτας την καρδιά. Μικρή παρηγοριά τα δύσκαρπά σου δάχτυλα κι ακόμη μικρότερη η απαντοχή των λιγοστών σου φύλλων. Ομως δεν πέρασε ποτέ απ' το νου μου πως θα μπορούσα να χαθώ σ' αυτόν τον κόσμο, πλανούμενος σ' ένα δάσος αυτόχειρων προσδοκιών. Ομως δε σκέφτηκα ποτέ πως θα μπορούσε όλη αυτή η επίμονη κατεργασία του χρόνου να κενώσει πίστεις και βεβαιότητες, σχήματα, χρώματα κατακτημένα. Αφέθηκα, δε σκέφτηκα, μ' ακόμη ελπίζω στην αναπόφευκτη ανθηρότητά σου. ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ Φθινοπωρινό πάρκο Ω! Πόσον είναι πένθιμο μέσ' στη βροχή το πάρκο, με τα χλωμά λουλούδια του που γέρνουν λαβωμένα και τα βρεγμένα αγάλματα που γύρω τους σαπίζουν σωροί τα φύλλα που 'φερε ο αγέρας μαραμένα... Οι λεωφόροι του, έρημες, απέραντες και κρύες, φαντάζουν, μέσα στον τεφρό, στυγνόν ορίζοντά του -με τα ψηλά τα δέντρα τους γυμνά, σκελετωμένα- σα να οδεύουν στο βουβό βασίλειο του θανάτου. Τριγύρω απ' τις δεξαμενές οι αρχαϊκες υδρίες πλέον δεν καθρεφτίζονται, όπως τα καλοκαίρια, με τ' άσπρα που κατέβαιναν να πιούνε περιστέρια: μόνο του αναβρυτήριου το μουσικό το κλάμα, μαζί με την ψιλή βροχή και με τον κρύο αγέρα, σκορπιέται μάταιο στη γυμνή, σπαραχτικήν ημέρα. ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Φοινικιά [...] Δε σταματάει κισσός, δεν κόβει παρακλάδι του κορμού σου χυτή κ' ελεύτερη τη γύμνια˙ όμως, γυμνή, με ονειροΰφαντο μαγνάδι σκεπάζεις τα χλωρά του κήπου στενορρύμια. Λαμποκοπάει της βασιλείας σου σημάδι κορώνα αχτίδων από σμάραγδα κι ασήμια κρεμάμενη, τρεμάμενη από την κορφή σου˙ ω! τι ρυθμός που κυβερνάει το θείο κορμί σου! Ετσι δεν είναι ωραίο το νέο κυπαρίσσι λιγώντας αυροσάλευτο προς τον αιθέρα, έτσι δεν είναι ωραία η χλοϊσμένη βρύση που ψέλνει σαν ποιητής και θρέφει σα μητέρα, έτσι δεν είν' η ανατολή, δεν είναι η δύση˙ απ' την κορφή σου κρέμεται άλλου κόσμου μέρα˙ έτσι όμορφη δεν είν' η αναπαμένη λίμνη˙ στα πόδια σου οι θεοί κ' οι θεολάλητοι ύμνοι! ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ 31, Δευτέρα Στάχυος, Απελλού (το όνειρο) (Αναδιφώντας Πεύκα αρχαία, με παραπομπές στο μύθο, Περπατούσα Στον ελαιώνα που δεν ήταν πια εδώ Και, πάμφωτος, ανήκε ήδη στη γαλήνη του. Στον ύπνο μελετούσα Τα κληροδοτημένα αρχεία, τ' αδιάθετα: Τόμους ανέμων, Θάλασσες αθησαύριστες Μ' όλα τα λήμματα της λύπης. Αιώνες έμεινα, ως το πρωί, Καθηλωμένη. Επιτύμβια κι εγώ, Ολόγλυφη Από τον αμερόληπτο μαΐστρο, Που ξεσήκωνε Μια ταραχή εφήμερη Εννοιών και συνωνύμων.) Δ.Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ * Να οι ευκάλυπτοι που νεύουν μες στη νύχτα Η απειρία του ματιού διαστέλλει την πιο κρυφή αρτηρία Ανοίγοντας πύλες Κύματα ουρανοί και τα σπήλαια πλημμύρισαν ροδόφυλλα Περίπατοι με ουρανόχροες αψίδες άνθισαν και το νεύμα της νεανικής ώρας παρανάλωμα Το φως που τραγουδάει τα βήματα Τι να ζητήσω Η κυρίαρχη φωνή ανοίγει το ανεμόφτερο άνθος Οι πράοι γρύλλοι ζέσταναν το μελαψό αεράκι Αθόρυβες θρησκείες διασχίζουν τα δικά μας στήθη με σπονδές θριάμβων χρήσιμης σποράς Οι κουφές ώρες φλυαρούν Ο ουρανοφεγγίτης χαμηλώνει και μακραίνει τη γραφή μας Δύο κρουνοί κι οι νάνοι θάνατοι πεθαίνουν με διάφανο νερό. ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ Ερώτημα Λύση δεν έχει το αίνιγμα του κόσμου, κάτω από κάθε πέτρα που σηκώνεις υπάρχει κάτι πιο σκοτεινό και από το ίδιο το χώμα. Ως εδώ καλά, τι θ' απογίνουμε όμως εμείς που τα λευκά μαλλιά μας ανεμίζουν ακόμα όπως του Οιδίποδα; Εμείς που ουδέποτε καταδεχτήκαμε την ύπαρξη; Από ένα σάπιο κλαδί κρεμόμαστε όλοι, φίλτατοι αναγνώστες, από το ίδιο ετοιμόρροπο δέντρο. Τίποτα άλλο δεν είναι η τέχνη μας, από το γέρικο σκυλί που οδηγεί τον τυφλό. ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ Τα δέντρα Τι δίκαια και πόσο σιωπηλά είναι τα δέντρα. Δε ζητάνε στάλα παραπάνω απ' αυτό που τους αναλογεί. Είτε σε έρημο είτε σε πολυσύχναστη πλατεία, η λεύκα λεύκινα, η λεμονιά λεμονένια θα ντυθεί. Ή πάλι μετατρέπονται σε οικοτροφεία και ξενώνες για της πλάσης τα στρουθιά - αληθινό περίττωμα η λέξη έξωση. Στο παραμικρό αεράκι πιάνουν το τραγούδι. Οταν τα πληγώσεις, δε βογκάνε˙ δεν τραβάνε τα πλούσια μαλλιά τους. Δακρύζουνε κρυφά κι ακούν οι ρίζες. Ομως καμιά φορά πεισμώνουν όταν ο άνθρωπος τα βασανίζει. Αγριεύουν τότε, συστρέφονται, φτύνουν τον καρπό. Εκδικούνται το χέρι που τα καίει. Ρίχνουν χώρια μες στις πλημμύρες. Με δένδρινα μυαλά νουθετούνε. Με θεσπίσματα θεία αφανίζουνε φυλές. ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ Επίπεδα διάρκειας Θεμέλια κάτω απ' τα θεμέλια. Οι εκκλησιές κάτω απ' τα σπίτια. Καμπαναριά πάνω απ' τα σπίτια. Σε ποιο βάθος του βράχου κρατιέται η ρίζα της συκιάς; Σε ποιο κλαδί του αγέρα κρατιέται ο χρυσοφτέρουγος Αρχάγγελος; Θ' ανεβούμε πάνω στηριγμένοι στους ώμους των νεκρών, με το χώμα στο στήθος, σε μια πομπή ερειπίων, κι οι φραγκοσυκιές παραταγμένες κατά μήκος του χρόνου, βουβές, ανανταπόκριτες, με τα φαρδιά τους χέρια να στομώνουν τη βοή της θαμμένης καμπάνας. ΜΑΡΙΑ ΣΕΡΒΑΚΗ * Βήμα που βιάζεται προς τη βροχή - Ω, θλίψη άνοιξη!... Χαράζοντας οι πρώτοι κεραυνοί Τ' αρχαίο βλέμμα... Σ' άλλες μεταμορφώσεις οργιάζοντας το σώμα. Σε σκόνες άλλες φοβερά κειμήλια Μνημεία της ερημιάς Η φρίκη αχόρταγη, ο φόβος, ο Εφιάλτης όλο πόθο και χολή. Κι αμείλιχτο ανάμεσα το χάρισμα. Καθώς παραμερίζεις τ' άδειο φύλλωμα... Πόσες και πόσες εποχές δεν περπατάς! ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΓ' Λίγο ακόμα θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο τη θάλασσα να κυματίζει λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα. ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ Ασκοπη Ταΰγετος και τα 'χω αγκαλιά μέσα στις καρυδιές φωτογραφία. Κοιτάζουν το φακό και ξεκαρδίζονται εγώ - προβάροντας το μέλλον - τα σκιάζω. Μια πόζα ολωσδιόλου άσκοπη. --------------------- Βιβλιογραφία Χρήστος Αγγελάκος, Τα φώτα απέναντι, Ικαρος, 2008 Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ο δύσκολος θάνατος, Νεφέλη, 2007 Ελένη Βακαλό, Γενεαλογία του κόσμου, Υψιλον, 1990 Γιώργος Βέης, Παράφραση της νύχτας, Υψιλον, 1989 Γεώργιος Βιζυηνός, Ατθίδαι αύραι, Ερατώ, 2006 Φοίβη Γιαννίση, Θηλιές, Νεφέλη, 2005 Νίκος Γκάτσος, Αμοργός, Ικαρος, 1993 Τάσος Δενέγρης, Μιλάει ο αγριόχοιρος, Υψιλον, 2008 Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα, Ικαρος, 2004 Δημήτρης Ελευθεράκης, Η στέππα, Νεφέλη, 2006 Ανδρέας Εμπειρίκος, Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, Αγρα, 1990 Σταύρος Ζαφειρίου, Χωρικά, Νεφέλη, 2007 Γιάννης Ζέρβας, Η πυξίδα της άνοιξης, Αγρα, 2001 Ιουλίτα Ηλιοπούλου, 11 τόποι για 1 καλοκαίρι, Υψιλον, 2006 Τάκης Καρβέλης, Κατάθεση (1956-2002), Γαβριηλίδης, 2004 Κώστας Καρυωτάκης, Απαντα τα ευρισκόμενα, Ερμής, 2004 Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα: 1961-1978, Ικαρος, 1994 Μαρία Κούρση, Τα ψηλά δέντρα της γαλλικής επαρχίας, Γαβριηλίδης, 2009 Πάνος Κυπαρίσσης, Το χώμα που μένει, Καστανιώτης, 2007 Κλείτος Κύρου, Εν όλω, Αγρα, 1997 Τάσος Λειβαδίτης, Υάκινθοι, βιολέτες και ηλιοτρόπια, Κέδρος, 2009 Βύρων Λεοντάρης, Εν γη αλμυρά, Ερασμος, 1996 Χριστόφορος Λιοντάκης, Με το φως, Καστανιώτης, 2000 Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, Πατάκης, 2005 Βασίλης Μανουσάκης, Μιας σταγόνας χρόνος, Πλανόδιον, 2009 Γιώργος Μπλάνας, Τα ποιήματα του προηγούμενου αιώνα, Ερατώ, 2004 Κώστας Ουράνης, Ποιήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2009 Κωστής Παλαμάς, Ανθολογία, Πατάκης, 2004 Παυλίνα Παμπούδη, Τιμαλφή - Μικρό ανθολόγιο, Ροές, 2007 Δ.Π. Παπαδίτσας, Ποίηση, Ευθύνη, 1997 Σταμάτης Πολενάκης, Τα γαλάζια άλογα του Φραντς Μαρκ, Οδός Πανός, 2006 Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1984-2000, Μεταίχμιο, 2003 Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ικαρος, 1998 Γιάννη Τζανετάκης, Βίος βαθύς, Κέδρος, 2004 |
Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015
Ποιήματα για τα δέντρα, Ανθολόγηση Βασίλης Ρούβαλης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Ευχαριστούμε για τη συλλογή. Τα δέντρα μας στοιχειώνουν, μας ξανανιώνουν, γεννούν μέσα μας κάθε λογής συναισθήματα-- τόσο αρχέγονα όσο και τα ίδια τα δέντρα. Έχουν οικουμενική απήχηση, ενώνουν και δίνουν μαθήματα αλληλεγγύης αλλά και ανεξαρτησίας, ελαστικότητας αλλά και πείσματος. Δεν υπάρχουν λόγια κατάλληλα για να υμνήσουν τα δέντρα κι όσοι γράφουν γι' αυτά μεγάλη τόλμη έχουν.
ΑπάντησηΔιαγραφή