της Πόλυ Χατζημανωλάκη
Απαξιώνεται στις μέρες μας η ηθογραφία. Γραμμική, επιφανειακή, τετριμμένη. Έτσι θεωρείται. Μια «καταδίκη» για όποιον καταπιάστηκε στο παρελθόν, πόσο μάλλον αν το αποτολμήσει την σήμερον, πρέπει αυτό ούτε ο ίδιος να το παραδέχεται ούτε και κανείς άλλος βεβαίως να το αποδέχεται.
Ο διηγηματογράφος που έχει σηκώσει το μεγαλύτερο μερίδιο της απαξίωσης είναι ο Παπαδιαμάντης, για χρόνια «χαρακτηρισμένος» ηθογράφος. Δεν είναι ανάξιο παρατήρησης λοιπόν το πώς οι νεότερες αναγνώσεις του, αυτές που ανακαλύπτουν τον ερωτικό Παπαδιαμάντη ή την άβυσσο εντός του ή άλλες πλευρές του έργου του, επιχειρούν να τον αποκαθάρουν από το μίασμα, να αναδείξουν ότι δεν στερείται ψυχικού βάθους, παθών, εμμονών και πάει λέγοντας.
Μια διάθεση αποκατάστασης της ηθογραφίας με κατέλαβε τελευταία, όταν διάβασα την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Γκόζη, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πόλις. Συνειδητοποιώ ότι η παραγνωρισμένη ηθογραφία είναι χάρισμα, είναι δεξιότητα, είναι ικανότητα να βλέπεις τον κόσμο τον εκτός και να συνάγεις νόημα προσωπικό και καθολικής εμβέλειας. Μια ματιά στην γενέθλια πόλη, τη Θεσσαλονίκη, που θυμίζει τον τρόπο του Γιώργου Ιωάννου στην Πόλη των Προσφύγων. Μια ματιά που μπορεί και περιέχει το εκτός, τους ανθρώπους του, τα κτήρια, τη φυσική και ψυχική τοπογραφία και ταυτόχρονα καταδύεται στους χαρακτήρες, στη μοίρα τους, στη δυσανεξία της εξωτερικής συνθήκης. Μια ηθογραφία εποχής του τέλους του περασμένου αιώνα, που αναβαπτίζεται στη νεωτερικότητα, μια ανάπλαση της λογοτεχνικής γλώσσας βασισμένη στην παρατήρηση, την καταγραφή ιδιολέκτων, την αφομοίωση, τη θαυμαστή τεχνουργία.
Έτσι λοιπόν, σαν που να είχαμε ανάγκη μια λογοτεχνική δικαίωση μιας δεκαετίας -με τη δεκαετία του '80 είναι που καταπιάνεται ο συγγραφέας- και τούτο επέρχεται κατά την ανάγνωση των δεκαοκτώ διηγημάτων. Εδώ η συνθήκη των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής, εδώ το εργαστήρι -η κουζίνα του συγγραφέα-, εδώ τα μαθητικά τραύματα των εκθέσεων ιδεών, αλλά και πλείστες καταστάσεις εποχής, που μόλις αποσύρονται από το προσκήνιο της καθημερινότητας... ή επανέρχονται και εφιαλτικά επαναλαμβάνονται. Τα τηλεοπτικά παιχνίδια, οι τηλεοπτικές μονομαχίες, τα ριάλιτι, οι εκδρομές με το λεωφορείο, το μπουζούκι - τα ακούσματα της εποχής. Όλα ιστορούνται επαξίως, μια προσωπική -πώς αλλιώς;- αναζήτηση του χαμένου χρόνου, με τον μανδύα κάποτε της σάτιρας που γίνεται από πικρή ώς γκροτέσκ...
Η Θεσσαλονίκη στις σελίδες του, οι χαρακτηριστικοί της τύποι τής σήμερον, τόσο όσο, όσο δηλαδή εμπίπτουν στο οπτικό πεδίο του συγγραφέως flaneur, οι τζαμπατζήδες στο Θέατρο Δάσους, εικόνες νοσταλγικές του τόπου, καταγραφές που υπερβαίνουν την ιδιωτική ανάμνηση...
Ο τρόπος της λογοτεχνίας, που αναγνωρίζει και αναδεικνύει τον άνθρωπο μέσα στην ομάδα με τις κοινές εμπειρίες, τον χαρακτήρα, αλλά και τη συνθήκη της εποχής του, αφηγήσεις, ιστορίες, ευτράπελα, το στίγμα του χρόνου, η κουλτούρα του συγκεκριμένου, το μεγαλείο του.
Αξιοθαύμαστος και ο «τρόπος» -ο γλωσσικός και ο αφηγηματικός-, πλήρης έλεγχος του μέσου, αλλά με ελαφράδα και τόλμη. Δοκιμές που ξεκινούν από τη νεωτερική πολυτροπικότητα, τα όρια και τα μοτίβα της γραμμένης αράδας, την κλασική αφήγηση, την παρωδία, την απομαγνητοφώνηση συνομιλιών των μοναχών, τις συνταγές μαγειρικής μέχρι την απροκάλυπτη σάτιρα, αλλά και τον μαγικό ρεαλισμό - την τρυφερότητα ενός παραμυθιού. Το ίδιο και με τα συναισθήματα που προκαλεί. Από το μειδίαμα, την πικρή συγκίνηση, τη νοσταλγία μέχρι το από καρδιάς ασυγκράτητο γέλιο...
Η δύναμη αυτής της συλλογής δεν είναι βεβαίως το γέλιο, που αναμφισβήτητα προκαλεί. Κατά τη γνώμη μου, είναι το πώς ξανακαινουργιώνει και πώς μπολιάζει με νέο υλικό, νέους τρόπους, με δροσιά και φρεσκάδα την ηθογραφία, πώς ανοίγει εκεί νέους δρόμους.