Ο Διονύσης Μαρίνος είναι δημοσιογράφος και έχει κυκλοφορήσει δύο βιβλία, “Τελευταία πόλη” και “Χαμένα κορμιά” ενώ έχει συμμετάσχει και σε συλλογικά έργα. To joytv.gr μίλησε μαζί του με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του ποιητικής συλλογής ‘Αναμνέζα’ από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Είστε αθλητικός δημοσιογράφος, συγγραφέας βιβλίων και πλέον και ποιημάτων. Ποιος τομέας είναι αυτός που θεωρείτε πιο δημιουργικό στην Ελλάδα και γενικότερα;
Η δημιουργία υπάρχει παντού. Αρκεί να θέλεις να την ακουμπήσεις. Και το να ξυπνάς το πρωί εμπεριέχει μια μορφή –δυνητικής- δημιουργίας. Αν απλώς αφήνεις να περνούν οι ώρες από πάνω σου δίχως να τις εκμεταλλευτείς, αν τις αφήσεις να σκορπίζουν σαν στάχτες, τότε έχεις μια ημέρα χαμένη. Κι αν όλες αυτές οι ίδιες ημέρες μαζευτούν, τότε φτιάχνουν μια ολόκληρη ζωή χαμένη, σπαταλημένη. Η δημιουργία είναι η ανάσχεση της φθοράς. Φτιάχνεις κάτι όχι με τη λογική της αυταρέσκειας, αλλά για να ρίξεις μια μικρή γροθιά στο κενό τριγύρω σου. Κι επειδή το κενό έχει πολλές αντοχές, ο αγώνας για δημιουργία είναι μόνιμος και διαρκής. Εντέλει, τι είναι ο δημιουργός; Ένας σκύλος που κυνηγάει την ουρά του.
Η ‘Αναμνέζα’ είναι η πρώτη σας ποιητική συλλογή. Με ποια θέματα καταπιάνεστε;
Η Αnamneza είναι η ανάμνηση. Πολλές φορές συγχέουμε την ανάμνηση με τη μνήμη. Πόσο λάθος κάνουμε! Η μνήμη έχει έναν δικό της μηχανισμό, σχολαστικό το δίχως άλλο. Σε αντίθεση με την ανάμνηση που έχει φιλόνικη διάθεση, της αρέσει να κρύβεται και να εμφανίζεται όποτε εκείνη επιθυμεί. Προσπάθησα, για πρώτη φορά, να αναμετρηθώ με όλες αυτές τις αναμνήσεις –όχι απαραίτητα μόνο δικές μου, αλλά με την ανάμνηση του ίδιου του κόσμου- και επειδή ήταν μια επίπονη διαδικασία που αποζητούσε αρκετό σκάψιμο, οδηγήθηκα στη μορφή των ποιημάτων. Αν μετέτρεπα το συγκεκριμένο υλικό σε μυθιστόρημα, μάλλον θα το υπέσκαπτα και το αποτέλεσμα δεν θα είχε την ολότητα που προσφέρει η ποιητική φόρμα. Τα θέματα είναι κοινά και αιώνια: αγάπη και θάνατος και ζωή: ακαταπαύστως.
Τι είναι αυτό που σας εμπνέει για να γράψετε ένα ποίημα;
Δεν αναζητώ την έμπνευση. Δεν λειτουργώ έτσι. Αντιθέτως, είμαι πολύ παρατηρητικός. Μου αρέσει να κοιτάζω τους ανθρώπους: τι κάνουν, γιατί το κάνουν. Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να ειπωθούν, όπως υπάρχει και μια τεχνική που πρέπει να ακολουθήσεις. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι η έμπνευση, αλλά η καθημερινή δουλειά. Είτε στο χαρτί, είτε στο μυαλό. Ακόμα και αν υπάρχει αυτό που λέμε «έμπνευση», δεν πρέπει να μείνει τίποτα από αυτήν, στην τελική φόρμα του κειμένου. Η λογική μου είναι «άσε τις λέξεις να μιλήσουν. Μην τους κάνεις τον υποβολέα. Ξέρουν καλύτερα από εμάς, τι θέλουν να πουν.
Πιστεύετε ότι οι Έλληνες και περισσότερο οι νέοι άνθρωποι διαβάζουν ποίηση;
Οι νέοι φέρουν την ποίηση εν σπέρματι, μετά γίνονται… μεγάλοι και την χάνουν. Το ίδιο το σώμα μας φέρει ένα σημάδι ποίησης, το μυαλό επίσης. Ακόμα και αυτός που δεν διαβάζει ποίηση, στην πραγματικότητα την κουβαλάει κι ας μην το αντιλαμβάνεται. Η ποίηση δεν διαβάζεται, βιώνεται. Είναι ένα ατόφιο κομμάτι έξαρσης. Ακόμα και η κακή ποίηση φέρει ένα πύκνωμα, μια λάμψη – έστω και θαμπή. Βέβαια, καλό είναι κανείς να ρίχνεται με ζέση στα κείμενα διότι θα τον βοηθήσουν να κάνει την εσωτερική του βουτιά δίχως να… σκάσει. Η ποίηση είναι η μπουκάλα οξυγόνου που χρειάζεσαι όταν βυθίζεσαι ή το ξύλο από το οποίο θα πιαστείς, όντας ναυαγισμένος. Όταν θα την ζητήσεις, θα είναι εκεί να σε περιμένει. Η ποίηση πάντα περιμένει. Σε αντίθεση με τους ανθρώπους.