Είναι τόσο ισχυρές οι αναμνήσεις που τραβούν τη σκέψη προς το παρελθόν; Είναι τόσο κατιούσα η πορεία της ζωής που το μυαλό αναζητά τα ασφαλή, αθώα, αυθεντικά στιγμιότυπα της νιότης;
Κρητικός καφές στη χόβολη:
Νίκη Τρουλλινού
“Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας”
εκδόσεις Εστία
2014
|
Το διήγημα που δεν ρίχνει το βάρος-του στην υπόθεση, αλλά μεταφέρει πιο πολύ μια συμπυκνωμένη συναισθηματική κατάσταση, γενικά δεν μου αρέσει. Φυσικά, χωρίς περιχαρακωμένες αντιλήψεις, προσπαθώ να βλέπω κάθε συλλογή ξεχωριστά, ακόμα περισσότερο κάθε διήγημα ξεχωριστά, ώστε να με κερδίσει το ίδιο και όχι να με καθηλώσει η προκατάληψη που έχω ως αναγνώστης.
Εξ αρχής στα διηγήματα της εξηντάχρονης Κρητικιάς με τράβηξε η γλώσσα-της, που δείχνει συγγραφική προσωπικότητα. Καθόλου εξεζητημένη αλλά πλούσια, γεμάτη, ιδιαίτερη χωρίς να γίνεται ιδιόρρυθμη, σωρευτική σε μερικά σημεία χωρίς να μπουκώνει, άλλοτε λογοτεχνική κι άλλοτε καθημερινή και τρέχουσα. Επειδή θυμίζει λίγο έως πολύ Καρυστιάνη, εγώ αναρωτιέμαι αν η κοινή καταγωγή και η παρόμοια ηλικία, παιδιά μιας γενιάς και μιας πόλης, επέδρασαν στο λογοτεχνικό-τους ιδίωμα. Έχει μερικές πολύ καλές στιγμές που σε χτυπάνε σαν ανακάλυψη, αλλά και σ’ όλο το υπόλοιπο σώμα του κειμένου δεν χάνει την κρουστή-της πάστα.
Από την άλλη, η υπόθεση είναι όντως ασθενική, πιο πολύ σαν ξυλωσιά για να δέσει η συγγραφέας την πέργκολα παρά ως γερή κατασκευή· κι όμως η κληματαριά είναι πλούσια σε συναισθήματα, μερικές φορές πολύχρωμα κι άλλοτε πιο ουδέτερα, συγκινήσεις και σοκ, μικρές και μεγάλες αναταράξεις. Σε πολλά από τα διηγήματα δεσπόζει η αναπόληση μιας παλιάς ζωής, όταν λ.χ. η αφηγήτρια με τις φίλες-της έκαναν πορεία στο έρημο δάσος χωρίς ρούχα. Κι αυτό γίνεται αντικείμενο αφήγησης με νοσταλγία για την αθωότητα, που προβάλλεται και στον τίτλο όλου του τόμου. Το διήγημα με τον τίτλο “Φωτογραφία” είναι ενδεικτικό παράδειγμα της “μνήμης του θνησιγενούς που θέλει να γίνει αιώνιο” και από τα θρύμματα του παρελθόντος να συνθέσει ένα ενιαίο όλο· είναι η ανασύσταση ενός παρωχημένου χρόνου. Γενικότερα, η φωτογραφία ή η οικογενειακή μνήμη παίζει πρωτεύοντα ή δευτερεύοντα ρόλο σε πολλά διηγήματα, κι αυτό, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, γίνεται γιατί έτσι βρίσκονται χαραμάδες διόδου και εξόδου προς το βιωμένο παρελθόν.
Το “1989” είναι η τρισέλιδη ιστορία μιας πόρνης που φροντίζει έναν τυφλό, αυτός της λέει ιστορίες και αυτή του καλύπτει με αγάπη και ανθρωπιά τις ανάγκες-του. Η φροντίδα για τους μετανάστες, η απελευθέρωση ενός πουλιού, η μέριμνα για αναξιοπαθούντες, η γιαγιά που δηλώνει με τη μορφή-της ανυπεράσπιστη κυριαρχούν, όχι με την απαξίωση που προκαλεί ο οίκτος αλλά με την ανθρώπινη έγνοια για κάθε ον που δεινοπαθεί.
Μια τέτοια αναδρομή στο παρελθόν, όπως εκφράζεται με αυτοβιογραφικά-βιωματικά διηγήματα ή με ιστορικά μυθιστορήματα, με αναμνήσεις ή με εθνικά ντοκουμέντα, μου υποβάλλει την ιδέα ότι οι σύγχρονοί-μας συγγραφείς νιώθουν μια έντονη ανασφάλεια για το παρόν και καταφεύγουν σε δοκιμασμένους δρόμους. Το παρελθόν, είτε ως ατομική εμπειρία είτε ως συλλογικό βίωμα, είναι πιο ασφαλές, πιο σταθερό, παρά τις αδιευκρίνιστες πολλές φορές διαστάσεις-του. Όσο ο δημιουργός το αναμοχλεύει και προσπαθεί να το διαβάσει, τόσο ακολουθεί το ησιόδειο σχήμα της καθοδικής πορείας της ανθρωπότητας: η παλιά εποχή κουβαλά μια αυθεντικότητα, μια αθωότητα, ένα βαθιά χωνεμένο έδαφος που μπορεί να στηρίξει ή να τεθεί ως πρότυπο προς το φθαρμένο, επισφαλές, αναξιόπιστο παρόν.