JULES LAFORGUE, Θρυλικές Ιστορίες με Ηθικό Δίδαγμα, εισ. μτφρ. Λητώ Ιωακειμίδου, Εκδόσεις Γαβριηλίδης («Μεταφορές»), δίγλωσση έκδοση, σελ. 353
«Παλιό καμβά ζωγραφισμένο με τον τρόπο των νέων ηθών» χαρακτήριζε ο Ζυλ Λαφόργκ το -θρυλικό έκτοτε- έργο του Θρυλικές Ιστορίες με Ηθικό Δίδαγμα [Moralités Légendaires], σε επιστολή του (Ιούνιος 1886), προς τον φίλο του Gustave Khan. Αν και πολύ λίγο ενδιαφέρουν τον αναγνώστη οι προθέσεις του γάλλου ποιητή, πεζογράφου και κριτικού, γίνεται με την πρώτη ανάγνωση προφανές πως η παραπάνω εξομολόγηση αποδίδει στο έργο τη λογοτεχνική τουλάχιστον ταυτότητά του. Oι Θρυλικές Ιστορίες αποτελούν παρωδίες κλασικών ιστοριών, με ήρωες όπως η Ανδρομέδα, η Σαλώμη, ο Πάρσιφαλ, ο Άμλετ. Ιδεολογική βάση του συγκεκριμένου παρωδείν είναι ο εντατικός συναισθηματισμός του τέλους του 19ου αιώνα, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως «πνεύμα της παρακμής», και αντικείμενό του ορισμένες από τις πλέον πρόσφορες στη συναισθηματική προσέγγιση ιστορίες της μυθολογίας και της λογοτεχνίας. Εννοείται πως οι ιστορίες αυτές, όταν ο Λαφόργκ τις κατέστησε στόχο της ειρωνικής γραφής του, είχαν ήδη αποβάλει το κλασικιστικό ηθικό φορτίο τους και -διατηρώντας τον κλασικό πυρήνα τους- αιωρούνταν ανάμεσα στον ρομαντισμό και τον συμβολισμό. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό τους ήταν που τις εξέθετε εύκολα στην παρωδία. Γιατί η παρωδία ενός έργου τέχνης –σε όλες τις πλευρές της: διακωμώδηση, απομίμηση, διαστροφή- στηρίζεται σε κείνα τα μέρη του, τα οποία εκτίθενται στην υπερβολή, τείνοντας να ξεφύγουν από το αισθητικό και ιδεολογικό πλαίσιο που θέτει εξαρχής το ίδιο το έργο. Ο ρομαντισμός, όσο και ο συμβολισμός, είχαν αποθέσει στους μύθους αυτούς αρκετές υπερβολές. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ειρωνεία του Λαφόργκ σε καμία περίπτωση δεν φτάνει μέχρι τον κλασικό πυρήνα. Ωστόσο, η σημαντικότερη πλευρά τού εγχειρήματος του γάλλου ποιητή, δεν είναι η διακωμώδηση αξιοσέβαστων ηρώων του δυτικού πολιτισμού –πραγματικά απολαυστική για τον αναγνώστη- αλλά το γεγονός πως ο Λαφόργκ δεν διακωμωδεί τελικά το αντικείμενό του, τον «παλιό καμβά» του, τις περίφημες ιστορίες, αλλά τη «ζωγραφική» του, τα σύγχρονά του ήθη, την ίδια του την γραφή. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, ο συγγραφέας διασπάται σε δύο υποκείμενα: το υποκείμενο της φωνής, αυτόν που συνθέτει το έργο χάριν της παραμυθιακής αφήγησης -άμεσα και στη βάση των κωδίκων της εποχής του- και στο υποκείμενο της γραφής, αυτόν που αναστοχάζεται την ύπαρξη του έργου, γράφοντάς το σαν να έγραφε την ιστορία της δημιουργίας του. Ο Λαφόργκ ως ποιητής αξιοποίησε την παραδοσιακή στιχουργία -της οποίας υπήρξε θαυμαστός χειριστής- έτσι ώστε να μην μπορεί ο αναγνώστης ν' αποφασίσει αν παρωδεί και τι παρωδεί, αν ειρωνεύεται και τι ειρωνεύεται, αφού η γραφή του χαρακτηρίζεται από μια γοητεία, που ενεργοποιεί άμεσα την απόλαυση του κειμένου. Σε όλα τα ποιήματά του, όπως και στις Θρυλικές Ιστορίες, η γραφή κατέχει την κορυφή μιας πυραμίδας, της οποίας τις βάσεις κατέχουν η ιδεολογική αφετηρία της ειρωνείας και το αντικείμενό της. Πρόκειται, ασφαλώς, για μια ανατροπή της σχέσης συγγραφέα-κειμένου-αναγνώστη, με μετατόπιση του βάρους στο κείμενο ή –τελικά- στο σύμπτωμα της λογοτεχνικής δραστηριότητας: το κείμενο.
Κι ενώ κατόρθωσε μια τέτοια παραδειγματική τομή στη λογοτεχνία, η Γαλλία φάνηκε ανέτοιμη να τον υποδεχθεί. Τον υποδέχθηκε η αγγλόφωνη ποίηση, όπως την διαμόρφωσαν ο Ezra Pound και ο T.S Eliot. Είναι γνωστή πια η οφειλή στον Λαφόργκ των δύο πρώτων στίχων του Ερωτικού Τραγουδιού του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ [The Love Song of J. Alfred Prufrock] του T.S. Eliot, έστω και αν δεν επαναλήφθηκε. Επαναλήφθηκε όμως κάτι άλλο, πιο παραγωγικό ενδεχομένως: η πνευματική ενάργεια του ποιητή, όπως χαράσσεται στο ποίημα. Η συναισθηματική «μαγεία» της ποίησης είχε πια συνταξιοδοτηθεί. Ο μοντερνισμός την αντικατέστησε με τη γοητεία, μια γοητεία που όφειλε στη ρητορική ακριβώς όσα όφειλε στη σκέψη, στον στοχασμό.
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Ezra Pound, ο οποίος εκτίμησε από πολύ νωρίς την αξία του Λαφόργκ: «Είναι ίσως ο πιο στοχαστικός από όλους τους γάλλους ποιητές και δεν θα περιμέναμε να γίνει αποδεκτός από το ευρύ κοινό στην Αγγλία και την Αμερική... Είναι κατά ενενήντα τοις εκατό κριτικός. Παίζει στα δάχτυλα τα λογοτεχνικά σχήματα και τα clichés, μετατρέποντάς τα σε δημιουργικό υλικό, κάνοντάς τα όχημα έκφρασης των συγκινήσεών του. Και δεν γράφει στη λαϊκή γλώσσα καμιάς χώρας αλλά σε μια διεθνή, εξαιρετικά καλλιεργημένη γλώσσα...» (Ezra Pound: Irony, Laforgue and some Satire, στο Poetry. A Magazine of Verse. Vol. XI. No II. November, 1917. Σσ. 94, 95)
Τα Cantos περιγράφονται εν μέρει στην παραπάνω περιγραφή της γραφής του Λαφόργκ. Και είναι περιγραφή ακριβής. Όπως ακριβές είναι και το γεγονός πως το πλατύ κοινό -και της Γαλλίας- δεν τον αποδέχθηκε. Ούτε καν οι κριτικοί κατάφεραν -ακόμα και μέχρι σήμερα- να κατανοήσουν το εγχείρημά του· ούτε καν να τον ταξινομήσουν. Άλλοι μίλησαν για ύστερο συμβολιστή, άλλοι για ιμπρεσιονιστή και ορισμένοι -το πιο εξωφρενικό- για ρεαλιστή Λαφόργκ.
Συμβολιστής, ιμπρεσιονιστής ή -έστω- ρεαλιστής είναι προφανώς ένας από εκείνους τους ποιητές που ενεργοποίησαν το πάθος, την αφοπλιστικότητα της γοητευτικής παρουσίας, για να σαρκάσουν τον ανιαρό αυτοματισμό της τυποποιημένης ποιητικής «μαγείας», στο κατώφλι ενός αιώνα που έμελλε να θέσει την αποδιοργάνωση της ποίησης ως μοναδική προϋπόθεση για την ανάληψη ενός συνεκτικού ρόλου στο πανηγύρι της θετικότητας. Ο ρόλος αυτός ήταν και είναι: η αφοπλιστικότητα της γοητευτικής παρουσίας. Οι ποιητές σαν τον Λαφόργκ κάθε άλλο παρά παρακμιακοί υπήρξαν. Η αισθητική αξιοποίηση της κατάρρευσης των παχύσαρκων συναισθημάτων της ρομαντικής δεξιάς, δεν είναι παρά μια προσπάθεια κάθαρσης, που ενεργοποιεί το δονκιχωτικό ένστικτο. Κάθε πολιτισμός που φτάνει στο χείλος του τάφου του, οφείλει να δώσει μια παράσταση -ή μάλλον κάποιο είδος τελετής αποστράτευσης σημασιών-, στη διάρκεια της οποίας θα επαναλάβει τελετουργικά τον εαυτό του. Η κωμωδία που θα προκύψει από την σύγκρουση της αρχής της επιθυμίας –όπως σημάνθηκε από το παρελθόν- με την αρχή της πραγματικότητας, που δεν έχει ακόμα άλλη σημασία από τη γυμνή, στυγνή παρουσία της, θα καλύψει προσώρας την ιστορική μηχανή που δουλεύει ακατάπαυτα μπροστά στο σκοτάδι του νεκρικού λάκκου. Ωστόσο, αυτό που συντελείται στην κωμική μάχη του κάθε Δον Κιχώτη με τον κάθε μύλο, είναι ήδη η συγκρότηση μιας νέας παρακαταθήκης σημασιών. Αν ο πολιτισμός που πεθαίνει δεν πάσχιζε λίγο πριν τον θάνατό του να δημιουργήσει μιαν αλλόκοτη αυτοπροσωπογραφία -εκθέτοντας τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του ρητορικού οπλοστασίου του- η ιστορικά καθορισμένη δυναμική δομή σημασιών -για να θυμηθούμε τη μεγάλη επιστημολογική συμβολή του Lukács- δεν θα οδηγούσε παρά σε έναν ασήμαντο κόσμο, σέρνοντας πίσω της τα εκθέματα ενός γραφικού παλιατζίδικου-μουσείου.
Οι στιγμές αυτές δεν έχουν τίποτα παρακμιακό και οι ποιητές τους -ιδίως ο Λαφόργκ- δεν έχουν τίποτα νοσηρό. Κοιτάζουν προς το μέλλον, με τον τρόπο που κοιτάζει τον θεατή -και λίγο κάτω αριστερά- εκείνος ο άγγελος του Κλέε: μια αγωνία που αν την κοιτάξεις προσεκτικά θα δεις πως κρύβει ένα παράπονο. «Εσύ θεατή, αναγνώστη, θα είσαι εκεί. Εγώ τελειώνω!».
Και πρέπει να επισημάνουμε -δεδομένου ότι οι Θρυλικές Ιστορίες είναι το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του Λαφόργκ, που μεταφράζεται στα ελληνικά- πως δεν μας είναι ξένη αυτή η ποιητική, αφού ο Καρυωτάκης συγκρότησε την πνευματική του περιοχή στη βάση του λαφοργκικού αυτοσαρκασμού. Δείχνει εκείνος, δηλαδή, οι αλύπητοι στον σαρκασμό τους στίχοι: «Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε./ Μας διώχνουνε τα πράγματα, κ' η ποίησις/ είναι το καταφύγιο που φθονούμε» (Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες... στο Ελεγεία και Σάτιρες, Αθήνα, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «ΑΘΗΝΑ», 1927. σ. 83)
Αυτή η συνέχεια της ποίησης του Λαφόργκ στην ελληνική ποίηση φιλολογικά παραμένει βουβή, από τη στιγμή που μόνον ο Σεφέρης μίλησε για τις οφειλές του στον Γάλλο, μάλλον υπαινισσόμενος πως η προσωπική συμβολή του στην ελληνική ποίηση είναι ανάλογη με τη συμβολή του T.S Eliot στην αγγλική... Αλλά ακόμα κι αν δεν μπορούν να εντοπιστούν λαφοργκικά στοιχεία στην ποίηση του Σεφέρη -παρά μόνο μέσω του T.S Eliot, του οποίου τη γραφή μιμήθηκε- είναι μάλλον αδύνατον να ολοκληρώσουμε την εικόνα τουλάχιστον του Καρυωτάκη, δίχως την παρουσία του Λαφόργκ στην ελληνική γλώσσα και, φυσικά, αδύνατον να συντονιστούμε απόλυτα με το ευρωπαϊκό περιβάλλον, όσες ιστορικές προϋποθέσεις και αν έχει η ποίησή μας.