Συνέντευξη στην Σοφία Ιορδανίδου
Μετά από επτά μήνες αδιάκοπης προσπάθειας για να μπορέσω να κλείσω την συνέντευξη, βρέθηκα στο Μαρούσι, όπου ζούσε ο Τσαρούχης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Στέκομαι μπροστά στην πόρτα του, έτοιμη για την συνέντευξη. Χτυπώ το κουδούνι και στέκομαι εκεί να θαυμάζω τον κήπο. Σκέφτομαι πως η ιερή στιγμή έφτασε. Θα συναντήσω τον σοφό γέροντα της Ελλάδας. Ένας νεαρός απάντησε στο κουδούνι, του είπα ότι έχω ραντεβού, αλλά έπρεπε να το τσεκάρει και ο ίδιος με τον Τσαρούχη. Παρά το γεγονός ότι η εσωτερική και εξωτερική εμφάνιση δείχνει παραμελημένη, το σπίτι όπου ζει ο Τσαρούχης επρόκειτο να γίνει μουσείο, έμαθα: «Ινστιτούτο Γιάννη Τσαρούχη», για να είμαι ακριβής.
Ο κήπος και η γοητευτική φιλοξενία του Τσαρούχη, λειτουργεί ως ρυθμιστικό στον βρυχηθμό του έξω κόσμου. Είχα ακούσει κάποτε ότι ο Τσαρούχης είχε κληρονομήσει αυτό το σπίτι, αλλά όπως μου είπε ο ίδιος, το είχε χτίσει ο ίδιος το 1963. Ήθελε να το χτίσει στο παλιό παραδοσιακό ύφος του Αμαρουσίου, αλλά η Πολεοδομία δεν του το επέτρεψε κι έτσι το έχτισε με νεοκλασικό ύφος.Μέσα στο σπίτι, μόνον ελάχιστα έως καθόλου, μπορεί να ακούει ή να βλέπει το… ξέφτισμα του έξω κόσμου. Τα δέντρα με το πλούσιο φύλλωμα που περιβάλλουν το σπίτι, το έχουν μετατρέψει σε ένα τέλειο φρούριο για τον καλλιτέχνη.
Ανακάλυψα γρήγορα ότι ο Τσαρούχης είναι τελειομανής. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, δεν έδειξε να κουράζεται, επαναλαμβάνοντας τον εαυτό του, ώστε να είναι σίγουρος πως έχω κατανοήσει ότι μου έχει πει.Όταν μιλάει, δεν μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητός. Η νόσος του Πάρκινσον αποτελεί εμπόδιο στη ροή της συνομιλίας. Έχει δώσει πολλές συνεντεύξεις και κάποιοι μπορεί να αναρωτιούνται: «γιατί θα πρέπει να δώσει μία ακόμη, τι άλλο έχει να πει…», τους ακούω να ψιθυρίζουν. Αλλά εγώ είμαι σίγουρη ότι έχει κάτι καινούργιο έχει να πει!
Ο Γιάννης Τσαρούχης θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Έλληνας Πικάσο. Είναι το τρομερό παιδί, του οποίου ο τρόπος ζωής έχει συγκλονίσει την αθηναϊκή μεσαία τάξη. Για πρώτη φορά έγινε γνωστός όταν μετέτρεψε σε έργα τέχνης, ελληνικά παραδοσιακά θέματα. Απαθανάτισε ταερειπωμένα καφενεία γύρω στην Πλατεία Ομονοίας και στον Πειραιά, λίγο πριν κατεδαφιστούν. Ζωγράφισε Ελληνίδες ντυμένες μεπαραδοσιακές στολές να στέκονται στην πόρτα του σπιτιού τους στο χωριό. Έλληνες ναυτικούς σε αρχετυπικές εικόνες. Χρησιμοποίησε θέματα από τις ελληνικές τραγωδίες και τις έκανες σύγχρονες και παρεμβατικές. Τη δεκαετία του ’50 ξεκίνησε να ζωγραφίζει ένα τολμηρό θέμα: το αντδρικό γυμνό!
Τα τελευταία χρόνια, ο Τσαρούχης έχει εξελιχθεί σε δημοφιλή… λέκτορα και οι δηλώσεις του για την τέχνη, την πολιτική και την ζωή, του έχουν δώσει την θέση του επικεφαλής στο «μαντείο» των καλλιτεχνών, των συγγραφέων, των ανθρώπων του δρόμου.
Η συνέντευξη δόθηκε μια ζεστή και ηλιόλουστη μέρα του Νοέμβρη. Αφού μιλήσαμε για λίγο στον κήπο, ο Τσαρούχης πρότεινε να μπούμε μέσα.
Στις έντεκα ακριβώς, ήταν έτοιμος για την συνέντευξη. Ξαπλωμένος σε ένα παλιό σιδερένιο κρεβάτι, άρχισε να μιλάει. Φορούσε ένα μακρύ λευκό νυχτικό. Το σώμα του αδύνατο, τα άσπρα του μαλλιά λεπτά και άτακτα. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο, όμορφα παρακμιακή.
Παρ’ ό,τι έδειχνε κουρασμένος, μόλις του έκανα την πρώτη του ερώτηση… «ζωντάνεψε». Σηκώθηκε και μου έδειξε όλο το σπίτι και το studio, μιλώντας ζεστά, μαλακά, άλλα δύσκολο να γίνει κατανοητός. Με ξενάγησε στο ιερό εργαστήριο – ένα μικρό δωμάτιο γεμάτο με ολοκληρωμένα αλλά και ημιτελή έργα (κυρίως γυμνών νεαρών αγοριών), μπογιές, πινέλα, καμβάδες, κορνίζες, μάσκες, άλμπουμ φωτογραφιών, σημειωματάρια, λουλούδια και μια υπέροχη πολυθρόνα με ένα μαξιλάρι από μετάξι που ήταν ζωγραφισμένο στο χέρι και δίπλα ένας παλιός σκαλιστός καθρέφτης.
-Πώς αντιλαμβάνεστε έναν πίνακα ζωγραφικής; Από που προέρχονται τα θέματα σας;
«Είναι πιθανό, ένα θέμα που ενδιαφέρει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, να μην ενδιαφέρει κανέναν άλλον, ένα καμένο σπίτι, ένα σπασμένο κουτί, ένας ασήμαντος άνθρωπος. Όμως, θα μπορούσε να είναι λόγος ύπαρξης για έναν πίνακα ζωγραφικής. Ο καλλιτέχνης δίνει το πάθος του. Τα παπούτσια του Βαν Γκογκ ξεκίνησαν από ένα ασήμαντο θέμα. Ο Τένεσι Ουίλιαμς έγραψε για ασήμαντα θέματα, αλλά εξαιτίας της αγάπη του και της γραφής του, έγιναν αριστουργήματα. Το τι θα κάνουμε με τα θέματα μας, είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να είναι κάτι ιερό. Στην πραγματικότητα, τα θέματά μου ξεκίνησαν να βλασταίνουν πολλά χρόνια πριν τα ζωγραφίσω. Η ζωγραφική είναι πλήρως οργανωμένη στο μυαλό μου, ακόμη και τα χρώματα που σκοπεύω να χρησιμοποιήσω, αν και βέβαια τα πράγματα ορισμένες φορές δεν είναι πάντα όπως ακριβώς τα έχω φανταστεί».
-Τι είδους δυσκολίες αντιμετωπίζετε όταν ζωγραφίζετε;
«Μία πολύ μεγάλη! Από τότε που ήμουν οκτώ χρόνων –όταν άρχισα να ζωγραφίζω- είχα έναν φόβο για τα πινέλα. Είναι συχνό φαινόμενο να μην Συχνά δε μπορώ να κρατήσω εύκολα ένα πινέλο. Επιπλέον, πρέπει να πείσω τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι το χαρτί, ο καμβάς είναι κάτι ζωντανό, πραγματικό…. κι έχω πρόβλημα με αυτό. Η πειθώ ενός έργου τέχνης εξαρτάται από το πόσο πιστευτή είναι η ζωγραφική».
ζωγραφίζετε;
«Για μένα ένας πίνακας πρέπει να ξεκινά και να τελειώνει με χρώμα. Το σχέδιο έρχεται μέσα από την διάταξη των χρωμάτων. Τα έργα της Αναγέννησης ξεκινούν με το σχέδιο και μετά μπαίνουν τα χρώματα. Αυτό είναι λάθος, γιατί το χρώμα είναι το μέσον. Είναι καλύτερο ναν αναζητήσεις το σχέδιο μετά. Παίρνει πολύ χρόνο για να μεταφέρεις το χρώμα στο σχέδιο».
-Πάντα σχεδιάζετε τους πίνακες σας;
«Το σχέδιο είναι σαν μια άσκηση. Πρέπει να την κάνουμε».
-Υπάρχει ένας συγκεκριμένος ζωγράφος που σας έχει βοηθήσει στο έργο σας;
«Αρκετοί, με βοήθησαν κι εγώ μετά τους ανταπέδωσα την βοήθεια τους. Πήρα ιδέες από άλλους καλλιτέχνες και τις ενσωμάτωσα στο έργο μου. Ο ζωγράφος Βασιλόπουλος με επηρέασε βαθιά. Αργότερα γνώρισα τον Κόντογλου και στην συνέχεια τον Παρθένη. Ο Παρθένης με αγαπούσε, αλλά στο τέλος είπε ότι δεν του άρεσε η δουλειά μου γιατί ήταν πολύ σουρεαλιστική. Ο Θεόφιλος με επηρέασε πάρα πολύ. Απ’ όλους πήρα κάτι και τα χρησιμοποίησα μέσα από ένα φίλτρο».
-Πώς γίνατε ζωγράφος;
«Πραγματικά δεν ξέρω. Όταν ήμουν μικρό παιδί ζωγράφιζα αγίους κι έκανα τα πρόσωπα τους μαύρα, επειδή σε παλιές εικόνες, τα πρόσωπα των αγίων είναι μαύρα. Εκτός απ’ αυτό, ήταν πολύ πιο εύκολο για μένα να τα κάνω μαύρα. Δεν ξέρω πώς έγινα ζωγράφος. Μου άρεσε πάρα πολύ το θέατρο. Στην αρχή δούλεψα φτιάχνοντας σκηνικά για τον Κάρολο Κουν. Μετά στην Κοτοπούλη. Είχε χρήματα κι εγώ είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω στο εξωτερικό και έτσι να δω τι συμβαίνει έξω από την Ελλάδα. Πριν από αυτό, όμως, σπούδασα στην Σχολή Φώτου Πολίτη».
-Οι δάσκαλοι σας ενθάρρυναν; Σας έδειξε κάποιος ότι θα μπορούσατε να γίνεται ένας μεγάλος ζωγράφος;
«Κανένας! Ωστόσο σπούδασα στην Σχολή Καλών Τεχνών για επτά χρόνια, αλλά το πρώτο μου έργο ήταν με το θέατρο, στον σχεδιασμό των σκηνικών».
-Ποια είναι τα σύγχρονα ρεύματα τέχνης και σε ποιο βαθμό διαφέρουν απ΄ ό,τι εθεωρείτο σύγχρονο στην εποχή σας;
«Όταν πρωτόπιασα το πινέλο, στην μόδα ήταν οι ιμπρεσιονιστές. Θεωρήθηκαν “επαναστάτες”. Στη συνέχεια, ο κόσμος τους συνήθισε κι έτσι έγιναν αποδεκτοί. Αργότερα, υπήρξε ο κυβισμός, ο σουρεαλισμός και στη συνέχεια ο μοντερνισμός. Όλα αυτά τα ρεύματα υπήρχαν. Είμαι της σουρεαλιστικής εποχής κι έκανα την δική μου επανάσταση. Δημιούργησα σουρεαλιστικά έργα που νέοι καλλιτέχνες δεν κάνουν πια. Ο κόσμος έχει αλλάξει. Δεν υπάρχει μοντερνισμός, ο μοντερνισμός είναι ένα ανόητο πράγμα. Σκοπός μας θα πρέπει να είναι να συνεχίσουμε την δική μας παράδοση στην ζωγραφική. Εμείς οι έλληνες έχουμε δύο σημαντικές παραδόσεις, την βυζαντινή και την σύγχρονη. Αυτό είναι σοβαρό».
-Αν έπρεπε να ζήσετε την ζωή σας ξανά, θα επιλέγατε τη ζωή ενός ζωγράφου;
«Όχι, θα προτιμούσα να γίνω αγρότης και στον ελεύθερο χρόνο μου, θα μπορούσα να βάφω. Έτσι, θα απέφευγα το εμπόριο έργων τέχνης. Το εμπόριο της τέχνης και η εμπορικότητα είναι τρομερά πράγματα».
-Γιατί αγρότης; Πιο κοντά στην φύση;
«Πράγματι, είχα το δικό μου αγρόκτημα στο Παρίσι από το 1968 μέχρι και το 1980. Ήταν δύσκολο. Δεν είχα την δύναμη να φροντίσω την γη. Ήμουν γέρος».
-Ποιο είναι το ποιο σημαντικό προσωπικό χαρακτηριστικό, με το οποίο πρέπει να είναι οπλισμένος ένας ζωγράφος;
«Η πειθαρχία. Ένας ζωγράφος πρέπει να είναι πειθαρχημένος και ειλικρινής με τον εαυτό του. Οφείλουμε να απελευθερωνόμαστε από τον εαυτό μας μέσω της πειθαρχίας. Μόνον όταν κάποιος έχει πειθαρχία, ανακαλύπτει το αληθινό νόημα της ζωής. Δραπετεύει από τα πάθη και τις αδυναμίες και φτάνει στην αντικειμενικότητα. Αυτό έκαναν οι Αρχαίοι Έλληνες».