Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Γιώργος Χ. Θεοχάρης "Με δεμένα μάτια"




Στον Μάρκο Μέσκο

Χαράματα Δευτέρας 14 Φεβρουαρίου, πέμπτη χρονιά η πατρίδα στο γύψο, ξεκινάμε από το παγωμένο Πολύκαστρο για την περιοχή Σκρα ντι Λέγκεν. Εβδομάδα ασκήσεων χειμερινής διαβίωσης. Παρατηρητήριο αξιωματικών του ΝΑΤΟ. Περνάμε τον γκρίζο, υπερόπτη, μονόδρομο Αξιό. Κινούμαστε αντίθετα στη ροή του. Από το ύψωμα του Φανού διακρίνουμε, μέσα σε αραιή ομίχλη, τη Γευγελή. Τα πολυβόλα κι οι όλμοι στήνονται στο λόφο του Άϊ-Γιώργη. Οι πεζοπόροι παίρνουμε θέση στο ρέμα του Κοτζά Ντερέ, προσμένοντας το σύνθημα της επίθεσης. Στόχος να καταλάβουμε εξ εφόδου τα ερείπια του γαλλικού νοσοκομείου, απέναντι. Εκεί το στρατηγείο των ερυθρών, υποτίθεται. Βολές πυροβολικού. Οι ολμιστές χτυπούν το στόχο με πραγματικά πυρά. Σε λίγο κροτάλισμα των πολυβόλων. «Έτοιμοι!» η φωνή του ανθυπολοχαγού. «Έφοδος!» Χυνόμαστε στον ανήφορο με εφ’ όπλου λόγχη κραυγάζοντας «αέρα!». Πριν οι τελευταίοι αφήσουμε τη θέση εφόρμησης ένα βλήμα όλμου σκάει μέσα στο ρεματάκι, κοντά μας. Καταιγισμός από πέτρες, νερά, κομματιασμένα σκλήθρα και κληματσίδες. Πανικός. Ο βοηθός ολμιστής, είναι φανερό, έκανε λανθασμένη μέτρηση αζιμούθιου και γωνιών ανύψωσης. Ο λόχος, σύσσωμος, οπισθοχωρεί. Τα ουρλιαχτά του ανθυπολοχαγού στο βρόντο. «Συνεχίστε!», «Μη φοβάστε ρε! Θα γίνουμε ρεζίλι στους νατοϊκούς!», «Θα σας γαμήσω κωλόπαιδα! Θα σας περάσω στρατοδικείο!». Όλμοι και πολυβόλα συνεχίζουν να χτυπούν στα ερείπια. Κρυβόμαστε όπου βρήκε καθένας. Να βγούμε απ’ το πεδίο βολής. Δίνεται, επιτέλους, διαταγή διακοπής της άσκησης. Βγαίνουμε απ’ τις τρύπες μας. Ο μέραρχος ουρλιάζει. Μοιράζει φυλακές εικοσαήμερες. Οι ποινές θα εκτελεστούν ύστερα από επτά μέρες. Όταν τελειώσει η εβδομάδα της άσκησης. Μαζεύουμε. Ανεβαίνουμε στα REO. Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής μέσα σε γαμοσταυρίδια των αξιωματικών. Οι επιλοχίες βρίζουν πέντε κλίμακες ψηλότερα.

Φτάνουμε στην Αξιούπολη. Κι ύστερα, δεξιότερα, περνάμε τη Γοργόπη. Και τη Γουμένισσα. Αριστερά ο δρόμος κατεβαίνει προς Γιαννιτσά. Και μακρύτερα για τη Σκύδρα. Εκεί, μια στις δεκαπέντε συνοδεία για παράδοση και παραλαβή λινοστολής στα στρατιωτικά πλυντήρια. Περνάμε τη Γρίβα και την Καστανερή. Μπροστά μας το γαλάζιο Πάικο αμετακίνητο. Εδώ, στα ριζά, ο φρουρός στο φυλάκιο. Η χοντρή αλυσίδα εγκάρσια στον χωματόδρομο. Η πινακίδα: «Προσοχή! Στρατιωτική περιοχή. Απαγορεύεται η διέλευσις άνευ αδείας». Ο φρουρός ανοίγει το πέρασμα. Η φάλαγγα κινείται αργά. Καστανιές. Βελανιδιές. Και πιο πάνω αγέρωχες οξιές. Γυμνά επιβλητικά κλαδιά σαν να προσεύχονται ή να μουντζώνουν. Στα μισά της ανάβασης αποβίβαση. Αναλαμβάνουμε εξάρτηση εκστρατείας. Ανεβαίνουμε οδοιπορώντας. Παγωνιά. Κάτι τσιουρτσιουλένια πετάνε αναμαλλιασμένα πού και πού. Οι κνήμες βουλιάζουν στα φύλλα της οξιάς. Λίγο πριν φτάσουμε στο οροπέδιο ένα μουλάρι ξεκαπίστρωτο φεύγει πέρα φρουμάζοντας. Ψηλά η Γκόλα-Τσούκα κατάλευκη. Φτάνουμε κατάκοποι στα Λιβάδια. Στοιχιζόμαστε κατά λόχο. Αποθέτουμε. Οριοθετείται ο χώρος εγκατάστασης. Ανά δύο στήνουμε τα σκοινάκια. Μοιράζεται ξηρά τροφή. Μισή κουραμάνα, κονσέρβα corned beef. Άπαξ της ημέρας. Συμπλήρωμα συσσιτίου θα εξασφαλίζει καθένας απ’ τα πατατοχώραφα του οροπέδιου. Και απ’ όπου αλλού βρει. Η μονάδα θα παρέχει μονάχα το τσάι. Ορίζονται οι σκοπιές. Μοιράζονται στους φρουρούς και στην έφοδο τα συνθηματικά. Πέφτουμε ξεροί για ύπνο. Η υγρασία περονιάζει τα κόκκαλα.

Ασκήσεις μάχης ανοιχτού πεδίου, τις δυο επόμενες μέρες. Μέχρι το μεσημέρι. Ύστερα ξεχώνουμε πατάτες. Πού και πού κάλυκες από σφαίρες. Βάζω έναν στην τσέπη. Περιμετρικά στο καψύλλιο χαραγμένο: Ελληνικόν καλυκοποιείον 1932. Ποια ζωή τελείωσε το βλήμα της; Ποια μάνα μαυροφόρεσε; Σε ποιον πικρό τόπο; Ποια αγαπημένη; Ανάβουμε φωτιές. Δυο-δυο, τρεις-τρεις. Φτιάχνουμε θράκα. Ψήνουμε. Τρώμε. Τη νύχτα της Τετάρτης ανοίγουν οι ουρανοί. Περνάει νερό στις σκηνές. Άρον-άρον βαθαίνουμε, με τα σκαπανικά, τ’ αυλάκια περιμετρικά. Λάσπη. Μουσκίδι. Αγρύπνια. Το πρωί προσπάθεια να στεγνώσουμε τα ρούχα στη φωτιά. Πριν από κάθε τι κουβέρτες και κάλτσες. Ξαναπιάνει βροχή. Απελπισία. Ο Νίκος Μπαλιαμπάλιας, κοντοχωριανός μου, μούσκεμα ως το κόκκαλο, βάνει τα κλάματα. Ένας καραβανάς αρχιλοχίας τον αποπαίρνει: «Αρχίδια δεν έχεις ρε κηδεία;!» Ο Νίκος κάνει πιο πέρα κλωτσώντας με μανία ό,τι βρίσκει στο χώμα και φεύγει όπως λαβωμένο ζώο στο δάσος

Δυο διμοιρίες ειδοποιούνται για την επόμενη, τελική, άσκηση. Είμαστε οι κυανοί –(είναι κι ετούτος ένας τρόπος ανανήψεως, νομίζουν. Μία απόπειρα να μας πιέσουν ψυχικά βαφτίζοντάς μας «κυανούς», εμάς, ένα ολόκληρο Τάγμα ανεπιθυμήτων, αν εξαιρέσει κανένας το λόχο Διοικήσεως, άλλος χαρακτηρισμένος Α, από τη δράση συγγενούς στην Κατοχή, στον Εμφύλιο, στην ΕΔΑ, στους Λαμπράκηδες κι άλλος Β, απ΄ την προσωπική του ένταξη στην αντιχουντική δράση). Θα επιτεθούμε να καταλάβουμε μια φρουρά των ερυθρών. Να την αιχμαλωτίσουμε. Θα ξεκινήσουμε τα μεσάνυχτα. Η επίθεση θα εκδηλωθεί πρωί της Παρασκευής. Οπλισμός ελαφρύς. Πιστόλια, ξιφολόγχες, ημιαυτόματα Thomson. Ξηρά τροφή στα σακίδια. Μισή κονσέρβα corned beef και 10 γαλέτες. Παραλαμβάνουμε. Έτος παραγωγής γαλέτας: 1953. Μοιράζονται συνθηματικά. Σύνθημα: Βουκεφάλας. Παρασύνθημα: Υδάσπη. Ξεκινάμε στις 00:15. Κατεβαίνουμε τη δυτική πλευρά του βουνού. Η φρουρά των ερυθρών σ΄ ένα μετόχι της  Μονής Αρχαγγέλου Μιχαήλ, έξω από το χωρίο Αρχάγγελος, βορειοδυτικά όπως κατεβαίνουμε το Πάικο. Στα μισά της κατάβασης σταματάμε. Οι επικεφαλής επιλοχίες μάς δένουν τα μάτια. Σε φάλαγγα κατ’ άνδρα δενόμαστε, ανά δέκα, με τριχιά απ’ τη μέση. Απόσταση επόμενου από τον μπροστινό του ως ένα μέτρο. Συνεχίζουμε την κατάβαση στα τυφλά. Αργά. Φοβισμένα. Οι επιλοχίες επιτηρούν. Ο πρώτος κάθε δεκάδας ψαχουλεύει τον αέρα να εξασφαλίσει κενό πέρασμα σε κάθε βήμα. Ακούμε το γκουπ από το κράνος του πάνω στους κορμούς των δέντρων. Σε κάθε του παραπάτημα σωριάζεται ολόκληρος ο κωμικός συρμός. Μια ώρα αργότερα σταματά το μαρτύριο. Ανοίγουν πάλι τα μάτια μας. Πορευόμαστε στα ισώματα της Άνω Αλμωπίας. Αχάραγα φτάνουμε στην περίμετρο του στόχου. Ένα εκκλησάκι παλαιικό. Δεξιά από την είσοδο δυο κελιά. Ανεβαίνει κανένας με εξωτερική σκάλα. Μπροστά έν’ αυλιδάκι ίσαμε ένα μεγάλο αλώνι. Στη μέση μια ξερακιανή μυγδαλιά. Διασκορπιζόμαστε ολόγυρα. Εξασφαλίζουμε κάλυψη. Μπουσουλώντας ανοίγω τόπο με την ξιφολόγχη σε μιαν αγκαθιά. Χώνομαι μέσα γονατιστός. Χαράζει. Ένας ερυθρός εμφανίζεται. Με πλήρη εξάρτηση. Το Μ1 με τον αορτήρα περασμένο στον ώμο. Διαλέγει μια πορεία. Περιπολώντας κάνει εγγεγραμμένα τρίγωνα στον κύκλο της αυλής. Πλησιάζοντας στο γιατάκι μου ακούω την ανάσα του. Κρατάω τη δικιά μου. Περνάνε οι ώρες. Οι αγκώνες μου πιάνονται. Μουδιάζω. Κατά τις δέκα ο στρατιώτης του εχθρού βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της αυλής. Ο διμοιρίτης μας, στην απέναντι θέση, σέρνεται μαλακά στην κρυψώνα του. Ο σκοπός γυρίζει αυτόματα. Στήνει αφτί. Ένας δικός μας πετάγεται. Τον ρίχνει μπρούμυτα. Του ακουμπά την ξιφολόγχη στο λαιμό. Παραδίνεται. Δεν βγάζει μιλιά. Οι κανόνες της άσκησης, βλέπεις. Κάποιοι τον δένουν χειροπόδαρα. Οι υπόλοιποι ανεβαίνουμε τη σκάλα. Αθόρυβα πιάνουμε θέσεις αριστερά-δεξιά στις πόρτες των κελιών. Με τα μάτια δίνεται η εντολή για την έφοδο. Με γερές κλωτσιές παραβιάζονται οι πόρτες. Εισβάλουμε. «Ψηλά τα χέρια! μην κουνηθείτε!», ουρλιάζουμε. Είναι τέσσερις στρατιώτες από άλλη μονάδα. Άγνωστοι. Ανυπόδητοι. Ότι έχουν ξυπνήσει. Οσμή από τσίπουρο και λουκάνικο. Τους αφήνουμε να ντυθούν φρουρούμενοι. Τους επιτηρούμε με τα αυτόματα. Κάποιος ρωτάει γιατί δεν ήσαν σε ετοιμότητα απόκρουσης επίθεσης; Ένας απαντάει πως, αφού, έτσι κι αλλιώς, η άσκηση ήταν σχεδιασμένη να νικήσουν οι κυανοί είπανε να καλοπεράσουν ένα εικοσιτετράωρο. «Καλύτερα ερυθρός και λούφα, σειρά, παρά κυανός και ξεθεωμένος», συμπλήρωσε. Μας κέρασε άφιλτρα. «Πιείτε κι ένα τσίπουρο να ζεστάνετε το μέσα σας», είπε και μας έδωσε το μπουκάλι. Σε λίγο βγήκαμε. Οι υπόλοιποι έχουν κρεμάσει, από τα πόδια, τον φρουρό του εχθρού στη μυγδαλιά. Ένας επιλοχίας ρίχνει μια κόκκινη φωτοβολίδα. Παίρνει κάποια απάντηση στον ασύρματο. «Λήξις ασκήσεως», φωνάζει. Κατεβάζουμε τον κρεμασμένο. Παίρνουμε όλοι μαζί, κυανοί κι’ ερυθροί, το δρόμο της επιστροφής. Σηκώνω το βλέμμα μου. Βόρεια και δυτικά ανεμίζουν περήφανες οι κορφές του Πίνοβου, του Καϊμάκτσαλαν κι η γρανιτένια γροθιά της Τζένας. Στην πλάτη μας το πάναγνο Βέρμιον μακρινό σιωπηλό. Πιο πάνω περιμένουν τα REO. Επιβιβαζόμαστε. Φτάνουμε στην Περίκλεια. Στροφή αριστερά. Περνάμε το χωριό Νότια. Και το Αετοχώρι. Έξω απ΄ τη Φούστανη βρίσκονται οι υπόλοιπες μονάδες. Συγκρότηση όπως-όπως. Οι μάχιμοι λόχοι θα παρελάσουν στη Φούστανη. Ξεκινάμε. Η μπάντα της Μεραρχίας παιανίζει «Μαύρ’ είν’ η νύχτα στα βουνά», «Μακεδονία ξακουστή» και άλλα εύηχα. Περνάμε, κατάκοποι, μπρος από την εξέδρα. Κεφαλή δεξιά ‘π! Επιτέλους τελείωσε… Άδεια σακιά ανεβαίνουμε ξανά στα οχήματα. Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής στη βάση μας…

*

Δυο χρόνια κοντά σας. Στης αγκαλιά σας τη θαλπωρή. Στο χνώτο της αγάπης σας. Στη ζεστασιά της ανθρωπιάς σας. Άνθρωποι και τόποι και τρόποι του Κιλκίς και της Πέλλας. Αξιέ, ποτάμι μου, το μουρμουρητό των νερών σου νανούρισε τη μοναξιά μου στις σκοπιές τις άγριες νύχτες. Βαρδάρη, άνεμε πού ‘φερνες φρεσκάδα του βορρά και δεν μπορούσαν ν΄ απαγορέψουνε στο σύνορο την είσοδό σου οι στρατοκράτες. Βαρδάρη, αγέρα μου, έτρεμε το φυλλοκάρδι της μάνας μου βλέποντας το γιο της στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με το χιόνι σε διαγώνιες ριπές απ’ την ορμή σου. Ζάβαλη μάικω και μητέρα και μάνα και μα… Βουνά μου, περήφανα βουνά, Πάικο και Τζένα και Πίνοβο και Καϊμάκτσαλαν και Καρακάμεν με τα κόκκινα ξέφωτα. Αγέρωχα βουνά, κάτω απ’ τον μολυβένιον ουρανό, αξιώθηκα και μέτρησα τα χνάρια του αγριμιού πάνω στο χιόνι, ακούγοντας τα βογκητά των σκοτωμένων του Εμφυλίου μέσα στο στέρνο σας. Πόσες φορές αναρωτήθηκα τα ίχνη των πελμάτων μου που οδηγούν την πληγωμένη μου νιότη. Ξωκλήσι του Άϊ-Γκιώργκη, στο ταπεινό στασίδι σου καταπράυνα την απόγνωσή μου ρίχνοντας άνθη στο καταραμένο φίδι, έτσι καθώς σπαρτάραγε, τρυπημένο από το δόρυ του τροπαιοφόρου, στην εικόνα. Ρίχνοντας άνθη φιμωμένου λόγου στο φιλιατρό που μόλεψεν η ύβρις του χουντόδρακου.

Κι ώ! πώς σας νοσταλγώ τοπία της ερημιάς μου… Αγκαθωτά χωριά που γίνατε χλόη παρηγοριάς και φράχτης προστασίας για τόσους και τόσους κεκαρμένους κι αποσυνάγωγους.  Κι αφού μακεδονίτικα πουλιά λαλούν μακεδονίτικα, έτσι λαλώ κι εγώ πατρίδες της νιότης μου προσαγορεύοντάς σας: Χαίρετε, λοιπόν, Ματσούκοβο, Σέχοβο, Ραγκούνοβετς, Μποέμιτσα, Πάζαρ! Χαίρε, με τα χάλκινά σου, Γκούμεντζα! Χαίρε πράσινο Βέρτικοπ! Χαίρετε Μάγκιανταγκ, Λούμνιτσα, Κούκουσκο, Κρίβα, Μπαρόβιτσα! Χαίρε Γκόλεμο Λιβάντι μες στην ομίχλη! Χαίρετε Όσσιανη, Τούδορτσι, Φούστανι, Τούσιανι, Γεντίκοϊ, Τσέρνα-Ρέκα, Κουφάλεβο, Μπάλτζα, Καριότιτσα, Λοζάνοβο, Κουζούσιανι Ρουσίλοβο! Χαίρετε Τρέστενικ, Βίγκονι, Ορίζαρι, Μπόρισλαβ! Χαίρε Όστροβο και χαίρε γοργόνερο Σούμποτσκο! Χαίρετε Ορεοβίτσα, Δάμποβο, Ίσβορο, Β’γκιένι, Τρέμπολιτς! Χαίρε δροσάτη μου Βόντεν όπου καταρρεί το της λίμνης του Οστρόβου ύδωρ, υπό γης κάτωθεν ρέον αφανώς και εκείσε πάλιν αναδυόμενον. Και, τέλος, γεια σου Ντόλνο-Γκραματίκοβ του ποιητή!

Κι ω! στίχοι που μου δοθήκατε σε κείνους τους τόπους της πίκρας μου, σ’ εκείνους τους θολούς καιρούς, σημειωμένοι σε ταβέρνες, σε σκοπιές, σε δίωρες άδειες, στο ΚΨΜ, σε στερήσεις εξόδου, σε αγγαρείες, πίσω από φύλλα πορείας, σε καρότσες στρατιωτικών οχημάτων, σε ασκήσεις, στην απομόνωση, σε διαδρόμους αναμονής μπορντέλων, σε θαλάμους των λόχων, στα πηχτά σκοτάδια της λύπης μου. Γιατί, το ξέρουμε πια, όταν είμαστε λυπημένοι γράφουμε ποιήματα.

Και αχ! νιότη μου, βρεγμένο σκυλί που σ’ έπαιρναν με τις πέτρες οι εξουσίες.
Κι ω! μνήμη, αρνάδα που βόσκησες το ματωμένο χορτάρι.


Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε στη Δεσφίνα Φωκίδας τον Δεκέμβριο του 1951. Συνταξιοδοτήθηκε από τη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια της Παραλίας Διστόμου, στη Βοιωτία, όπου και ζει, έχοντας εργαστεί, ως τεχνικός στην μηχανολογική συντήρηση.
Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Πτωχόν Μετάλλευμα (Εμβόλιμον 1990), Αμειψισπορά (Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκης Λεβαδείας 1996), Ενθύμιον (Καστανιώτης 2004),  Από μνήμης (Μελάνι 2010) και τη συγκεντρωτική έκδοση Πιστοποιητικά θνητότητας – ποιήματα 1970-2010, (Σύγχρονη Έκφραση, 2014) καθώς και το βιβλίο ιστορικής έρευνας Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 – το Ολοκαύτωμα (Σύγχρονη Έκφραση 2010) για το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας 2011. Επίσης επιμελήθηκε τις Ανθολογίες ελληνικών ποιημάτων Ξένων αιμάτων τρύγος, (Γαβριηλίδης, 2014) και Χνάρια στο φιλιατρό των φίλων, (Γαβριηλίδης 2015).
Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον, που εκδίδεται στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας από το 1988, και μετείχε στη σύνταξη της έντυπης   εφημερίδας BookPress.
Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.



Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ

Από πάντα...

Πηγή: http://avgi-anagnoseis.blogspot.gr
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Από τη σειρά Ειρωνεία- Σημειώσεις πάνω στη Βαλκανική ιστορία, 2013
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ, Πιστοποιητικά θνητότητας, βιβλιοπωλείο Σύγχρονη έκφραση, Λιβαδειά, σελ. 272

Ο χρόνος κάνει καλό στα ποιήματα... Όταν τα ξαναδιαβάζουμε, ανακαλύπτουμε πράγματα που δεν λειτούργησαν στην πρώτη ανάγνωση, και άλλα, που κάποτε απορρόφησαν όλο το ενδιαφέρον, ενώ τώρα υποχωρούν. Αέναη, θα πει κανείς, αυτή η διαδικασία, όμως κάποιες φορές είναι πολύ συγκεκριμένη, οδηγώντας σε δεύτερες σκέψεις και ουσιαστικότερες αποτιμήσεις.
Το βιβλίο του Γιώργου Θεοχάρη περιλαμβάνει τέσσερις ποιητικές συλλογές που έχει δημοσιεύσει στην εικοσαετία 1990-2010, καθώς και κάποια νεανικά ποιήματα της περιόδου 1967-1974. Ο χρόνος έκανε πολύ καλό στη συλλογή Πτωχό μετάλλευμα (1990), γιατί από τότε, ακριβώς από τότε, μέχρι σήμερα, έχει εμπεδωθεί, στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης ποιητικής δημιουργίας, το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της συλλογής: η «ελεύθερη» χρήση ρυθμών και στιχοποιητικών μορφών, δηλαδή η χειραφέτηση από τη δυναστική μονοκαλλιέργεια του ελεύθερου στίχου, η οποία έφθασε στα καθ’ ημάς να θεωρείται συνώνυμη, και αυτόχρημα αποδεικτική, του μοντερνισμού.

Κάθε τέτοιου είδους ανάδραση, ανεξαρτήτως της συνείδησης του πράγματος που έχει εκείνη τη στιγμή ο δημιουργός της, αρδεύεται και δεσμεύεται από μια ουσιαστική, και δεόντως χειραφετημένη σχέση με την όλη διαδρομή του ποιητικού λόγου. Τα ποιητικά ερείσματα/αφετηρίες του Θεοχάρη είναι εμφανή: Νίκος Καββαδίας, αλλά χωρίς εξωτισμό, και μέσω αυτού ο μεσοπολεμικός συμβολισμός, καθώς βέβαια και οι επιβιώσεις/μεταλλάξεις του στην ποίηση των μεταπολεμικών· Καρυωτάκης, ως ποιητικό βίωμα, διηθημένος μέσω του εξπρεσιονισμού του Σαχτούρη· ρυθμοί και εικονοποιία του λαϊκού λόγου ή και του λόγου της υπαίθρου, αποενοχοποιημένα μέσω της ποίησης του Μιχάλη Γκανά. Και όλα αυτά χωρίς ίχνος νοσταλγικής μίμησης, αλλά, αντίθετα, να ενοφθαλμίζονται στο ποιητικό ιδίωμα που κυριαρχεί στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, δίνοντάς του έτσι μια άλλη υφή. Για παράδειγμα, όλη αυτή η διαδικασία επιτρέπει στον Θεοχάρη να προσεγγίσει χειραφετημένα, δηλαδή χωρίς την αχλύ του παρελθόντος, άρα με ποιητικό αναστοχασμό, ακόμα και το πιο φθαρμένο είδος λαϊκής ποιητικότητας, όπως εκείνο που αποτυπώνεται στα στιχάκια των ημερολογίων.
Το γιασεμάκι π’ άνθισε
στου κόρφου σου την άκρη,
είναι το μύρο της καρδιάς
ο πόνος και το δάκρυ.
Τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη συλλογή (Αμειψισπορά, 1996) υπάρχει μια σαφής πλευρά πολιτικής αγωνίας, με προεξάρχουσα την κριτική διάθεση, η οποία όμως δεν οδηγείται στην σάτιρα αλλά, μέσα από έναν συνεχή, αμφίθυμο διάλογο με τον Σεφέρη, εκβάλλει στην ιστορία, εξάγοντας την τραγική της διάσταση.
Αλλάζουνε δραματικά οι καιροί.
Εκείνο που ήταν φλόγα πριν
έμεινε τώρα ένα ξερό φυτίλι.
’Κείνοι που βγήκαν στο προσκήνιο
με την ορμή της Αντιγόνης,
έγιναν απολογητές του Κρέοντα.
Με τη συλλογή Ενθύμιον (2004), ήδη από τις πρώτες σελίδες, ο Θεοχάρης μας δείχνει πως πια κατέχει το «όργανον» της ποιητικής του σε βαθμό επάρκειας και σιγουριάς, και έτσι δοκιμάζει να οδηγήσει τον λόγο του σε πεζόμορφες εκδοχές, κάποτε και μέσα στο έδαφος της πεζογραφίας, σε εναλλαγή με επιγράμματα και ρηματικές αποκρυσταλλώσεις. Όπως φαίνεται εδώ, στον συγκεντρωτικό τόμο, είναι μια κίνηση απολύτως θεμιτή, έχει λογική και αποτέλεσμα.
Κι εκείνος ο γέροντας, που τον αφήνουν κάθε απόγευμα στο δυτικό μπαλκόνι προσμένοντας τον άγγελό του, κάθεται ακόμα και κάθεται, μα δεν τον παίρνουν πια τα πόδια του ν’ ακολουθεί στις κηδείες των απογόνων.
Στη συλλογή Από μνήμης (2010), εκκινώντας από τα καρυωτακικά «όρια της σιγής», από τη φόρμα του σονέτου, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, τη μπαλάντα, τον Απόστολο Μελαχροινό, ο Θεοχάρης επαναλαμβάνει την όλη διαδρομή, για να καταλήξει στη δική του, προσωπική στιγμή εκκίνησης, δηλαδή στην ενότητα «Ποιήματα των ημερών εκείνων (1967-1974)», όπου όλη η πορεία του φωτίζεται και αποδεικνύεται απολύτως εύλογη. Από εδώ προκύπτει η ειλικρίνεια, ως βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής του στάσης, αφού αυτά που τον συνείχαν ως προσωπικότητα, ως ακούσματα, ως προσωπικό ρυθμό, ως γλώσσα, ήδη από την νεότητά του, δεν τα απεμπόλησε, προσχωρώντας στις ευκολίες και τους συρμούς που συνάντησε στο διάβα του, αλλά τα κράτησε, τα εξέλιξε, τα δικαίωσε, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Μαρία Ψάχου, στο φιλολογικό της επίμετρο το οποίο αφορά αυτή ακριβώς την ενότητα ποιημάτων.

Για το θεό! μη συνουσιαστείς πάλι με το χρόνο. Μη σου λέω! Άσε να μείνουν στα μάρμαρά σου τα σημάδια της παρακμής μας.

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Ένα κείμενο για την Ζέφη Δαράκη

  ΕΚΦΡΑΖΟΜΑΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΥΠΑΡΧΩ;
                        [σκέψεις και σχόλια με αφορμή τη συλλογή «Σε ονομάζω θα πει σε χάνω»]

                                                                         Το μυστικό δεν είναι να σε πάρει η λησμονιά.
                                                                                            Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ: «Ιστορικόν»



Δαράκη, Ζέφη


του   Γιώργου Χ. Θεοχάρη

α)      Το πιο μεστό ποιητικό κατόρθωμα της Ζέφης Δαράκη δομείται σε τέσσερις ενότητες φιλοσοφικών αναβαθμών δια των οποίων σημασιοδοτείται η υπαρξιακή αγωνία του όντος μέσα από τους αντικατοπτρισμούς της μνήμης.

α1)    Πρώτη ενότητα: Στο μαύρο οβάλ του χρόνου

Η συλλογή αρχίζει με τους στίχους: «Μισό φεγγάρι στον καθρέφτη/ κι η μικρή χορεύτρια / στο μαύρο οβάλ του χρόνου». Μικρή χορεύτρια είναι η γυναίκα στην παιδική της ηλικία που ξεκινάει την αντιπαράθεσή της με τον καθρέφτη του χρόνου. Ενηλικιώνεται μέσ’ απ’ τον κόσμο των παραμυθιών και μέσ’ από τη φρίκη της ιστορίας στο δεύτερο μισό του 20ουαιώνα. Όσο μέσ’ στον καθρέφτη βλέπει τη φρικιώδη δράση των ενηλίκων, τόσο πιο «μακρινό όραμα»γίνεται «η μικρή χορεύτρια στο μαύρο οβάλ του χρόνου». Μεγαλώνει ενώ γύρω της θερίζει «ο γυρολόγος θάνατος». Μεγαλώνει διερχόμενη με τρόμο το ναρκοπέδιο «του ανδρικού κόσμου». Μεγαλώνει κι ερωτεύεται και μαθαίνει οδεύοντας προς το αναπότρεπτο «από ανάγνωση σε απόγνωση κι από απόγνωση σε ανάγνωση» κατακλυσμένη από «μία θλίψη θανάτου» ενώ «οι ρίζες των λέξεων (την) αρθρώνουν ερήμην (της)».



α2)    Δεύτερη ενότητα: Οι κήποι του χρωστήρα

Ενήλικη και δημιουργός πια βλέπει την ερήμωσή της μέσα από τη λειτουργία του λόγου. Κάθε ποίημα έχει μιαν αφετηρία λύπης («όταν είμαστε λυπημένοι γράφουμε ποιήματα» - Μ. Μέσκος).Ακουμπάει στη σταθερά της ανάμνησης, η οποία είναι δαντέλα παλιά μιας φροντισμένης και προστατευμένης νεότητας, που κάποτε γίνεται πικροδάφνη και αρχίζει η αμφίσημη χρησμοδοσία από τον τρίποδα του παρόντος «καθώς από τα σπλάχνα του έχει αφαιρεθεί μέλλον και παρελθόν». Εκεί, στην εντατική του παρόντος, «στην εξορία της ανάμνησης», ακούει τον υπόκωφο χτύπο καθώς αδειάζει λίγο λίγο το πηγάδι του χρόνου και οι ημέρες χάνονται όπως «ένα ποτήρι νερό» που τα τρεμάμενα χέρια μας το κάνουν να χύνεται πάνω μας.

α3)    Τρίτη ενότητα: Υπόγεια διάβαση

Στην υπόγεια διάβαση, στο σκοτεινό τούνελ του χωροχρόνου, συσσωρεύονται όλες οι ματαιώσεις της ζωής, όλες οι αθετημένες υποσχέσεις, οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες, οι διαψευσμένες βεβαιότητες, οι υπονομευμένες αποφάσεις, οι υπαναχωρήσεις και οι εξαπατήσεις, όλες οι απόπειρες εφόδου στο όνειρο που κατάντησαν υλικό εκμετάλλευσης των αργυραμοιβών. Στην υπόγεια διάβαση αδρανοποιείται και μηδενίζεται η ροπή της ανθρώπινης πλεονεξίας για αθανασία. Στην υπόγεια διάβαση ο άνθρωπος ισορροπεί στα όρια της θνητότητάς του.

α4)    Τέταρτη ενότητα: Το καρφί του καθρέφτη
 Στο τέλος απομένει αυτό: το καρφί του καθρέφτη, όταν εκείνος πια κομματιάζεται μαζί με το θρυμματισμένο πρωτότυπο που αντικατόπτριζε. Το θρυμματισμένο πρωτότυπο του οποίου «η στάχτη σηκώνεται στο δριμύ ψύχος του αιώνα». Κάπου εδώ γίνεται ολοκάθαρα ορατό το τέρμα, «εκείνο το απαστράπτον μαύρο» προς το οποίο, εκ νεότητος, «τρέχει κατά μήκος της θλίψης».

β)      Αν θα πρέπει να ξεχωρίσουμε μια κυρίαρχη σταθερά που διαπερνά τη συλλογή, θα είναι αυτή του φόβου απέναντι στη διαλυτική λειτουργία της φθοράς που τελικά θα οδηγήσει στο θάνατο.

γ)       Η Ζέφη Δαράκη καθρεφτίζει την ετερότητά της και αντικαθρεφτίζεται ως είδωλο του Άλλου, μέσα και από το Ποίημα, ως έσοπτρο Λόγου και ως κυτταρικός λεκτικός καθρέφτης η ίδια.

δ)      Η Ζέφη Δαράκη μετουσιώνει σε Ποίηση την πίεση που δέχεται από τις συσσωρεύσεις της μνήμης. Έχει ανάγκη να βρει έναν τρόπο να κηδεύσει τις μνήμες της. Θυμάμαι ένα στίχο της από τη συλλογή «Εμπλοκή»,του 1971 –αν δεν κάνω λάθος: «Βρες μου έναν τόπο ν’ αναπαύσω το σκοτωμένο σώμα αυτής της μνήμης». Αυτόν τον τόπο τον βρίσκει μέσα στο Ποίημα.

ε)       Η ονοματοδοσία, η χρήση δηλαδή του γλωσσικού εργαλείου για τον προσδιορισμό των όσων μας περιβάλλουν, οδηγεί στηφθορά τους, στην εξαφάνισή τους. Όχι στον τελεσίδικο αφανισμό τους από τη δική μας οπτική και, κυρίως ψυχικά, προσληπτική δυνατότητα. Εκείνα υπάρχουν, αλλ’ εμείς ονομάζοντάς τα αδυνατούμε πλέον να αισθανθούμε την κρυμμένη ουσία τους.Ίσως γιατί με τον βαπτισμό τους αποκτούν μονοσήμαντη υπόσταση εκείνα που πριν υπήρχαν ως δυνατότητες ποικίλων ερμηνειών.

στ)     Επιπλέον η ματαιότητα της ίδιας της Ποίησης: Ονομάζοντας, μνημειώνοντας δηλαδή σε Λόγο τη δόνηση της συνείδησης και τον παφλασμό των συναισθημάτων, παγώνουμε, σαν σε φωτογραφικό στιγμιότυπο, εκείνο που πριν βρισκόταν σε «ανώνυμη» αέναη κίνηση. Κάνοντάς το Ποίημα το ακινητοποιούμε, το νεκρώνουμε. Το πνεύμα, το σώμα , η ψυχή υφίστανται τις επιδράσεις της εσωτερικής διεργασίας του ποιητικού γεγονότος. Ώσπου να γίνει Ποίημα, ό,τι μας δίνει κίνηση εσωτερική στο νου, στην ψυχή, στα κύτταρα, ως μνήμη, ανάμνηση, επιθυμία, πόθος, μίσος, έρωτας, οδύνη, είναι μπροστά μας, το βλέπουμε κυτταρικά, είναι στοιχείο της αυθυπαρξίας μας. Παγώνοντάς το σε Λόγο,το χάνουμε. Αφού η μέσα δόνηση εκφράστηκε, μηδένισε την επίδραση των ταλαντώσεών της πάνω μας. Εμείς τη χάσαμε, εκείνη διαρκεί πλέον ως αναγνωστική αντανάκλαση στους άλλους.

ζ)       Προϊούσης της ηλικίας μας όλο και περισσότερες αποφλοιώσεις παρατηρούμε, όχι στο υλικό της πλάτης στον καθρέφτη του χρόνου, μα στο είδωλό μας.

η)      Η σύνοψη των θέσεων της Ζέφης Δαράκη για την ματαιότητα της Ποίησης και την ματαιότητα της λειτουργίας του Λόγου βρίσκεται στο ποίημα

                    Στη θέα ενός αθέατου

                   Ποιον ρωτούσα επίμονα
                   και δε γυρνούσε να με δει
                   ή μήπως κανένα δε ρωτούσα
                   σκοτεινός αέρας το σώμα και
                   ανοιγόκλεινεσα ξεχασμένη πόρτα
                   πάνω από ερειπωμένες απαντήσεις

                   Γιατί αυτή η φτωχή αλήθεια του καθρέφτη
                   δε μου αρκεί αυτό
                   που σπαραχτικά με κοιτάζει
                   για ν’ ανάψω το κερί κι από την άλλη μεριά
                   να οδηγηθώ επιτέλους
                   στη φοβερή στιγμή του ειδώλου
                   ενός άλλου κόσμου
                   να μάθω γιατί το ποίημα συστρέφεται
                   γύρω απ’ το ίδιο το νόημά του λόγια
                   που διασχίζουν το χαρτί
                      σαν αμήχανο άλμα
                   σ’ ένα δάσος βαθιάς κατήφειας απόηχοι
                   λέξεων που πέσαν στους γκρεμούς τους
                   ανείπωτο ποίημα
                      σε ακολουθώ
                   δε συναντιόμαστε ποτέ…

                   Στοτέλος μένεις άναυδο στη θέα
                      ενός αθέατου
                   μοναδικού αναγνώστη
                      Κι από ανάγνωση σε απόγνωση κι από
                      απόγνωση σε ανάγνωση
                      χαθήκαμε
                  



θ)       Ποιος ο αθέατος μοναδικός αναγνώστης;
         
ι)       Παρέχει η Τέχνη μνήστρα αθανασίας;

κ)      Μπόρεσε κάποιος να βρει τις ρίζες των λέξεων καταδυόμενος στο βυθό της γλώσσας;

λ)       Συναριθμώ τις ακόλουθες θέσεις του ΒύρωναΛεοντάρη –η πρώτη από το κείμενο «Η περιπέτεια της εικόνας του προσώπου», από το κείμενο «Η αγωνία του αμετουσίωτου» η δεύτερη, στον τόμο «Κείμενα για την ποίηση», Νεφέλη, 2001:

λ1)     σχετικά με την αναζήτηση του αυτοειδώλου των νεοελληνίδων ποιητριών:

«Το αυτοείδωλό τους δεν υπάρχει χωρίς το ετερόφυλο είδωλο, που όμως είναι και καθρέφτης, και αυτό το τελευταίο δεν υπάρχει ξεχωριστά από το αυτοείδωλό τους. Από την ακραία κραυγή της Πολυδούρη «μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα…» μέχρι τη νεώτατη ποίηση αυτό το ετερόφυλο είδωλο-καθρέφτης είναι μοιραία συγκεχυμένο, θολωμένο από το αυτοείδωλο, μια λειτουργία αντανάκλασης καθρέφτη σε καθρέφτη. (…) η ποιητικότητα (εδώ ο Λεοντάρης αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας του καλλιτεχνικού έργου μέσω του γλωσσικού εργαλείου, αντικρούοντας μιαν άποψη του Τ. Σινόπουλου) δεν μπορεί παρά να «αρνείται» το συγκεκριμένο ετερόφυλο πρόσωπο (είδωλο-καθρέφτη) που μέσα του παλεύει να υπάρξει το αυτοείδωλο μα και που συγχέεται σε μια λειτουργία (…) αυτοπυρπόλησης μες στους καθρέφτες (περίπτωση της Ζ. Δαράκη).

λ2)     σχετικά με την αγωνία του ποιητή για το αμετουσίωτο:
         
«Όμως (ας ειπωθεί επιτέλους κι ας πάψουμε να χαλκεύουμε πεπρωμένα για τη «σωτηρία» του ποιητή και της ποίησης…), έγνοια, καημός και αγωνία του ποιητή τελικά δ ε ν είναι ηποίηση. Είναι η θνητότητα όχι η αθανασία, η χρονικότητα όχι η αιωνιότητα, το αμετουσίωτο όχι η μετουσίωση. Κάνει ποίηση χάνοντας τη ζωή για την ποίηση και χάνοντας την ποίηση για τη ζωή, εξόριστος της ύπαρξης, (…). Στην καταραμένη περιπέτειά του το μόνο που έχει είναι αυτό που χάνει – κι η δική του απώλεια. Μες στο «τι να ‘χουμε τι να ‘χω;» του Καρυωτάκη σπαράζει το «τι χάνουμε; τι χάνω;». Και το χαμένο είναι αβίωτο και αδιανόητο. Νοηματοδοτούμενο δεν ανακτάται, χάνεται κι αυτό. Λεγόμενο δεν «λέγεται», είναι το άρρητο που έρχεται σε ρήξη όχι με το ειπωμένο αλλά και μ’ αυτό που πάει να ειπωθεί, καταστρέφεται και κάνει την ποίηση να είναι η καταστροφή της».

μ)      [σύντομο διάγραμμα μιας πορείας]

Ένα κορίτσι που στα 15του χρόνια τολμά να δώσει στην ανάγνωση τα πρωτογενή ψυχικά υλικά του («Εσπερινοί περίπατοι», 1954), συνεχίζει στα 17 («Φύση», 1956) «με στίχους με συγκινημένη γυναικεία ευαισθησία» (Γ. Ι. Φουσάρας, ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 706, 1/12/1956) και στα 19 του, για τη συλλογή «Λυρικοί στοχασμοί» (1958) εισπράττει την βεβαιότητα της κριτικής για την εξέλιξή του: «Η ποιήτρια αυτή φαίνεται νέα ακόμα, αλλ’ έχει στοχαστικότητα κι αξιόλογο απόθεμα αισθημάτων που αν δεν αξιοποιούνται σήμερα ποιητικά, χωρίς άλλο θα αξιοποιηθούν αύριο, γιατί είναι φανερό, το ταλέντο δεν της λείπει» (Άρης Δικταίος, ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΠΟΧΗ, Καλ. 1958), η γυναίκα δημιουργός, στη συνέχεια, η οποία «έχει καταλάβει μια θέση από τις πρώτες ανάμεσα στη σύγχρονη ποίησή μας, όχι για τον αριθμό των δέκα συλλογών της, αλλά για κάτι το ξεχωριστό που αναδίδεται σαν άρωμα εξατμισμένης ψυχής από τις συλλογές αυτές»(Α. Καραντώνης. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 1313, 15/3/1982), η ποιήτρια Ζέφη Δαράκη, σήμερα,στην ώριμη ώρα της δημιουργίας της, είναι μία από τις σημαντικότερες ορίζουσες της ποίησής μας στις συντεταγμένες της β’ μεταπολεμικής γενιάς.

ν)       Στον θάλαμο αναζωογόνησης, με εισπνοές αέρα πνευματικής ελευθερίας, που μετατρεπόταν, μετά την καθημερινή λήξη της επιστημονικής του χρήσης, το οδοντιατρείο του Θανάση Κωσταβάρα, «συναναστράφηκα» κι εγώ, το 1970, μεσούσης της δικτατορίας των συνταγματαρχών, την Ζέφη Δαράκη. Με πήγε, ως τον μικρό της παρέας, ο Μάριος Χάκκας. Σήμερα αξιώνομαι να γράψω για την ποίησή της. Αξιώνομαι να γίνω κι εγώ λαμνοκόπος στην απέλπιδα προσπάθεια του ανθρώπου να καθυστερήσει όσο μπορεί να γίνει «αθάνατο παρόν».



                                                                             Γιώργος Χ. Θεοχάρης