Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΒΙΒΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

"Σήμερα Πάλι Ωραία Ημέρα", Φραντς Κάφκα /Franz Kafka (1883 –1924)

γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου*


Μετά την συστηματική (και για μένα όχι μόνο μία και οριστική) ανάγνωση του "Σήμερα Πάλι Ωραία Ημέρα", ενός διαλεχτού βιβλίου με 366 αποσπάσματα κειμένων του Φράντς Κάφκα που την επιλογή και την μετάφρασή τους έκανε ο Αλέξανδρος Κυπριώτης, η λέξη που μου έρχεται ως εκείνη που εκφράζει πλήρως και χωρίς πολλά επαινετικά κορδελάκια, δεν τα χρειάζεται -όλα όσα θέλω/νιώθω την ανάγκη να πω για ό,τι μεγαλειώδες και βαθιά ανθρώπινο φωλιάζει εντός του και που με κάνει τώρα να σας το προτείνω επίμονα είναι η λέξη εξαιρετικό,καμία άλλη.
Πρόκειται για καταπληκτική δουλειά και δεν υπερβάλλω.Είναι μια έκδοση άψογη στο σύνολό της , ικανή να προσφέρει γενναιόδωρα στον αναγνώστη εκείνη την υψηλής κλάσης αισθητική απόλαυση που άρχισε να σπανίζει στην εκδοτική σκηνή τα τελευταία χρόνια κι αυτό,το επίπεδό της το υψηλό,να γίνεται αντιληπτό από την πρώτη στιγμή που θα κρατήσει στα χέρια του το με εικαστική ματιά φροντισμένο βιβλίο που προσφέρει απλόχερα και μαζί δίχως να το φωνάζει μιαν άδολη συγκίνηση έως ταύτιση ορισμένες στιγμές που θα μεγαλώνει όσο προχωρά η προσωπική του καθενός μας κατάδυση στην απεραντοσύνη της μελαγχολίας του υπέροχου Κάφκα. Του ανυπέρβλητου Κάφκα,του λογοτέχνη που ίσως έχει επηρεάσει την σύγχρονή μας παγκόσμια-έτσι λέω,για την ακμάζουσα νεώτερη των ΗΠΑ είμαι βέβαιη-λογοτεχνία σχεδόν τόσο όσο οι μεγάλοι Ρώσοι κλασικοί.Για πόσους μεταγενέστερους, αν πάρουμε, και γιατί όχι,τοις μετρητοίς τις θεωρίες της κριτικής, μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο; Ελάχιστους!Κι αν το ισχυριστούμε,αναγνώστες και ειδικοί, σίγουρα πρώτα στον Κάφκα θα πάει το μυαλό μας .
Ο Αλέξανδρος Κυπριώτης λοιπόν έχει μαζέψει χαρακτηριστικά της γραφής του Κάφκα αποσπάσματα κειμένων που εκείνος έγραφε με την μορφή σημειώσεων,ημερολογίων και επιστολών από τον Ιούλιο του 1900 μέχρι τον Μάιο του 1924, λίγο πριν πεθάνει.Ο Κυπριώτης, ακάματο μυρμήγκι που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη,τα μετέφραζε επί μήνες για το μπλογκ του "Φραντς Κάφκα Αποσπάσματα"  και τα ανέβαζε στο... facebook-τι υπομονή, Χριστέ μου, και μαζί υπέροχη αποκοτιά να κάθεται και να ποστάρει κάποιος Κάφκα κόντρα σ΄όλη αυτή την σαβούρα του (χρήσιμου πολλαλασιαστικά,κακά τα ψέματα) μέσου-με κείνον τον ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο τρόπο που έχει,φαντάζομαι γιατί είναι κι ο ίδιος λογοτέχνης και δη αυτόφωτος,να μεταφέρει ατόφια την ατμόσφαιρα του συγγραφέα που κάθε φορά μεταφράζει ,με ακρίβεια μεγάλη μεν μα δίχως να φοβάται για την μεταφραστική άποψη που μπορεί/δικαιούται ή και οφείλει να έχει για να ξεπεράσει με επιτυχία σε πρακτικό επίπεδο και με σεβασμό για το αρχικό κείμενο τα σκαμπανεβάσματα της μεταφοράς του από την μια γλώσσα στην άλλη,μια τακτική μεταφραστική με ρίσκα αλλά κατά βάθος ανεξάρτητη από την στενά προσωπική, συναισθηματική προσέγγιση του συγγραφέα-γιατί προφανώς ένας μεταφραστής (πρέπει κάπως να)αγαπά εκείνον που καταπιάνεται μαζί του για να τον συστήσει πειστικά και σε μας τους αναγνώστες και ο Κυπριώτης είναι υπόδειγμα τέτοιου μεταφραστή καθώς δεν διεκπεραιώνει ποτέ και δεν συνηθίζει να εξωραΐζει έναν λογοτέχνη και να τον φορτώνει με επινοημένα από κείνον γλωσσικά στολίδια  για να βγει ο ίδιος μπροστά κι αυτό του το δυσεύρετο χάρισμα,καλοί μου εν βιβλίοις συνοδοιπόροι, δεν θα κουραστώ να το επαινώ-και τι λέγαμε,α,ναι,αυτονομημένη σαν μεταφραστική τακτική κι από την κυρίαρχη συγκαιρινή μας αντίληψη του αναγνωστικού κοινού και των εκδοτών για το έργο,το ύφος ή και την συνολική αξία εκείνου που μεταφράζεται (μεγάλη η κουβέντα βέβαια το πώς προκύπτει και επιβάλλεται μια αντίληψη για το ποιος συγγραφέας είναι τί,ανά τους καιρούς και πώς φτάνει στο κοινό η αντίληψη και αν όλο αυτό μανουβράρεται,από ποιους και γιατί). 
Η ιντερνετική δουλειά του Κυπριώτη κράτησε καιρό,ήταν υπέροχη και φοβερά,ας μου επιτραπεί η λέξη, χρήσιμη:συντρόφεψε πολύ κόσμο που ήδη ήξερε λιγότερο ή περισσότερο τον Κάφκα αλλά, και κυρίως αυτό, έτσι απλά  και άμεσα τον σύστησε σε πάρα πολλούς που αγνοούσαν τούτες τις καφκιές πτυχές , οπότε χαίρομαι που οι εκδόσεις Bibliotheque που τις γουστάρω πάρα πολύ γιατί είναι από τις μικρές τις λεγόμενες, τις δονκιχωτικά αφοσιωμένες στην καλή λογοτεχνία και από αυτές τις λίγες πια στην Ελλάδα που ψάχνουν,προκειμένου να εκδώσουν ένα βιβλίο,την ποιότητά του πρωτίστως κι όχι αν θα πουλήσει- την έκαναν ένα ωραίο, χάρτινο έργο τέχνης με δυο εξώφυλλα να διαλέξεις ανάμεσά τους,λευκό και μαύρο. 
Στο site τους διαβάζουμε ότι 
το "Σήμερα πάλι ωραία ημέρα" ακολουθεί τη γραμμική διαδοχή των ημερών ενός δίσεκτου έτους, από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου,και αποτελεί μία ανθολόγηση 366 αποσπασμάτων από τις σημειώσεις, τις ημερολογιακές καταγραφές και τις επιστολές που έγραψε ο Φραντς Κάφκα τις αντίστοιχες ημέρες κάποιων ετών κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του.Μέσα από αυτά τα 366 αποσπάσματα, πολλά εκ των οποίων μεταφράζονται για πρώτη φορά στα Ελληνικά,επιτυγχάνεται μία προσέγγιση της μοναδικής προσωπικότητας του Φραντς Κάφκα, αυτού του φιλάσθενου γερμανόφωνου Εβραίου συγγραφέα της Πράγας,που σφράγισε ανεξίτηλα τη λογοτεχνική παραγωγή και τη σκέψη του 20ου αιώνα.Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ο Φραντς Κάφκα την ημέρα βιοποριζόταν ως δημόσιος υπάλληλος και τις νύχτες προσπαθούσε να γράψει ή έγραφε σκοτεινές ιστορίες κωμικοτραγικού παραλογισμού, υπαρξιακής αγωνίας και ενοχικού αδιέξοδου σπαραγμού. Ωστόσο,ποτέ δεν έπαψε να αναζητά την ευτυχία στο πρόσωπο μιας αγαπημένης, βιώνοντας συγχρόνως τα μαρτύρια που του επιφύλασσε η αμφιθυμική ακροβασία του στο τείχος της μοναχικότητάς του.Η έκδοση συνοδεύεται από ένα εκτενές χρονολόγιο για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα, με σκοπό να φωτιστεί περισσότερο το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έζησε και έγραψε.Ένα ευρετήριο των 366 αποσπασμάτων ανά έτος της συγγραφής τους προσφέρει τη δυνατότητα και μίας άλλης,κατά χρονολογική σειρά,ανάγνωσης όλων των αποσπασμάτων, ενώ ένα ευρετήριο προσώπων,έργων και πηγών δίνει τη δυνατότητα για μια πιο εξειδικευμένη ανάγνωση και μελέτη.

υγ 2.φυσικά κι έγραψα λίγα πράγματα και κυρίως για τον Κυπριώτη,τις εκδόσεις Bibliotheque, τον ενθουσιασμό και την προσωπική μου συγκίνηση από το περιεχόμενο και το όλο στήσιμο της μετάφρασης και της έκδοσης και γενικότερα για ό,τι ερχόταν στην δική μου (ξερο)κεφάλα.Αυτό μου έλειπε να αρχίσω εξυπνάδες για τον Φραντς Κάφκα,αναλύσεις και "αναλύσεις"οποιουδήποτε στυλ, και να πέσω έστω και αφελώς στην λούμπα που σιχαίνομαι πιο πολύ απ΄ όλες:του παντογνώστη αναγνώστη που θαρρείς -και το διαλαλεί κιόλας ο κατακαημένος- ότι όλα τα κατέχει.

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Το χαμένο όνειρο και το φτηνό πράγμα

γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου
Αναδημοσίευση από: http://amagi.gr/



Ο Άλαν Κλέι ξύπνησε στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Ήταν 30 Μαΐου του 2010. Είχε περάσει δύο μέρες μέσα σε αεροπλάνα για να φτάσει έως εκεί. Στο Ναϊρόμπι είχε γνωρίσει μια γυναίκα. Είχαν καθίσει ο ένας δίπλα στον άλλο περιμένοντας την πτήση τους. Ήταν ψηλή, χυμώδης και φορούσε μικροσκοπικά χρυσά σκουλαρίκια. Είχε ροδαλή επιδερμίδα και μελωδική φωνή. Ο Άλαν τη συμπάθησε περισσότερο από πολλούς ανθρώπους που ήταν στη ζωή του, με τους οποίους ερχόταν καθημερινά σε επαφή. Του είπε ότι ζούσε στα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Όχι πολύ μακριά από το σπίτι του στα προάστια της Βοστόνης. Αν διέθετε θάρρος, θα είχε βρει έναν τρόπο να περάσει περισσότερο χρόνο μαζί της. Εκείνος όμως επιβιβάστηκε στο αεροσκάφος του και πέταξε για το Ριάντ και από εκεί για την Τζέντα. Ένας άντρας τον παρέλαβε από το αεροδρόμιο και τον οδήγησε στο Hilton. Η πόρτα άνοιξε με ένα κλικ και ο Άλαν εισήλθε στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο στη 1:12 π.μ. Ετοιμάστηκε γρήγορα για ύπνο. Έπρεπε να κοιμηθεί. Στις εφτά θα ταξίδευε βόρεια, για να βρίσκεται στις οκτώ στην Οικονομική Πόλη Βασιλιάς Αμπντουλάχ. Κατόπιν μαζί με την ομάδα του θα έστηναν ένα σύστημα ολογραφικής τηλεδιάσκεψης και θα το παρουσίαζαν στον ίδιο τον βασιλιά. Αν ο Αμπντουλάχ εντυπωσιαζόταν, θα ανέθετε στη Reliant, με την υπογραφή συμβολαίου, την παροχή υπηρεσιών τεχνολογιών πληροφορικής σε ολόκληρη την πόλη, και η προμήθεια του Άλαν, ένα ποσό γύρω στα πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια, θα τον απάλλασσε από όλες του τις στενοχώριες. Έπρεπε λοιπόν να νιώθει ξεκούραστος. Να νιώθει έτοιμος. Ωστόσο, αν και είχαν ήδη περάσει τέσσερις ώρες από τη στιγμή που είχε ξαπλώσει, δεν είχε καταφέρει να αποκοιμηθεί. Σκεφτόταν την κόρη του την Κιτ, η οποία σπούδαζε σε ένα πολύ καλό και ακριβό κολέγιο. Δεν είχε τα χρήματα για τα δίδακτρα του φθινοπώρου. Δεν μπορούσε να πληρώσει τα δίδακτρα επειδή είχε πάρει μια σειρά από ανόητες αποφάσεις στη ζωή του. Δεν είχε κάνει καλό σχεδιασμό. Δεν είχε επιδείξει θάρρος όταν ήταν απαραίτητο. Οι αποφάσεις του είχαν αποδειχθεί κοντόφθαλμες. Οι αποφάσεις των συναδέλφων του είχαν αποδειχθεί κοντόφθαλμες. Οι αποφάσεις αυτές είχαν αποδειχθεί ανόητες και βιαστικές. Εντούτοις, εκείνη την εποχή δεν γνώριζε ότι οι αποφάσεις του ήταν κοντόφθαλμες, ανόητες ή βιαστικές. Εκείνος και οι συνάδελφοί του δεν γνώριζαν ότι έπαιρναν αποφάσεις που θα τους οδηγούσαν, θα οδηγούσαν τον Άλαν στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν τώρα — στην ουσία απένταρος, σχεδόν άνεργος, ιδιοκτήτης μιας εταιρίας συμβούλων με μοναδικό στέλεχος τον ίδιο και έδρα το γραφείο του σπιτιού του.
Κυρίες και κύριοι, σε μόλις τριακόσιες τριάντα σελίδες η λιτή, εύστροφη, διεισδυτική, αιχμηρή, μελαγχολική, ρεαλιστική, ισορροπημένα ειρωνική μα σε καμιά περίπτωση κυνική πένα του Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβ Έγκερς [1] (Βοστώνη, 1970) σμιλεύει θαυμάσια τον Άλαν Κλέι, πενηντατετράχρονο άνδρα του μιλένιουμ στη βορειοαμερικανική του εκδοχή, καταπονημένο άνθρωπο που βρίσκεται στην πιο μεταιχμιακή φάση της ζωής του.
Σαν πρώτη προσέγγιση παραθέτω μερικά αποσπάσματα παρμένα κυρίως από το site του εκδότη, (Κέδρος 2016, καλή μετάφραση της Ελένης Ηλιοπούλου), όπου διαβάζει κανείς σημεία που ορίζουν εντίμως το είδος της μεταπολιτικής ανάγνωσης, αυτής που θέλει δεν θέλει θα κάνει ο αναγνώστης, νηφάλια και βασισμένη σε ιστορικές αλήθειες, γιατί σ’ αυτή την κατεύθυνση τον οδηγεί έξυπνα και όχι δασκαλίστικα ο συγγραφέας. Η αφήγηση γίνεται με στιβαρή, χωρίς αποπροσανατολιστικά γλωσσικά στολίδια τριτοπρόσωπη γραφή που η έντασή της κλιμακώνεται προκαλώντας έκρηξη συναισθημάτων, ταύτιση και αγωνία, ωραία ενισχυμένη με εγκιβωτισμούς που κάνουν ακόμα πιο πυκνή και ενδιαφέρουσα την έτσι κι αλλιώς ευρηματική κύρια ιστορία.
Ο Κλέι είναι ο μέσος πολίτης που στα τριάντα πάνω-κάτω μεταπολεμικά χρόνια σφρίγους της αμερικανικής και της δυτικής γενικότερα οικονομίας, στα καλύτερα ηλικιακά δικά του και δίχως να τον επηρεάζουν δραματικά οι μετά το Βιετνάμ εξαγόμενοι πόλεμοι των ΗΠΑ, χωρίς να το πάρει είδηση ή —για να είμαστε ακριβοδίκαιοι— παίρνοντάς το ξώφαλτσα χαμπάρι, όμως μην κάνοντας τη σωστή προσωπική κίνηση για να μειώσει τις συνέπειες επάνω του, κατέληξε να είναι διαδοχικά και κάποια στιγμή ταυτόχρονα χαϊδεμένο παιδί μα και αποπαίδι τής —με παραλλαγές στα επιμέρους και μάλλον κοινής στα βασικά της σημεία [2]— μεταφεουδαλιστικής εποχής του 21ου αιώνα που οδεύει στην ολοκλήρωση ενός ακόμα κύκλου της, στιγματισμένη με αρνητικό πάντως τρόπο και από τις λίγες αξιόλογες αντίπαλες —που έπεσαν πρώτες οι ίδιες στον λάκκο που της έσκαβαν— μα και από τις φίλα προσκείμενές της ιδεολογίες, παρασυρμένη από γενικευμένη απληστία που υπήρξε αποτέλεσμα, όσο αντιφατικό κι αν μοιάζει, της εύλογης λαχτάρας για ένα καλύτερο υλικό αύριο, κάτι που πόθησαν γενιές και γενιές ανθρώπων αλλά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο πιο πολύ το κατακτούσαν, άσκεφτα και μαζί δικαιολογημένα μετά από τόσες συμφορές και ένδεια που είχαν υποστεί, το μετέτρεπαν σε σπατάλη φυσικών πόρων που τις συνέπειές της δεν φαίνεται να μπορεί να φρενάρει τίποτε, παρά το θαυμαστό επίπεδο πολιτισμού στο οποίο φτάσαμε.
Να το κάνω λιανά με ένα απλό και λιγάκι δονκιχωτικό παράδειγμα: έχουμε τρεχούμενο και πόσιμο νερό στο σπίτι μας ό,τι ώρα θέλουμε, ναι; Είναι ένα επίτευγμα —ποιος τρελός θα αμφέβαλε—, ναι; Τότε, από μας που το θεωρούμε αυτονόητο και το σπαταλάμε χωρίς να σκεφτόμαστε, ας απαντήσει κάποιος, με το χέρι στην καρδιά, γιατί το νεράκι να μην είναι καθημερινότητα όλων των ανθρώπων; Και δεν εννοώ γιατί να μην έχουν σιφόνια τα γιουρτ των νομάδων της Μογγολίας και μπανιέρες οι καλύβες των φυλών του Αμαζονίου!
Η αχίλλειος πτέρνα τού τόσο ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου είναι η ανισότητα στη διαχείριση των αναμφισβήτητα τεράστιων επιτευγμάτων του με κριτήριο ταξικά, γεωγραφικά και φυλετικά στερεότυπα που δυστυχώς και βλακωδώς, κατ’ εμέ που γενικά θέλω να μοιράζομαι, ακόμα σκιάζουν τη μεγαλοσύνη του (η σπουδαία Αμερικανίδα συγγραφέας Τόνι Μόρισον, για να μείνουμε στη λογοτεχνία, δεν έγραψε το μείζον μυθιστόρημά της «Αγαπημένη» για πλάκα, ούτε επινόησε τις συμφορές και την τρομερή εκμετάλλευση των μαύρων που περιγράφει και σου σηκώνεται η τρίχα). Όλο αυτό το ζύμωμα πριν καταγραφεί σαν Ιστορία σωριάζεται τώρα ατάκτως σε μια ζυγαριά που παλαντζάρει. Από τη μια ο πολιτισμός μας, έξοχος, πολύπλευρος, ευφυής, κι από την άλλη τα σκουπίδια του. Τόνοι από σκουπίδια, συναισθηματικά, πνευματικά, πραγματικά. Είναι, λέω, κρίμα.
Καθώς έφτιαχνε τον γιακά του πουκαμίσου του, ο Άλαν άγγιξε το εξόγκωμα στο σβέρκο του, το οποίο είχε ανακαλύψει πριν από ένα μήνα. Είχε το μέγεθος μπάλας του γκολφ και ξεφύτρωνε από τη σπονδυλική του στήλη δίνοντας την αίσθηση ενός χόνδρου. Μερικές μέρες σκεφτόταν πως ήταν τμήμα της σπονδυλικής του στήλης, γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Θα μπορούσε να είναι όγκος. Πάνω στη σπονδυλική του στήλη ένα τέτοιο εξόγκωμα — σίγουρα θα εξαπλωνόταν, θα ήταν θανατηφόρο. Τώρα τελευταία το μυαλό του ήταν θολό και το βάδισμά του αδέξιο και η τέλεια και τρομερή εξήγηση ήταν ότι κάτι μεγάλωνε εκεί πέρα, κατατρώγοντάς τον, απομυζώντας τη ζωτικότητά του, συνθλίβοντας την οξυδέρκεια και την αποφασιστικότητά του. Σχεδίαζε να πάει σε κάποιον να το κοιτάξει, αλλά δεν το είχε πράξει. Οι γιατροί ήταν αδύνατον να εγχειρήσουν κάτι τέτοιο. Ο Άλαν δεν ήθελε ακτινοβολίες, δεν ήθελε να φαλακρύνει. Όχι, το κόλπο ήταν να το αγγίζει περιστασιακά, να εντοπίζει τα συμπτώματα που το συνόδευαν, να το αγγίζει λίγο ακόμα κι έπειτα να μην κάνει τίποτε. […] Ο Άλαν χαιρόταν για τη δουλειά. Τη χρειαζόταν τη δουλειά. Οι δεκαοκτώ περίπου μήνες που προηγήθηκαν του τηλεφωνήματος του Ίνγκβαλ ήταν εξευτελιστικοί. Η επιστροφή φόρου είκοσι δύο χιλιάδων τριακοσίων πενήντα δολαρίων επί του φορολογητέου εισοδήματος ήταν μια εμπειρία που δεν περίμενε να έχει στην ηλικία του. Έκανε τον σύμβουλο επιχειρήσεων από το σπίτι του επί εφτά χρόνια, και κάθε χρόνο τα έσοδα μειώνονταν. Κανένας δεν ξόδευε χρήματα. Πέντε χρόνια νωρίτερα οι δουλειές πήγαιναν καλά· παλιοί φίλοι χρειάζονταν τις υπηρεσίες του, κι εκείνος μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος. Τους έφερνε σε επαφή με πωλητές που γνώριζε, εξασφάλιζε χάρες, έκλεινε συμφωνίες, έριχνε τα κόστη. Ένιωθε ικανός. Τώρα ήταν πενήντα τεσσάρων ετών και τόσο ελκυστικός για τον κόσμο των επιχειρήσεων της Αμερικής όσο ένα αεροπλάνο φτιαγμένο από πηλό. Δεν μπορούσε να βρει δουλειά, δεν μπορούσε να προσελκύσει πελάτες. Από τη Schwinn είχε μεταβεί στη Huffy, κατόπιν στη Frontier Manufacturing Partners, έπειτα στην Alan Clay Consulting και τελικά κατέληξε στον καναπέ του σπιτιού του να παρακολουθεί σε DVD τα πρωταθλήματα του 2004 και του 2007 στα οποία είχαν νικήσει οι Ρεντ Σοκς. Τον αγώνα ενάντια στους Γιάνκις, στον οποίο κατάφεραν τέσσερα συνεχόμενα χόουμ ρανς. 22 Απριλίου 2007. Είχε παρακολουθήσει αυτά τα τεσσεράμισι λεπτά εκατό φορές και κάθε φορά ένιωθε κάτι σαν αγαλλίαση. Ένα αίσθημα δικαίου, τάξης. Ήταν μια νίκη που δεν μπορούσε ποτέ να ακυρωθεί. […] Όλα όσα ήθελε να κάνει τα είχε ήδη κάνει στο παρελθόν, οπότε γιατί να μην τα επαναλάμβανε; Μπορούσε. Έπρεπε μόνο η δέσμευσή του να είναι αδιάλειπτη. Έπρεπε μόνο να καταστρώσει ένα σχέδιο και να το εκτελέσει. Μπορούσε! Έπρεπε να πιστέψει πως μπορούσε. Φυσικά και μπορούσε. Αυτή η συμφωνία με τον Αμπντουλάχ έμοιαζε δεδομένη. Κανένας δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί το μέγεθος τηςReliant, και τώρα είχαν και ένα αναθεματισμένο ολόγραμμα. Ο Άλαν θα έκλεινε τη συμφωνία, θα έπαιρνε το μερίδιό του, θα ξεπλήρωνε τα χρέη του στη Βοστόνη κι έπειτα θα συνέχιζε. Θα άνοιγε ένα μικρό εργοστάσιο, θα άρχιζε με χίλια ποδήλατα τον χρόνο και κατόπιν θα αύξανε την παραγωγή. Θα πλήρωνε τα δίδακτρα της Κιτ με τα ψιλά. Θα έδιωχνε τους μεσίτες, θα πλήρωνε για ό,τι είχε απομείνει στο σπίτι του, θα όργωνε τον κόσμο, ένας κολοσσός, με αρκετά λεφτά για να πει άντε γαμήσου εσύ, κι εσύ, κι εσύ.
Ο μοναχικός Κλέι έχει μειονεκτήματα που θα τα δει αμέσως ο επίσης ζορισμένος από πολλά αναγνώστης/πολίτης κρατών και μέλος κοινωνιών της δεκαετίας που διανύουμε, μα σίγουρα αυτός ο άντρας που λέει ότι με τα λεφτά με τα οποία θα πληρωθεί, αν πάνε καλά τα πράγματα, θα κάνει ένα εργοστάσιο και δεν ονειρεύεται αραλίκι με γκόμενες στην Καραϊβική δεν είναι τεμπέλης, φυγόπονος, άτιμος και σκάρτος.
Όσο ο Άλαν Κλέι, δυστυχής και μεθυσμένος από ένα άγνωστό του ποτό, ξένος ανάμεσα σε ξένους σε μια περίεργη χώρα με λεφτά που όμως δεν την λες και εξελιγμένη, ψαχουλεύει σαν μανιακός το εξόγκωμα στο σβέρκο του —ο αναγνώστης αυτό μπορεί, νομίζω, να το θεωρήσει αλληγορική αναφορά στο γενικότερο βάρος που κουβαλάει— και του χώνει μια τυχαία βελόνα για να το σπάσει, προβληματισμένος ή και σοκαρισμένος από την στα όρια της προσβολής στάση των Αράβων, με το στρες από την άκαρπη αναμονή να έχει κορυφωθεί και με την υποτιθέμενη ομάδα των συνεργατών του να λειτουργεί σαν παρεάκι και όχι σαν σοβαρό τεχνικό team —αφάσια πιτσιρίκια που βλέπουν λόγω ηλικίας και μόνο το ποτήρι της ζωής τους μισογεμάτο, με τα οποία τον χωρίζει άβυσσος μνήμης και νοοτροπίας, τεχνολογίας κλπ., καθώς οι νεαροί είναι τελευταίας σοδειάς κυβερνοφρικιά κι έχοντας αφήσει εκείνος πίσω του πλήθος από υποχρεώσεις και μισά πράγματα, την ζωή του την ίδια μισή—, και βέβαια και όσο κι εμάς μας έχουν φέρει ψυχοπλάκωμα οι απανωτές μούντζες της τύχης πάνω του, όσο η μοναξιά, η λουζεριά και η εμμονή του να κολλήσει εκεί, ενώ το πράγμα έδειχνε από την αρχή ριγμένο σε πέλαγα οικονομικών απόνερων, κι ενώ ένα σωσίβιο να πιαστεί ο ανθρωπάκος δεν φαινόταν πουθενά, τόσο βεβαιωνόμαστε (με κάπως χριστιανική διάθεση εγώ, το διαπιστώνω ότι ήταν στο βάθος τέτοια μα δεν με πειράζει ) για ένα πράγμα: ο Άλαν Κλέι δεν είναι σκαρταδούρα. Δεν είναι το αποκρουστικό, αγράμματο αρπακτικό, αυτό που θα βιαστεί να πει κάποιος ότι επίτηδες ο Έγκερς διάλεξε για κεντρικό ήρωα του βιβλίου του, σαν έναν ακόμα εκ των αρνητικών της λογοτεχνίας, προσβλέποντας έτσι σε εύκολες διδαχές· ούτε βέβαια είναι το αναίσθητο και αδίστακτο γέννημα της εποχής των ακροτήτων (κάπου πόλεμοι προκαλούν πολλαπλή και μεγάλη και σε αριθμούς και σε συνέπειες προσφυγιά, πνίγονται και πεινάνε παιδιά —ώς πότε τα παιδιά θα πληρώνουν την πολιτική μας βαρβαρότητα;— και κάπου αλλού οι άνθρωποι ακόμα και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης πρέπει να κάνουν δίαιτα, γιατί αρρωσταίνουν και πεθαίνουν από το φαγητό). Ο Κλέι, και όσοι και ό,τι εκπροσωπεί, δεν είναι ο δόλιος μικρομεταπράττης, ο χυδαίος loser, ο πονηρός εμποράκος της αρπαχτής, ο φαταούλας παρτάκιας που δικαίως έλκει μύρια όσα και που γι’ αυτόν θα λέγαμε, νομίζοντας ότι εμείς είμαστε καλύτεροι, Καλά να πάθει το ζώον, κάτι τέτοιοι ευθύνονται για τα χάλια μας.
Αυτός ο απελπισμένος και ηρωικά συμβιβασμένος πενηντάρης που σέρνεται στωικά στη θολή σκιά ενός σχεδίου, που έταζε γλυκούς καρπούς και ενίοτε τους έδινε, ο περαστικός απ’ αυτόν τον κόσμο άνθρωπος μιας τάξης που μάτωσε σε δουλειές από το πρωί ώς το βράδυ κι έκανε κάποια προκοπή, όμως επειδή στα κέντρα των αποφάσεων —ας είμαστε ειλικρινείς, εκεί δεν είχαν ποτέ καμιά δουλειά οι Κλέι— άλλα αποφάσιζαν αυτοί που τοποθετούνταν στα κουμάντα και γι’ αυτό οι όποιες καλές στιγμές γύριζαν μπούμερανγκ πάνω του, αυτός ο τυπάκος που επιμένει και μάχεται ακόμα σαν υπάλληλος μιας εταιρίας που τον έχει σαν αναλώσιμό της και τίποτα παραπάνω και έτσι τώρα ζητιανεύει τα ψίχουλα της προσοχής ενός επιχειρηματία-βασιλιά στο πουθενά της πλάσης μέσα στην άμμο και στην ζέστη, ε, λοιπόν ο Κλέι, δεν είναι ο μοχθηρός βλάκας, ο αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο θα χρεώσουμε το πλιάτσικο που έκαναν και κάνουν οι διάφοροι αετονύχηδες.
Ο Κλέι του Έγκερς —διαβάζοντας την ευρηματική μυθοπλασία αμιγώς πολιτικά πλέον αλλά χωρίς παρωπίδες, δηλαδή με έντονο προβληματισμό για την ανθρωπιά που θυσιάζεται στον βωμό του χρήματος— είναι η εκτός συμβατικών πολέμων (αυτοί, είπαμε, πλην κάποιων περιπτώσεων, γίνονται έξω και όχι στα εδάφη της Δύσης) παράπλευρη απώλεια των αδιάκοπων πειραματισμών που κάνει το σύστημα για να αλλάξει μορφή και για να γίνει καλύτερο (για πόσους και ποιους ακριβώς ανά ιστορική συγκυρία είναι κι αυτό μια μεγάλη συζήτηση που ο Έγκερς ανάμεσα στα άλλα αναδεικνύει σαν θέμα στο μυθιστόρημά του)Είμαστε εμείς. Και το μεγάλο ερώτημα του Έγκερς και άρα και του αναγνώστη, ημών όλων, καταλήγει να είναι: Ποιος θα νοιαστεί από δω και πέρα για όλες αυτές τις παράπλευρες απώλειες; Τους αμέτρητους Άλαν Κλέι; Εμάς;
Ο πρώτος μετασχηματισμός του συστήματος δεν άντεξε στους τραχείς κοινωνικούς κραδασμούς που κατέγραψε ήδη η Ιστορία και έτσι ακολούθησε ένας άλλος, κι ύστερα άλλος κ.ο.κ., με τη λογική της αναζήτησης ιδανικής φόρμας για να χωνεύει τις συγκρούσεις του, να βάζει σταθερά τον ερασμικό άνθρωπο στη βιτρίνα και να έχει πειστικά ως ευαγγέλιό του τις ίσες ευκαιρίες. Κάτι έγινε όμως και στράβωσε και πάει το γκλαμουράτο μεταφεουδαλιστικό μοντέλο της ευμάρειας για όλους. Πού πήγαν τουλάχιστον η γνώση και η σοφία, ο ουμανισμός, η αγάπη κι όλα αυτά τα ωραία; Μάλλον άτεχνα εφαρμοσμένο το σύστημά μας στην τελευταία, κεϊνσιανής αντίληψης φάση του, έδωσε —αυτό λέει μέσω Κλέι ο Έγκερς δίχως να μας εμπλέκει με ορολογίες — μια κλοτσιά στη διευρυμένη, παγκόσμια μεσαία τάξη που είχε φτιαχτεί κατ’ αναλογίαν της μεγαλοαστικής, καιρός ήταν άλλωστε, να είναι ευημερούσα και μορφωμένη —στη Δύση τουλάχιστον και στους δορυφόρους της—, χορτάτη, ενεργή, συμμέτοχη στις διεξόδους (τέχνες και γράμματα, ας πούμε, διασκέδαση και εκπαίδευση) και δικαιωματικά εφησυχασμένη ότι θα πορεύεται χωρίς χοντρές τρικλοποδιές και μεγάλους πολέμους πια.
Κι αυτό το μοντέλο όμως μάλλον κατάφερε να κάνει μια τρύπα στο νερό, αν κρίνουμε από το χαοτικό αποτέλεσμα και βλέποντας τις θεωρίες τσακισμένες από την αληθινή ζωή: διάλυση της τάξης-πυλώνα της οικονομίας με κατάργηση στην πράξη των Κλέι και των επαγγελμάτων τους στις χώρες τους, ξεπάτωμα των εθνικών τους βιομηχανιών και οικονομιών, ανοχή στο υβρίδιο που λέγεται Κίνα και είναι το φτηνό, φτηνιάρικο και, μη αναστρέψιμα ίσως, το πλέον ρυπογόνο εργοστάσιο-χώρα του πλανήτη. Κατάφερε να πέφτει δηλαδή αυτό το καταρχάς έξυπνο και πλατύ μετασύστημα από τη μια κρίση στην άλλη και, σαν επιστέγασμα των τεχνικών ατελειών του, ιδού και ο ηθικός του ξεπεσμός: τώρα καταβροχθίζει τους χρήσιμους και έντιμους Κλέι του. Κουφό στις φωτισμένες κριτικές των υποστηρικτών του, εκείνων που έχουν αφετηρία τον ουμανισμό, αυτό το σύστημα, αν και νοσεί, αντί να μπει στην εντατική και να σώσει ό,τι καλό πέτυχε, κατορθώνει να κυριεύει αλλού άλλους, πάμπλουτους μονάρχες που επενδύουν τα πετροδολάριά τους σε χρονοβόρα επενδυτικά έργα, υπερπόλεις αλά Ντουμπάι —σε χώρες που, για να μην ξεχνιόμαστε, οι γυναίκες είναι σάκοι του μποξ—, χρησιμοποιώντας τον πιο φτηνό πάροχο υπηρεσιών και όχι τον καλύτερο, προσθέτοντας έτσι κι άλλη τοξικότητα στα ήδη ανασφαλή περιβάλλοντα του παγκόσμιου οικονομικού αλαλούμ κι ενώ οι οικονομίες αλληλεπιδρούν τόσο ανταγωνιστικά και ανελέητα, που ανατρέπουν η μία την άλλη με ριπές χρηματιστηρίου μέσα σε εικοσιτετράωρα.
Οι Κλέι πληρώνουν σταθερά τα σπασμένα άλλων, και τώρα σκασίλα τους αυτών των άλλων, ας βαυκαλίζονται οι Κλέι όπου τύχει, στην έρημο και στα Τάρταρα. Ο δικός μας, γιατί σύντομα γίνεται οικείος και πολύ μάλιστα, Κλέι καταλαβαίνει τώρα πια πώς έχει στηθεί το παιχνίδι, μα στα πενήντα του δεν έχει περιθώρια για θεωρητικούρες. Τα δίδακτρα του παιδιού του εκεί πίσω στη λουσάτη Δύση δεν θα του τα δώσουν οι πολιτικοί, οι διανοούμενοι των θεωριών και τα απομεινάρια των ιδεολογικών στρατών που κονταροχτυπιούνται…
Δουλειά, κυρίες και κύριοι! Το ζητούμενο είναι σταθερά και διαχρονικά αυτό: δουλειές για όλους τους Κλέι εκεί όπου μένουν. Ο δικός μας Κλέι έχει αναγκαστεί να φύγει, να πάει στο πουθενά της άμμου και να περιμένει έναν Άραβα βασιλιά για να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Κρατιέται με το ζόρι όρθιος για την κόρη του, θυμάται τη ζωή του με τα σκαμπανεβάσματά της, αναψηλαφεί τη σχέση με τον αυταρχικό πατέρα του, τυπικό εκπρόσωπο γενιών και γενιών εργατικών Αμερικανών που έβαλαν αγόγγυστα πλάτη στα τεράστια εργοστάσια και στις γιγαντιαίες βιομηχανίες της χώρας τους και φυσικά δεν μπορούν τώρα να δεχτούν —κι ούτε να ψειρίσουν— τα γιατί και τα πώς οι κόποι τους κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα επειδή εμφανίστηκαν, π.χ., οι δαιμόνιοι μεταμαοϊκοί Κινέζοι και οι δικοί τους κυβερνήσεις δεν έκαναν κάτι εγκαίρως, αναλογίζεται τον αποτυχημένο γάμο του με μια στρίγγλα, κάνει έναν πρόχειρο μα καταλυτικό απολογισμό, μετανιώνει για το χτες, φοβάται για το αύριο. Γαντζώνεται από το τίποτα. Αυτό έχει, το τίποτα, για να ελπίζει ένα κάτι.
Οι μέρες περνούν άκαρπες και ο Κλέι αρχίζει να βγαίνει από το ξενοδοχείο-καβούκι του. Γνωρίζει άλλους τρελαμένους Δυτικούς που δουλεύουν σε αυτή την αορίστως υπό ανέγερση πόλη και επίσης μερικούς επεισοδιακούς ντόπιους, αρχικά τον ατίθασο νεαρό Γιουσέφ που έχει παρατήσει τις σπουδές του στην Αλαμπάμα (ναι, ναι) και δουλεύει σαν οδηγός λιμουζίνας για ξένους, και μέσω αυτού βλέπει —και βιώνει σαν αληθινή εμπειρία που του αναλογεί από την τύχη και τη σύμπτωση του ταξιδιού του— μια τρελή πτυχή της μπουργκοφορεμένης αραβικής ενδοχώρας και ύστερα γνωρίζει και τη Ζάκρα Χακέμ, ντόπια γιατρό που με τα πολλά επισκέπτεται για το εξόγκωμά του. Αυτή τον φροντίζει καλά και σύντομα κι εκείνη του δείχνει ένα κρυφό πρόσωπο της Σαουδικής Αραβίας, αποκαλύπτοντάς του και το δικό της, μέσα από μια ερωτική σχέση που κρυφά και το χειρότερο κουτσά-στραβά κάνουν οι δυο τους. Όταν επιτέλους ο βασιλιάς έρχεται, ο κουρασμένος ακόμα και για έρωτες Κλέι για μιαν ακόμα φορά μένει εκτός παιχνιδιού.
Ο Έγκερς βάζει στην κρίση του αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας σελίδες τη διαδοχή των οικονομικών δεινών των τελευταίων χρόνων που έχει φέρει τον Κλέι, και όχι μόνον αυτόν, στην απελπισία, δίνοντας τον λόγο —για να μη φορτώσει κι άλλο και ψευτίσει έτσι τον ήρωά του— σε έναν τυχαίο συνταξιδιώτη του. Σε μια μόλις σελίδα αυτός περιγράφει τη βιομηχανική αποδυνάμωση των ΗΠΑ, το ήμισυ της όλης κατάστασης. Το άλλο συντελείται στην Ευρώπη. Ο άντρας μιλάει και γι’ αυτό το κομμάτι:
Ήταν καλά για λίγο, έτσι; τον είχε ρωτήσει. Πόσο κράτησε, καμιά τριανταριά χρόνια; Είκοσι μήπως, είκοσι δύο; Όμως έχει πλέον τελειώσει, χωρίς αμφιβολία, και τώρα είμαστε αναγκασμένοι να ακολουθήσουμε τη δυτική Ευρώπη και να μπούμε στην εποχή του τουρισμού και των εμπορικών καταστημάτων. Αυτό δεν ήταν το ρεζουμέ όσων είχε πει εκείνος ο άντρας στο αεροπλάνο; Κάτι τέτοιο. Δεν έλεγε να το βουλώσει και όλο έρχονταν τα ποτά. Έχουμε μετατραπεί σε οικόσιτες γάτες, είχε σχολιάσει. Έχουμε γίνει ένας λαός αναποφάσιστος, στενόχωρος, άτολμος. Δόξα τω Θεώ, οι πρώτοι Αμερικανοί άποικοι δεν μας έμοιαζαν. Ήταν αλλιώτικη ράτσα! Εκείνοι διέσχισαν τη χώρα πάνω σε κάρα με ξύλινους τροχούς! Κάποιοι τα τίναζαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, και οι υπόλοιποι μετά βίας σταματούσαν. Εκείνα τα χρόνια έθαβες τους νεκρούς σου και συνέχιζες να προχωράς. Ο άντρας, ο οποίος ήταν μεθυσμένος και ίσως και ανισόρροπος, είχε γεννηθεί, όπως ο Άλαν, την εποχή που άκμαζε η βιομηχανία παραγωγής αγαθών και κάποια στιγμή στην πορεία χάθηκε μέσα σε κόσμους που απομακρύνονταν από την κατασκευή πραγμάτων. Είχε βουτήξει στο τζιν με τόνικ και ήθελε να ξεκόψει από όλα. Πήγαινε στη Γαλλία για να αποσυρθεί κοντά στη Νίκαια, σε ένα μικρό σπίτι που είχε χτίσει ο πατέρας του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και τέλος. Ο Άλαν είχε πάει με τα νερά του και είχαν ανταλλάξει μερικές απόψεις σχετικά με την Κίνα, την Κορέα, το να φτιάχνεις ρούχα στο Βιετνάμ, την άνοδο και την πτώση της βιοτεχνίας ενδυμάτων στην Αϊτή, την τιμή ενός καλού δωματίου στο Χαϊντεραμπάντ. Ο Άλαν είχε ασχοληθεί λίγες δεκαετίες με τα ποδήλατα κι έπειτα καταπιάστηκε με καμιά ντουζίνα περίπου άλλες δουλειές, ως σύμβουλος, βοηθώντας επιχειρήσεις να επιβιώσουν μέσα στην ανελέητη παραγωγικότητα, στα ρομπότ, στη λιτή παραγωγή, τέτοιου είδους πράγματα. Και παρ’ όλα αυτά χρόνο με το χρόνο υπήρχε όλο και λιγότερη δουλειά για ανθρώπους όπως αυτός. Η κατασκευή προϊόντων σε αμερικάνικο έδαφος είχε τελειώσει. Πώς μπορούσε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος να επιχειρηματολογήσει υπέρ ενός κόστους πέντε ή δέκα φορές μεγαλύτερου από όσο ήταν στην Ασία; Και όταν οι μισθοί στην Ασία έφτασαν σε ασύμφορα επίπεδα —πέντε δολάρια ας πούμε—, ήρθε η σειρά της Αφρικής. Οι Κινέζοι έφτιαχναν ήδη αθλητικά παπούτσια στη Νιγηρία. Ο Τζακ Γουέλτς είχε πει ότι η βιομηχανία θα έπρεπε να βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, κυκλώνοντας την υφήλιο σε αναζήτηση των οικονομικότερων συνθηκών παραγωγής, και ο κόσμος έμοιαζε να έχει ακολουθήσει τις συμβουλές του κατά γράμμα. Ο άντρας στο αεροπλάνο ούρλιαζε διαμαρτυρόμενος: Θα έπρεπε να έχει σημασία πού κατασκευάζεται κάτι! Ωστόσο ο Άλαν δεν ήθελε να αφεθεί στην απελπισία, δεν ήθελε να παρασυρθεί από τη δυσφορία του συνεπιβάτη του. Ο Άλαν ήταν αισιόδοξος, δεν ήταν; Τουλάχιστον αυτό υποστήριζε. Δυσφορία. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσε ο άντρας ξανά και ξανά. Το μαύρο χιούμορ είναι υπεύθυνο. Τα αστεία! ούρλιαζε ο άντρας. Τα άκουγα στη Γαλλία, στην Αγγλία, στην Ισπανία. Και στη Ρωσία! Οι άνθρωποι γκρίνιαζαν για τις άχρηστες κυβερνήσεις τους, για τη δομική και μη αναστρέψιμη δυσλειτουργία των χωρών τους. Και στην Ιταλία! Η πικρία, η έπαρση της παρακμής. Υπήρχε παντού, τώρα υπάρχει και σε εμάς. Αυτός ο ζοφερός σαρκασμός. Αυτός είναι ο δολοφόνος, το ορκίζομαι στον Θεό. Αυτός είναι το σημάδι ότι έχεις πέσει κάτω και δεν πρόκειται να ξανασηκωθείς! Ο Άλαν τα είχε ακούσει αυτά και άλλες φορές και δεν ήθελε να τα ακούσει ξανά. Φόρεσε τα ακουστικά του και έβλεπε ταινίες σε όλη την υπόλοιπη πτήση.
Από τη στιγμή που, επισήμως πια, ο Αμπντουλάχ απορρίπτει την αμερικανική προσφορά και επιλέγει το φτηνό, τα περιθώρια για τον Κλέι στενεύουν κι άλλο. Ο μπίζνεσμαν βασιλιάς, που δεν έχει να δώσει, προφανώς, λόγο σε κανέναν —γιατί αυτός έχει τα πετρέλαια—, με τους σικάτους και τέλεια αγγλικά Αμερικής ομιλούντες συμβούλους του κλείνουν την πολυπόθητη συμφωνία με τους κατά πολύ φτηνότερους Κινέζους — και, όχι, δεν είναι καθόλου για γέλια αυτό. Ανέκδοτα με Κινέζους που αλωνίζουν όλη την υφήλιο με τα προϊόντα τους κι ας είναι της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη και μας έχουν κλείσει τα μαγαζάκια στις χώρες μας δεν αντέχει πια το πετσί κανενός μας.
Ο Κλέι μένει μόνος να πρέπει να αντιμετωπίσει τη δύση, τη δυτικής κοπής δύση της όποιας επιχειρηματικής και επαγγελματικής ζωής του. Όμως (κι εκεί βρίσκεται η πεμπτουσία, η φιλοσοφία του ωραίου βιβλίου του Έγκερς) ο Κλέι ίσως ανατρέψει την αρχική πεσιμιστική αναγνωστική πρόβλεψη. Ο ταπεινός και ανώνυμος Κλέι μας, ίσως, δεν μεταμορφωθεί σε καφκικό έντομο! Η απελπισία του, που ένα της μέρος ανανεώνεται ξανά και ξανά από την τοξικότητα της κοινωνίας στην οποία ανήκει και όχι από τον ίδιο —δεν είναι καταθλιπτικός ο άνθρωπος αλλά θλιμμένος από την ανημποριά του κι από τα αυτονόητα που του στερούν οι συγκρούσεις άλλων—, έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό που, κόντρα σε κάθε λογική, τείνει να ανακαλύψει-γεννήσει ένα είδος αλλόκοτης ψυχικής δύναμης στα όρια της τρέλας που ίσως του δώσει λόγο να πολεμήσει αλλιώς τώρα πια για το δικαίωμά του να έχει (κάπου, μια) δουλειά.
Εμείς παρακολουθούμε τις κινήσεις του με κομμένη την ανάσα, χωρίς να ξέρουμε από κει και πέρα τι ακριβώς ή πώς θα το κάνει, αν θα κάνει κάτι, δίχως να ξέρουμε αν μας παίρνει να τον λυπηθούμε που ίσως γίνεται ένας μετανάστης από την ανάποδη [3] (γιατί Κορτέζ, και να ’θελε, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει, αλίμονο), ή αν καλά θα κάναμε να του πούμε, «Μπράβο, ρε Κλέι, ο πλανήτης (πρέπει να μπορεί να) δίνει σε όλους, πάλεψέ το κι ό,τι είναι να γίνει θα γίνει».

Και με αυτά σταματώ εδώ και μην αναρωτιέστε γιατί φαγώθηκα, μέσα από τις σε δημόσια θέα και αφημένες σε κάθε κριτική —εννοείται, πάντα— αμπελοφιλοσοφικοπολιτικολογίες μου, να διαβάσετε ένα σκληρό και πικρό, όμως έντιμο, πολιτικό βιβλίο (αν σας πω τι θεωρώ ως δια ταύτα του θα χαλάσω την ατμόσφαιρά του και δεν θέλω) που δεν έχει έναν, βρε αδερφέ, μεγάλο έρωτα να ανθίζει μπλα-μπλα στη Μικρασία μας φέρ’ ειπείν, στην Κατοχή και στον Εμφύλιό μας μπλα-μπλα —αν και ο Ισπανικός εμφύλιος είχε πάντα το λογοτεχνικό προβάδισμα στο ρομαντικόν του πράγματος— για να ξεφύγετε από τα ζόρια της καθημερινότητας ή καναδυό φόνους να σπαζοκεφαλιάσετε ωραία και δημιουργικά και να περάσετε εσείς καλά κι άλλοι καλύτερα. Είναι προφανές, φίλοι, έτσι πιστεύω, για ποιο λόγο χρειάζεται τώρα περισσότερο από πριν να διαβάζουμε, όσο ακόμα το μπορούμε, ανεξάρτητη (δηλαδή μη προσηλυτιστική), ανθρωποκεντρική πολιτική λογοτεχνία, ένα ενδιαφέρον και αποδεδειγμένα αφυπνιστικό είδος που βγαίνει πια με το σταγονόμετρο. Πιο προφανές δεν γίνεται.

[1] Ξεσκονίζουμε τα αγγλικά μας, διαβάζουμε εδώ για τον πολυπράγμονα Ντέιβ Έγκερς και βγάζουμε τα δικά μας συμπεράσματα.
[2] Το 1776, όταν στις 4 Ιουλίου εκδίδεται στις ΗΠΑ η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας —άρα αρχίζουν και οι ιστορικοί να μετρούν ομόσπονδη Ιστορία της νέας, μεγάλης και εύρωστης δύναμης—, η Ευρώπη έχει ήδη κάνει την κύρια δομική στροφή της από τη φεουδαρχία στην πρωτοκαπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής (οι απαρχές του εμπορικού καπιταλισμού τοποθετούνται στον 15ο και 16ο αιώνα) και επίσης έχει διαιρεθεί το κέντρο βάρους της ευρωπαϊκής οικονομίας σε πολλά καινούρια και εξίσου σημαντικά κέντρα, τα οποία απλώνονται προς τη Βόρεια Ευρώπη, τη Μαύρη Θάλασσα αλλά και στον Ατλαντικό τώρα πια, με μικρή σχετικά ημερολογιακή απόσταση μεταξύ τους. Εντούτοις, αυτό εμείς ας το κρατήσουμε απλώς σαν έναν ημερολογιακό μπούσουλα δίχως να μπούμε σε ιστοριογραφικές λεπτομέρειες, για να καταλάβουμε πως πάντα θα γίνονται ομαλές ή ταραχώδεις μεταβάσεις από ένα σύστημα στο επόμενο — και αυτό είναι νομοτελειακό.
[3] Ολοένα και περισσότεροι Δυτικοί άνθρωποι, νέοι που δεν είναι αφάσια κυβερνοφρικιά, φορτωμένοι με τα καλά της εκπαίδευσης και του πολιτισμού των ανεπτυγμένων χωρών τους, αναζητούν με ειρηνικούς τρόπους το περιβόητο καλύτερο αύριο στις μέχρι τώρα αποικίες των κρατών τους, σαν σύγχρονοι κομιστές θαυμαστού πολιτισμού, δηλαδή περισσότερο ενεργώντας και λιγότερο ως ο τύπος ή του παθητικού μετανάστη που ψάχνει να βρει χαμαλοδουλειά ή του κονκισταδόρ και τυχοδιώκτη που δεν λογαριάζει τίποτα. Η «μετανάστευση» αυτή μόνο χαζή δεν είναι στη βάση της και, αν γινόταν οργανωμένα και από την πλευρά εκείνου που στέλνει αλλά και εκείνου που δέχεται ανθρώπους, πολλά και διεθνή θα ήταν τα οφέλη, κατά την ταπεινή μου γνώμη.
Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα ώς το 2004 και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» ως το 2012. Διατηρεί το μπλογκ  lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

"Τα Πορφυρά Πανιά", Αλεξάντρ Γκριν.


γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου*

Μέσα από τα φύκια αναδυόταν ένα καράβι.Αφού βγήκε στην επιφάνεια, σταμάτησε καταμεσής του ορίζοντα. Από αυτή την απόσταση φαινόταν τόσο καθαρά όσο και τα σύννεφα.Σκορπίζοντας χαρά, φλεγόταν σαν κρασί,σαν τριαντάφυλλο,σαν αίμα ή χείλια, σαν πορφυρό βελούδο ή κατακόκκινη φωτιά. Το καράβι κατευθυνόταν ίσια προς την Ασσόλ.


Βιβλίο-κομψοτέχνημα,από εκείνα που χαίρεσαι να τα νιώθεις στα χέρια σου όταν τα διαβάζεις. Συγχαρητήρια στις εκδόσεις Κίχλη για την φροντισμένη (πολυτονική) έκδοση, στην Αλεξάνδρα Ιωαννίδου και στην Γιώτα Κριτσέλη για το επίμετρο και την επιμέλεια και στην Ιοκάστη Καμένου για την καλή, στρωτή μετάφραση από τα ρωσικά˙δεν έχω ιδέα από ρώσικα, αλλά φίλος που μιλάει και γράφει στην γλώσσα των ιερών τεράτων και του έχω εμπιστοσύνη (γιατί ως μεταφραστής ο ίδιος δεν είναι ξερόλας και επηρμένος να καταδικάζει τους πάντες πλην του εαυτού του), εκφράστηκε με πολύ καλά λόγια.

Το τρυφερό ερωτικό περιεχόμενο των Πορφυρών Πανιών είναι πασίγνωστο στους απανταχού βιβλιόφιλους, το ίδιο όπως πασίγνωστη και ποικιλότροπα σχολιασμένη είναι και η ιστορία της ζωής*,του Αλεξάντρ Γκριν,που- αν θεωρήσουμε κι εμείς ως έντεχνο παραμύθι την νουβέλα του, οφείλουμε τότε να πούμε ότι αυτή, η ζωή του με τις πολλαπλές της κακουχίες και ρήξεις δεν πέρασε διόλου σαν να ήταν παραμύθι, το αντίθετο....         
Στην Ρωσία, και όχι μόνο εκεί -αλλά περισσότερο εκεί- υπήρξε από την δεκαετία του΄20, από το 1923 που εκδόθηκε το βιβλίο και υπάρχει ακόμα μια εμμονή, λιγότερη στην αρχή και λιγότερο στρεβλωμένη, πολύ εντονότερη μετά, με την νουβέλα του Γκριν˙ακόμα και χονδροειδώς εκδηλούμενη ως κατανάλωση προϊόντων τέχνης-φεστιβάλ, διαγωνισμοί, ταινίες, σειρές, θεατρικά κτλ αμφίβολης συχνότατα ποιότητας-η λογοτεχνική δικαίωση του συγγραφέα ήρθε από την πρώτη εκείνη φορά που εκδηλώθηκε σαν ακαλούπωτη αγάπη του κόσμου για τα "Πορφυρά Πανιά" του και που εμένα τουλάχιστον δεν με πειράζει καθόλου αν επιπόλαια και ατυχώς αλληγορικά, όπως διατείνονται οι σχολιαστές του έργου του Γκριν, ή και ιδιοτελώς ή και απλώς λόγω... χρώματός τους σχετίστηκαν επίμονα με την  Οκτωβριανή Επανάσταση στον βαθμό που κι αυτή, λέω, η τελευταία, η ταλαίπωρη Οκτωβριανή Επανάσταση, για αλλού, με άλλους στο τιμόνι και αλλιώς ξεκίνησε και το ίδιο ατυχώς ή ιδιοτελώς χρησιμοποιήθηκε από ένα απείρως τρομοκρατημένο και γι αυτό ανασφαλές και επιθετικό καθεστώς που την καρπώθηκε και στο οποίο εκείνη έδωσε άθελά της, πιστεύω, ως πρόσχημα και ως βορά τα πιο καλά και φιλάνθρωπα ιδανικά της. Πόσοι Οκτώβρηδες και Μάηδες και Νοέμβρηδες, επαναστάσεις, αγώνες, ιδέες, κόκκινα πανιά και λάβαρα, γενιές και γενιές άνθρωποι ναυτολογημένοι σε μυθικά σκαριά που ξεκίνησαν να πλέουν σε θάλασσες φωτεινών παραμυθιών ή σαν σε τέτοιες κι ό,τι άλλο όμορφο, κατέληξαν ριγμένα όλα και όλοι στην αλεστική μηχανή της εξουσιολαγνείας και της ανθρώπινης βλακείας...
Τέλος πάντων, δεν με νοιάζει τι έκανε ή δεν έκανε η ύστερη σοβιετική προπαγάνδα στα "Πορφυρά Πανιά", ουσιαστικά τίποτα δεν τους έκανε πιστεύω, δεν μπορούσε να τους κάνει ˙με εκνευρίζει βέβαια η ατεκμηρίωτη, η παρατεταμένη αντικομμουνιστική υστερία διαφόρων, που δεν κοιτάνε τα δήθεν δημοκρατικά μούτρα τους μα λένε για την υστερία των άλλων, αλλά ένα κατάλαβα και το κατάλαβα καλά: τα "Πορφυρά Πανιά" είναι απ΄αυτά τα απείρως γοητευτικά κείμενα, τα τόσο φευγάτα από την μήτρα τους ήδη, που δεν τα αγγίζει στον αιώνα τον άπαντα η ιδιοτέλεια κανενός, ανήκουν στον κόσμο, με την έννοια του απλού λαού και γι αυτό δεν τους πρέπει μιζέρια.

Ο Γκριν σκιαγραφεί περίτεχνα την παιδική ζωή των δυο ερωτευμένων, της Ασσόλ και του Αρθούρου Γκρέυ και μέσα από αυτές δημιουργούμε κι εμείς, "βλέπουμε"  διαβάζοντας, το σκηνικό στο οποίο θα κάνει την είσοδό του το καράβι με τα πορφυρά πανιά.
Η ιστορία τους και ιστορία παρενθετικά και άλλων, που ο Γκριν μας την αφηγείται τριτοπρόσωπα και λέξη λέξη, φωλιάζει πρακτικά σε 138 σελίδες αλλά αυτές μοιάζουν πολύ περισσότερες όταν διαβάζεις! Η φαντασία σου ως αναγνώστη κεντρίζεται γλυκά, εκεί κάπου στην τριακοστή τέταρτη-όταν ο Εγκλ συναντάει την Ασσόλ και με αόρατη βελονιά δένει την μυθοπλασία που θα ακολουθήσει και που την περιμένεις πως και πως-καταλαβαίνεις τι υπέροχο κείμενο, πόσο πλούσιο, βαθύ και πολύπτυχο είναι αυτό που διαβάζεις και στο σημείο αυτό που και η αφήγηση φεύγει, πετάει, ελευθερώνεται, το ίδιο συμβαίνει και σ΄εσένα:φεύγεις, πετάς, ελευθερώνεσαι!
Αν κάποια βιβλία σε γραπώνουν και σε κρατάνε πεισματικά σχεδόν στην ατμόσφαιρα και το περιβάλλον που ο δημιουργός τους επινόησε, τούτο εδώ κάνει ακριβώς το αντίθετο και αυτό είναι το πρωτοφανές και εκπληκτικό, το κυρίαρχο στα πολλά του προτέρημα:σε αφήνει ελεύθερο.

Η Ασσόλ

Η Ασσόλ είναι ορφανή από μάνα και ο Λόνγκρεν, ο πατέρας της, παρατάει την θάλασσα για να την μεγαλώσει  ο ίδιος πολύ αφοσιωμένα, σαν μητέρα και πατέρας μαζί.

Ο Λόνγκρεν, ναύτης στον «Ωρίωνα», ένα μπρίκι τριακοσίων τόνων, στο οποίο είχε υπηρετήσει για δέκα χρόνια και με το οποίο είχε δεθεί στενότερα απ΄ό,τι ένας γιός με την μάνα του, αναγκάστηκε τελικά να εγκαταλείψει τη δουλειά του.
Ζουν στην Καπέρνα, έτσι ονομάζει ο Γκριν το μικρό παραθάλασσιο-τι άλλο θα ήταν;-χωριό και το μοναδικό τους έσοδο προέρχεται από τα θαυμάσια παιχνίδια που φτιάχνει εκείνος, βάρκες, ακάτους, καταδρομικά,ατμόπλοια, μικροσκοπικά μοντέλα δουλεμένα με τέχνη και που μεγαλώνοντας αναλαμβάνει να πουλάει η Ασσόλ στα μαγαζιά της κοντινής, επίσης παραθαλάσσιας, πολιτείας, της Λις.
Ο κοινωνικός περίγυρος είναι ιδιαίτερα σκληρός μαζί τους, έχει παρεξηγήσει κάθε συμπεριφορά του εσωστρεφούς Λόνγκρεν και έχει κόψει τα νήματα κάθε ομαλής επικοινωνίας:

Το κορίτσι μεγάλωνε χωρίς φίλους.Τα περίπου τριάντα παιδιά της ηλικίας της που ζούσαν στην Καπέρνα είχαν εμποτιστεί, όπως ποτίζει το νερό το σφουγγάρι, με τους σκληρούς κανόνες των οικογενειών τους, στη βάση των οποίων βρισκόταν η απόλυτη εξουσία της μητέρας και του πατέρα.Πειθήνια,όπως συμβαίνει με όλα τα παιδιά του κόσμου, είχαν διαγράψει μια για πάντα τη μικρή Ασσόλ από τη σφαίρα της προστασίας και του ενδιαφέροντός τους. Εννοείται πως αυτό έγινε σταδιακά,ενώ μέσα από νουθεσίες και τις κατσάδες των μεγάλων πήρε τη μορφή μιας τρομερής απαγόρευσης,η οποία,σε συνδυασμό με τις φήμες και τα κουτσομπολιά,απέκτησε στο μυαλό των παιδιών διαστάσεις φόβου και τρόμου για το σπίτι του ναυτικού.Επιπλέον η απομονωμένη ζωή του Λόνγκρεν έδωσε τροφή στα υστερικά κουτσομπολιά. Διηγούνταν για τον ναυτικό πως κάπου κάποιον είχε σκοτώσει, γι αυτό δεν τον δέχονταν να υπηρετήσει σε κανένα πλοίο,και πως τώρα ήταν κατσούφης και ακοινώνητος γιατί « βασανίζεται από τις τύψεις της εγκληματικής του συνείδησης».Όταν η Ασσόλ πλησίαζε τα άλλα παιδιά την ώρα που έπαιζαν, αυτά την έσπρωχναν,της πετούσαν λάσπες και την πείραζαν λέγοντάς της πως ο πατέρας της είχε φάει ανθρώπινη σάρκα και πως τώρα φτιάχνει πλαστά χρήματα.Οι αφελείς απόπειρες της να τα προσεγγίσει κατέληγαν,η μία μετά την άλλη, σε πικρά δάκρυα, μελανιές, γρατζουνιές και άλλες εκδηλώσεις της κοινής γνώμης. 
Η Ασσόλ λοιπόν δεν έχει συνομήλικους για να παίξει, να περάσει καλά,να χαρεί,να χτίσει αναμνήσεις και παιδική ηλικία γενικότερα σαν ένα οποιοδήποτε άλλο παιδάκι.Ο πατέρας εκτελεί χρέη μάνας, φίλου, συμμαθητή,ακόμα και δασκάλου, εκείνος είναι που την μαθαίνει γραφή και ανάγνωση, εκείνος είναι ο διασκεδαστής και σύντροφος στα παιχνίδια που κι αυτά δεν μοιάζουν με των άλλων παιδιών, είναι οι ιστορίες που της αφηγείται, κόσμοι ολόκληροι, μακρινοί,μαγικοί, αλλόκοτοι, τρομεροί και φυσικά παράξενα γοητευτικοί.

Η αγαπημένη διασκέδαση της Ασσόλ τα απογεύματα ή τις γιορτές ήταν να σκαρφαλώνει στα γόνατα του πατέρα της, όταν αυτός έβαζε στην άκρη το δοχείο με την κόλλα,τα εργαλεία,τη μισοτελειωμένη δουλειά και, βγάζοντας την ποδιά του, καθόταν να ξεκουραστεί με την πίπα ανάμεσα στα δόντια.Στριφογυρνώντας εκεί, μέσα στον προστατευτικό κλοιό που σχημάτιζαν τα χέρια του,άγγιζε τα διάφορα κομμάτια των παιχνιδιών και ρωτούσε σε τι χρησίμευε το καθένα.Έτσι λοιπόν, ξεκινούσε μια ιδιόμορφη, φανταστική διάλεξη για τη ζωή και τους ανθρώπους ˙μια διάλεξη στην οποία, λόγω της προγενέστερης ζωής του Λόνγκρεν αλλά και ποικίλων τυχαίων περιστατικών ή της τύχης γενικότερα, την κυρίαρχη θέση καταλάμβαναν διάφορα παράξενα, εκπληκτικά και ασυνήθιστα γεγονότα.Ο Λόνγκρεν,απαριθμώντας στη μικρή τα ονόματα των σχοινιών,των πανιών και των ναυτικών εξαρτημάτων,σιγά σιγά παρασυρόταν και περνούσε από τις εξηγήσεις στην αφήγηση διαφόρων επεισοδίων, στα οποία έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο πότε η άγκυρα, πότε το πηδάλιο,πότε το κατάρτι, πότε κάποιο είδος βάρκας κτλ.Κι έτσι, σταδιακά, οι μεμονωμένες περιγραφές γίνονταν εκτεταμένες αφηγήσεις θαλασσινών περιπλανήσεων, συνδυάζοντας τις δεισιδαιμονίες με την πραγματικότητα και την πραγματικότητα με τις εικόνες της φαντασίας του.Και να που εμφανιζόταν η γάτα-τίγρις ως αγγελιαφόρος του ναυαγίου, το ιπτάμενο ψάρι που μιλούσε και που, αν δεν υπάκουγες στις διαταγές του, θα έχανες τη ρότα, κι ο Ιπτάμενος Ολλανδός με το μανιασμένο πλήρωμά του, και άλλα ακόμη οιωνοί,φαντάσματα, νεράιδες, πειρατές-,με δυο λόγια ,όλοι οι μύθοι που κρατούσαν συντροφιά στους ναυτικούς για να περνούν την ώρα της ανάπαυλας σε κάποια ταβέρνα όταν επικρατούσε νηνεμία. 
Και σ΄αυτή την ήδη οξυμένη φαντασία της έφηβης πλέον Ασσόλ βρίσκει, ακριβώς όταν πρέπει, το πιο απάνεμο παρτέρι του μαγικού περιβολιού στο οποίο κι ο τελευταίος σπόρος που φύτεψαν οι διηγήσεις του πατέρα ετοιμάζεται να δώσει καρπούς, ποιος;
Μα ο περιηγητής Έγκλ, ο γνωστός συλλογέας τραγουδιών, μύθων, παραδόσεων και παραμυθιών! Και προφητεύει ο ασπρομάλλης  γέροντας και της λέει :



Ο Γκρέυ




τσι, Γκρέυ ζοσε σ’ ναν δικό του κόσμο. παιζε μόνος του, συνήθως στος πίσω κήπους το πύργου, ο ποοι παλι εχαν στρατηγικ σημασία. Ατς ο χανες ρημες κτάσεις, μ τ πομεινάρια π τ βαθι χαντάκια κα τ μουχλιασμένα πέτρινα κελάρια, ταν γεμάτες μ γριόχορτα, τσουκνίδες, ρείκια, τσαπουρνις κα ζωηρόχρωμα γριολούλουδα. Γκρέυ περνοσε δ ρες τελείωτες, ξερευνώντας τς τρύπες πο νοιγαν ο τυφλοπόντικες, παλεύοντας μ τ γριόχορτα, παραμονεύοντας τς πεταλοδες κα χτίζοντας μ θρύμματα π πλίνθους φρούρια, τ ποα βομβάρδιζε μ βέργες κα χαλίκια.  
ταν δη δώδεκα χρονν, ταν λα τ κινήματα τς ψυχς του, λα τ ξεχωριστ χαρακτηριστικ το πνεύματός του κα ο ποχρώσεις τν μυστικν του παρορμήσεων νώθηκαν σ’ να ρμητικ κύμα καί, ποκτώντας ρμονία, μετατράπηκαν σ μιν δάμαστη πιθυμία. ς τότε ταν σν ν βρισκε μόνο διάσπαρτα σ πολλος λλους κήπους κομμάτια το δικο του κήπου – να ξέφωτο, μι σκιά, να λουλούδι, ναν πλούσιο κα μεγαλοπρεπ κορμό· κα ξαφνικ τ εδε ξεκάθαρα λα, σ μιν ξαίσια κα κπληκτικ συμφωνία.
Ατ συνέβη στ βιβλιοθήκη. ψηλή της πόρτα, μ τ θαμπ γυαλ στ πάνω μέρος, ταν συνήθως κλειδωμένη, μως σύρτης μόλις πο κρατιόταν π τν σοχ το θυρόφυλλου. Πιέζοντας μ τ χέρι, πόρτα ποχωροσε κι νοιγε.ταν, παρακινημένος π τ ρευνητικό του πνεμα, Γκρέυ μπκε στ βιβλιοθήκη,ντυπωσιάστηκε π τ σκονισμένο φς, δύναμη κα διαιτερότητα το ποίου φείλονταν στ χρωματιστ σχέδιο πο πρχε στ πάνω μέρος το τζαμιο τν παραθύρων.

Ο βιβλιοθκες ταν παραφορτωμένες μ βιβλία. μοιαζαν μ τοίχους πο πίσω π τν γκο τους εχαν φυλακίσει τ ζωή. Στν ντανάκλαση το γυαλιο τς βιβλιοθήκης διαγράφονταν λλες βιβλιοθκες, σκεπασμένες μ χρωμες, στραφτερς κηλίδες. Πάνω στ στρογγυλ τραπέζι στεκε μι τεράστια δρόγειος σφαίρα, κλεισμένη στν μπακιρένιο σφαιρικ σταυρ πο σχημάτιζαν σημερινς κα μεσημβρινός.

 Γυρνώντας πρς τν ξοδο, Γκρέυ εδε πάνω π τν πόρτα ναν πελώριο πίνακα, τ περιεχόμενο το ποίου πλημμύρισε μέσως τν καταθλιπτικ σιωπ το δωματίου. πίνακας πεικόνιζε να καράβι σκαρφαλωμένο στν κορυφ νς κύματος. φρο κυλοσαν στ πλευρά του. Τ εχαν ζωγραφίσει μία στιγμ προτο «πετάξει».Τ καράβι πλεε στραμμένο κατευθείαν πρς τν θεατή. πρόβολος, πο εχε σηκωθε ψηλά, ριχνε τ σκιά του στ βάση τν καταρτιν. κορυφ το κύματος, πο σκαγε στν καρίνα το πλοίου, θύμιζε φτερ γιγάντιου πουλιο φρο τινάζονταν στν νεμο.Τ πανιά πο λάχιστα διακρίνονταν πίσω π τν ριστερ πλευρ το καταστρώματος κα πάνω π τν πρόβολο, φουσκωμένα π τ λυσσώδη δύναμη τς καταιγίδας, γερναν πρς τ πίσω μ λο τους τν γκο,τσι στε φτάνοντας στν κορυφ το κύματος εθυγραμμίζονταν κι πειτα, κλίνοντας πρς τν βυσσο, ριχναν τ πλοο σ νέα θηριώδη κύματα.Ράκη π σύννεφα σκιρτοσαν χαμηλ πάνω π τν κεανό. Τ θαμπ φς μάταια πάλευε νάντια στ σκοτάδι τς νύχτας πο πλησίαζε. μως τ πι ντυπωσιακ σ’ ατν τν πίνακα ταν μορφ νς νθρώπου πο στεκόταν ρθιος στ κατάστρωμα τς πλώρης μ τν πλάτη στν θεατή. μορφ ατ ξέφραζε πλήρως τν κατάσταση λλ κα τ στιγμή. στάση το νθρώπου –εχε τ πόδια νοιχτ κα τ χέρια ψηλ τεντωμένα– δν δινε κανένα διαίτερο στοιχεο γι τ τί κανε, μως μποροσε κανες ν ποθέσει πς ταν πολύτως προσηλωμένος σ κάτι πο πρχε στ κατάστρωμα λλ ταν όρατο στν θεατή. Τ κάτω μέρος το πανωφοριο του γυρισμένο νάποδα παράδερνε στν έρα. λευκ κοτσίδα κα τ μαρο ξίφος του παρασύρονταν π τν νεμο. πολυτελς μφίεσή του δειχνε πς ταν καπετάνιος, ν χορευτικ στάση το κορμιο του παρακολουθοσε τν παλ καμπύλη το κύματος.Δν φοροσε καπέλο. Ατ πο συνέβαινε τν κρίσιμη ατ στιγμ τν εχε συνεπάρει κα κάτι φώναζε – τί μως; Εχε ραγε δε κάποιον ν πέφτει π τ κατάστρωμα,διέταζε λλαγ πορείας μήπως, μ πνιγμένη π τν νεμο φωνή, καλοσε τν ναύκληρο; Ο σκις ατν τν σκέψεων, κι χι ο διες ο σκέψεις, φούντωσαν στν ψυχ το Γκρέυ,καθς κοιτοσε τν πίνακα.

Τ φθινόπωρο το δέκατου πέμπτου τους τς ζως του ρθορος Γκρέυ τ σκασε κρυφ π τ σπίτι του κα διάβηκε τς χρυσς πύλες τς θάλασσας.Σύντομα σκούνα «νσελμ» σάλπαρε π τ λιμάνι το Ντομπελτ μ κατεύθυνση τ Μασσαλία,παίρνοντας μαζί της ναν μοτσο με μικροκαμωμένα χέρια κα παρουσιαστικ μεταμφιεσμένου κοριτσιο. Ατς μοτσος ταν Γκρέυ, πο εχε στν κατοχή του ναν κομψ σάκο, λεπτς σν γάντια, βερνικωμένες μπότες κα σπρόρουχα π βατίστα, στολισμένα μ κεντημένα στέμματα.





Ο Γκρέυ θα γίνει ο ιδανικός εκφραστής των ίδιων του των ονείρων, θα ψηθεί στην αρμύρα της θάλασσας και θα ψάξει, θα βρει και θα διεκδικήσει το όνειρό του χωρίς τίποτα να τον έχει διαφθείρει και αλλάξει από αυτό που από την αρχή μας είπε ο Γκριν πως είναι:ερευνητικός, έντιμος, μεγαλόκαρδος, ευφυής, καλόγνωμος. Θα φροντίσει από την στιγμή κιόλας που αγοράζει το άλικο ύφασμα για τα καινούργια πανιά η συνάντησή του με την Ασσόλ να είναι η πρώτη γιορτή από μια σειρά γιορτών, που θα υμνούν ως το άπειρο κι ακόμα παραπέρα την ΖΩΗ! Και η Ασσόλ το ξέρει αυτό, απλά το ξέρει, μέσα από το δικό της κατά Γκριν ανέμελο μέλημα που είναι η εκπροσώπηση της απλότητας, της ομορφιάς που δεν κραυγάζει, της ελπίδας και του φωτός που καμιά αναποδιά δεν μπορεί να τα σβήσει.

Οι δυό τους συναντιούνται πανηγυρικά και δημόσια. Το "Σεκρέτ", τι όνομα για καράβι μικρομέγαλου παραμυθιού, πλέει αργά και μεγαλόπρεπα, κυκλώνοντας τον μικρό κάβο. Το ζηλόφθονο πλήθος που κυνηγούσε την μικρούλα Ασσόλ καταπίνει τώρα την δική του χολή και την γεμάτη δηλητήριο γλώσσα. Η προφητεία του Εγκλ, του απίθανου συλλογέα παραμυθιών παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια όλων.
Η Ασσόλ ρίχνεται στο νερό κι ο Γκρέυ την ανασύρει. Ανεβαίνει στο "Σεκρέτ" και εκείνο ανοίγει ξανά τα πορφυρά πανιά του για τα πέλαγα της ευτυχίας. Και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα (λέμε τώρα) και το αίσιο τέλος δεν είναι διόλου τέλος, είναι μονάχα η ποθούμενη αρχή.
Του καθενός και μακάρι να την βρει....


*Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η ζωή του Αλεξάντρ Γκριν (πως έζησε και τι πέρασε πριν γίνει μέχρι και γραμματόσημο) και γι αυτό παραθέτω ατόφιο το χρονολόγιο που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου






1880   
Γέννηση τοῦ Ἀλεξὰντρ Στεπάνοβιτς Γκρινέφσκι (Ἀ. Σ. Γκρίν) στὴν πόλη Σλομπόντσκι τοῦ κυβερνείου τῆς Βιάτκα στὶς 11 (23) Αὐγούστου. Πατέρας του ἦταν ὁ Πολωνὸς εὐγενὴς Στεπὰν Γεφσέγεφσκι Γκρινέφσκι, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴν ἐθνικοαπελευθερωτικὴ ἐξέγερση τοῦ 1864 καὶ ἐξορίστηκε· μητέρα του ἡ Ρωσίδα Ἄννα Στεπάνοβνα Γκρινέφσκαγια (τὸ γένος Λεπκόβαγια).



1892   
Τὸν ἀποβάλλουν ἀπὸ τὸ σχολεῖο γιὰ ἀσέβεια πρὸς τοὺς καθηγητές του, ἐξαιτίας τῶν σατιρικῶν ποιημάτων ποὺ ἔγραψε γιὰ ὁρισμένους ἀπὸ αὐτούς. Ἀπὸ μικρὸς διάβαζε βιβλία ποὺ ἀναφέρονταν στὴ θάλασσα καὶ τὰ ταξίδια. Τὸ ὄνειρό του ἦταν νὰ γίνει ναυτικός.



1895   
Πεθαίνει ἡ μητέρα του ἀπὸ φυματίωση. Ὁ πατέρας του παντρεύεται τὴ χήρα Λίντια Μπορέφσκαγια.



1896   
Τελειώνει τὸ σχολεῖο στὴ Βιάτκα καὶ ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν Ὀδησσό, προκειμένου νὰ φοιτήσει στὴ Ναυτικὴ Ἀκαδημία. Προσλαμβάνεται ὡς μαθητευόμενος ναύτης στὸ ἀτμόπλοιο «Πλάτων», ἀπ’ ὅπου ἀπολύεται σύντομα, καὶ ἀκολούθως στὴ σκούνα «Ἅγιος Νικόλαος».



1897   
Ἀρχίζει νὰ ἐργάζεται ὡς ναύτης σὲ ἀτμόπλοιο καὶ κάνει τὸ πρῶτο καὶ τελευταῖο του ταξίδι στὸ ἐξωτερικό – στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐπιστρέφει μέσω τῆς Ὀδησσοῦ στὴ Βιάτκα, ὅπου ὑπηρετεῖ στὸ δημαρχεῖο τοῦ κυβερνείου, ἐνῶ συγχρόνως κερδίζει χρήματα ὡς ἀντιγραφέας θεατρικῶν κειμένων. Ἑρμηνεύει ἐπίσης διάφορους μικροὺς ρόλους.



1898   
Φεύγει ἀπὸ τὴ Βιάτκα γιὰ τὸ Μπακού, ὅπου κατὰ διαστήματα δουλεύει ὡς ψαράς, ὑπηρετεῖ στὸ ἀτμόπλοιο «Ἀτριὸκ» ἢ περιφέρεται ἄνεργος.



1899   
Ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸ Μπακοὺ στὴ Βιάτκα καὶ ἐργάζεται σὲ σιδηρουργεῖο. Γράφει σατιρικὲς ἱστορίες γιὰ τὴν πόλη.



1900   
Ναύτης σὲ ἀτμόπλοιο.



1901   
Φεύγει μὲ τὰ πόδια γιὰ τὰ Οὐράλια, ὅπου κάνει διάφορες δουλειές. Ἐπιστρέφει στὴ Βιάτκα. Διαπράττει τὸ ὀλίσθημα νὰ πουλήσει, ὕστερα ἀπὸ παράκληση φίλου του, ἕνα κλεμμένο ρολόι. Προφυλακίζεται μὲ τὴν κατηγορία τῆς κλεπταποδοχῆς.



1902   
Ἀθωώνεται. Τὸν καλοῦν στὸ στρατό, ἀλλὰ λιποτακτεῖ. Τὸν συλλαμβάνουν στὸ Καμίσιν. Λιποτακτεῖ καὶ πάλι, μὲ τὴ βοήθεια ἑνὸς μέλους τοῦ κόμματος τῶν Ἐσέρων, καὶ φεύγει γιὰ τὸ Σιμπίρκ. Ἐργάζεται ὡς ξυλοκόπος.



1903   
Γίνεται μέλος τοῦ κόμματος τῶν Ἐσέρων. Ἀρνεῖται ὡστόσο νὰ συμμετάσχει σὲ τρομοκρατικὴ ἐνέργεια. Τὸν στέλνουν στὸ Σαράτοφ ὡς διαφωτιστή. Μετακομίζει στὸ Ἐκατερινοσλὰβ καὶ μετὰ στὸ Κίεβο. Στὴ Σεβαστούπολη, ὅπου στὴ συνέχεια πηγαίνει, ἀναλαμβάνει τὴν πολιτικὴ διαφώτιση τῶν ναυτῶν τοῦ στόλου τῆς Μαύρης Θάλασσας. Συλλαμβάνεται γιὰ ἐπαναστατικὴ δράση καὶ κλείνεται στὴ φυλακή.



1905   
Καταδικάζεται σὲ δέκα χρόνια ἐξορία στὴ Σιβηρία. Ἀπελευθερώνεται ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ γενικῆς ἀμνηστίας. Ταξιδεύει στὴν Πετρούπολη.



1906   
Συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται στὴν Πετρούπολη, λόγω χρήσης πλαστοῦ διαβατηρίου. Γνωρίζει τὴν πρώτη του γυναίκα, τὴ Βέρα Ἀμπράμοβα, ἡ ὁποία, μὲ τὸ πρόσχημα πὼς εἶναι ἀρραβωνιασμένη μαζί του, τὸν ἐπισκέπτεται ὡς πολιτικὸ κρατούμενο. Τὸν στέλνουν ἐξορία στὸ Τομπόλκ, ἀπ’ ὅπου δραπετεύει.
Ὕστερα ἀπὸ σύντομη παραμονὴ στὴ Βιάτκα, πηγαίνει στὴ Μόσχα, ὅπου γράφει τὸ πρῶτο του διήγημα μὲ πολιτικὸ περιεχόμενο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσκεῖ κριτικὴ στὸ στρατό. Ὑπογεγραμμένο μὲ ἄλλο ὄνομα, τὸ διήγημα κατάσχεται στὸ τυπογραφεῖο καὶ καίγεται. Στὸ τέλος τοῦ ἴδιου χρόνου ἀρχίζει νὰ συζεῖ μὲ τὴ Βέρα Ἀμπράμοβα.



1907   
Ὑπογράφει γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὸ ψευδώνυμο «Ἀλεξὰντρ Γκρὶν» τὸ διήγημά του «Ἕνα ἐπεισόδιο».



1908   
Δημοσιεύει τὴν πρώτη του συλλογὴ διηγημάτων Τὸ ἀόρατο καπέλο. Διηγήματα γιὰ ἐπαναστάτες.



1909   
Ἐκδίδει τὴν πρώτη του ρομαντικὴ νουβέλα Τὸ νησὶ Ρενό, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος θεωρεῖ ὅτι ἐγκαινιάζεται ἡ λογοτεχνική του δραστηριότητα.



1910   
Συλλαμβάνεται γιὰ χρήση ξένου διαβατηρίου. Παντρεύεται τὴ Βέρα Ἀμπράμοβα καὶ φεύγει μαζί της γιὰ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, τὴν πόλη Πίνεγκα τοῦ κυβερνείου τοῦ Ἀρχάγγελου.



1912   
Μεταφέρεται στὸν Ἀρχάγγελο, ὅπου παραμένει μέχρι νὰ λήξει ἡ ἐξορία του. Ἐπιστρέφει στὴν Πετρούπολη. Δημοσιεύει σειρὰ νέων διηγημάτων καὶ γνωρίζεται μὲ τοὺς λογοτέχνες Ἀ. Κουπρὶν καὶ Μ. Κουζμίν.



1913   
Πρώτη συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν διηγημάτων του σὲ τρεῖς τόμους. Παίρνει διαζύγιο ἀπὸ τὴν Ἀμπράμοβα. Ζεῖ μποέμικη ζωή.



1914   
Γίνεται συνεργάτης τοῦ περιοδικοῦ Νέον Σατυρικόν (ἀρχισυντάκτης τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ Ἀ. Ἀβερτσένκο). Νοσηλεύεται σὲ ψυχιατρικὴ κλινική. Πεθαίνει ὁ πατέρας του. Δὲν παρίσταται στὴν κηδεία, λόγω τῆς ἀσθένειάς του.



1915   
Ἐκδίδει μιὰ σειρὰ ἀπὸ καινούργια διηγήματα. Στὸ Περιοδικὸ τῶν περιοδικῶν, ὁ κριτικὸς Μ. Λεβίντοφ τὸν ἀποκαλεῖ «ἀλλοδαπὸ τῆς ρωσικῆς λογοτεχνίας».



1916   
Λόγω ἀσεβοῦς ἀναφορᾶς στὸν τσάρο, ὁ Γκρὶν ἐξορίζεται ἀπὸ τὴν Πετρούπολη.



1917   
Ἐπιστρέφει μὲ τὰ πόδια στὴν Πετρούπολη. Ἐκδίδει σειρὰ διηγημάτων.



1918   
Γνωρίζει τὴ Νίνα Κοροτκόβαγια, μέλλουσα γυναίκα του. Συνεργάζεται μὲ πολλὰ καὶ διάφορα περιοδικά. Γράφει γιὰ τὴν ἐφημερίδα Λόγω Τιμῆς, ὅπου μάλιστα καλεῖ σὲ συνεργασία τὸν Ἀλεξὰντρ Μπλόκ. Παντρεύεται τὴ Μ. Β. Ντολίτζε, ἀπὸ τὴν ὁποία χωρίζει στὸ τέλος τῆς ἴδιας χρονιᾶς.



1919   
Γίνεται μέλος τῆς Ἑταιρείας Λογοτεχνῶν.



1920   
Ὑπηρετεῖ στὸν Κόκκινο Στρατό. Μόλις ἐπιστρέφει στὴν Πετρούπολη, ἀρρωσταίνει ἀπὸ τύφο. Γράφει στὸν Γκόρκι, κάνοντας ἔκκληση γιὰ βοήθεια. Μετὰ τὴν ἀνάρρωσή του ἀκολουθεῖ μιὰ μακρὰ περίοδος περιπλάνησης ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, μέχρις ὅτου ὁ Γκόρκι τοῦ ἐξασφαλίζει στέγη στὸ «Σπίτι τῶν Καλλιτεχνῶν», ὅπου ἀρχίζει νὰ γράφει τὰ Πορφυρὰ πανιά.



1921   
Ξανασυναντᾶ τὴ Νίνα Κοροτκόβαγια καὶ τὴν παντρεύεται στὶς 7 Μαρτίου.
Ἐξαιτίας τῶν διαφωνιῶν του μὲ τὴ διεύθυνση τοῦ «Σπιτιοῦ τῶν Καλλιτεχνῶν», ὁ Γκρὶν καὶ ἡ γυναίκα του μετακομίζουν ἀλλοῦ.



1922  
 Ἐκδίδεται τὸ πρῶτο του βιβλίο μετὰ τὴν ἐπανάσταση, μὲ τὸν τίτλο Ἄσπρη φωτιά.



1923   
Δημοσιεύεται σὲ συνέχειες σὲ περιοδικὸ τὸ μυθιστόρημά του Ὁ ἀστραφτερὸς κόσμος. Ἐκδίδονται τὰ Πορφυρὰ πανιὰ μὲ ἀφιέρωση στὴ Νίνα Γκρίν, καθὼς καὶ ἡ συλλογὴ διηγημάτων Ἡ καρδιὰ τῆς ἐρήμου ἀπὸ τὸν ἐπίσημο, κρατικὸ ἐκδοτικὸ οἶκο, στὴν ὁποία περιλαμβάνεται καὶ ὁ «Κυνηγὸς τῶν ἀρουραίων» (ἑλληνικὴ μετάφραση: Γιῶργος Τσακνιᾶς, Στιγμή, Ἀθήνα 1995).



1924   
Ἀρρωσταίνει ἡ Ν. Γκρίν. Ἀποφασίζουν νὰ μετακομίσουν στὴν Κριμαία. Ἐγκαθίστανται στὴ Θεοδοσία. Ἐκδίδεται τὸ μυθιστόρημά του Ὁ ἀστραφτερὸς κόσμος.
Ἐργάζεται πάνω στὸ μυθιστόρημα Ἡ χρυσὴ ἁλυσίδα.



1925   
Μέσα στὸ ἔτος ἐκδίδονται σὲ διάφορους ἐκδοτικοὺς οἴκους ἑπτὰ βιβλία του. Ἐργάζεται πάνω στὸ μυθιστόρημά του Ἡ δρομέας τῶν κυμάτων. Θετικὴ κριτικὴ τοῦ Γκόρκι γιὰ τὸ βιβλίο του Οἱ μονομάχοι.



1926   
Ἄρνηση τῶν περιοδικῶν νὰ δημοσιεύσουν τὸ μυθιστόρημα Ἡ δρομέας τῶν κυμάτων. Ἐκδίδονται πέντε τόμοι διηγημάτων. Γνωριμία μὲ τὸν Σ. Μπουλγκάκοφ.



1927   
Συμφωνία μὲ τὸν ἐκδότη Βόλφσον γιὰ ἔκδοση τῶν Ἁπάντων του σὲ δεκαπέντε τόμους. Μὲ τὴν προκαταβολὴ ποὺ παίρνει ταξιδεύει στὴ Γιάλτα, στὸ Λένινγκραντ, στὸ Κισλοβόντσκ.



1928   
Ἐκδίδεται τὸ μυθιστόρημα Ἡ δρομέας τῶν κυμάτων, καθὼς καὶ μεμονωμένοι τόμοι τῶν Ἁπάντων. Ἀρχίζει ἡ δικαστικὴ διαμάχη μὲ τὸν ἐκδότη Βόλφσον. Ἀντιμετωπίζει ὀξὺ πρόβλημα ἀλκοολισμοῦ.



1929   
Συνέχιση τῆς δικαστικῆς διαμάχης μὲ τὸν Βόλφσον. Ἀντιμετωπίζει οἰκονομικὰ προβλήματα. Ἔκδοση τοῦ μυθιστορήματος Τζέσυ καὶ Μοργκιάνα.



1930   
Ἔκδοση τοῦ μυθιστορήματος Ὁ δρόμος γιὰ τὸ πουθενά. Αἴσια ἔκβαση τῆς δικαστικῆς διαμάχης μὲ τὸν Βόλφσον. Τοῦ καταβάλλονται ἑπτὰ χιλιάδες ρούβλια.
Ἐγκαθίσταται στὴν Παλαιὰ Κριμαία. Ἐργάζεται πάνω στὸ Αὐτοβιογραφικὸ μυθιστόρημα.



1931   
Ἐκδηλώνεται ἡ ἀσθένεια ποὺ εὐθύνεται γιὰ τὸ θάνατό του.
Οἱ ἐκδότες τῆς Μόσχας καὶ τῆς Πετρούπολης ἀρνοῦνται νὰ δημοσιεύσουν ἔργα του. Ὁ Γκρὶν καὶ ἡ γυναίκα του ζοῦν σὲ συνθῆκες φτώχειας. Τὸ καλοκαίρι ἐπιχειρεῖ τὸ τελευταῖο ταξίδι στὴ Μόσχα, μὲ σκοπὸ τὴν ἐξεύρεση χρημάτων. Ἡ ἀσθένεια ἐπιδεινώνεται. Ἀλλεπάλληλες ἐπιστολὲς τοῦ Γκρὶν πρὸς τὴν «Ἕνωση Σοβιετικῶν Συγγραφέων» γιὰ βοήθεια.



1932   
Αἰφνίδια ἐπιδείνωση τῆς ὑγείας του.  Μετακομίζουν σ’ ἕνα μικρὸ ἰδιόκτητο σπιτάκι. Ὁριστικὴ διάγνωση τοῦ καρκίνου ἀπὸ συμβούλιο γιατρῶν. Ἐκδίδεται τὸ Αὐτοβιογραφικὸ μυθιστόρημα.
Στὶς 8 Ἰουλίου ὁ Ἀλεξὰντρ Γκρὶν πεθαίνει.
Ἡ γυναίκα του λαμβάνει συλλυπητήριο τηλεγράφημα γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Γκρὶν ἀπὸ τὴν «Ἕνωση Σοβιετικῶν Συγγραφέων».



*Η Βιβή Γεωργαντοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα.Σπούδασε στη Νομική, όμως επαγγελματικά ασχολήθηκε με την αργυροχρυσοχοΐα (ως το 2004) και το εικαστικό βιβλιοπωλείο «Degas» (ως το 2012). Διατηρεί το μπλογκ lesxianagnosisbiblioudegas.blogspot.gr και την ομώνυμη λέσχη Ανάγνωσης από το 2009 μέχρι τώρα.