Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΕΦΕΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΕΦΕΡΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Αναστάσης Βιστωνίτης συνομιλούν με το "RAVEN" του Πόου

Raven

In memoriam E. A. P.


Χρόνια σαν τα φτερά. Τι θυμάται τ' ακίνητο κοράκι;
τι θυμούνται οι πεθαμένοι κοντά στις ρίζες των δέντρων;
Είχαν ένα χρώμα τα χέρια σου σαν το μήλο που πέφτει.
Κι αυτή η φωνή που ξαναγυρίζει πάντα, χαμηλή.

Εκείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τ' αστέρια
ακούνε τον αγέρα ακούνε πέρα απ' τον αγέρα την άλλη θάλασσα
σαν ένα κοχύλι κλειστό κοντά τους, δεν ακούνε
τίποτε άλλο, δεν ψάχνουν μέσα στους ίσκιους των κυπαρισσιών
ένα χαμένο πρόσωπο, ένα νόμισμα, δε γυρεύουν
κοιτάζοντας ένα κοράκι σ' ένα ξερό κλωνί, τι θυμάται.
Μένει ακίνητο πάνω στις ώρες μου λίγο πιο ψηλά
σαν την ψυχή ενός αγάλματος που δεν έχει μάτια
είναι ένα πλήθος μαζεμένο μέσα σ' αυτό το πουλί
χίλιοι άνθρωποι ξεχασμένοι σβησμένες ρυτίδες
ερειπωμένες αγκαλιές και γέλια που δεν τέλειωσαν
έργα σταματημένα σιωπηλοί σταθμοί
ένας ύπνος βαρύς από χρυσά ψιχαλίσματα.
Μένει ακίνητο. Κοιτάζει τις ώρες μου. Τι θυμάται;
Είναι πολλές πληγές μέσα στους αόρατους ανθρώπους, μέσα του
πάθη μετέωρα περιμένοντας τη δεύτερη παρουσία
επιθυμίες ταπεινές που κόλλησαν πάνω στο χώμα
σκοτωμένα παιδιά και γυναίκες που κουράστηκαν την αυγή.
Τάχα να βαραίνει πάνω στο ξερό κλωνί τάχα να βαραίνει
πάνω στις ρίζες του κίτρινου δέντρου πάνω στους ώμους
των άλλων ανθρώπων, τις παράξενες φυσιογνωμίες
που δεν τολμούν να γγίξουν μια στάλα νερό βυθισμένοι στο χώμα
τάχα να βαραίνει πουθενά;
Είχαν ένα βάρος τα χέρια σου όπως μέσα στο νερό
μέσα στις θαλασσινές σπηλιές, ένα βάρος αλαφρύ χωρίς συλλογή
με την κίνηση κάποτε που διώχνουμε την άσκημη σκέψη
στρώνοντας το πέλαγο ως πέρα στον ορίζοντα στα νησιά.
Είναι βαρύς ο κάμπος ύστερ' απ' τη βροχή· τι θυμάται
η μαύρη στεκάμενη φλόγα πάνω στον γκρίζο ουρανό
σφηνωμένη ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ανάμνηση του ανθρώπου
ανάμεσα στην πληγή και το χέρι που πλήγωσε μαύρη λόγχη,
σκοτείνιασε ο κάμπος πίνοντας τη βροχή, έπεσε ο αγέρας
δε σώνει η δική μου πνοή, ποιος θα το μετακινήσει;
ανάμεσα στη μνήμη, χάσμα - ένα ξαφνισμένο στήθος
ανάμεσα στους ίσκιους που μάχουνται να ξαναγίνουν άντρας και γυναίκα
ανάμεσα στον ύπνο και στο θάνατο στεκάμενη ζωή.

Είχαν μια κίνηση τα χέρια σου πάντα προς τον ύπνο του πελάγου
χαϊδεύοντας τ' όνειρο που ανέβαινε ήσυχα τη μαλαματένια αράχνη
φέρνοντας μέσα στον ήλιο το πλήθος των αστερισμών
τα κλεισμένα βλέφαρα τα κλεισμένα φτερά ...

 Γιώργος Σεφέρης, Κοριτσά, χειμώνας 1937


T H E    R A V E N

Στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου τὸ κρύο φῶς τοῦ δωματίου.
Κόκκινες πληγὲς τὰ μάτια καρφωμένα στὸ κενό.
Στὸ ταβάνι μαῦρο στίγμα καὶ τὸ στῆθος μου ἕνα ρῆγμα,
δηλητηριῶδες μεῖγμα στὸ ποτήρι τὸ νερό –
σπάζουν γύρω μου τοπία μ’ ἕνα σκοτεινὸ σπασμό.
Σώματα πελεκημένα καὶ ποτάμια παγωμένα,
πρόσωπα μεταφερμένα σ’ ἕνα μέλλον σκοτεινό,
χάνονται μακριὰ τὰ φῶτα κι ἔχω ἀκάλυπτα τὰ νῶτα –
κομματιάζουνε τὴν πόρτα μ’ ἕναν ξέφρενο ρυθμό.
Ἔχω μέσα μου τὸ φόβο ποὺ μὲ σπρώχνει στὸ κενό.
Τὸ πουλί, βαλσαμωμένο, μοῦ φωνάζει: «Περιμένω
ἕνα χτύπημα στὸ χρόνο, μιὰ ἄγρια νεροποντή».
Πρὶν ἐτούτη ἡ νύχτα λήξει κάποιο χέρι θὰ μὲ πνίξει
καὶ μὲ φόβο θὰ τυλίξει τὴν αὐριανὴ ἀστραπή.
Δίχως φῶς καὶ δίχως χρῶμα θὰ μὲ θάψουν τὴν αὐγή;
Ἀπαντῶ στὸν ἑαυτό μου: «Εἶσαι γέννημα τοῦ τρόμου,
παραλήρημα τοῦ ἀνέμου ποὺ σφυρίζει στὰ κλαδιά,
στάχτη μιᾶς φωτιᾶς σβησμένης, τίποτε δὲν περιμένεις,
γέννημα τῆς πεθαμένης νύχτας ποὺ σὲ κυνηγᾶ».
Λύκοι ἀπ’ τὸ Βορρὰ θὰ σπείρουν αὔριο δόντια καὶ σκουριά.
Ἄνοιξη κομματιασμένη καὶ στ’ ἀγρίμια μοιρασμένη,
πέφτουν τὰ κλαδιὰ τῶν δέντρων καὶ παγώνουν οἱ πηγές,
ἔτσι ἡ λύπη μου φυτρώνει πάνω σ’ ἕνα ὑγρὸ σεντόνι,
ἔτσι ἡ λύπη μου ματώνει τῶν ματιῶν μου τὶς πληγές.
Ζῶ σ’ ἕνα παρὸν ἀβέβαιο κι ἕνα σπαραγμένο χθές.
Τὸ πουλί, ἀναστατωμένο, μοῦ φωνάζει: «Κατεβαίνω
ἀπ’ τὸν κόσμο τοῦ θανάτου κι ἀπ’ τὴ χώρα τῆς ὀργῆς».
Τρίζουν πόρτες καὶ σανίδια, μπαίνουν ἀπ’ τὶς τρύπες φίδια,
πέτρες, σίδερα, σκουπίδια καὶ μαχαίρια τῆς σφαγῆς.
Ἔχω μέσα μου τὸ φόνο καὶ τὴν τρέλα τῆς φυγῆς.
Ἔτσι πέθανε τὸ μέλλον καὶ ἡ ἐλπίδα τῶν ἀγγέλων
ποὺ δὲν γνώρισαν τὸ πένθος γιὰ νὰ βάψουν τὰ φτερά.
Τρόμος ἔγινε ἡ γαλήνη καὶ τὰ χρώματα μοῦ σβήνει,
γύρω γύρω ἡ νύχτα στήνει τὰ τρελά της σκηνικά –
ὁ οὐρανὸς μοῦ δείχνει νέφη καὶ τὴ σάπια του καρδιά.
Πέφτουν στὸ θολὸ μυαλό μου τὰ πηχτὰ νερὰ τοῦ δρόμου,
μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τρέχουν τῶν ἐπίπλων οἱ σκιές,
εἶμαι μόνος μου, κρυώνω καὶ τὴν τρέλα μου πυκνώνω
σ’ ἕνα μεθυσμένο χρόνο πού ’χει γύρω του γραμμὲς
μπερδεμένες μὲς στὸ χῶρο καὶ σ’ ἀνώνυμες φωνές.
Ἕνα φῶς σκελετωμένο, βλέμμα κάποιου κρεμασμένου
μὲ τὰ μάτια πεταγμένα πρὸς τὸ μέλλον καὶ σκληρά,
σὰν ἐξογκωμένος φόνος πέφτει στὴ ζωή μου ὁ χρόνος,
σὲ μιὰ κάμαρα εἶμαι μόνος μ’ ἐφιάλτες καὶ σφυριὰ
κι ἕνα ἐβένινο κοράκι κρώζει καὶ σκορπάει φτερά.
Δὲν μπορῶ να σὲ ρωτήσω. Ἀπὸ τὸ παρόν σου πίσω
κρύβεται, πουλί, μιὰ λάμψη καὶ μιὰ μέθη ἀπὸ φωτιά.
Φιμωμένος στὴ σιωπή μου, χτυπημένος στὴ στοργή μου,
μὲ τὸ χρῶμα τῆς ἐρήμου ποὺ σκοτώνει τὰ φυτὰ
ταξιδεύω σ’ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν γέννησε πουλιά.

Αναστάσης Βιστωνίτης 


Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

Ὁμιλία Σεφέρη κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας στὴ Στοκχόλμη



Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ - ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.
Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.
Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «... θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε ...». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυρρανισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα - καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης - κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νἄ ῾βρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν᾿ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.
Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.
Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Ο Σεφέρης κάτω από την προσωπίδα

Στοχασμοί πάνω στον "Βασιλιά της Ασίνης"



της Νότας Χρυσίνα

Ο Γιώργος Σεφέρης αναζητά τον βασιλιά της Ασίνης κάτω από την χρυσή προσωπίδα και βρίκει ένα κενό. Αυτό το ποίημα ποιητικής πραγματεύεται την αγωνία του ατόμου μπροστά στο ερώτημα της ύπαρξης και του θανάτου. Καταλήγει όμως να μεταφέρει την αγωνία του ποιητή για το δημιούργημά του το ποίημα. Τι θα μείνει κάτω από το περίτεχνο ποίημα του Σεφέρη; Ένα κενό; 
Δυό χρόνια παλεύει ο Σεφέρης να τελειώσει το ποίημα και ξαφνικά μέσα σε μία νύχτα, όπως εξομολογείται στον Έλιοτ, γεμίζει τις δυο τυπογραφικές λευκές  σελίδες που είχε ανάγκη να γράψει. Γράφει χωρίς τις σημειώσεις του. Χωρίς να το συνειδητοποιεί το κενό των σελίδων και το κενό κάτω από την προσωπίδα του βασιλιά της Ασίνης αποκτούν υπόσταση. Το ποίημα ενσαρκώνει τον άφαντο βασιλιά και τον καθιστά μνημείο ύπαρξης. Η τέχνη του δημιουργού ποιητή κατορθώνει να απαντήσει στην υπαρξιακή αγωνία του ποιητή όπως η νεκρική προσωπίδα που φτιαγμένη από χρυσό κατέστησε υπαρκτό τον βασιλιά που τώρα είναι νεκρός και άφαντος έτσι και το ποίημα του Σεφέρη αξιώνει να καταστήσει υπαρκτό μέσα του και διά μέσου αυτού τον βασιλιά που ψάχνουμε από το πρωί όπως λέει ο Σεφέρης. Ο Σεφέρης στην αγωνιώδη αυτή αναζήτηση έχει σύντροφό του τον ποιητή που είναι η μία υπόστασή του αλλά και τον εαυτό του που είναι αυτός ο άνθρωπος ο θνητός όπως όλοι μας που αναρωτιέται για τον θάνατο και την ζωή. Σε αυτή την αναζήτηση φοράει κατά πρόσωπο το κενό αλλά και την κενή προσωπίδα σαν μάσκα και βιώνει τον πόνο και την ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Καθώς τώρα ο ποιητής  έχει περάσει από στοχασμούς για τον Όμηρο και την γραφή του, τον Ελπήνορα και την δόξα του απλού ανθρώπου που έγινε σύντροφός του σε άλλο ποίημα και μάλιστα τον χαρακτήρισε ηδονικό και τον μνημείωσε μέσα από το ποίημά του βγάζοντάς τον από την αφάνεια των ομηρικών στίχων. Αφού ακόμη σκέφτηκε τον Οδυσσέα τον πολυμήχανο και όλα όσα έμειναν στην ιστορία χάρη στον Όμηρο αρχίζει να ξετυλίγεται μπροστά του η απάντηση στο ερώτημα που τον βασανίζει ως ποιητή. Γράφει για να υπάρξει εκείνος ο ίδιος. Ο βασιλιάς της Ασίνης είναι ο ίδιος ο Σεφέρης και θα χαθεί κάποτε αλλά θα μείνει η ψυχή του αυτή η νυχτερίδα που ξαφνικά πετάγεται στο φως. Θα μείνει θα υπάρξει μέσα στον χρόνο και θα συναντήσει τον ασπιδοφόρο ήλιο κάθε φορά που θα μνημονεύουμε τις δυό λέξεις που σαν επίγραμμα λιτό όρισε ο Όμηρος "Ασίνην τε".
 Ο άνθρωπος περνάει και χάνεται και τι μένει από την δόξα του και τα πλούτη της επίγειας ζωής εκτός από ένα τυχαίο αρχαιολογικό εύρημα της σκαπάνης ένα χρυσό προσωπείο. Το προσωπείο επέζησε λόγω του άφθαρτου υλικού του ενώ ο βασιλιάς της Ασίνης όπως και τόσοι άλλοι βασιλείς ξεχάστηκαν. Ακόμη και η μυθική Τροία και "αι πολύχρησαι Μυκήναι" παραδώθηκαν στην φθορά του χρόνου αλλά διατηρήθηκαν μέσα από την ποιητική μνήμη και τον λόγο του Ομήρου που μας παραδόθηκε ώστε να υπερασπίσει τον άνθρωπο απέναντι στην φθορά. Αυτή η μάχη του χρόνου με την φθορά δίνεται στο πεδίο του λόγου και αξιώνεται την μνήμη μέσα από τον εμπνευσμένο λόγο του δημιουργού. Η τέχνη τελικά νικάει τον χρόνο και παραδίδει με το υλικό της το χρυσό προσωπείο της ύπαρξης σφυρηλατημένο από τον τεχνίτη δημιουργό που μόνο ως ιερέας και τεχνουργός μπορεί να υπηρετήσει την ύπαρξη. Ο ποιητής ως λειτουργός της ύπαρξης μέσα από τον λόγο μας παραδίνει το σκήπτρο της βασιλείας δηλαδή της αυτογνωσίας μέσα από το δημιούργημά του "Ο βασιλιάς της Ασίνης". Τότε ο καθένας μας κυοφορεί αυτό το άφαντο πλάσμα που φανερώνεται χάρη στον πόνο και τις ωδίνες του ποιητή που κράτησαν δυο χρόνια.

Γιώργος Σεφέρης «Ο βασιλιάς της Ασίνης»

Ασίνην τε…
ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου
          παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλη τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια
          τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα∙
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε… Ασίνην τε…»
                                                και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι∙
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βο-
          στρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
          ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ανα-
          ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
          αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
          και της φθοράς
υπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
          την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
          διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
          μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-
          κρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα ταραγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε…». Να ‘ταν αυτή ο βασιλιάς της
          Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεκτικά σε τούτη την ακρό-
          πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω
          στις πέτρες.

Ασίνη, καλοκαίρι ’38 – Αθήνα, Γεν. ’40


Ο Σεφέρης διανύει μια μακριά περίοδος περισυλλογής πάνω στην δημιουργία του ποιήματος του "Βασιλιά της Ασίνης" κατά την οποία μεταφράζει ποιήματα όπως το "Χωρίς Ηλικία" του Πωλ Ελυάρ αλλά και το "Κάντο Ι" του Έζρα Πάουντ. Ο Πάουντ είχε δηλώσει πως συνθέτει ένα "χρυσελεφάντινο ποίημα"ήθελε να αποστάξει μέσα σε αυτό την ανθρώπινη σοφία. Την ίδια αναζήτηση επανέλαβε και ο Σεφέρης αλλά λιγότερο φιλόδοξα καθώς η αναζήτηση του Σεφέρη αφορά τον άνθρωπο ως άτομο που γνωρίζει την παροδικότητα της ζωής και δεν φιλοδοξεί να εφεύρει κάτι πέραν των ανθρωπίνων δυνατοτήτων του  ούτε είναι υπόλογος σε έναν θεό. Αυτή είναι και η βασική διαφορά του Σεφέρη με τον Πάουντ ο οποίος αποδίδει στην αναζήτησή του μεταφυσικές διαστάσεις.




ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ 

Πωλ Ελυάρ (Paul Éluard)




Πλησιάζουμε
Μέσα στα δάση πάρε το δρόμο του πρωινού 
ανέβα τα σκαλιά της πάχνης
Πλησιάζουμε
Είναι η καρδιά της γη σφιγμένη 
να ‘ρθει στον κόσμο μια μέρα ακόμη, θα πλατύνει ο ουρανός
Είχαμε βαρεθεί να κατοικούμε στα ερείπια του ύπνου , 
στη χαμηλή σκιά της ανάπαυσης ,της κούρασης και της εγκατάλειψης

Η γης θα ξαναπάρει τη μορφή των ζωντανών σωμάτων μας 
ο άνεμος θα μας υπομείνει
ο ήλιος και η νύχτα θα περάσουν μες στα μάτια μας
χωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν 

Το σίγουρο μας διάστημα ο αγνός μας αέρας 
φτάνει για να γεμίσει την αργοπορία που έσκαψε η συνήθεια 
όλοι μαζί θ’ αράξουμε σε μια καινούργια μνήμη
και θα μιλήσουμε μαζί μια ευαίσθητη λαλιά 

Ω! αδερφοί μου αντίμαχοι 
που κρατάτε στα μάτια τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της 
που να σας έχω αφήσει
με τα βαριά σας χέρια μες το λάδι το νωθρό,
μες στις παλιές σας πράξεις με τόση λίγη ελπίδα
που κι ο θάνατος φαίνεται ν ‘χει δίκιο

Χαμένοι μου αδερφοί , εγώ πηγαίνω προς τη ζωή 
έχω την όψη ανθρώπου για ν’ αποδείξω
πως ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μου
και δεν είμαι μόνος 

χίλιες εικόνες από μένα πληθαίνουν το φως μου 
χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα να το πουλί το παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος σμίγουν μαζί μας
Γελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξω
γυμνό νερό, γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα,
έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου

Χέρια από τα χέρια μας αναγνωρισμένα
Χείλια με τα χείλια μας ενωμένα
οι πρώτες ανθισμένες ζέστες .
Παραστέκουνται το αίμα δροσερό 
το πρίσμα ανασαίνει μαζί μας
Εύφορη αυγή, 
στην κορφή κάθε χόρτου βασίλισσα
στην κορφή των μούσκλων στην αιχμή του χιονιού 
του κυμάτου , της ταραγμένης άμμου ,της επίμονης παιδικής ζωής
Έξω από όλες τις σπηλιές μας 
Έξω από τον εαυτό μας. 



Ezra PoundKANTO I
ΜετάφρασηΓιῶργος Σεφέρης
Γιώργου ΣεφέρηἈντιγραφές, ἼκαροςἈθήνα 2005
Σημειώσεις επεξηγηματικές: Π. Δρακόπουλος
Καὶ τότε κατηφορίσαμε στὸ καράβι,1
Κυλήσαμε τὴν καρένα στὴ θάλασσα τὴ θεοτική,
Σηκώσαμε τ' ἄλμπουρο καὶ τὸ πανὶ στὸ μελανὸ τοῦτο καράβι,
Καὶ τὸ φορτώσαμε μ' ἀρνιά, φορτώσαμε μαζὶ καὶ τὰ κορμιά μας
Βαριὰ ἀπὸ δάκρυα, κι οἱ ἀγέρηδες ὁλόπρυμα
Μᾶς πῆραν πέρα μακριὰ μὲ τὸ πρησμένο καραβόπανο,
Τῆς Κίρκης τούτη ἡ τέχνη, τῆς καλοχτένιστης θεᾶς.
Τότες καθίσαμε στὴν κουπαστή, κι ὁ ἀγέρας μάγκωνε τὸ τιμόνι.
Ἔτσι ὁλάρμενοι, περνούσαμε τὸ πέλαγο ὡς νὰ τελειώ­σει ἡ μέρα.
Ἀποκοιμήθη ὁ ἥλιος, ἴσκιοι σ' ὁλάκερο τὸν ὠκεανό,
Καὶ τότες μπήκαμε στὰ πιὸ βαθιὰ νερά,
Στὶς Κιμμέριες χῶρες, καὶ στὶς πολυάνθρωπες πολι­τεῖες
Σκεπασμένες μὲ μιὰ κρουστὴ καταχνιά, ποτὲς δὲν τὴν τρυπάει
Ὁ ἀχτιδοβόλος ἥλιος
Μήτε ὅταν βγαίνει στ' ἀψηλὰ κοντὰ στ' ἀστέρια
Μήτε ὅταν σκύβει νὰ γυρίσει πίσω ἀπὸ τὸν οὐρανό·
Νύχτα ὁλόμαυρη τεντωμένη ἐκεῖ πάνω στοὺς ἄμοιρους ἀνθρώπους.
Πίσω τὸ ρέμα τοῦ ὠκεανοῦ, κι ἤρθαμε τότε
Στὸν τόπο πού μᾶς ἁρμήνεψε ἡ Κίρκη.
Ἐδῶ κάνανε θυσίες ὁ Περιμήδης κι ὁ Εὐρύλοχος
Καὶ τραβώντας τὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ μερί μου
Ἔσκαψα τὸ τετράπηχο χαντάκι·
Χύσαμε τότε σπονδὲς στὸν κάθε νεκρό,
Πρῶτα ὑδρόμελι κι ἔπειτα γλυκὸ κρασί, νερὸ κι ἄσπρο ἀλεύρι.
Καὶ προσευκήθηκα πολὺ στ' ἀδύναμα κεφάλια τοῦ θα­νάτου·
Καθὼς γυρίσω στὴν Ἰθάκη, ἄγονους ταύρους τοὺς κα­λύτερους
Νὰ τοὺς θυσιάσω, πλούτη στοιβάζοντας στὴν πυρά,
Καὶ γιὰ τὸν Τειρεσία μοναχὰ ἕνα ἀρνί, ἕναν κατάμαυρο μπροστάρη.
Χύθηκε τὸ αἷμα σκοτεινὸ στὸν τράφο,
Ψυχὲς ἔξω ἀπὸ τὸ Ἔρεβος, λείψανα πεθαμένων, νυφάδες,
Νέοι καὶ γέροντες ποὺ βασανίστηκαν πολύ·
Ψυχὲς κηλιδωμένες ἀπὸ δάκρυα νωπά, τρυφερὲς παρ­θένες,
Ἄντρες πολλοί, χτυπημένοι μὲ τὶς χάλκινες λόγχες τῶν κονταριῶν,
Σκύλα τῆς μάχης, ἔχοντας ἀκόμη τ' ἄρματα ματω­μένα,
Τοῦτοι πληθαῖναν καὶ μαζεύουνταν τριγύρω μου, φω­νάζοντας,
Ἄχνα μὲ σκέπασε. Πρόσταξα στοὺς συντρόφους κι ἄλ­λα σφαχτάρια.
Σφάξανε τὸ κοπάδι, ἀρνιὰ σφαγμένα μὲ τὸ χαλκὸ·
Ἔχυσα μύρα κι ἔκραξα στοὺς θεοὺς
Στὸν κραταιὸ Πλούτωνα καὶ στὴν παινεμένη Περσε­φόνη·
Γύμνωσα τὸ στενὸ σπαθί,
Κάθισα γιὰ νὰ διώχνω τοὺς βιαστικοὺς ἀδύναμους νεκρούς,
Ὅσο ν' ἀκούσω τὸν Τειρεσία.
Ἀλλὰ ἦρθε πρῶτος ὁ Ἐλπήνωρ, ὁ φίλος μας Ἐλπή­νωρ,
Ἄθαφτος, ἀπορριγμένος πάνω στὴ μεγάλη γῆς,
Κουφάρι ποὺ τ' ἀφήσαμε στὸ σπίτι τῆς Κίρκης,
Ἄκλαυτο κι ἀσαβάνωτο· τὰ βάσανα μᾶς κέντριζαν γι' ἀλλοῦ.
Ἀξιολύπητο πνεῦμα. Καὶ φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ἐλπήνωρ, πῶς ἔφτασες στὸ σκοτεινὸ τοῦτο ἀκρο­γιάλι ;
Πεζοδρόμος ἦρθες ξεπερνώντας τοὺς θαλασσινούς;»
Καὶ αὐτὸς βαριὰ μιλώντας :
«Τύχη κακιὰ καὶ τὸ πολὺ κρασί. Γλίστρησα στὸ μέ­γαρο τῆς Κίρκης.
Κατεβαίνοντας τὴν ἀψηλὴ σκάλα ἀφύλαχτος
Ἔπεσα πάνω στὸν τοῖχο,
Τσάκισα τὸ κόκαλο τοῦ αὐχένα, κι ἡ ψυχὴ γύρεψε τὸν Ἅδη.
Μὰ ἐσύ, Βασιλιά, παρακαλῶ θυμήσου με, ἄκλαυτον, ἄθαφτο,
Σώριασε τ' ἅρματά μου, φτιάξε μου τάφο στὴν ἀκρο­γιαλιά, καὶ γράψε:
Ἕνας ἄμοιρος ἄνθρωπος καὶ μ’ ὄνομα μελλούμενο.
Καὶ στῆσε τὸ κουπί μου ποὺ ἔλαμνα μαζὶ μὲ τοὺς συν­τρόφους.»
Ἦρθε κι ἡ Ἀντίκλεια καὶ τὴν ἔδιωξα, κι ὕστερα ὁ Τει­ρεσίας ὁ Θηβαῖος,
Κρατώντας τὸ χρυσὸ ραβδί, μὲ γνώρισε καὶ μίλησε πρῶτος:
«Ἦρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζικε ἄνθρωπε,
Μέσα στοὺς ἀνήλιαγους νεκρούς, στὴν ἄχαρη τούτη χώρα;
Τραβήξου ἀπ' τὸν τάφρο, ἄφησε τὸ αἱματερὸ πιοτό μου
Γιὰ νὰ μαντέψω.»
Καὶ τραβήχτηκα πίσω,
Κι αὐτὸς δυναμωμένος ἀπὸ τὸ αἷμα εἶπε τότες : «Ὀ­δυσσέα
Θὰ γυρίσεις διαβαίνοντας τὸν πεισμωμένο Ποσειδώνα
Πάνω σὲ μαῦρες θάλασσες,
Θὰ χάσεις ὅλους τοὺς συντρόφους.» Καὶ τότες ἡ Ἀντί­κλεια ἦρθε.
Μεῖνε ἥσυχος Divus. Θέλω νὰ πῶ τὸν Ἀντρέα Divus,
In officina Wecheli, 1538,2 ἔξω ἀπὸ τὸν Ὅμηρο·
Κι ἀρμένισε πλάι σὲ Σειρῆνες κι ἔπειτα πέρα στ' ἀνοιχτὰ
Καὶ πρὸς τὴν Κίρκη.
Venerandam,3
Κατὰ τὴ φράση τοῦ Κρητικοῦ, χρυσοστέφανη Ἀφρο­δίτη,
Cypri munimenta sortita est4πασίχαρη, orichalci5
μὲ τὶς μαλαματένιες
Ζῶνες καὶ τοὺς στηθόδεσμους, σὺ μὲ τὰ μαῦρα βλέφαρα
Φέρνοντας τὸ χρυσὸ κλωνάρι τοῦ Ἀργειφόντη6. Ἔτσι
λοιπόν:



1. Το ποίημα δεν έχει αρχή και τέλος: ο ποιητής θέλησε να μοιάζει με σωζόμενο απόσπασμα αρχαίου κειμένου.
2. Ο Andrea Divo (Andreas Divus) ήταν ομηριστής φιλόλογος. Αντίτυπο μετάφρασής του της Οδύσσειας (Homeri Odyssea ad verbum translata, Andrea Divo... interprete, έκδοση του γνωστού με το εκλατινισμένο όνομα παρισινού οίκου Christiani Wecheli, 1538) λέγεται ότι είχε αγοράσει ο Πάουντ από παλαιοπωλείο στο Παρίσι. Στον τόμο περιλαμβάνονταν επίσης η Βατραχομυομαχία σε μετάφραση Άλδου Μανούτιου και μνοι Ομηρικοί σε μετάφραση Georgio Dartona του Κρητός.
3. Η Αφροδίτη είναι Σεβάσμια, Venerandam, κατά τον ‘Υμνο της (V) που μετέφρασε ο Georgio Dartona ο Κρής.
4. «αυτή που τα οχυρά κατέχει όλης της Κύπρου» (μτφρ Ε.Λαδιά-Δ.Παπαδίτσα), από τον Ύμνο αρ. VI.
5. ορειχάλκινο
6. ο «χρυσόρραπις Αργειφόντης», ο χρυσόρραβδος, ονομασία του Ερμή στην Οδύσσεια ( ε’ 87)

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, "Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ",εκδ. στιγμή, Αθήνα 1986
ΕΖΡΑ ΠΑΟΥΝΤ, "ΣΠΟΥΔΗ ΤΩΝ ΚΑΝΤΟ", εισ. Τάκης Καγιαλής, μτφρ. Γιώργος Βάρσος, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2008