Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΤΟΥ KUHN (1922-1996)
(ΟΜΑΛΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ)
Ο Kuhn εισηγήθηκε την ερμηνεία της επιστήμης ως ιστορικό φαινόμενο. Οι ιδέες του συμπύκνωναν το αίτημα για την απόρριψη ενός ελιτίστικου & περιοριστικού ορθολογισμού που είχαν επικρατήσει στην ακαδημαϊκή &κοινωνική ζωή, καθώς και την επαναξιολόγηση όλων των μορφών πολιτισμού, μαζί και της επιστήμης, ως εργαλείων για τη συνολική προαγωγή της κοινωνίας..
Η επιστήμη αποτελεί για τον Kuhn ένα πλέγμα κοινωνικών θεσμών, η συστηματική οργάνωση μιας συγκεκριμένης πολιτιστικής δραστηριότητας με τα δικά της αξιολογικά πρότυπα, παιδευτικές προδιαγραφές & δεοντολογία διαπροσωπικών σχέσεων.
Σκοπός της είναι ο καθορισμός ενός τμήματος βασικών εννοιών & στόχων που ορίζουν την κοινή συνείδηση, μέσα στο γενικό πλέγμα κοσμοθεωρήσεων & πρακτικών που χαρακτηρίζουν την πολιτισμική κατάσταση μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Συνεπώς, η αντικειμενικότητα ή η αξιολογική ουδετερότητα της επιστήμης αποτελεί αναπαράσταση των θεσμών & συμπεριφορών που κυριάρχησαν στη ζωή της Δυτικής Ευρώπης κατά τη νεωτερικότητα και συνέβαλε με τη σειρά της στην εδραίωση αυτών των πολιτισμικών κεκτημένων.
Από αυτήν την άποψη η αλλαγή των επιστημονικών θεωριών ή η πρόοδος των φυσικών μας γνώσεων οφείλει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τον συνολικό περίγυρο. Η μεταβολή των επιστημονικών μοντέλων συντονίζεται με χαλαρό τρόπο & με μεγάλες διαφορές φάσεων, με τις ρήξεις & τις υπερβάσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι, και σημαντικοί παράγοντες κατά τη μεταβολή αυτή είναι οι επιρροές από το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον. Όπως η ανέλιξη του πολιτισμού χαρακτηρίζεται από τις διαδοχές κοσμοθεωρητικών & αξιολογικών σχημάτων που στη συνέχεια διαχέονται στη σκέψη & τη συμπεριφορά των κοινωνικών υποκειμένων, έτσι και η επιστημονική πρόοδος σημαδεύεται από την εναλλαγή γενικών ερμηνευτικών σχημάτων της φυσικής πραγματικότητας, το καθένα με ξεχωριστή προβληματική & μεθοδολογία που καθορίζει την ερευνητική συμπεριφορά αυτών που εργάζονται υπό τη σκέπη του.
Αυτά ακριβώς είναι τα «παραδείγματα» γύρω από τα οποία συγκροτείται κάθε φορά η επιστημονική κοινότητα. Δηλαδή, οι συλλογικοί τρόποι με τους οποίους η τελευταία θεάται το σύμπαν. Κάθε παράδειγμα είναι ένα σύμπλεγμα ερμηνευτικών προσεγγίσεων & μεθοδολογικών συμβάσεων, αποφάσεων, π.χ. σχετικά με την προτεραιότητα της λογικής ενόρασης έναντι της εμπειρικής παρατήρησης ή αντίστροφα. Οι αποφάσεις αυτές δεν αποτελούν εσωτερική υπόθεση της επιστημονικής κοινότητας, αλλά ενσωματώνει τα ιδεολογικά & μεταφυσικά κεκτημένα της κάθε εποχής.
Κάθε επιστημονικό παράδειγμα είναι εξ ορισμού συντηρητικό, καθώς προσπαθεί να διαιωνίσει τα γνωσιολογικά & θεσμικά πρότυπα που το χαρακτηρίζουν, διαδίδοντας τις ερμηνευτικές μεθόδους που το ευνοούν & εκπαιδεύοντας διανοητές & ερευνητές προς την εμπειρική μελέτη της φύσης με τρόπο που θα το αναπαράγουν & διαιωνίσουν.
Κρίσιμη σημασία έχει η επιλογή του προσωπικού & ο τρόπος που ο νέος ερευνητής εξοικειώνεται με το περιεχόμενο της επιστήμης, όπως την αντιλαμβάνεται η κυρίαρχη ομάδα είτε σε ακαδημαϊκό, είτε ακόμα σε κρατικό επίπεδο, που διοικεί & συντονίζει την ερευνητική διαδικασία. Ο μελλοντικός επιστήμονας έρχεται σε επαφή με βασικές παραδοχές του παραδείγματος που θα υπηρετήσει σαν να ήταν αυταπόδεικτες & αιώνιες αλήθειες, οι οποίες δεν πρέπει ούτε είναι δυνατόν να αμφισβητηθούν. Εκπαιδευτικά ιδρύματα, περιοδικά, συνέδρια κτλ., αποτελούν άξονα συγκρότησης της επιστημονικής κοινότητας & αστυνομεύουν το χώρο, με την έννοια ότι επιβραβεύουν την επιτυχή ευρηματική επιβεβαίωση του παραδείγματος και αποκλείουν όποιον το αμφισβητεί.
Κριτήριο επιτυχίας & διασφάλιση ανόδου στην ιεραρχία αποτελεί η απαρέγκλιτη υποταγή στα παραδείγματα, ο θεωρητικός κομφορμισμός, και η μηχανιστική αναπαραγωγή της «παλαιάς αλήθειας». Οι διαδικασίες αυτές οφείλονται στο ότι η πολιτιστική συνείδηση της συγκεκριμένης εποχής έχει επιλέξει ως αληθή τη συγκεκριμένη θέαση της πραγματικότητας και δε δύναται να διανοηθεί μελλοντικές εξελίξεις που θα την ανατρέψουν. Κάθε πολιτιστικό μόρφωμα διακατέχεται από το ίδιο ένστικτο αυτοσυντήρησης που χαρακτηρίζει κάθε άλλο φυσικό ον. Η ευρύτερη πολιτιστική συναίνεση κρυσταλλώνεται και στο πλαίσιο της επιστημονικής κοινότητας, η οποία αναλαμβάνει να τη διαχειριστεί και να την εδραιώσει με τα πιο προηγμένα λογικά & πειραματικά μέσα. Στον καθορισμό & τη διασπορά λοιπόν της εκάστοτε αλήθειας, αποφασιστικό λόγο έχουν οι κάτοχοι της κοινωνικής εξουσίας με την ευρύτερη έννοια, ενώ αναπόσπαστο συστατικό της αποτελούν οι διευθύνοντες των καθαρά επιστημονικών οργανισμών & θεσμών.
Ωστόσο, εντός των πλαισίων του παραδείγματος οδηγού δεν είναι αδύνατη η πρωτότυπη εμπειρική έρευνα. Κάθε παράδειγμα, όσο θεωρητικά περίπλοκο & εμπειρικά εμπεριστατωμένο είναι, δεν μπορεί να καλύψει όλες τις πτυχές του φυσικού πεδίου στο οποίο αναφέρεται ούτε να εξηγήσει όλα τα προβλήματα που αναφύονται εκεί. Ένα θεωρητικό σύστημα προασπίζει ένα μοντέλο της πραγματικότητας το οποίο υποθέτει υψηλό βαθμό συστηματικής συνοχής των συστατικών της. Αντίθετα, η φυσική εμπειρία παρουσιάζεται ως ένα σύμπλεγμα ετερόκλητων φαινομένων & διαδικασιών, των οποίων η λειτουργική συνοχή 7 κανόνες που τη διέπουν δεν είναι καθόλου προφανείς. Οπότε, απέναντι στην πραγματικότητα το παράδειγμα λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό κανονιστικά, διατυπώνει δηλαδή αιτήματα για το πώς οφείλει να λειτουργεί η φύση σύμφωνα με τις θεωρητικές του παραδοχές.
Η αλλαγή των επιστημονικών θεωριών κατά τον Kuhn είναι αλληλένδετη με το πλέγμα κοινωνικών θεσμών (πολιτιστική δραστηριότητα, εκπαίδευση, διαπροσωπικές σχέσεις) που υπάρχουν σε μια κοινωνία.
Η επιστημονική πρόοδος επιτυγχάνεται με την εναλλαγή γενικών ερμηνευτικών σχημάτων τα οποία ονομάζονται «παραδείγματα» (paradigms) που ενισχύουν την καθαρή λογική σκέψη απέναντι στην εμπειρική παρατήρηση και αντίστροφα.
Για τη σωστή λειτουργικότητα των παραδειγμάτων σημαντικό ρόλο παίζει η κατάλληλη επιλογή προσωπικού που να έχει τη δυνατότητα να λύνει απορίες και αινίγματα.
Η περίοδος θεωρητικής σταθερότητας και λίγο-πολύ αβασάνιστης πίστης στις βασικές παραδοχές ενός «παραδείγματος» χαρακτηρίζεται από τον Kuhn «κανονική επιστήμη» (normal Science).
Στην περίπτωση κατά την οποία οι θεωρητικές παραδοχές ενός «παραδείγματος» αμφισβητούνται η ομαλή κανονική επιστήμη αντιμετωπίζει «ανωμαλίες» και βρίσκεται σε κρίση. Είναι μια κρίση εξουσίας ανάλογη της πολιτικής ή κοινωνικής κρίσης.
Όμως μεταξύ της συμβατικής και της ανώμαλης επιστήμης ξεσπά «πόλεμος παραδειγμάτων», ο οποίος συχνά καταλήγει σε επικράτηση των πρώτων ανωμαλιών που συγκροτούν τη νέα θεωρητική κανονικότητα.
Αλλά κάθε νέο παράδειγμα κατασκευάζει μια δική του γλώσσα τελείως διαφορετική από τη γλώσσα του παλαιότερου παραδείγματος με αποτέλεσμα την πλήρη ασυνεννοησία των επιστημόνων που κατασκεύασαν το νέο και αυτών που δημιούργησαν το παλαιό παράδειγμα. Το φαινόμενο ονομάζεται θεωρητική ασυμμετρία των παραδειγμάτων.
ΑΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΣ : ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ KUHN
Υπάρχει μια ασάφεια για την κατανόηση του όρου «παράδειγμα». Μπορούμε να διακρίνουμε τη δυνατότητα δυο εναλλακτικών ορισμών ενός ευρύτερου και ενός στενότερου. Στην πρώτη περίπτωση με την έννοια «παράδειγμα» εννοούμε νόμους, θεωρίες, πειραματισμό, εφαρμογές. Στη δεύτερη περίπτωση εννοείται το παράδειγμα με την τρέχουσα σημασία του όρου, δηλαδή η περιγραφή ενός μεμονωμένου αντικειμένου ή μιας συγκεκριμένης περίπτωσης που λειτουργεί ως χαρακτηριστικό δείγμα ενός πολύ μεγαλύτερου κοινωνικού, πολιτικού ή επιστημονικού συνόλου.
Ο Kuhn κατηγορήθηκε μεταξύ άλλων για άκρατο σχετικισμό , δηλαδή ότι αντιμετωπίζει σαν εξωτερικός παρατηρητής την επιστήμη και την υποβαθμίζει σε δευτερογενή παράγοντα των κοινωνικοπολιτικών αναγκαιοτήτων, αρκεί να «δουλεύει» το μοντέλο του, κατά περίσταση, στα χέρια κάποιων κοινωνικών ομάδων.
Τελικά φαίνεται πως ο Kuhn αντικατέστησε τη διαρκή διάψευση ενός μεγάλου αριθμού επαναστάσεων του Πόππερ με μια και μεγάλη επανάσταση που ορίζει τη μετάβαση από τη μια στην άλλη εποχή του επιστημονικού στοχασμού.
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΤΟΜΙΣΜΟΣ QUINE ΚΑΙ ΠΟΠΠΕΡ
Βασικό στοιχείο της θεωρίας της διαψευσιμότητας είναι η ύπαρξη του «κρίσιμου πειράματος» (crucial experiment), δηλαδή ο εργαστηριακός έλεγχος που καταδεικνύει την αλήθεια ή μη της υπόθεσης που έχουμε κάνει. Είναι το πρακτικό ανάλογο του modus tolens. Σ’ αυτή τη διαδικασία λαμβάνουμε υπόψη ένα ευρύτερο πλαίσιο γνώσης υποβάθρου (background knowledge) και ορισμένες «βοηθητικές υποθέσεις».
ΠΗΓΕΣ