Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Η λογοτεχνία από την εποχή της δικτατορίας έως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης

Οι τρόποι με τους οποίους αντέδρασαν οι έλληνες συγγραφείς στο απριλιανό καθεστώς των συνταγματαρχών έχουν τη δική τους ιστορία: από τη δήλωση του Γιώργου Σεφέρη Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει»), στις 28 Μαρτίου του 1969, και την κατά πόδας (με διαφορά μικρότερη του ενός μηνός) πολιτική αποκήρυξη των Δεκαοχτώ («Ελεύθερη πνευματική ζωή δεν μπορεί να υπάρξει όσο υπάρχει λογοκρισία») μέχρι την έκδοση από τους ίδιους το 1970 του αντιδικτατορικού τόμου «Δεκαοχτώ κείμενα», με προμετωπίδα το πολυδιαβασμένο σήμερα σεφερικό ποίημα «Οι γάτες τ’ Άη Νικόλα». Και από τα παρόμοια, μια διετία αργότερα, «Νέα Κείμενα» και «Νέα Κείμενα 2» ως την κυκλοφορία, από το 1971 και εφεξής, λογοτεχνικών περιοδικών με έκδηλα αντιστασιακό πνεύμα, όπως το «Τραμ» και η «Διαγώνιος» στη Θεσσαλονίκη, η «Δοκιμασία» στα Γιάννενα ή η «Συνέχεια» και οι «Σημειώσεις» στην Αθήνα.
Τι γίνεται, όμως, με τις ατομικές επιδόσεις των συγγραφέων; Όσο παραμένουμε μέσα στα χρονικά όρια της χούντας, η πεζογραφία θα δοκιμάσει δύο δρόμους προκειμένου να την προσεγγίσει: ο ένας είναι η πολιτική αλληγορία και ο άλλος η άμεση καταγραφή. Τον πρωτεύοντα τόνο θα δώσει εύλογα η πολιτική αλληγορία. Για τον απόλυτο έλεγχο τον οποίο ασκεί μια απρόσωπη δικαστική αρχή θα μιλήσει στο μυθιστόρημά της «Αντίστροφη μέτρηση» (1970) η Κωστούλα Μητροπούλου. Χρησιμοποιώντας από τη μεριά του στον «Γιατρό Ινεότη» (1971) έναν εσχατολογικό μύθο χωρισμένο σε επτά ομόκεντρους κύκλους, ο Γιώργος Χειμωνάς θα φιλοτεχνήσει ένα ιδιαιτέρως βαρύ πολιτικό κλίμα, που επανακάμπτει δυσμενέστερο στον «Γάμο» (1975), με πλάγιες αναφορές στους αποκλεισμούς και τις στερήσεις της ελευθερίας. Την ιστορία της οργάνωσης μιας εξέγερσης η οποία αποκτά καθολικό περιεχόμενο ξετυλίγει με το μυθιστόρημά του «Θάνατος μισθωτού» (1971) ο Πέτρος Αμπατζόγλου ενώ κλειστοφοβική αλληγορία με θανάσιμη κατάληξη θα αποδειχθεί και το διήγημα του Θανάση Βαλτινού «Ο γύψος», δημοσιευμένο στα «Δεκαοχτώ κείμενα». Τέσσερα χρόνια μετά το τέλος της χούντας, την πολιτική αλληγορία συναντάμε για τελευταία φορά στα «Διηγήματα της δοκιμασίας» (1978) του Χριστόφορου Μηλιώνη τα οποία μιλούν για μια βουβή και ανεκδήλωτη βία, όπου κυριαρχεί το αίσθημα της ασφυξίας και του πανικού.
Στο πλαίσιο της άμεσης καταγραφής των γεγονότων, τη σκυτάλη παίρνει πρώτη ξανά η Μητροπούλου, με το μυθιστόρημα «Έγκλημα ή 450 ημέρες» (1972), όπου γίνεται ανοιχτά λόγος για την τυραννική φύση των κυβερνήσεων των πραξικοπηματιών. Στο αφήγημά της «Το χρονικό των τριών ημερών» (1974), ένα προσωπικό ντοκουμέντο δημοσιευμένο αμέσως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, καταγράφεται λεπτό προς λεπτό ο εγκλεισμός των φοιτητών στο Πολυτεχνείο και η συνακόλουθη στρατιωτική εισβολή. Για το Πολυτεχνείο θα μιλήσει και ο Γιάννης Ρίτσος με το «Ημερολόγιο μιας εβδομάδας», γραμμένο το 1973. Θα προηγηθεί το βιβλίο του Περικλή Κοροβέση «Ανθρωποφύλακες», που δημοσιεύεται το 1969 στη Στοκχόλμη: μια μαρτυρία για τα βασανιστήρια που υπέστη ο ίδιος στις φυλακές της χούντας.
Περνώντας στη μεταπολίτευση, ο αριθμός των άμεσων καταγραφών αυξάνει. Ας θυμηθούμε στη σειρά το μυθιστόρημα «Το μυστήριο» (1976) της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, το εξπρεσιονιστικών τόνων αφήγημα του Γιώργου Μανιάτη «21 Απριλίου – από μια πιο περίπλοκη άποψη» (1977), τη μαρτυρία «Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής» (1980) της Λιλής Ζωγράφου και τον εσωτερικό μονόλογο του Γιώργου Ιωάννου στο διήγημα «Ο τοίχος με τα κάγκελα», από τη συλλογή «Εφήβων και μη» (1982). Την ίδια εποχή, λίγο μετά τον τερματισμό της επταετίας, και προτού προλάβει η δικτατορία να μετατραπεί οριστικά σε αντικείμενο της ιστορικής μνήμης, η πεζογραφία απομακρύνεται τόσο από το χρονικό όσο και από την αλληγορία, για να εκφραστεί πλέον με έναν πολύ ώριμο ρεαλισμό. Με ένα σκληρό, ξηρό και ενσυνείδητα αδρό γράψιμο, ο Νίκος Κάσδαγλης κάνει λόγο στο διήγημά του «Επιβάσεις» (από τη «Μυθολογία» , 1977) για την ιστορία της αντίστασης στη χούντα από αντιηρωική σκοπιά. Με την ίδια διάθεση στέκεται ο Κάσδαγλης απέναντι όχι μόνο στο Πολυτεχνείο, αλλά και στη Μεταπολίτευση όταν δημοσιεύεται το μυθιστόρημά του «Η Νευρή» (1985). Και δεν μπορούμε στο σημείο αυτό να παραλείψουμε, κάνοντας ένα ξαφνικό άλμα προς τα πίσω, τον ομόλογο αντιηρωισμό του Μάριου Χάκα στο διήγημά του «Το ψαράκι της γυάλας», δημοσιευμένο στα «Νέα Κείμενα 2», όπου ο πρωταγωνιστής αδειάζει συλλήβδην τις παρελθούσες αγωνιστικές του περγαμηνές κυριαρχημένος από τον πανικό που σπέρνει παντού η δικτατορία.
Το κομβικό, παρ’όλα αυτά, μυθιστόρημα για τη δικτατορία του 1967 είναι η «Αντιποίησις αρχής» (1979) του Αλέξανδρου Κοτζιά. Με ήρωα έναν χαφιέ της χούντας, ο οποίος εκπροσωπεί τις χειρότερες στιγμές της νεότερης Ελλάδας, ο Κοτζιάς ανατέμνει την παθολογία μιας ολόκληρης τριακονταετίας, επιφυλάσσοντας για τον πρωταγωνιστή του την πιο ταπεινωτική μοίρα: το ανεπίλυτο δράμα της προδοσίας, της αυταπάτης και του αυτοκαταστροφικού κυνισμού. Νεότερη του Κοτζιά και του Κάσδαγλη, η Μάρω Δούκα βάζει την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός της «Αρχαία σκουριά» (1979) να παίρνει μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και να συμμερίζεται δίχως δισταγμούς το πάθος των ημερών, αλλά να μην αποσπάται ποτέ από την ατομική της ιστορία. Η πολιτική, εντούτοις, θα συνεχίσει να δίνει ολόσωμα το παρών στον κόσμο της.
Όλα τα επόμενα χρόνια, το λογοτεχνικό ενδιαφέρον για τη δικτατορία του 1967 δεν εξατμίζεται. Οι συγγραφείς όλων των ηλικιακών κατηγοριών (των μεταπολεμικών, αλλά και των μεταπολιτευτικών γενεών) πρώτα παρακολουθούν τη χούντα εν δράσει ή λίγο μετά την πτώση της, όπως το είδαμε προηγουμένως, και κατόπιν είτε μνημονεύουν την αντίσταση που αναπτύχθηκε στους κόλπους της είτε σπεύδουν να την προβάλουν στο επίπεδο της μεταπολιτευτικής καθημερινότητας, εντάσσοντάς την στο αναπεπταμένο πεδίο της ελληνικής Ιστορίας.

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

Πηγή:https://terpandros.wordpress.com/2010/04/21/το-μυθιστορημα-των-τεσσαρων/

Την άνοιξη του 1958 η εφημερίδα Ακρόπολις δημοσίευσε σε συνέχειες, με τεράστια επιτυχία, αυτό που ονομάστηκε ΤοΜυθιστόρημα των Τεσσάρων, η πρώτη ελληνική εκδοχή αφηγηματικής σκυταλοδρομίας (στην Αγγλία είχε προηγηθεί ο Πλωτός ναύαρχος). Τέσσερεις από τους γνωστότερους συγγραφείς της γενιάς του ’30, οΣτρατής Μυριβήλης, ο Μ. Καραγάτσης, οΆγγελος Τερζάκης και ο Ηλίας Βενέζης, έπειτα από έμπνευση του δημοσιογράφου και αστυνομικού συγγραφέα Γιάννη Μαρή, δέχτηκαν να γράψουν μαζί, αλλά εκ περιτροπής, ένα μυθιστόρημα, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση μεταξύ τους, ή να έχει συμφωνηθεί κάποιος σκελετός. Η σειρά με την οποία θα έγραφαν αποφασίστηκε με κλήρωση.
Η ιστορία αρχίζει το 1920 στην Αίγινα, σε έναν ανεμόμυλο, και τελειώνει πάλι στην Αίγινα τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1953, στον ίδιο ανεμόμυλο. Κύριος όμως χώρος δράσης των ηρώων της είναι η Αθήνα, όπου ύστερα από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο οι κάτοικοι προσπαθούν να επουλώσουν τις παντοειδείς πληγές τους. Μολονότι οι πολιτικές αναφορές απουσιάζουν, οι λεπτομέρειες για τα ήθη και τις ασχολίες των ανθρώπων εκείνης της εποχής αφθονούν. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι οι Αθηναίοι έβλεπαν ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες με την Αννα Μανιάνι, ότι στα νησιά του Αργοσαρωνικού κατέφθαναν ομάδες τουριστών, ότι οι κοσμικοί σύχναζαν στα μπαράκια της πλατείας Συντάγματος πίνοντας ουίσκι μαζί με τους αμερικανούς δημοσιογράφους. Το συλλογικό αυτό μυθιστόρημα έδωσε στους τέσσερις συγγραφείς, που ήταν ενταγμένοι στον κεντροδεξιό πολιτικό χώρο και είχαν συμμετάσχει σε αντιστασιακές δραστηριότητες την περίοδο της Κατοχής,­ τη δυνατότητα να εκφράσουν διάφορες σκέψεις τους σχετικές με εθνικά και κοινωνικά θέματα. Ο Μ. Καραγάτσης (1908-1960) μιλάει για τους προδότες: «Ναι, ανάμεσα στους Έλληνες υπήρχαν μερικοί προδότες, το ελάχιστο εκείνο βιολογικό κατακάθι της κάθε φυλής. Όλοι τους όμως ήταν υποκείμενα ιδιοτελή, που πρόδιναν την πατρίδα τους κινημένοι από υλικό συμφέρον». Λέει ο Ηλίας Βενέζης (1904-1973) για τους προλετάριους: «Η ζωή στο λιμάνι, τόσο πρωί, έπαιρνε με τούτο το πλήθος που φώναζε το σκληρό της νόημα, το πρώτο. Ο αγώνας για το ψωμί, τον άρτον τον επιούσιον, ήταν πάνω απ όλα θεότητα που επόπτευε την κίνηση των ανθρώπων». Σημειώνει ο Αγγελος Τερζάκης (1907-1979) για τις φιλόδοξες νεαρές: «Ο κινηματογράφος τής είχε βάλει φωτιά στο αίμα. Εκείνη μια φορά ήταν ζωή, όπως τη βλέπεις στα κοσμικά φιλμ: δεξιώσεις, γουναρικά, διαδήματα, βίλες, καζίνα, κούρσες, κότερα…». Ο Στράτης Μυριβήλης (1892-1969) διατυπώνει την εξής άποψη για τις εθνοκτόνες συγκρούσεις: «Ο πόλεμος είναι ένα φριχτό γεγονός έξω από τη θέλησή μας. Και μια φορά που θα γίνει κινείται μέσα σε μια δική του νομοτέλεια, μέσα σε μια δική του λογική που είναι έξω από κάθε λογική, μέσα σε μια δική του δικαιοσύνη που είναι η άρνηση της κάθε δικαιοσύνης». Τέλος, από το μυθιστόρημα αναδύονται εικόνες μιας Αθήνας άγνωστης, ειδικά σε εμάς τους νεότερους. Η Κηφισιά αναφέρεται ως εξοχή με πλατάνια, νερά και ένα φαράγγι και το Γαλάτσι παρουσιάζεται με σκονισμένους και άφτιαχτους δρόμους.
Μετά την επιτυχία που σημείωσε Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων, η «Ακρόπολις» προανήγγειλε τη δημοσίευση ενός παρόμοιου μυθιστορήματος ­που το διαφήμιζε επί μέρες ως το «Μυθιστόρημα των 90 ημερών»­ γραμμένου από 30 κορυφαίους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου! Πολλά χρόνια αργότερα, το 1987, το περιοδικό «Το τέταρτο» δημοσίευσε σε συνέχειες την «Αθέατη όψη», μια ιστορία γραμμένη εκ περιτροπής από έξι συγγραφείς: Δ. Νόλλας, Φ. Δρακονταειδής, Α. Κοτζιάς, Χ. Μηλιώνης, Γ. Γιατρομανωλάκης, Τ. Καζαντζής. Παρά το θετικό του πράγματος, το μυθιστόρημα δεν είχε την προσδοκώμενη επιτυχία, με αποτέλεσμα να μην εκδοθεί σε βιβλίο. Έκτοτε το εγχείρημα δεν επαναλήφθηκε ώσπου φθάσαμε στο «Παιχνίδι των τεσσάρων», μυθιστόρημα των Γ. Σκούρτη, Κ. Μουρσελά, Α. Σουρούνη, Π. Τατσόπουλου, που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» το 1998 (Φίλιππος Φιλίππου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 17-05-1998) .
Ο Πέτρος Τατσόπουλος στο βιβλίο του Η καλοσύνη των ξένων. Μία αληθινή ιστορία (εκδόσεις Μεταίχμιο) αποκαλύπτει όλο το «παρασκήνιο» του μυθιστορήματος «Το Παιχνίδι των τεσσάρων» των Γ. Σκούρτη, Κ. Μουρσελά, Α. Σουρούνη και του ιδίου, συγκρίνοντάς το με Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων. Συγκεκριμένα γράφει: «Το Παιχνίδι των Τεσσάρων δεν είναι καλό βιβλίο, όπως δεν ήταν – συγχωρέστε μου τη βλασφημία – και Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων. Επαναλάβαμε τα δικά τους ολισθήματα». Οι δημιουργοί του Μυθιστορήματος των Τεσσάρων είχαν γνώση για τα ολισθήματά τους. Ο Ηλίας Βενέζης που κλείνει και το μυθιστόρημα λέει, δια στόματος ενός από τους χαρακτήρες του έργου, πιθανότατα με χιουμοριστική διάθεση: «Φαντασίες! Φαντασίες! Μπερδέψατε θαρρώ τα πράγματα μες στο κεφάλι σας, σα να είναι Μυθιστόρημα των Τεσσάρων». Παρ’ ότι ο Τατσόπουλος και ο Βενέζης παρουσιάζονται μάλλον ως αυστηροί κριτές του έργου, ο εκδότης του Μυθιστορήματος των Τεσσάρων προτείνει να μην ξεχνάμε διαβάζοντας το μυθιστόρημα τις ιδιότυπες συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε και να σταθούμε περισσότερο στην επινόηση περίπλοκων καταστάσεων και μυστηρίων από μέρους του κάθε συγγραφέα και στο πως ανταποκρίνεται σε αυτά ο συγγραφέας που ακολουθεί.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ

Στρατής Μυριβήλης: «…Εμείς οι Έλληνες αγέλη, κύριε λοχαγέ; Είμαστε μόνο ένας φτωχός λαός, φτωχός και περήφανος και τίμιος μέσα σε όλη την ιστορία του, που πολέμησε με τα νύχια και με τα δόντια για την λευτεριά και για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου…» .
«…Ένα βράδυ της είπα: «Μανούλα, άκου τι τριζόνια πολλά που τραγουδούν απόψε!» Κι εκείνη μου απάντησε: «Κόρη μου, είναι η βραδινή προσευχή που κάνουν κι αυτά τα μικρούλια ζουζουνάκια στον Ύψιστο, που τα δημιούργησε»…-Από κείνα τα χρόνια έχω να κάνω την προσευχή μου στο Θεό. Εννοώ αληθινή προσευχή. Δηλαδή να πιστεύω πως ο Θεός μ’ακούει όταν του μιλώ».

Α. Τερζάκης: «…Όμως η νεαρή ηλικία, η ηρωική ηλικία, κάποτε περνάει. Και τότε βλέπουμε πως δεσμέψαμε τη ζωή μας, τηςχαράξαμε την πορεία της σε μια εποχή που έβλεπε τον κόσμο με το δικό της, το ρομαντικό πρίσμα. Αργότερα όλα, ανεπαίσθητα μα σταθερά, αλλάζουν. Και είναι πια αργά να κάνουμε πίσω».
«…Είχε συνηθίσει να ζει μονάχη της, να έχει πρωτοβουλία, δράση, ανεξαρτησία, να κυβερνάει τον εαυτό της ανεξέλεγκτα. Τα αγαθά αυτά δεν τα στερείσαι εύκολα, όταν έχεις καλογνωρίσει τη γλύκα τους. Το κάτω-κάτω, κάθε προνόμιο απαιτεί μιαν αντίστοιχη θυσία…».

Ηλίας Βενέζης: «…Άρχισε ο άνθρωπος: «Ήμουνα κείνη τη χρονιά στο πανηγύρι της Μεγαλόχαρης στην Τήνο.  Άξαφνα ακούστηκε κατά το μουράγιο μεγάλος κρότος. Πήγαν κι ήρθαν τα βουνά της Τήνος, σείστηκε ο γιαλός, τίναξε κύμα θεορατικό. -Βαγγελίστρα μου! είπαμε όσοι ήμαστε στο μουράγιο και πέσαμε κατά γης παρακαλώντας. Σε λίγο να σου άλλος κρότος. -Εδώ είναι η συντέλεια, είπαμε. Χανόμαστε. Α δε βάλεις Μεγαλόχαρη εσύ το χέρι σου, χανόμαστε! Το βασιλικό καράβι μας όξω απ’ το λίμανι βούλιαζε. Την είχε πάρει τη λαβωματιά κατάστηθα, τι θαρρείς, σαν άνθρωπος είναι και τα καράβια, δεν γινόταν πια να σηκωθεί, έγερνε στη μπάντα. Μια άλλη τορπίλα ερχόταν κατά πάνω του. Αυτή δα ήταν και αν ήτανε που, καθώς ξεστράτισε, θα ‘κανε κακό στους προσκυνητές εμάς, που γεμίζαμε φίσκα το μουράγιο. Θα μας σμπαράλιαζε, σου λέω, αν δεν έμπαινε στη μέση η Βαγγελίστρα. Σίγουρα η Βαγγελίστρα καβαλίκεψε σα δελφίνα απάνω στην τορπίλα και την πιλοτάρισε ντρίτα, την έριξε στο μπράτσο του λιμανιού, πάνω στα βράχια, να σπάσει και να χαθεί. Κι ύστερα η Βαγγελίστρα, από δελφίνα έβγαλε φτερό κι έγινε περιστέρα, πέρασε πάνω απ’ το λαό τους προσκυνητές, που είχαμε πέσει στα γόνατα και κλαίγαμε και παρακαλούσαμε. Εγώ μια φορά το είδα. Ήταν περιστέρι, σου λέω, μεγάλο περιστέρι, άσπρο. Το κοιτάζανε τα μάτια μας και λέγαμε: -Δοξασμένο τ’ όνομά σου! Σώσε μας εσύ, Μεγαλόχαρη, που σ’ αγαπούμε και μας αγαπάς «…Πώς δεν έφυγε απ’ το λαό τούτον εκείνη η δύναμη, η φαντασία, που ταράζει τους ανέμους και τα σύννεφα και τις καρδιές των ανθρώπων. Την κράτησε ο λαός μας τη δύναμη αυτή παρθενική, σαν την πρώτη ώρα της δημιουργίας, σαν την δροσιά στα φύλλα. Έτσι μπόρεσε να γίνεται πάντα εδώ το παραμύθι. Με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια ενέργεια που κάποτε έγινε ένα άλλο παραμύθι, για ένα νησί που ταξίδευε έρημο κάτω απ’ τα κύματα του Αρχιπελάγου, ίσαμε που το σήκωσαν τα κύματα και το κράτησαν, για να γεννήσει εκεί, στη νέα γη, μια κυνηγημένη γυναίκα το παιδί της, θεό του φωτός και της ποίησης, λύτρωση του ανθρώπου που βασανίζεται. Με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια μυστική κατεργασία, καμωμένη απ’ την ίδια ουσία, την πολύτιμη και αναντικατάστατη, η Βαγγελίστρα γινόταν τώρα δελφίνα, έπαιρνε απ’ το χέρι τη φωτιά και την ταξίδευε να σπάσει πάνω στα βράχια, γινόταν περιστέρι και φτερούγιζε πάνω απ’ τα χτυπημένα κορμιά των ανθρώπων, δίνοντάςτους ελπίδα και λύτρωση».
«Την άλλη μέρα το πρωί ο ναός της Αφαίας ταξίδευε σε θείο φως. Η γη που έχει πρασινίσει παίρνει το φως και το ταξιδεύειαπάνω της, κύμα. Οι κολόνες του αρχαίου ναού παίρνουν το φως, και στέλνοντάς το αδιάκοπα πίσω, στη γαλάζια ατμόσφαιρα, το κάνουν δόνηση και διάρκεια. Είναι ένας αέναος ρυθμός, μια μυστική λειτουργία, πράξη οργανική, αναπόδραστη, για την τελείωση της ομορφιάς. Μέσα από τις κολόνες κοιταγμένο, χαμηλά, το πέλαγο, χρυσό απ’ το φως, ταξιδεύει την αιωνιότητά του. Πιο πίσω φαίνεται η Σαλαμίνα, τα βουνά της Πελοποννήσου, ύλη πια αποπνευματωμένη, όπως γίνεται το κάθε τι στην Ελλάδα. …-Θέ μου, μέσα σε τόση ομορφιά γιατί ο άνθρωπος ξεστράτισε τόσο;…».
«Ήταν ένα αρχοντόπαιδο, είχε όλα τα καλά του κόσμου. Ερχόταν με τους γονιούς του τα καλοκαίρια στην Αίγινα, το βλέπαμε και λέγαμε έτσι θα ‘ναι οι άγγελοι. Ήταν να φύγει για τα ξένα, να πάει να σπουδάσει. Πριν φύγει, πήγαν με έναν φίλο του στην Αγία-Μαρίνα, στήσαν μια σκηνή στο δάσο, χαίρονταν το δάσο και το νερό, κυνηγούσαν πουλιά. Ένα πρωινό, χωρίς να γίνει τίποτα, χωρίς καμία αφορμή, το παιδί στήριξε την μπούκα του ντουφεκιού του στην καρδιά του, είχε δέσει μ’ ένα σπάγγο το σκαντάλι, σκοτώθηκε. Ήρθε η μάνα του πικρή, αμίλητη, το θάψανε. Σαν έφυγε ο κόσμος κι έμεινε μονάχη η μάνα, έστειλε και φώναξε το άλλο παλικάρι, το σύντροφο του παιδιού της. «Πες μου», τον παρακάλεσε, «πώς έγιναν. Τις τελευταίες στιγμές του γιου μου. Όλα, πως έγιναν». Το παιδί, φοβισμένο μπροστά σ’ αυτό το πικρό πρόσωπο της μάνας, ανιστόρησε το πως έγινε, πώς άκουσε την πιστολιά, πως τον βρήκε τον φίλο του, πως φανήκαν οι πρώτες στάλες το αίμα στα χείλια του. Η μητέρα άκουγε σωπαίνοντας, χωρίς τίποτα να σαλεύει στο πρόσωπό της. Σηκώθηκε. «Θα σε περιμένω αύριο την ίδια ώρα», του είπε. Το παιδί πήγε την άλλη μέρα, την ίδια ώρα. Η μητέρα του φίλου του τον έβαλε στην ίδια θέση, κάθησε αριστερά του, του είπε τον ίδιο λόγο: «Πες μου, πως έγιναν. Την τελευταία σκηνή». Το παιδί τα ξαναείπε όπως την άλλη μέρα. Πάλι σηκώθηκε η μάνα: «Θα σε περιμένω αύριο την ίδια ώρα». Πήγε το παιδί και την αύριο, και την άλλη μέρα. Και πάντα το ίδιο: να πρέπει να ξαναλέει στη μάνα την ίδια σκηνή, το πως έγινε, το πώς σκοτώθηκε ο γιος της. Κι ύστερα να φεύγει. Και να μην μπορεί να πει όχι, αφού η άλλη ήταν μάνα και το ήθελε να βασανίζεται».

http://www.retrodb.gr/wiki/index.php/Το_μυθιστόρημα_των_τεσσάρων








Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Σονέτο

Πηγή:http://www.greek-language.gr/Resources/literature/education/literature_history/search.html?details=78


[…] Το 1895 αρχίζει […] για τον Παλαμά η περίοδος της ωριμότητας και της ακμής, κυρίως με τα σονέτα των «Πατρίδων». Είναι η εποχή η περισσότερο από κάθε άλλην ευνοϊκή για την καλλιέργεια του κατ’ εξοχήν στιχουργικού αυτού μέσου του παρνασσισμού. Εξαίρετος, αβρός καλλιεργητής του σονέτου στάθηκε ο ΚερκυραίοςΛορέντσος Μαβίλης (1860-1912). […] τα ωριμότερα και τα πιο αγαπητά σονέτα του πέφτουν στην πενταετία 1895-1900: «Λήθη», «Καλλιπάτειρα», «Μούχρωμα», «Ελιά».
 Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 221.


Ανάμεσα στα 131 τόσα ποιήματα της συλλογής, της γνωστής με τον τίτλο «Κυπριακά ερωτικά ποιήματα» (Poèmes d’ amour en dialecte chypriote) βρίσκουμε και τα πρώτα ελληνικά σονέτα, είκοσι πέντε τον αριθμό. Εκείνο που από την πρώτη στιγμή παρατηρεί κανείς, είναι ότι μολονότι πρόκειται για την πρώτη απόπειρα να προσαρμοστή η νέα αυτή φόρμα στην ποίησή μας και τα είκοσι πέντε σονέτα είναι άψογα και στο στίχο και στη ρίμα, αλλά προ πάντων στη γλώσσα. Όλα τους είναι γραμμένα σε μια γλώσσα πλούσια και ώριμα δημοτική, ενώ ακόμα βρισκόμαστε στο ΙΣΤ΄ αιώνα. […]
 Κάρολος Μητσάκης, Το σονέτο στην ελληνική ποίηση, Εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αθήναι 1962, 46.


[…] Μετά τα κυπριακά σονέτα, τη συνέχεια της ελληνικής σονετογραφίας τη βρίσκουμε στη λογοτεχνία τηςκρητικής Αναγέννησης, σε τρία χορικά της τραγωδίας Βασιλεύς ο Ροδολίνος (1647) του Ιωάννη Ανδρέα Τρώιλου, και στη συλλογή Άνθη ευλαβείας (1708) του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου: ανάμεσα στα διάφορα κείμενα της συλλογής υπάρχουν και τέσσερα σονέτα στα ελληνικά, δύο θρησκευτικά για τη μετάσταση της Θεοτόκου, του Φραγκίσκου Κολομπή και του Αντωνίου Στρατηγού, ένα πατριωτικό του Ανδρέα Μυιάρη και ένα σατιρικό του Λαυρέντιου Βενέριου.
Το σονέτο καλλιεργείται ιδιαίτερα τον 19ο και τον 20ό αι. και αποτελεί μία από τις πιο διαδεδομένες ποιητικές μορφές της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη Μεγάλη ανθολογία ελληνικού σονέτου του Κ. Μωραΐτη ανθολογούνται 205 Νεοέλληνες ποιητές.
 Κάρολος Μητσάκης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 2049.


Μα ποιο είναι, λοιπόν, αυτό το μετρικό σχήμα που ονομάζεται σονέττο;
Το σονέττο αποτελείται από δεκατέσσερους εντεκασύλλαβους στίχους· οι οχτώ πρώτοι, χωρισμένοι σε δυο τετράστιχα, συνενώνονται με δυο τετραπλές ομοκαταληξίες, και οι έξι τελευταίοι στίχοι λαβαίνουν όλες τις δυνατές διπλές ή τριπλές ομοκαταληξίες.
 Γεράσιμος Σπαταλάς, Η στιχουργική τέχνη. Μελέτες για τη νεοελληνική μετρική, επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης & Άννα Κατσιγιάννη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, 132.


Ο στίχος του σονέττου, για να είναι τούτο τέλεια καλλιτεχνικό, δεν πρέπει να έχει κανένα στιχουργικό ψεγάδι· δηλαδή, χασμωδίες, κακοφωνίες, μετατοπίσματα ή κολοβώματα λέξης, σφήνες, φτωχή ομοιοκαταληξία, κακή τοποθέτηση των ρυθμικών τόνων· και γενικά ο στίχος πρέπει να είναι όσο παίρνει τεχνικός και αρμονικός. Ακόμη, αν είναι δυνατό, να μην υπάρχει και διασκέλισμα καθόλου· τουλάχιστο στους πιο πολυσύλλαβους στίχους. Συχνά στο σονέττο γίνεται και διασκέλισμα στροφής. Τέτοιο διασκέλισμα σε σονέττο με πολυσύλλαβους στίχους δεν πρέπει να υπάρχει. Το σωστό είναι με το τέλος κάθε στροφής να τελειώνει κ' η φράση ή το νόημα, που πρέπει να κλειστεί μέσα σε μια στροφή. Από τους δεκατέσσερους στίχους του σονέττου ο πιο σημαντικός είναι ο τελευταίος. Υπάρχει στο σονέττο κάποιο στοιχείο που είναι ξεχωριστό: η φύση του τελευταίου στίχου του. Εδώ βρίσκεται το χαραχτηριστικό του είδους. Ο τελευταίος αυτός στίχος δεν είναι όπως του επιγράμματος, όπου συγκεντρώνεται όλος ο στοχασμός για να τελειώσει τούτο, δεν είναι ο στίχος της εξυπνάδας του (mot de la fin), που γι' αυτόν εφτιάστηκε όλο το ποίημα· απεναντίας, κάθε που οι δεκατρείς πρώτοι στίχοι εφτιαστήκανε μόνο για να φέρουν το δέκατο τέταρτο, το σονέττο χάνει την πλαστική αξία του. Όμως το νόημα του σονέττου μαζεύεται στον τελευταίο αυτό στίχο, που αυξαίνει τη δύναμή του και μακραίνει την αρμονία του. Για τούτο δεν υπάρχει μεγάλο θέμα, που να μη μπορεί να το κρατήσει μέσα στην περιορισμένη, όχι όμως και στενή κορνίζα του, ή όπως είπε κι' ο Theophile Gautier: «ένα μεγάλο νόημα μπορεί να κινηθεί εύκολα μέσα στους δεκατέσερους αυτούς στίχους, τους καταταγμένους αρμονικά».
 Ηλίας Βουτιερίδης, Νεοελληνική στιχουργική, Ιωάννης Δ. Κολλάρος & Σια, Εν Αθήναις 1929, 272-273.


Αρκετοί υποστηρίζουν —ακόμη και σήμερα— ότι το σονέττο βρέθηκε από τους τροβαδούρους της Γαλλίας ή πιο σωστά της μεσημβρινής Γαλλίας και μάλιστα της Προβέντζας ανάμεσα στο 12° και 13° αιώνα. Άλλοι όμως θέλουν, ότι το στιχουργικό αυτό είδος την αρχή του την έχει στην ιταλική λαϊκή ποίηση. Η γνώμη τούτη φαίνεται να είναι η πιο σωστή. Στην ιταλική ποίηση πρωτοφαίνεται με τους ποιητές, που τους είπανε της «Σικελικής Σχολής» και που το δυνατότερο άνθισμά της παρουσιάστηκε στο 13° αιώνα. Οι ποιητές αυτοί καλλιεργήσανε ξεχωριστά το στιχουργικό είδος που λέγεται canzone (ωδή) κ' είναι όλο από στροφές με τρεις στίχους, πιο πολύ εντεκασύλλαβους —μα κ' εφτασύλλαβους— και ομοιοκατάληχτους. Από την canzone εβγήκε —καθώς φαίνεται— το σονέττο κ' έγινε ξεχωριστό στιχουργικό είδος. Αν και γεννήθηκε στη Σικελία, όμως περισσότερο συστηματικά το καλλιεργήσανε οι ποιητές της Τοσκάνας. Έχουνε βέβαια να κάμουνε κάτι —όχι λίγο— με τη διαμόρφωση του ιταλικού σονέττου και οι τροβαδούροι της Προβέντζας, μα τη σταθερή μορφή του την έδωκαν οι Τοσκανοί ποιητές.
Όχι λίγοι είναι και όσοι υποστηρίζουν και γράφουνε (χωρίς, βέβαια να μελετήσουν καλά τα πράγματα) ότι το σονέττο το βρήκε ή τουλάχιστο του έδωκε τη σταθερή μορφή του ο Πετράρκα. Μα πριν από τούτονε σονέττα είχε γράψει κι ο Ντάντε· και πριν από το Ντάντε άλλοι διάφοροι ποιητές. […]
Ο Πετράρκα έφερε το σονέττο στην ανώτερη καλλιτεχνική μορφή, που μπορούσε να πάρη. Η μορφή που του έδωκεν αυτός έγινε η αιτία να αγαπηθεί το σονέττο γλήγορα, να προτιμηθεί από όλα τα άλλα στιχουργικά είδη, και να μπη στην ποίηση όλων των ευρωπαϊκών λαών. Ήρθε βέβαια κ' εποχή, που ξέπεφτε πότε σ' ένα λαό και πότε σ' άλλονε, και λησμονιότανε αρκετά· αλλά γλήγορα ξανάπαιρνε την πρώτη δόξα του· κ' έτσι μένει ως τα σήμερα το μόνο —μπορεί να ειπεί κανείς— στιχουργικό είδος από τα παλιά, που καλλιεργείται πολύ.
 Ηλίας Βουτιερίδης, Νεοελληνική στιχουργική, Ιωάννης Δ. Κολλάρος & Σια, Εν Αθήναις 1929, 276-277.


[…] Το ιταλικό ή πετραρχικό σονέτο (Italian/Petrarchan sonnet) (που πήρε το όνομά του από τον Ιταλό ποιητή του 14ου αιώνα Πετράρχη) διαιρείται σε δύο βασικά μέρη: σε μια οκτάβα (octave) (δηλαδή ένα οκτάστιχο) με ομοιοκαταληξία αββααββα, και ακολούθως ένα σεστέτο (sestet) (δηλαδή ένα εξάστιχο) με ομοιοκαταληξία γδγγδγ. Τα σονέτα του Πετράρχη βρήκαν τον πρώτο μιμητή στην Αγγλία, τόσο ως προς τη στροφική μορφή όσο και ως προς το θέμα (οι ελπίδες και τα βάσανα ενός παράφορα ερωτευμένου) στο πρόσωπο του Sir Thomas Wyatt, στις αρχές του 16ου αιώνα. […]
Ο κόμης του Surrey και άλλοι Άγγλοι πειραματιστές του 16ουαιώνα ανέπτυξαν μια στροφική μορφή που ονομάστηκε αγγλικό σονέτο (English sonnet) ή αλλιώς σαιξπηρικό σονέτο (Shakespearean sonnet), από το όνομα του σπουδαιότερου συνθέτη του. Το σονέτο αυτό χωρίζεται σε τρία τετράστιχα και σε ένα καταληκτικό δίστιχο:αβαβ γδγδ εζεζ ηη. Υπάρχει μια αξιοσημείωτη παραλλαγή, το σπενσεριανό σονέτο, στο οποίο ο Spencer συνέδεε τα τετράστιχα μεταξύ τους με μια συνεχιζόμενη ομοιοκαταληξία: αβαβ βγβγ γδγδ εε.
[…] Η στροφή του σονέτου είναι αρκετά μεγάλη ώστε να επιτρέπει μια σύνθετη λυρική ανάπτυξη, αλλά είναι τόσο μικρή και απαιτητική στις ομοιοκαταληξίες της ώστε να αποτελεί μια ισχυρή πρόκληση για τη δεξιοτεχνία του ποιητή. Στο ομοιοκαταληκτικό σχήμα του πετραρχικού σονέτου, συνήθως στην οκτάβα δηλώνεται ένα πρόβλημα, μια κατάσταση ή ένα περιστατικό, και στο σεστέτο η επίλυσή του. Η αγγλική μορφή χρησιμοποιεί ενίοτε μια παρόμοια διαίρεση, αλλά συχνά επαναλαμβάνει παραλλαγμένη τη δήλωση αυτή σε καθένα από τα τρία τετράστιχα· σε κάθε περίπτωση, το τελικό δίστιχο στο αγγλικό σονέτο επιβάλλει συνήθως ένα επιγραμματικό γύρισμα στη λήξη του ποιήματος. […]
 M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά & Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 437-438.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

HHhH - Himmlers Hirn heisst Heydrich (Ο Χάιντριχ είναι ο εγκέφαλος του Χίμλερ)


ΣυγγραφέαςΜΠΙΝΕ, ΛΟΡΕΝ
Έτος έκδοσης: 2015

Τίτλος πρωτοτύπου: HHhH
Γλώσσα πρωτοτύπου: Γαλλικά
Μετάφραση: ΞΕΝΑΡΙΟΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ

ΒΡΑΒΕΙΟ GONCOURT ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 2010
1942. Κατεχόμενη Τσεχοσλοβακία.

Δύο Τσεχοσλοβάκοι παρτιζάνοι σταλμένοι από το Λονδίνο πέφτουν με αλεξίπτωτο κοντά στην Πράγα. Αποστολή τους να δολοφονήσουν τον πιο επικίνδυνο άντρα του Γ’ Ράιχ: τον Ράινχαρντ Χάιντριχ, «το ξανθό κτήνος», τον «δήμιο της Πράγας», τον αρχηγό των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, το δεξί χέρι του Χάινριχ Χίμλερ. Πρόκειται για την Επιχείρηση Ανθρωποειδές, μία από τις πιο τολμηρές και ηρωικές απόπειρες του Β’ Παγκόσμιου πολέμου.
Περιγράφοντας με καθηλωτικό τρόπο την απόπειρα δολοφονίας του Χάιντριχ, το HHhH συνθέτει μια πανοραμική εικόνα του Γ’ Ράιχ και της περιόδου του Β’ Παγκόσμιου πολέμου. Μια συναρπαστική ιστορία απροσμέτρητου ηρωισμού και συντροφικότητας, προδοσίας και εκδίκησης.

«Μια λογοτεχνική εποποιία… Ένα μυθιστόρημα που μας γνωρίζει καλύτερα την Ιστορία».The New York Times Book Review

«Το HHhH με ενθουσίασε. Η γραφή του Binet συνδυάζει τα πάντα: Μια ουδέτερη, δημοσιογραφική και ειλικρινής αφήγηση με την ενστικτώδη γραφή ενός λογοτέχνη που ξέρει να επινοεί ιστορίες. Είναι ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα που έχουν πέσει στα χέρια μου».Μπρετ Ίστον Έλις


ΚΡΙΤΙΚΕΣ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

Προσπαθώντας να μείνει πιστός στα πραγματικά, ιστορικά γεγονότα συνυφαίνει μαζί τα γεγονότα την δική του ιστορία, δημιουργώντας ένα παιχνίδι συνειρμικών παραλληλισμών. Γίνεται και ο ίδιος πρωταγωνιστής της ιστορίας του (γράφει χαρακτηριστικά «Αυτή την ιστορία θέλω να την κάνω προσωπική υπόθεση»), καταγράφοντας την διαδικασία συγγραφής του βιβλίου σε ημερολογιακό στυλ με παραπομπές σε ταινίες, βιβλία και άλλες πηγές που τον βοήθησαν στη συγγραφή. Με αυτό το τέχνασμα διαχωρίζει την οπτική του γωνία σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα. Οι αγωνίες, τα ερωτηματικά και η κριτική του συγγραφέα στα ιστορικά γεγονότα είναι αυτές που δίνουν ζωντάνια στο βιβλίο και τελικά δημιουργούν προβληματισμούς στον αναγνώστη.
Έλενα Χατζηγιωργάκη, Ο Αναγνώστης, 07/11/15

Όλο το κείμενο είναι συναρπαστικό,καταιγιστικό και καθηλώνει τον αναγνώστη όντας γραμμένο με σεμνή τόλμη (βεβαίως,υπάρχει κι αυτή),νεύρο,ύφος που αν και επιμελώς ατημέλητο δεν στερείται σοβαρότητας, άψογο προϊόν έρευνας και μόχθου από έναν νεαρής ηλικίας άνθρωπο ευρηματικό κι έξυπνο,που δεν τον ενοχλεί που δείχνει αμήχανος και απορημένος,σοκαρισμένος από την έρευνα που ο ίδιος έχει κάνει και μέσω αυτής βγάλει στην επιφάνεια σημεία και τέρατα,γεννήματα μιας από τις πιο ελεεινές φάσεις της ανθρωπότητας που έτσι κι αλλιώς τον/μας ξεπερνά και σοκάρει και που θα σοκάρει και θα παραδειγματίζει,ελπίζω αιώνια,γιατί είναι ολόκληρη μια ιστορία φρίκης και τεράτων, ελπίζω η τελευταία.
Βιβή Γ., Λέσχη Ανάγνωσης του Degas, 04/11/15

Ο Binet με σαγήνευσε με την ευθύτητα της γραφής του, με τις ανασφάλειες του που τον κατέκλυσαν κατά τη συγγραφή, με τις μυθοπλαστικές επεμβάσεις του και με τις ειλικρινείς εξομολογήσεις του, ενώ ταυτόχρονα με καθήλωσε, με τα ιστορικά ντοκουμέντα που συνδέονται με την τραγική αυτή περίοδο της ιστορίας και που διαβάζοντας με άφησαν ανίκανη να τιθασεύσω την ορμή των συναισθημάτων μου…
Καλλιόπη Κρητικού, Λογοτεχνικά Σοκάκια, 25/10/15

[...] ο αναγνώστης δεν γίνεται μόνο παρατηρητής αυτού του «ιστορικού θρίλερ» που έλαβε χώρα στην κατεχόμενη Πράγα του 1942, αλλά και μάρτυρας της συγγραφικής πορείας του βιβλίου, του φόβου και των αμφιβολιών του συγγραφέα που καταπιάνεται με το θέμα. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι και το μεγαλύτερο επίτευγμα του Binet, ο οποίος καταφέρνει να εντυπωσιάσει και με τον αριστοτεχνικό τρόπο με τον οποίο δομεί την πορεία προς την τελική πράξη: οι παράλληλες διαδρομές του Χάιντριχ και των καταδρομέων τελικά θα συναντηθούν σε μια στροφή στην Πράγα και θα οδηγήσουν σε μια εκπληκτικής αγωνίας περιγραφή του τέλους.
Αφροδίτη Δημοπούλου, Diavasame, 16/10/15

Ο Laurent Binet, όμως, έχει το χάρισμα της γραφής, καθώς και -παρά τις αμφιβολίες του- της ορθής μυθιστορικής προσέγγισης ενός ιστορικού γεγονότος. Και, χάρη στη φρέσκια πένα του, την ενδελεχή του έρευνα, το χιούμορ του, τα ενδιαφέροντα στοιχεία διεπιστημονικότητας και το τέχνασμα που θυμίζει αράδες ημερολογίου, δικαίως κέρδισε το αναγνωστικό κοινό, και, δικαίως, έδρεψε δάφνες.
Βίκυ Βασιλάτου, Frear, 06/10/15

Ο Binet γνωρίζει πως οι πολλές πληροφορίες πάνω σε ένα Ιστορικό γεγονός ανασύρουν περισσότερες ελεύθερες παραμέτρους με αποτέλεσμα να προκαλούν περισσότερη σύγχυση και να περιορίζουν αντί να επεκτείνουν την περιγραφή και το συναίσθημα. Και ακριβώς εδώ είναι η συντριβή στην συγκεκριμένη ανάπτυξη της Ιστορίας: δεν έρχεται στους ίδιους τους ήρωες των οποίων καλώς ή κακώς η πορεία ήταν απ΄την αρχή προδιαγεγραμμένη πίσω απ΄το ιστορικό τους πλαίσιο, αλλά έρχεται στον συγγραφέα ο οποίος είναι αναγκάσμένος να παραδεχτεί την αδυναμία του και την ατέλεια του δημιουργήματός του και ηττημένος να αποχωρήσει.
Η ατέλεια όμως της προσπάθειάς του είναι στο τέλος επιτυχία του ίδιου του βιβλίου και πραγματικά μονάχα να το χειροκροτήσω μπορώ γι’ αυτήν την ανάπτυξη. Η τοποθέτησή του στα ράφια πλάι στην ταμπέλα ‘Ιστορικό Μυθιστόρημα’ είναι μάλλον άκρως ειρωνική. Είμαι σίγουρος ο ίδιος ο Binet θα πρέπει να γελάει μ’ αυτό…

Βασίλειος Δρόλιας, Ιστολόγιο ficciones, 28/09/15

Είναι μια συναρπαστική ιστορία, εξαιρετική αφορμή για μυθιστόρημα, αλλά η πρωτοτυπία του βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας δεν αρκείται στην εξιστόρησή της. Βάζει και τον εαυτό του στο κείμενο, μιλάει για την ιστορία της ίδιας της συγγραφής του, για τα μέρη που είδε, την Πράγα που επισκέφτηκε γράφοντας το βιβλίο. Κάνει ένα βήμα πίσω από την ιστορία και έτσι το αντικείμενο παύει να είναι η ιστορία, μόνο. 
Bookworm, 29/07/15

Διαβάζοντας το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Laurent Binet (που δίκαια τιμήθηκε με το Goncourt πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα στη Γαλλία το 2010 - το βιβλίο κυκλοφορεί τώρα και στην Ελλάδα από τον "Κέδρο", σε μια υποδειγματική μετάφραση του Γιώργου Ξενάριου), δεν σε μαγεύει μόνο το θέμα: μια από τις κορυφαίες πράξεις αντίστασης κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η επιχείρηση εκτέλεσης από δυο Τσεχοσλοβάκους καταδρομείς του ανθρωπόμορφου κτήνους που άκουγε στο όνομα Ράινχαρτ Χάιντριχ, διαβόητου ηγέτη των υπηρεσιών ασφαλείας των SS και κυβερνήτη του προτεκτοράτου Βοημίας- Μοραβίας όπως ονομάστηκε από τους Ναζί η κατεχόμενη Τσεχία. Σε καθηλώνει η εξαιρετική αφηγηματική τεχνική που ανανεώνει ιδανικά το φθαρμένο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος. Η συναρπαστική εξέλιξη αποτυπώνει ανάγλυφα τον ηρωισμό αλλά και την ποταπότητα, την ομορφιά αλλά και την κτηνωδία. Η αντίστιξη κάποιες φορές γίνεται αβάσταχτη. Θα σταθώ μόνο σε μία: σε αυτή που απεικονίζει την αθλιότητα του περίφημου ποιητή Σαιν Τζον Περς που σαν γενικός γραμματέας του γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών έπαιξε κεντρικό ρόλο στις επονείδιστες συμφωνίες του Μονάχου με τις οποίες εγκαταλείφθηκε από τη Δύση στα χέρια των Ναζί η Τσεχοσλοβακία. Ναι, ξέρω, οι ποιητές δεν πρέπει να κρίνονται από τη ζωή τους. Εδώ όμως δεν πρόκειται για ιδιωτική ζωή αλλά για δημόσιο βίο. Και ο κυνισμός, η αλαζονεία του διπλωμάτη- ποιητή εκείνες τις μέρες σοκάρει και επαναθέτει το ερώτημα για το νόημα των λέξεων. Και γι' αυτό, στη δική μου συνείδηση τουλάχιστον, ποιητές δεν είναι οι Σαιν Τζον Περς αλλά μορφές σαν εκείνα τα δυο νέα παιδιά που έπεσαν μαχόμενα στην Πράγα το 1942 και άκουγαν στα ονόματα Γκάμπτσικ και Κούμπις.
Κώστας Χατζηαντωνίου (ιστορικός-συγγραφέας), 27/07/15

Μεσοπόλεμος, αλεξιπτωτιστές, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος… Ορισμένα από τα «σημεία-κλειδιά» που κέντρισαν το ενδιαφέρον μου και με έκαναν να ανοίξω ορεξάτος το “HHhH”, το νέο βιβλίο του Laurent Binet. Μερικές ημέρες μετά κι αφού τοποθέτησα μια για πάντα (;) το βιβλίο στο ράφι της βιβλιοθήκης, η επιλογή του ιδιαίτερου αυτού έργου με είχε δικαιώσει πλήρως.
Ντίνος Ρητινιώτης, Provocateur, 23/07/15

Το Himmlers Hirn heist Heydrich είναι ένα συνταρακτικό βιβλίο. Συνταράσσει τον αναγνώστη, και συντάραξε εμφανώς και επί μακρόν τον συγγραφέα του: τόσο, που να μην το εγκαταλείπει ακόμη και όταν, και όσο, το διαβάζουμε εμείς. Ο Λοράν Μπινέ είναι ο αφηγητής, ο μυθιστοριογράφος, ο ιστορικός, αλλά και ο αναγνώστης, ο επιμελητής, ο κριτικός του βιβλίου του, αυτού του πολύ προσωπικού πρότζεκτ που ανέλαβε και που στη διάρκεια όσων χρόνων χρειάστηκε να ερευνήσει, να τεκμηριώσει, να ταξιδέψει, να δει, να ψάξει, να αναρωτηθεί και να γράψει (και να σβήσει) τον ρούφηξε μέσα του, ίσως-ίσως και να τον επινόησε κιόλας.
Κυριάκος Αθανασιάδης, Some Bookks, 22/07/15

Το «HHhH» διαβάζεται ως περιπέτεια, ως βιογραφία, ως εισαγωγή στον Β’ Παγκόσμιο, ως μάθημα συγγραφής, ως υψηλή λογοτεχνία.
Σταύρος Στριλιγκάς, Popaganda, 21/07/15

Ο κύριος Γκρι τα ξαναθυμήθηκε όλα αυτά καταβροχθίζοντας το συναρπαστικό μυθιστορηματικό χρονικό της δολοφονίας του Χάιντριχ, «HHhH» από τον Λοράν Μπινέ (μτφρ. Γ. Ξενάριος), ακούγοντας την Ημιτελή του Σούμπερτ με τον Καρλ Μπεμ να διευθύνει τη Φιλαρμονική της Βιέννης. «Ετσι για σπάσιμο», είπε. "Για να ξεπλύνω τον Σούμπερτ απ’ το απόλυτο κτήνος που οι αναγνώστες βλέπουν ακριβώς από κάτω".
Ηλίας Μαγκλίνης, Η Καθημερινή, 19/07/15

Προσωπικό ημερολόγιο, βιογραφία του Χάιντριχ, ιστορία του ναζισμού, αφήγηση για τους μηχανισμούς της αντίστασης, το έργο του Μπινέ αποβαίνει τόσο πρωτότυπο όσο και πολυπρισματικό: ο αναγνώστης μπορεί να βρει σε αυτό από νυχτερινές συζητήσεις με φίλους πάνω σε συγκεκριμένα κεφάλαια ως τεκμηριωμένα περιστατικά συνδεδεμένα με την απανθρωπιά του «ξανθού κτήνους» (όπως ήταν το πιο διαδεδομένο παρωνύμιο του Χάιντριχ) και το πορτρέτο των εκτελεστών του, Γιαν Κούμπις και Γιόζεφ Γκάμπτσικ, από εκθέσεις του αγγλικού στρατού.
Μάρκος Καρασαρίνης, BHΜΑgazino, 12/07/15

Ο Μπινέτ, προφανώς και δεν είναι ιστορικός – δεν υπάρχει αμφιβολία πως ούτε και ο ίδιος επιθυμεί να εμφανιστεί ως τέτοιος. Εμφανίζει, όμως, πολύ καλά πρώτα δείγματα άριστης λογοτεχνικής δυναμικής. Οι εικόνες από τα αντίποινα των ναζί μετά το θάνατο του Χάινριχ και ιδιαιτέρως η σφαγή στο Λίντιτσε είναι μια έξοχη εκδοχή ρυθμού, αφήγησης και οικονομίας. Η, δε, μάχη που έδωσαν οι Γκάμπτσικ, Κούμπικ και λοιποί αντιστασιακοί με τους γερμανούς (αφού πρώτα είχαν προδοθεί από έναν «δικό» τους), έχει την ένταση και το σφρίγος ενός θρίλερ που κόβει την ανάσα.
Διονύσης Μαρίνος, Fractal, 09/07/15

Ο Laurent Binet διηγείται την ιστορία με αφοπλιστικά απλό και μοντέρνο τρόπο. Παραθέτει τα γεγονότα, χτίζει λογοτεχνικές γέφυρες εκεί που τα ντοκουμέντα απουσιάζουν, επιστρέφει στα γραφόμενά του για να τα ελέγξει και να τα σχολιάσει.
Newpost, 01/07/15


Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ



21.01.2016
Γράφει η Χρυσούλα Βακιρτζή
Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ
Η ποίηση και η πεζογραφία της Ελλάδας, ουσιαστικά, γράφτηκε στο δρόμο, στην πράξη. Όμηρος, Λόρδος Μπάυρον, ταξίδεψαν, ενώ ο μύθος ή η αλήθεια θέλει τη Σαπφώ ν’ αυτοκτονεί για το ερωτικό της πάθος / ποιητική έμπνευσή της συνάμα.

«Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά, το ‘να χτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά», τονίζει σε στίχο του εθνικού μας ύμνου ο Διονύσιος Σολωμός. Αγωνιώδης έλλειψη και αναζήτηση της πράξης –μιας πράξης κι εδώ. Παρόλα αυτά, από τη λογοτεχνική γενιά του 1930, η Ελληνική λογοτεχνία περνά σταδιακά στο στατικό. Κοινώς, στη θεωρία, στον εξατομικισμό.

Πιθανόν οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, Αλώσεις, Χαμένες Πατρίδες, εμφύλιοι κλπ. να υπήρξαν τελικώς η βάση / αφετηρία του «εξειδικευμένου» και της «εκπαίδευσης». Αγνοούμε τον άνθρωπο, τη μοναδικότητά του, δηλαδή και πάμε μαζικώς «σε μια κάποια ασφάλεια». Στην ασφάλεια μιας μονοσήμαντης ζωής, έκφρασης, λογοτεχνίας, με λίγα λόγια.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ 
Η ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ

Με τις σκέψεις αυτές, ως εισαγωγικό πρόλογο, παρουσιάζω στο σημερινό μου σημείωμα τη Διαδικτυακή Ποιητική Ανθολογία – Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα 

(http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=9084.0).

Όντως πολύ δύσκολο το όλο εγχείρημα, που εμπνεύστηκε η φιλόλογος και μεταφράστρια Βίκυ Παπαπροδρόμου, που, ως όραμα ή και πραγματοποίηση, έχουν την επιμέλεια, επιλογή, ποιοτική υπογραφή της ιδίας. Από την ποίηση της Ζωής Καρέλη, του Μανόλη Αναγνωστάκη άρχισε ουσιαστικά η Ανθολογία, αλλά στην πορεία προέκυψε μια πληθώρα από βιβλία ποιητών. Έτσι, σε μια εποχή που η ποίηση τρομάζει, απωθεί τον κόσμο, η Β. Παπαπροδρόμου τονίζει:

«Είναι πολλά τ' αδέρφια μας οι ποιητές: που γεννήθηκαν στη Σαλονίκη, που ήρθαν μικρά παιδιά εδώ, που μεγάλωσαν εδώ, που σπούδασαν εδώ, που φύγανε αποδώ, που ήταν περαστικοί αποδώ, που ξαναγύρισαν εδώ, που δεν έφυγαν ποτέ αποδώ αλλά ταξιδεύουν με το νου και την ψυχή... είναι πολλά τ' αδέρφια μας, οι ποιητές της πόλης. Δεν είμαστε μόνοι..

Τη φοράμε κατάσαρκα όσοι ζήσαμε, έστω και για λίγο καιρό, εδώ. Τραγουδάμε (σ)τα σοκάκια της, ερωτευόμαστε (σ)τις γειτονιές της, ξέρουμε απέξω τις διαδρομές - τις διαδρομές για τα κάστρα, τις διαδρομές για την παραλία, τις διαδρομές για τ' όνειρο, τις διαδρομές για τη ζωή, τις διαδρομές της ποίησης. Όποιος έζησε σε τούτη την πόλη έστω και μια μέρα, δεν μπορεί, δεν γίνεται αλλιώς - νομοτελειακά, θα νιώθει μια ζωή και Σαλονικιός.

Πάντα έτσι συμβαίνει. Όλοι οι Έλληνες της γης είναι και Θεσσαλονικιοί. Αυτό το σταυροδρόμι των Βαλκανίων, η πρωτεύουσα των προσφύγων, κοντά έναν αιώνα πια αποτελεί κομμάτι της ιστορίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους σε κάθε της έκφανση. Να βλέπουμε μέσα από τη δικιά τους ψυχή με άλλο μάτι τη Θεσσαλονίκη και κάθε άλλη πολιτεία αυτής της γης. Τους χρωστάμε πολλά και ήρθε η ώρα να ξεπληρώσουμε τα χρέη μας. Πώς; Διαβάζοντας τα γραπτά τους. Ένα προς ένα. Με προσοχή, με σεβασμό, με αγάπη. Είναι ο μοναδικός τρόπος να τους πούμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για όλη την ομορφιά που μας δίνουν απλόχερα.»


Συν τω χρόνω, ωστόσο, ήρθε να προστεθεί ακόμη μια ενότητα ή προέκταση της Ανθολογίας. Να προστεθούν ποιητικές φωνές και από την ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Ελλάδας. 

Κι εδώ ο μεστός λόγος της Β. Π. προσθέτει:


Η ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΕΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΣ


«Υπάρχουν συγγραφείς που αλλού γεννήθηκαν, αλλού μεγάλωσαν, αλλού έζησαν και άλλος τόπος χάραξε βαθιά την ψυχή και τη σκέψη τους. Η Θεσσαλονίκη μάλλον υπήρξε και συνεχίζει να είναι τόπος-καταλύτης για πολλούς από τους νεοέλληνες συγγραφείς που κάπου βαθιά μέσα τους νιώθουν και Θεσσαλονικείς. Μια σειρά ονομάτων λογοτεχνών που ήδη έχω συμπεριλάβει στην ανθολογία μου, δεν είναι αμιγώς Θεσσαλονικιοί. Για τον καθέναν τους υπάρχει, κρυφά ή φανερά στο έργο του, μια ιστορία ζωής που τον δένει με τη Θεσσαλονίκη.

Συχνά αφορούν προσωπικές εμπειρίες και στιγμές ανθρώπων, τις οποίες δεν χρειάζεται να δημοσιοποιήσω άσκοπα είτε για να δημιουργήσω εντυπώσεις για να δικαιώσω τις επιλογές μου στην ανθολόγηση. Αρκεί που μου τις εμπιστεύτηκαν ορισμένοι δημιουργοί ή τους τις εκμαίευσα κατά εποχές ή τις έμαθα από παλαιότερους ομοτέχνους τους και/ή φίλους της ποίησης.

Κατά την ταπεινή μου άποψη, είμαστε πολύ μικρή χώρα για να θεσμοθετούμε αυστηρά εσωτερικά γεωγραφικά σύνορα, ιδίως σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό μας και τα πνευματικά μας κειμήλια. Εκλεκτικές συγγένειες στην ποίηση της Θεσσαλονίκης Υπάρχουν…»


ΟΙ ΝΕΕΣ ΦΩΝΕΣ, Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ



Θέλω να ευχηθώ καλή δύναμη και να ευχαριστήσω τη Βίκυ Παπαπροδρόμου, γιατί στις όσες φορές έτυχε να βρεθώ στη Θεσσαλονίκη, ένιωσα πολύ κοντά μου την πόλη και τους κατοίκους της.

Γιατί η γενιά μου, γενιά λίγο προ –και μόλις μετέπειτα Μεταπολίτευσης, γαλουχηθήκαμε με το όραμα η Καβάλα (η γαλάζια πολιτεία και γενέτειρα των Βασίλη Βασιλικού, Μαρίας Κυρτζάκη, Χρόνη Μίσσιου), να είναι η τρίτη πρωτεύουσα της Ελλάδας με δεύτερη τη Θεσσαλονίκη και πρώτη την Αθήνα
Τόσο απλά, σαν μια σκυτάλη πολιτισμού. Μπολιασμένος με νέες πράξεις, φωνές ξανά. Σαν αμπέλι που βλασταίνει πρώτη φορά. Όπως η Διαδικτυακή Ανθολογία Ποιητών της Θεσσαλονίκης του 20ου Αιώνα.

Επισκεφτείτε τους ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα

 (http://www.translatum.gr/forumΓ/index.php?topic=9084.0). Αξίζει! 

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

αλογοκρισίες





Α: Λογοκρισίες που αρνούνται την κριτική του λόγου. Άλογες κρίσεις. 
Αλογοκρισίες στην αγορά των ανίδεων και στη ζωοπανήγυρη των ιδεών

Γιώργος Χουλιάρας

Από κινηματογράφου άρχεσθαι, εφόσον γενικά αναγνωρίζεται η τεχνική ευκολία στην εφαρμογή λογοκρισίας στην περίπτωση της γραφής με κινούμενες (ομιλούσες) εικόνες μέσω απαγορεύσεων προβολών ή περικοπών επίμαχων σκηνών, πέραν όσων μπορεί να υποστεί προληπτικά μια ταινία ήδη από τη συγγραφή του σεναρίου και σε όλα τα στάδια της παραγωγής της. Επιπλέον, ο κινηματογράφος έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον λογοκριτικών μηχανισμών ως κατ’ εξοχήν μαζική ψυχαγωγία (και, κάποιες φορές, τέχνη) του 20ού αιώνα, πρωτοκαθεδρία που όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη τον 21ο, αφού αλλάζουν οι όροι παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης με την επέλαση εφαρμογών ψηφιακής τεχνολογίας και τον πολυκεντρισμό μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε ένα πεδίο δυσεπίλυτης σύγκρουσης που διαμορφώνουν διαφορετικές φορητές πλατφόρμες προβολής και διαδικτυωσύνης: τηλεόραση, τηλέφωνο, υπολογιστής. Ο κινηματογράφος ήταν κάποτε μαζική τέχνη, φοβάμαι θα λένε στο μέλλον, όπως σε άλλες περιόδους μαζική τέχνη ήταν η ποίηση, την εποχή των τροβαδούρων ή του Ομήρου ίσως.
Γενικότερα, στο βαθμό που κάθε είδος επικοινωνίας, έκφρασης και τέχνης (που δεν αποτελούν βέβαια ισοδύναμα) συνιστά μια γλώσσα, η αντίστοιχη γλώσσα και η μέσω εκείνης “γραφή” ή ο λόγος αυτός (ποιητικός, πεζογραφικός, θεατρικός, κριτικός, φωτογραφικός, εικαστικός, δημοσιογραφικός κ.ο.κ.) μπορεί να υποστεί λογοκρισία. Άμεσες ή έμμεσες, θεσμικές ή εξωθεσμικές, προληπτικές ή κατασταλτικές, απτές ή υπαινικτικές, αυτολογοκριτικές ή [ετερο]λογοκριτικές, τρομοφορτισμένες ή μεταξύ τεΐου και παστιτσίου, οι πολλαπλές μορφές λογοκρισίας –η τυπολογία, η αιτιολογία και η περιοδολόγησή τους– αποτελούν αντικείμενο της έρευνας και του αναστοχασμού που ενθαρρύνει το πρώτο συνέδριο στη χώρα μας με αυτοτελές θέμα τη λογοκρισία.
Λογοκρισίες προκύπτουν όταν διακυβεύονται (ή θεωρείται ότι διακυβεύονται) υλικά ή φαντασιακά αγαθά και αξίες, όπως τονίζεται στο σκεπτικό του συνεδρίου. Λογοκριτικοί μηχανισμοί, λογοκριτικές προθέσεις ή πρωτοβουλίες και αυτολογοκρισία εμφανίζονται, πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί, σε κάθε πλέγμα σχέσεων εξουσίας. Πρόκειται για σύνολο πλεγμάτων που δεν εξαντλείται, επομένως, από την ουσιαστικά ή τυπικά κυρίαρχη μορφή εξουσίας, δηλαδή το κράτος, αλλά περιλαμβάνει μηχανισμούς του ιδιωτικού τομέα (όπως ιδίως μέσα μαζικής ενημέρωσης ή εξημέρωσης, αν προτιμάτε), κομματικούς φορείς και οργανώσεις στο προνομιούχο για το εν λόγω ζήτημα πεδίο της πολιτικής, σχολεία και κάθε είδους ιδρύματα δια βίου εξάσκησης στη λογοκρισία, αλλά και θύλακες της ιδιωτικής ζωής, όπως κατεξοχήν την οικογένεια.
Η λέξη λογοκρισία (όπως και λογοκριτής) φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά από τον Αδαμάντιο Κοραή, αν θυμηθούμε τη Συναγωγή Κουμανούδη, για να αποδώσει το από τα λατινικά προερχόμενο γαλλικό censure ήδη το 1826, δηλαδή τριάντα χρόνια πριν από τη λέξη λογοπαίγνιο (1856) ή 41 χρόνια πριν από τη λέξη λογοκλόπος (1871), ενώ και η σύγχρονη σημασία της λέξης λογοτεχνία επίσης ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα. Η αντίστοιχη της λογοκρισίας λέξη στα γαλλικά και άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες παραπέμπει στον κήνσορα (από το λατινικό ρήμα που σημαίνει αποτιμώ ή απογράφω), τον αξιωματούχο στην αρχαία Ρώμη που κατέγραφε τους Ρωμαίους πολίτες και ειδικότερα την περιουσία τους και περιφρουρώντας ηθικές αξίες έκρινε τυχόν παραβάσεις που επέφεραν τιμωρίες, διαδικασία (censura) που στα μεσαιωνικά χρόνια είχε αποκτήσει τη σημασία «πειθαρχικών μέτρων» από πλευράς της Εκκλησίας, ενώ αργότερα, τον 18ο αιώνα, παρέπεμπε στον επίσημο έλεγχο εκδόσεων, από την Εκκλησία αρχικά και γενικότερα από αρχές εν συνεχεία.
Στο γονιδίωμα της λογοκρισίας συνδυάζονται ο απογραφέας και ο τιμωρός εφοριακός. Η λογοκρισία είναι μια μορφή απογραφής, τόσο ως απογραφή-καταγραφή φόβων & ανησυχιών της εξουσίας για τυχόν συνέπειες του λόγου σε όσους επιχειρεί να εξουσιάσει, όσο και ως απογραφή-διαγραφή όσων λέγονται. Με την έννοια αυτή, η λογοκρισία συνεπάγεται έναν αντίστροφο θρίαμβο του λόγου έναντι της εξουσίας, όσο και αν τα όπλα της κριτικής ωχριούν μπροστά στην κριτική των όπλων. Πόλεμος πατήρ πάντων, τουλάχιστον όσοι μιλούν ελληνικά οφείλουν να γνωρίζουν. Ποια όμως είναι η μητέρα; Στην αναζήτηση της γενεαλογίας των φαινομένων αυτών ίσως βοηθά αν δούμε τη λογοκρισία ως αδελφή της προπαγάνδας, στο βαθμό που και οι δύο εξέρχονται ετυμολογικά, ιστορικά από κοινή εκκλησιαστική μήτρα κατά τη διαδικασία της εκκοσμίκευσης στους νεωτερικούς χρόνους, που περιλαμβάνουν περιόδους εκφασισμού της εξουσίας. Μητέρα της πολιτικής ορθότητας και θεία της σεμνότυφης σοβαροφάνειας, η λογοκρισία σπεύδει να ακυρώσει. Μητέρα των δημοσίων σχέσεων και θεία της διαφήμισης και της επικοινωνίας, η προπαγάνδα επισπεύδει να επικυρώσει.
Η δικτατορία Μεταξά και η επταετής δικτατορία συγκαταλέγονται μεταξύ κορυφαίων στιγμών λογοκρισίας στη χώρα μας, με συνέπειες καταθλιπτικές, αλλά και τραγελαφικές, όπως η μεταμόρφωση ρεμπέτικων ασμάτων για το χασίς σε ύμνους έρωτα ή ο κατάλογος απαγορευμένων έργων και συγγραφέων με τον οποίο καταλήγει η ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά. Συνδέονται καθοριστικά όμως επίσης με τη διείσδυση και εμπέδωση κορυφαίων μέσων επικοινωνίας, δηλαδή του ραδιοφώνου στην πρώτη περίπτωση και της τηλεόρασης στη δεύτερη, με προσπάθεια μάλιστα ενιαίας θεσμικής καθοδήγησης μέσω μιας Γενικής Γραμματείας Τύπου, όπου υπηρέτησε και ο Γιώργος Σεφέρης, η ιστορική αξιοποίηση αρχείων της οποίας απασχόλησε το συνέδριο.
Οι περί μητέρων και μητρών αναφορές σκηνοθετούν ένα “περιμητρικό” περιβάλλον όπου κυοφορούνται περιπτώσεις όπως η απόρριψη από εκδοτικό οίκο, το 1978 για λόγους σεμνότητας, εξώφυλλου για βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, προέδρου σήμερα της Ακαδημίας Αθηνών, που βασιζόταν σε φωτογραφία γυναικείου εφηβαίου, περίπτωση που επίσης απασχόλησε τους συνέδρους. Κάποια χρόνια νωρίτερα, ένας «ύμνος στο αιδείο» του Ηλία Πετρόπουλου (του οποίου η συμβολή στη θεσμική αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων Εβραίων αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης) υπήρξε η «άσεμνη αφορμή» για τη δίωξη, στη γενέτειρά μου Θεσσαλονίκη, του λογοτεχνικού περιοδικού Τραμ και την αναστολή έκδοσής του, προηγούμενα τεύχη του οποίου είχαν βέβαια ενοχλήσει με αντιδικτατορικές αφηγήσεις, λόγου χάριν της Κωστούλας Μητροπούλου, που υποτίθεται διαδραματίζονταν στη Λατινική Αμερική. 
Πρόκειται ασφαλώς για μη αλφαβητικές υπομνήσεις του νεότερου μέλους μιας λογοτεχνικής συντροφιάς, καθώς με τον Δημήτρη Καλοκύρη, πρόεδρο σήμερα της Εταιρείας Συγγραφέων, και τον πρόωρα εκλιπόντα Μίμη Σουλιώτη, είχαμε βάλει από 300 δραχμές για να τροχιοδρομηθεί το Τραμ, πριν αναχωρήσω επιστρέφοντας στο εξωτερικό για σπουδές με αμερικανική υποτροφία, γεγονός που με κράτησε σε απόσταση από το Γεντί Κουλέ. Έτσι έχασα και την ευκαιρία να δω μήπως βρω δουλειά στην Ελλάδα προσθέτοντας μαύρες βούλες στις ρόγες γυμνόστηθων εξώφυλλων σε ξένα περιοδικά, όπως συνηθιζόταν τότε, έχοντας με την απάντηση αυτή σε ιδιαίτερα μικρή ηλικία βάλει τέλος στις ερωτήσεις, κάθε φορά που με έβλεπε, μιας γνωστής της μητέρας μου, τι θα ήθελα να κάνω όταν μεγαλώσω.
Ας μην παραλείψω να αναφέρω ότι τη λογοτεχνικά πολύτροπο αντιμετώπιση της λογοκρισίας ανέδειξε η Νόρα Αναγνωστάκη, που απασχόλησε το συνέδριο, καθώς σε εκείνη οφείλω την πρώτη κριτική του πρώτου βιβλίου (Εικονομαχικά, 1972), όπου ήθελα να είχα «μια μηχανή να τηγανίζει τις εικόνες», όπως στο Σινεμά, ποίημα στη μνήμη του Βάλτερ Μπένιαμιν, ενώ είναι αδύνατον να ξεχάσω, με τον Δημήτρη Καλοκύρη στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, να τον ακούμε μαγεμένοι να διαβάζει ποιήματα που πέρασε πολύς καιρός πριν μπορέσουν να δημοσιευτούν στην Οκτάνα. Έξω έπεφτε το φως, καθώς αμυδρά διέκρινες τον Λεωνίδα να ετοιμάζεται να αποσυρθεί από το μπαλκόνι της Νεοφύτου Βάμβα. Χρόνια πολλά αργότερα, με αφορμή την ιστορία του βιβλίου της Κάτι Μάρτον που επίσης συζητήθηκε στο συνέδριο, βρέθηκα δίπλα στον Μάρκο Βαφειάδη, όχι σε λιμάνι όπου επέπλεε το πτώμα του Πολκ, όχι στη Θεσσαλονίκη, αλλά στην απονομή των Βραβείων Πολκ στη Νέα Υόρκη.
Εν πάση περιπτώσει, η αλληγορική διάσταση, ως αντίδοτο στη λογοκρισία και όχι απλό ισοδύναμο αυτολογοκρισίας, αποτελεί κοινό τόπο στην ιστορία της σχέσης της γραφής, και της λογοτεχνίας ως της πυκνότερης έκφρασής της δυνητικά, με την εξουσία. Ιδανική εκδοχή της σχέσης αυτής από την πλευρά του συγγραφέα είναι να διώκεται από την εξουσία ανεπιτυχώς, ας επαναλάβω. Ο ίδιος επιβιώνει, ενώ το έργο του ανέρχεται τη ρομαντική κλίμακα της αμφισβήτησης. Με άλλα λόγια, αν ο σαρκασμός συνιστά καίριο πλήγμα κατά της εξουσίας, δεν θα ήταν ασύμμετρο να λείπει ο αυτοσαρκασμός από τον συγγραφέα, στο βαθμό ακριβώς που η γραφή συγκροτεί μορφές εξουσίας; Συνεπώς, την κριτική της λογοκρισίας χρειάζεται να συνοδεύει η κριτική της αντιλογοκριτικής πόζας και η αντίθεση προς την επίκληση της λογοκρισίας ως λογοκριτικού επιχειρήματος. 
Πατέρας και μητέρα ή πόλεμος και έρωτας: Πεντάγωνο και σεξ δεν αποτελούν άλλωστε τους γονείς του διαδικτύου, που ξεκίνησε ως εσωτερική ηλεκτρονική επικοινωνία στρατιωτικών στελεχών των ΗΠΑ και ανδρώθηκε (αν αυτή είναι η σωστή λέξη) καθιστώντας την πορνογραφία δικαίωμα του ηλεκτρονικού λαού; Υπάρχουν βέβαια πολλές μορφές εντός ή εκτός εισαγωγικών «πορνογραφίας» από τη Σαπφώ και τον Μάνο Χατζιδάκι έως σήμερα. Ποια όμως μπορεί και πρέπει να είναι η στάση όσων (λένε ότι) στοιχίζονται σε ένα «αντιλογοκριτικό τόξο» που αντιδιαστέλλεται από κάθε «κυρά Φροσύνη» – «ορθοφροσύνη», «εθνικοφροσύνη» ή όπως αλλιώς λέγεται; 
Τίποτε βέβαια δεν είναι αυταπόδεικτο. Ούτε καν η κριτική της μειοψηφικής εκείνης συστάδας του αμερικανικού φεμινιστικού φάσματος που απαιτεί απαγόρευση κάθε έκφρασης η οποία μπορεί να κριθεί ύποπτη φυλαρέσκειας (με υ μετά το φ). Και πώς αντιμετωπίζονται ζητήματα όπως η παιδική πορνογραφία, η αποθέωση της βίας ή έστω ανάλατες εκδοχές μιας τηλεοπτικής καθημερινότητας, που διαθέτει ωστόσο σήμανση και διαφοροποιημένες ώρες τηλεθέασης; Ποιος αποφασίζει και τι συνεπάγονται όλα αυτά; Γιατί, αν πράγματι μορφές λογοκρισίας δεν μπορούν να αποκλειστούν εντελώς, τότε δεν πρόκειται για πρόβλημα ορίων, αλλά για διαδικασία απενοχοποίησης της λογοκρισίας συνολικά. Χωρίς πολιτική δεν υπάρχει κριτική. Μπορεί όμως να υπάρξει κριτική μόνον με πολιτική; Σκέφτομαι μήπως η σκέψη δεν αρκεί, όταν η γραφή μπορεί να εκληφθεί ως λογοκρισία του προφορικού λόγου, ο προφορικός λόγος ως λογοκρισία της σκέψης, η σκέψη ως λογοκρισία όσων προηγούνται, ενώ η ψυχανάλυση ως λογοκρισία της ψυχοσύνθεσης.
Επιστρέφω στον κινηματογράφου του μυαλού, όπου παίζει μια βυζαντινή ταινία. Το συνέδριο επίσης απασχόλησαν οι Γραπτοί, δύο εικονολάτρες μοναχοί από την Παλαιστίνη, στα πρόσωπα των οποίων ο εικονομάχος αυτοκράτορας Θεόφιλος έβαλε να χαράξουν δώδεκα στίχους με πυρωμένες βελόνες. Έναν συμπατριώτη τους, τον Παλαιστίνιο ποιητή Ashraf Fayadh, δικαστήριο στη Σαουδική Αραβία καταδίκασε σε θάνατο για κείμενά του. Στις 14 Ιανουαρίου σε πολλές χώρες και πόλεις, όπως και εδώ στην Αθήνα, διοργανώνονται αναγνώσεις για τη ζωή και την ελευθερία: τη δική του και τη δική μας. 
Α: Λογοκρισίες που αρνούνται την κριτική του λόγου. Άλογες κρίσεις. Αλογοκρισίες στην αγορά των ανίδεων και στη ζωοπανήγυρη των ιδεών.



 Ο Γιώργος Χουλιάρας (Εικονομαχικά, 1972, Δρόμοι της μελάνης, 2005, Λεξικό αναμνήσεων, 2013) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έζησε πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη, ενώ το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Yiorgos Chouliaras (Iconoclasm, 1972, Roads of Ink, 2005, Dictionary of Memories, 2013) was born in Thessaloniki and lived for many years in New York. In 2014, he was awarded the Ouranis Prize of the Academy of Athens for his work in its entirety.
-----------------------
Η δημοσίευση έγινε με την άδεια του ποιητή Γιώργου Χουλιάρα ενόψει της εκδήλωσης  στον Βόλο προς τιμήν του Νίκου Αλεξίου

Γιώργος Χουλιάρας: Η Σύγχρονη Ελλάδα Προέκυψε από την Ποίηση



August 10, 2009



Λυπάσαι που δεν προλάβαμε καθόλου
να συναντηθούμε πριν μου γράψεις

αποχαιρετώντας κάθε ελπίδα γνωριμίας
Λυπάμαι έναν τόσο σύντομο χωρισμό
που αποκλείεται κανείς να θυμάται
Λυπάσαι που δύο γράμματα ταυτόχρονα
διέσχισαν την απόσταση που μας χωρίζει
διπλασιάζοντας την απομάκρυνσή μας
Λυπάμαι που αν ήμασταν μαζί
δεν θα υπήρχε ούτε ένα γράμμα


Από τη συλλογή Γράμμα (1995)

Ο ποιητής και Σύμβουλος Τύπου και Επικοινωνίας της πρεσβείας της Ελλάδας στo Δουβλίνο Γιώργος Χουλιάρας παραχώρησε συνέντευξη στα μέλη της Ένωσης Ακολούθων Τύπου Νίκο Νενεδάκη και Αθηνά Ρώσσογλου.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Η εμπειρία της “εξορίας”, η περιπλάνηση, και η προσπάθεια της μετάφρασης είναι κοινά μοτίβα για τον διπλωμάτη και τον συγγραφέα – ποιητή;

Γιώργος Χουλιάρας: Η διπλωματία – ιδίως στη δημόσια εκδοχή της, την οποία υπηρετούν οι σύμβουλοι επικοινωνίας – μπορεί να παραλληλισθεί με μια διαδικασία μετάφρασης μεταξύ χωρών, πολιτικών και πολιτισμών. Η “μετάφραση” αυτή επιτελείται στην “εξορία” μιας άλλης χώρας όπου βρίσκονται όσοι την υλοποιούν κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της “περιπλάνησής” τους. Από την άλλη πλευρά, η ποίηση και γενικότερα η γραφή οδηγούν σε μια εκτός των ορίων της καθημερινής χρήσης της γλώσσας εσαεί προσωρινή αποπλάνηση, στην οποία συνενέχονται όσοι επιχειρούν να μεταφράσουν τη ζωή σε λέξεις, γράφοντας, και όσοι μεταφράζουν τις λέξεις σε ζωή, διαβάζοντας. Τα μοτίβα αυτά επιβεβαιώνονται από γνωστές περιπτώσεις ανθρώπων όπως ο Saint-John Perse, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Octavio Paz ή ο Homero Aridjis.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Να βρούμε τον εαυτό μας, να ζήσουμε αυθεντικά, να έχουν οι πράξεις μας νόημα, για να συναντηθούμε. Ή να τα αρνηθούμε συνειδητά αυτά, να αμφιβάλλουμε. Η ποίηση ανοίγει δρόμους σε ένα κόσμο που «all that is solid melts into air»;

Γιώργος Χουλιάρας: Υποθέτουμε ότι όλοι θέλουν να ζήσουν αυθεντικά. Η αυθεντικότητα όμως καθίσταται μια επισφαλής δοξασία καθώς συγγενεύει με την αυθεντία και παραπέμπει σε κάθε είδους αφεντικά, που περιλαμβάνουν και την αφεντιά μας. Αντιθέτως, δεν υπάρχει συνείδηση χωρίς άρνηση. Βάλλοντας προς κάθε πλευρά, η αμφιβολία ελέγχει αστήρικτες βεβαιότητες. Οι δυσκολίες προκύπτουν στην ανασύνθεση. Επειδή η ποίηση είναι ασυνήθιστα χειρωνακτική εργασία, η οποία παράγει χειροπιαστά αποτελέσματα που αντιστοιχούν στην υλικότητα γλωσσολογικά συμβατικών σημείων και λέξεων, αν η κριτική διάθεση δεν υφίσταται η ίδια κριτική, τότε κάθε δημιουργία γίνεται αδιανόητη. Επομένως, τον χώρο της ποίησης διατρέχει μια άρνηση της άρνησης. Ένα ποίημα, αυτό που ποιείται δηλαδή, δεν αξιολογείται βάσει όσων πρεσβεύει. Η δραστικότητά του εξαρτάται από το πώς είναι γραμμένο. Αν κάτι μπορεί να ειπωθεί με άλλο τρόπο, το ποίημα περισσεύει. Εντούτοις, δεν εξαντλείται με το πώς λέγεται, γιατί έχει σημασία το τι λέγεται. Με άλλα λόγια, ο γρίφος της γραφής αναπαράγει τη συνεχώς προβληματική και αδιάκριτη σχέση μορφής και περιεχομένου. Δρόμους στην εποχή μας βέβαια ανοίγουν εκσκαφείς και εργολάβοι. Η ποίηση αποτελεί μέθοδο αναζήτησης που καταφάσκει εν αμφιβολία.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Σημειώνετε κάπου ότι η ποίηση έπαιξε κρίσιμο ρόλο κατά την ελληνική εθνογένεση. Στην ρομαντική εποχή η ποίηση μετείχε αποφασιστικά στην πολιτική αγωγή. Ποιος ο ρόλος της σήμερα;

Γιώργος Χουλιάρας: Μπορεί πράγματι να πει κανείς ότι η σύγχρονη Ελλάδα προέκυψε από την ποίηση, αναβιώνοντας τον μύθο της γέννησης της θεάς Αθηνάς. Τροχισμένη σε ευρωπαϊκά απελευθερωτικά άσματα, η κόψη του Σολωμού συνάντησε την όψη του Κάλβου στα παλίμψηστα τεφτέρια δημοτικών τραγουδιών, βυζαντινών ύμνων και αρχαίων ελλήνων ποιητών.  Ασφαλώς, όπως όλες οι συνόψεις, έτσι και αυτή επικαλύπτει ποταμούς αίματος σε συγκρούσεις με τους κρατούντες, αλλά και εμφύλιες διαμάχες. Οι αγωνιστές της εποχής πάντως ήξεραν καλά το ποίημα. Στην πρώτη διακήρυξη προς ευρωπαϊκές αυλές και γκουβέρνα της εποχής, οι υπεύθυνοι επικοινωνίας, θα λέγαμε σήμερα, της Μεσσηνιακής Γερουσίας υπογράμμισαν την «ποιητική υποχρέωση» της Ευρώπης να στηρίξει τον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία. Μαζικά κύματα φιλελληνισμού έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην εξέγερση. Αποτελεί ίσως κατάλοιπο του φαινομένου αυτού ότι θεωρούνταν κάποτε συλλήβδην ανθέλληνες όσοι διαφωνούσαν μαζί μας λόγω διαφορετικών συμφερόντων.

Οι ρομαντικοί δεν εξαφανίστηκαν με το τέλος του ρομαντισμού, όπως γνωρίζουν οι ανθοπώλες, καθώς ούτε με την παγκοσμιοποίηση εξέλιπαν τα εθνικά κράτη, όπως θα έπρεπε να γνωρίζουν οι θεράποντες των διεθνών σχέσεων ακόμη και σε μεγάλες χώρες. Η ενασχόληση με την ποίηση βέβαια εξακολουθεί να ερεθίζει μια ρομαντική διάθεση. Όσο ελπιδοφόρο όμως και αν είναι αυτό για την προσωπική ζωή των ποιητών, βραχυκυκλώνει συνήθως νευρώνες που επικεντρώνονται στην πρόσληψη ποιημάτων ή στην κατανόηση του ρόλου της ποίησης. Τον καιρό του Ομήρου, αλλά και των τροβαδούρων, η ποίηση αποτελούσε ψυχαγωγία, δηλαδή, μαζικό μέσο αγωγής της ψυχής για πληβείους και ευπατρίδες, απάτριδες και πρώιμους πατριώτες. Την εποχή του ρομαντισμού και των εθνικών κινημάτων η ποίηση ήταν μια απόλαυση που εμψύχωνε. Τον καιρό του ατόμου και της ατομικής βόμβας, στην ατομική εποχή, σκοπός του έργου τέχνης είναι η κατάργηση της μοναξιάς, έχει πει  ο Νίκος Εγγονόπουλος, προσθέτοντας ότι η ζωή του ήταν αφιερωμένη στη ζωγραφική και την ποίηση γιατί παρηγορούν και διασκεδάζουν.

Πριν αναδειχθούν στην πιο αφηρημένη έκφραση της ανθρώπινης ευφυΐας, τα μαθηματικά φαίνεται να αναπτύχθηκαν με πρακτικές χρήσεις αριθμών και μεγεθών, από την ανάγκη να εκτιμηθεί η επιφάνεια μιας έκτασης ή να καταγραφεί η αποθηκευμένη σοδειά. Με ανάλογο τρόπο, πρακτικές χρήσεις της γλώσσας ανέδειξαν αφαιρετικά την ποίηση ως είδος του λόγου κατάλληλο για παράσταση και ανάγνωση αργότερα, όταν διαμορφώθηκαν ξεπηδώντας από την ποίηση άλλα είδη, όπως το θέατρο και η πεζογραφία, και αφού πια είχαν γενικευτεί τυπογραφία και αλφαβητισμός. Σήμερα η ποίηση αποτελεί μοναδικό τρόπο έρευνας των υπόρρητων διαδικασιών της γλώσσας και της απορίας που συνιστά η ανθρώπινη ζωή. Όπως κάθε έρευνα ή εξειδικευμένη ενασχόληση, η απόλαυση της ποίησης απαιτεί προπαιδεία. Παράλληλα όμως το καλλιτεχνικό έργο εμπεριέχει το δημοκρατικό αίτημα της πρόσληψής του από κάθε άτομο που θα του αφιερωθεί. Η αφιέρωση αυτή αποτελεί κρυφή πολιτική αγωγή όταν μάλιστα κίνδυνο για τη δημοκρατία αποτελεί η ιδιωτεία.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Πόσο η ποίηση είναι υπόθεση μιας γλώσσας; Είναι εθνική υπόθεση; Πόσο η υποκειμενικότητα, ο αναστοχαζόμενος εαυτός, είναι εθνική υπόθεση;

Γιώργος Χουλιάρας: Η ποίηση είναι συγχρόνως παγκόσμια υπόθεση και υπόθεση μιας γλώσσας, στην επαρχία της οποίας αναπτύσσεται. Παρά τη νομαδική διάθεση πολλών ποιητών, η καλλιέργεια της γλώσσας που συνδέεται με την ποίηση, είναι γεωργικού τύπου ασχολία, όπως όλες οι καλλιέργειες. Συγγενικού τύπου αντιδιαστολή προκύπτει εξετάζοντας το ζήτημα από την πλευρά της μετάφρασης. Επειδή ο ποιητικός λόγος μεταφράζεται δύσκολα, ακούγεται σωστή η παρατήρηση του Ρόμπερτ Φροστ ότι ποίηση είναι ό,τι δεν μεταφράζεται. Ταυτόχρονα όμως η ποίηση είναι μεταφράσιμη, ακριβώς γιατί αποτυπώνεται σε μια γλώσσα, δηλαδή στο ιδίωμα μιας ανθρώπινης κοινότητας, όπου εξ ορισμού εμφιλοχωρεί η μετάφραση. Η γλώσσα του ποιητή είναι προσωπική, όχι ιδιωτική. Ιδιωτικές και τεχνητές γλώσσες μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν έχουν παράγει ποίηση, αν και λογοτεχνικοί κραδασμοί ανιχνεύονται σε όλα τα κείμενα και συστήματα σημείων. Δυνητικά ποίηση μπορεί να γραφεί με κώδικα Μορς, ενώ το Twitter προσκαλεί σε χαϊκού και αποφθέγματα έως 140 χαρακτήρες. Ίσως χρειάζεται να κατανοήσουμε την ποίηση βιολογικών ειδών πέραν του ανθρώπου πριν μπορέσουμε να προγραμματίσουμε ηλεκτρονικούς υπολογιστές-ποιητές.

Ο πολιτισμός δεν είναι αυτοφυής υπόθεση, αλλά αποτέλεσμα ιστορικών οσμώσεων, συγκρούσεων, επιρροών, δανεισμών και κάθε άλλης ενέργειας που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη δράση. Η ποίηση παραμένει εθνική υπόθεση με τον ίδιο τρόπο που υπόθεση μιας χώρας είναι τα φυτά και τα ζώα που ριζώνουν ή κινούνται στην επικράτειά της. Από μία άποψη, είναι δικά της. Από μία άλλη, χλωρίδα και πανίδα δεν ανήκουν σε κανέναν ή ανήκουν στον κόσμο (τους). Είναι θετικό ασφαλώς όταν αισθήματα συναισθηματικής ιδιοκτησίας οδηγούν σε συνείδηση και πράξεις προστασίας του περιβάλλοντος, φυσικού ή πνευματικού. Είναι αρνητικό όταν αποτελούν πρόφαση κυριαρχίας και καταστροφής. Ό,τι αναπτύσσεται σε μια χώρα είναι πολύτιμο για την ίδια ακόμη και όταν αδυνατεί να το διαχειρισθεί. Όταν το άτομο έχει δυσκολία να χειρισθεί την υποκειμενικότητά του, πώς θα το έκανε αυτό μια χώρα; Τελικά όμως κάθε τόπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι άνθρωποι που τον συγκροτούν, με την ασίγαστη διαπάλη και συνεργασία τους.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Η New School for Social Research, στην οποία φοιτήσατε, αποπειράται να γεφυρώσει την ευρωπαϊκή κριτική θεωρία με τον αμερικανικό πραγματισμό. Τι είναι για σας η Ευρώπη? Και τι η Αμερική;

Γιώργος Χουλιάρας: Το Πανεπιστήμιο στην Εξορία (University in Exile), που δημιουργήθηκε στη Νέα Υόρκη ως καταφύγιο από το χιτλερικό καθεστώς ανθρώπων όπως η Hannah Arendt, υπήρξε εξαρχής Μεταπτυχιακή Σχολή πανεπιστημίου που είχε ιδρύσει με άλλους ο John Dewey. Παρά τους αντίστροφους φιλοσοφικούς προσανατολισμούς, επρόκειτο για σύντηξη αμερικανικού κριτικού πνεύματος και ευρωπαϊκού πραγματισμού. Στον ερεθισμό που προκάλεσαν ευρωπαίοι διανοητές έχει αναφερθεί και ο Μάρλον Μπράντο, που μεταπολεμικά βρέθηκε για ένα χρόνο εκεί. Εκείνη την εποχή η Νέα Υόρκη, που δεν θα μπορούσε να είναι πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών, διεκδίκησε τον ρόλο πολιτιστικής πρωτεύουσας του κόσμου και τον απέσπασε από το Παρίσι, που τον είχε διατηρήσει κατά το πρώτο ήμισυ του εικοστού αιώνα. Η Νέα Υόρκη, το Όρεγκον και η Καλιφόρνια, η Βοστώνη και η Ουάσιγκτον διαφέρουν μεταξύ τους τουλάχιστον όσο η Δανία από την Ελλάδα. Οι διαφορές αυτές εξαφανίζονται όταν η “Αμερική” αποτελεί μαύρο κουτί για τους Ευρωπαίους, όπως και η “Ευρώπη” για τους Αμερικανούς. Είμαστε όλοι τυφλοί και περιγράφουμε τον ελέφαντα από το μέρος του σώματός του που αγγίζουμε, σύμφωνα με το ινδικό παραμύθι. Ως συνήθως, η ημιμάθεια είναι χειρότερη από την άγνοια. Αξιοπρόσεκτο πάντως δεν είναι μόνο ότι η συγγένεια των δύο πλευρών υποκρύπτει αντιθέσεις, αλλά ότι επικρατεί σύγκλιση. Η μετατόπιση σήμερα των Αμερικανών από την Ευρώπη αντιστοιχεί σε δύο βασικά προβλήματα: τη δανειοδοτική εξάρτηση των ΗΠΑ, μέσω ομολόγων, από την Κίνα και την προσπάθεια να απομακρυνθούν από το στόχαστρο του ισλαμικού κόσμου. Εκατέρωθεν ιδρυτικοί μύθοι υπήρξαν διαφορετικοί. Διαφέρει η συνείδηση του ρόλου του κράτους, αν και οι ΗΠΑ είναι κράτος παλαιότερο από τα ευρωπαϊκά. Ελάχιστα ουέστερν έχουν γυριστεί στις πεδιάδες των Τρικάλων.

Σε αποχαιρετιστήριο σημείωμα σε εφημερίδα της Ουάσιγκτον, όταν αναχωρούσα για το Δουβλίνο, ο James Morrison θυμήθηκε φράση της μητέρας μου – «Καλύτερα στο Όρεγκον, παρά στη φυλακή» – καθώς πράγματι πήγα για σπουδές στην Αμερική ενώ είχαμε δικτατορία στην Ελλάδα. Κρίσιμη επιλογή τελειώνοντας το γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη ήταν να αρνηθώ υποτροφία για την Οξφόρδη, για να αποδεχθώ υποτροφία από πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, όπου πίστευα ότι θα μάθω πώς κυβερνάται ο κόσμος. Στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας θα επέλεγα αντί της Αθήνας τη Ρώμη, την οποία θα ήταν αδύνατον να φανταστείς ζώντας στις βρετανικές νήσους ή στην Καππαδοκία. Καθοριστικό ήταν ότι πήγα απευθείας σε αμερικανικό περιβάλλον με ελάχιστους Έλληνες, τους οποίους συνάντησα σε μεγάλους αριθμούς τα μεταπτυχιακά χρόνια στη Νέα Υόρκη, όπου πέρασα τα περισσότερα συνεχή χρόνια της ζωής μου. Όσα η Ευρώπη έχει επενδύσει σε χρόνο, η Αμερική, την οποία διέσχισα με αυτοκίνητο όχι μόνο μια φορά, τα επένδυσε σε χώρο. Συγκριτικά, όλη η Ευρώπη θα μπορούσε να γίνει πεζόδρομος και να τη διασχίζουμε με τα πόδια, όπως έκαναν ο Καρδαμυλίτης Patrick Leigh Fermor ή ο σκηνοθέτης Werner Herzog.

Όταν τα μεγέθη είναι τόσο μεγάλα δεν χρειάζεται να τα ξέρεις όλα και αυτό θεραπεύει τους Αμερικανούς από την πασιγνωστική νόσο των Ευρωπαίων. (Ξερόλες δεν είμαστε μόνο οι  Έλληνες.) Δημιουργείται όμως μονοτονία από τη διαρκή διαδοχή εμπορικών κέντρων, πρατηρίων και ταχυφαγείων. Πρόκειται για έκφραση του κοινωνικού συμβολαίου στην Αμερική, αλλά και συνέπεια της αυτοκρατορίας που περιορίζει την περιέργεια του μέσου πολίτη, με αποτέλεσμα, φερ’ ειπείν, τα καλά σχολεία εκεί να είναι κορυφαία, ενώ όσα δεν διεκδικούν κορυφή πολύ κατώτερα ενός μέσου όρου ιδρυμάτων σε αναπτυγμένες κοινωνίες. Πάντως από τον δυναμισμό της Αμερικής έχουμε να μάθουμε πολλά και απαραίτητα στην πορεία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ολοκλήρωσης. Σε σχέση με την αξιοκρατία, όπου παρουσιάζεται έλλειμμα στην Ευρώπη, η Αμερική καθιστά σαφές ότι η αναγνώριση δεν προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται τη μείωση άλλων.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Υπήρξατε συνιδρυτής και επιμελητής των πολύ ποιοτικών περιοδικών «Τραμ» (1971-1978) και «Χάρτης» (1982-1987). Ποια είναι η σημερινή κατάσταση σε ό,τι αφορά τα  ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά;

Γιώργος Χουλιάρας: Χωρίς περιοδικά δεν υπάρχει αποτύπωση τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής. Γνωρίζοντας πόσο δύσκολη είναι συνήθως η έκδοση ενός λογοτεχνικού περιοδικού, μόνο θετικά μπορώ να εκφραστώ για κάθε παρόμοιο εγχείρημα ακόμη και αν εμφανίζεται ατελέσφορο. Υπάρχουν σήμερα αξιόλογα περιοδικά που εκδίδονται στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, ενώ επίσης έχουν αναπτυχθεί ποιητικές πλατφόρμες στο διαδίκτυο και εν γένει ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Παρά τη διεύρυνση των τεχνικών μέσων παραγωγής, οξυμένο πάντα εμφανίζεται το πρόβλημα της διανομής τους. Θα ήταν χρήσιμη μια μετα-περιοδική έκδοση που θα παρουσίαζε το περιεχόμενό τους, ενημερώνοντας ενδιαφερομένους και αυξάνοντας τον κύκλο αναγνωστών. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τον κόπο όλων αυτών που σήμερα ασχολούνται με λογοτεχνικά περιοδικά, ξεφεύγοντας από γκρίνιες και κακεντρέχειες που προδίδουν μια δυσάρεστη αυταρέσκεια της ελληνικής πνευματικής ζωής.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Μετείχατε πρόσφατα στα Διοικητικά Συμβούλια της Εταιρείας Συγγραφέων (ως Αντιπρόεδρος για τις διεθνείς σχέσεις), και της Modern Greek Studies Association, υπήρξατε επιμελητής του Journal of Hellenic Diaspora αλλά και μέλος της κριτικής επιτροπής του Neustadt International Prize for Literature (1996). Ποια είναι η απήχησή της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό; Ενδιαφέρει η «εμπειρία της Νεώτερης Ελλάδας»;

Γιώργος Χουλιάρας: Ο Καζαντζάκης παλιότερα και ο Καβάφης – οι μεταφράσεις του οποίου συνεχώς πολλαπλασιάζονται – είναι σχεδόν τα μόνα γνωστά ονόματα στο εξωτερικό, δηλαδή στον αγγλόγλωσσο κόσμο που είναι καθοριστικός. Δυστυχώς ούτε ο Σεφέρης ούτε ο Ελύτης ξεπέρασαν το φράγμα ενός μεταφραστικού γκέτο (συγκριτικά προς γνωστούς συγγραφείς από Ευρώπη ή Λατινική Αμερική). Σε αυτό συνέβαλαν στοιχεία ελληνοφοβίας (όπως έχω ονομάσει την αθέατη όψη του φιλελληνισμού) και ο πόλεμος που υφίσταται από Έλληνες όποιος αναδεικνύεται μεταξύ ξένων. Σε σχέση με την ελληνική λογοτεχνία πολλοί Έλληνες συνιστούν όσα συνιστούν σε ξένους και για την Αθήνα: δύσκολο μέρος, πάτε κατευθείαν στα νησιά. Κυρίως όμως πρόκειται για αποτέλεσμα καταμερισμού σε μια παγκόσμια πολιτιστική αγορά, όπου είναι μικρό το μερίδιο που αντιστοιχεί στην Ελλάδα, ειδικά μετά την περίοδο του 1960, όταν η χώρα λογιζόταν μήτρα ευρωπαϊκού πρωτογονισμού.

Στο πλαίσιο μιας τόσο αυστηρής αποτίμησης, ωστόσο, υπάρχει απήχηση της ελληνικής λογοτεχνίας όταν δημιουργούνται προϋποθέσεις για να ακουστεί. Μιλώ ευρύτερα, αλλά και από προσωπική εμπειρία. Μου έκανε εντύπωση, λόγου χάριν, σε διεθνή συνάντηση της Αμερικανικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας όταν γνώρισα ανθρώπους που παρακολουθούν συστηματικά δημοσιεύσεις δουλειάς μου σε ξένα περιοδικά. Αντίστοιχες εμπειρίες υπήρξαν και εκτός Αμερικής, στην Ιρλανδία, τη Σλοβενία, την Τουρκία. Προσκλήσεις σε λογοτεχνικά φεστιβάλ οδηγούν σε νέες προσκλήσεις, που επιτρέπουν να μιλήσει κανείς για τη λογοτεχνία και την Ελλάδα. Η ελληνική εμπειρία – όχι μόνο στη λογοτεχνία ή τη μουσική, αλλά στην πολιτική και την οικονομία – προκαλεί ενδιαφέρον όποτε δίδεται η ευκαιρία να παρουσιαστεί. Σε αμερικανούς φοιτητές, όταν δίδασκα στη Νέα Υόρκη, υπογράμμιζα τον «υποδειγματικό» χαρακτήρα της ελληνικής εμπειρίας. Η σχέση που έχουν οι Έλληνες με το βαρύ παρελθόν τους ενδιαφέρει όλους, όταν παρουσιάζεται με τον τρόπο αυτό, γιατί η σχέση με το παρελθόν είναι πάντοτε βαριά.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Έως τώρα έχετε εργαστεί ως Ακόλουθος και Σύμβουλος Τύπου και Επικοινωνίας στις διπλωματικές αποστολές της Ελλάδας στη Νέα Υόρκη, στην Οτάβα, στη Βοστώνη, στην Ουάσιγκτον, και τώρα στο Δουβλίνο. Πέστε μας για την επιλογή σας αυτή. Καβάφης και Σεφέρης υπήρξαν «τακτικότατοι» υπάλληλοι.  Σε πιο βαθμό συναντά ο υπάλληλος τον ποιητή;

Γιώργος Χουλιάρας: Είχα την τύχη να γνωρίσω καλύτερα τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ίσως τον ευγενέστερο των Ελλήνων. Συμφωνώ όμως με τον Εγγονόπουλο, που δούλευε στο Πολυτεχνείο και έλεγε «εργάστηκα συνεχώς, σκληρά, ως υπάλληλος, χωρίς να λείψω ούτε στιγμή». Δύο δυνατότητες υπάρχουν για έλληνες τουλάχιστον ποιητές – να είναι εφοπλιστές ή υπάλληλοι. Αν δεν συνέβη να γεννηθείς ούτε αργότερα εντάχθηκες σε μια κατηγορία ανθρώπων χωρίς οικονομικές ανάγκες, επειδή είναι πολύ πλούσιοι ή πολύ φτωχοί, τότε αναγκαστικά θα ανήκεις στην άλλη κατηγορία. Σε όλα βέβαια υπάρχει ένα κόστος και μάλιστα αυτό που ονομάζουμε στα οικονομικά «κόστος ευκαιρίας», δηλαδή, το κόστος των επιλογών που χάνεις λόγω της απασχόλησής σου με ό,τι κάνεις. Η εργασία όμως, εφόσον σε ενδιαφέρει εκείνο με το οποίο ασχολείσαι, δεν αποτελεί μόνο απορρόφηση από το αντικείμενο και υποχρεώσεις που αποδιοργανώνουν το γράψιμο. Αποτελεί επίσης ένα πλέγμα στο οποίο οργανώνεται η εμπειρία της ζωής. Δεν πιστεύω ότι χρειάζεται να γράφονται τα πάντα. Αρκεί η εξάντληση να μη φτάνει σε σημείο να νομίζεις ότι δεν θα μπορέσεις να συνεχίσεις. Για τον συγγραφέα, πλεονέκτημα της δικής μας δουλειάς είναι ότι, για να είσαι επαγγελματικά αποτελεσματικός, πρέπει συνεχώς να προβληματίζεσαι για τη σχέση της χώρας σου με τον κόσμο και για τη δική σου δράση ως εκπροσώπου της στο εξωτερικό. Επανεμφανίζονται εδώ τα μοτίβα της εκτός ορίων μετάφρασης και περιπλάνησης που αναφέρθηκαν στην αρχή.

Χρειάζεται να προστεθεί πως οτιδήποτε και αν κάνεις, το οποίο σε χαρακτηρίζει, είναι αξιοποιήσιμο στην καθημερινή δουλειά σου, ειδικά στη δική μας εργασία. Κάθε συστηματική ενασχόληση αποτελεί επιβεβαίωση αξιοπιστίας για έναν ξένο διαμορφωτή γνώμης, που συχνά περιμένει να συναντήσει έναν γραφειοκρατικό διεκπεραιωτή πληροφοριών. Δεν αναφέρομαι αναγκαστικά σε συγγραφείς. Η ενασχόληση μπορεί να είναι ένα άθλημα. Θα έλεγα μάλιστα σε νεότερους να αναγάγουν, αν γίνεται, κάποια κλίση, προτίμηση ή τομέα γνώσεων τους σε ενασχόληση που τους χαρακτηρίζει και έχει θετική απήχηση στον ξένο περίγυρο.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Παραδοσιακά, στόχος του Συμβούλου Τύπου και Επικοινωνίας, είναι μια πολιτική δουλειά, ο άμεσος επηρεασμός των ΜΜΕ. Είναι εφικτό αυτό;

Γιώργος Χουλιάρας: Αν φανταστούμε ως πεδίο αναφοράς την Ελλάδα – αν ήμασταν, δηλαδή, Σύμβουλοι μιας ξένης πρεσβείας στην Αθήνα – τι θα σήμαινε άμεσος επηρεασμός ελληνικών ΜΜΕ; Αν εννοούμε ότι ένας δημοσιογράφος ή ΜΜΕ λαθραία θα παρουσίαζε άποψή μας ως δική του, μήπως θα επρόκειτο για περιστατικό εξαγοράς; Αυτό συζητάμε; Αν πάλι εννοούμε αθρόα προσέλευση συντακτών σε ενημέρωση της Πρεσβείας, αυτό θα ήταν αποτέλεσμα ενεργειών ή θα αντανακλούσε τη σημασία για την Ελλάδα της συγκεκριμένης χώρας; Πρέπει, επομένως, να εκτιμάται κατ’ αρχάς η σημασία που έχει η Ελλάδα για τη χώρα στην οποία αναφερόμαστε και να γνωρίζουμε το πλαίσιο και τα ήθη λειτουργίας των επιτοπίων ΜΜΕ.

Ως αστείο επιτρέπεται ένας Σύμβουλος να μιλά για άμεσο επηρεασμό. Σε συνομιλητές έχω πει ότι η καλύτερη προπαγάνδα είναι η αλήθεια όταν ήμουν έτοιμος να εμπλακώ σε ειλικρινή συζήτηση. Υπάρχουν βέβαια πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται. Υπό κανονικές συνθήκες πάντως, το σημαντικότερο προσόν ενός Συμβούλου είναι η αξιοπιστία. Την εποχή του διαδικτύου, είναι δύσκολο να διαθέτει πληροφορίες που δεν θα βρει με άλλο τρόπο όποιος επιθυμεί να ενημερωθεί. Η προστιθέμενη αξία που εμφανίζει για τον ξένο δημοσιογράφο είναι ο συνδυασμός πολλών στοιχείων όταν συνδέονται πειστικά για τον τρόπο σκέπτεσθαι στη συγκεκριμένη χώρα.

Η σημασία σήμερα της λειτουργίας Γραφείων Τύπου & Επικοινωνίας στο εξωτερικό στηρίζεται πρωτίστως στην ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων, γνωριμιών και επαφών που μπορεί να φωτίσουν θετικά την εικόνα της χώρας. Αναπτύσσοντας αξιοπιστία, που σημαίνει ότι σε μια στιγμή κρίσης θα ζητηθεί η άποψή του, ένας Σύμβουλος μπορεί πράγματι να επηρεάσει, προκαλώντας, π.χ., διάψευση από αρθρογράφο εφημερίδας μεγάλου κύρους δημοσιεύματος άλλης έγκυρης εφημερίδας που ενέπλεκε την Ελλάδα σε επιθετικές επιδιώξεις κατά τρίτης χώρας. Παρόμοιες εμπειρίες στηρίζουν την άποψη ότι η αθέατη πλευρά της δημόσιας διπλωματίας είναι κάποτε σημαντικότερη από όσα γίνονται αμέσως αντιληπτά.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Η πολιτιστική διπλωματία της Ελλάδας φαίνεται να στηρίζεται κυρίως σε κάποια χαρισματικά πρόσωπα, ενώ απουσιάζει η διακριτή υπηρεσιακή δομή στις διπλωματικές αποστολές. Ποιές είναι οι προοπτικές;

Γιώργος Χουλιάρας: Σε ελάχιστες Πρεσβείες υπάρχουν διαπιστευμένοι μορφωτικοί σύμβουλοι, ενώ η με πολιτιστική στόχευση επικοινωνιακή δραστηριότητα των Γραφείων Τύπου επιχειρεί να καλύψει ένα μεγάλο κενό. Δομές πρέπει και μπορούν να βελτιωθούν. Προσοχή όμως χρειάζεται να επικεντρωθεί στο περιεχόμενο και τις μορφές παραγωγής δράσεων προβολής του ελληνικού πολιτισμού. Συνήθως αποφεύγουμε μια θεμελιώδη διαπίστωση. Αν και η Ελλάδα είναι μια πλούσια χώρα, σύμφωνα με τους δείκτες του ΟΗΕ, δεν θα έχει ποτέ στη διάθεσή της τόσους πόρους όσους θα άξιζαν το εύρος, το βάθος και η διάρκεια του πολιτισμού της. Αντίστοιχες δράσεις, επομένως, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, με βασικό κριτήριο τον βαθμό διείσδυσης σε επιλεγμένα τμήματα του ξένου κοινού που θεωρούνται αποδέκτες των δράσεων αυτών.

Θα αναφέρω επιγραμματικά τρεις κατευθύνσεις που νομίζω ότι χρειάζεται και μπορούμε να ακολουθήσουμε: α) Προβολή του ελληνικού πολιτισμού μέσω της απήχησής του σε διεθνούς κύρους διαμορφωτές πολιτιστικής γνώμης. Λόγου χάριν, γιατί χαρακτηρίζει ο λαβύρινθος το έργο του Μπόρχες; Γιατί μετασχημάτισε ελληνικούς μύθους σε χορογραφίες η Μάρθα Γκράχαμ; Γιατί μετέφερε τον Οδυσσέα στο Δουβλίνο ο Τζέιμς Τζόις; Πρόκειται για αρχέτυπα όχι μόνο της αρχαίας, αλλά και της νεότερης Ελλάδας. β) Υποστήριξη προγραμμάτων νεοελληνικών σπουδών και φορέων διεθνούς συντονισμού τους, όπως η Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών στη Βόρειο Αμερική. γ) Στήριξη παρουσίας και επισκέψεων στο εξωτερικό ελλήνων συγγραφέων που δεν έχουν πρόβλημα να μιλήσουν σε κοινό. Πρόκειται για μια όχι δαπανηρή δράση, καθώς συνήθως αρκεί ένα εισιτήριο και ένα μολύβι.

Το πιο σημαντικό ίσως είναι η εικόνα που έχουν οι Έλληνες για τη χώρα τους. Συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι η θέση της στον χώρο και στον χρόνο, γεωγραφικά και ιστορικά. Εκείνο όμως που την καθιστά ανά πάσα στιγμή ελκυστική είναι η εμπειρία ενός τρόπου ζωής. Από την άποψη αυτή, βασική προϋπόθεση για την προβολή της χώρας είναι εκείνοι που παράγουν την εμπειρία αυτή, οι Έλληνες, “να περνούν καλά”. Είναι αλήθεια ότι η χώρα έχει προχωρήσει πολύ, ενώ, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας, διάγει την ομαλότερη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας της. Είναι επίσης αλήθεια ότι έχουμε αποτύχει στο πώς προσδιορίζουμε το “περνώ καλά”, συχνά αποδίδοντάς του επιθετικό ή χυδαίο χαρακτήρα. Ας δοκιμάσουμε πάλι. Ας αποτύχουμε πάλι. Ας αποτύχουμε καλύτερα, όπως έλεγε ο Μπέκετ.

Forum Διεθνούς Επικοινωνιακής Πολιτικής: Σε σύγχρονες προσεγγίσεις τονίζεται το στοιχείο του διαλόγου στη Δημόσια Διπλωματία. Πως μπορεί να ενσωματωθεί σε δράσεις ελληνικής δημόσιας διπλωματίας; 

Γιώργος Χουλιάρας: Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγιστεί η ενσωμάτωση στοιχείων διαλόγου ή αναδραστικού χαρακτήρα πρωτοβουλιών στο συγκεκριμένο περιβάλλον όπου ενεργοποιείται κανείς. Έχοντας αναφερθεί σε εμπειρίες από ΗΠΑ και Ευρώπη, θα ανατρέξω σε καναδικά παραδείγματα. Τρία επιθυμητά χαρακτηριστικά πολλαπλών δράσεων δημόσιας διπλωματίας συνοψίζονται σε τρία Α: ακεραιότητα, αμεσότητα και αμοιβαιότητα. Πρέπει να είναι ακέραια ή ακριβής η πληροφορία που δίδεται, καθώς η ακεραιότητα οδηγεί σε μακροπρόθεσμη αξιοπιστία. Πρέπει να δίδεται γρήγορα, γιατί η αμεσότητα οδηγεί σε επανάληψη αναζήτησης πληροφοριών από την ίδια πηγή και επαγγελματική επιδίωξη είναι να σε αναζητούν οι διαμορφωτές γνώμης όταν σε χρειάζονται και όχι να τους αναζητείς όταν δεν σε χρειάζονται. Κατ’ εξοχήν διαλογικό στοιχείο είναι η αμοιβαιότητα. Η προώθηση πληροφοριών και εκτιμήσεων για την Ελλάδα σε καναδούς δημοσιογράφους ήταν μέρος γενικότερης διευκόλυνσης του έργου τους. Μαθαίνοντας ποιά θέματα τους απασχολούσαν, συνήθως σε σχέση με ΗΠΑ, και διευκολύνοντας επαφές τους εκεί, προκαλούσε διάλογο και διάθεση να ακούσουν ή να ρωτήσουν για ελληνικά ζητήματα. Κατά τρόπο ανάλογο, υπηρεσιακοί και άλλοι παράγοντες της καναδικής ζωής διευκολύνονταν σε σχέση με επαφές τους σε Ευρώπη και ΗΠΑ, το οποίο ανταπέδιδαν με αμοιβαιότητα επικυρώνοντας καλές σχέσεις με διαμορφωτές γνώμης στον Καναδά. Αποτέλεσμα ήταν να ερωτηθεί άτυπα πολλές φορές ο έλληνας Σύμβουλος από καναδικά ΜΜΕ όταν επρόκειτο να επιλέξουν καναδό αρθρογράφο να σχολιάσει ευρωπαϊκές και βαλκανικές εξελίξεις.

Πρόσφατα πέθανε η γερμανίδα χορογράφος Pina Bausch, που μεγάλωσε στο εστιατόριο των γονιών της. Πέρασα πολύ χρόνο κάτω από τα τραπέζια, όταν ήμουν μικρή, έχει πει η Μπάους. Υπήρχε τόσος κόσμος και συνέβαιναν πάντα τόσα παράξενα πράγματα. Σε όποιο εστιατόριο και αν μεγάλωσε κανείς και όπου και αν χορογραφεί σήμερα, είναι σημαντικό – θέλω να πω, καταλήγοντας και ευχαριστώντας για τις διεισδυτικές ερωτήσεις – να συνδέει όσα έχει δει με εκείνα που τώρα κάνει.


Γιώργος Χουλιάρας –  Συνοπτική εργογραφία

Ο τόμος Δρόμοι της Μελάνης (Νεφέλη, 2005) περιλαμβάνει ποιήματα που έχουν δημοσιευθεί στα βιβλία (από τις εκδόσεις Τραμ το πρώτο και Ύψιλον εν συνεχεία): Εικονομαχικά (1972), Η άλλη γλώσσα (1981), Ο θησαυρός των Βαλκανίων (1988), Fast Food Classics (Στίχοι ταχυφαγείων, 1992) και Γράμμα (1995), ενώ εκτός εμπορίου κυκλοφόρησε (1.5.04) το ποίημα «Στο κέντρο του νερού».
Ποιήματα στο πρωτότυπο ή σε μεταφράσεις έχουν επίσης δημοσιευθεί σε μεγάλο αριθμό περιοδικών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Γράμματα και Τέχνες, Εντευκτήριο, Η λέξη, Ποίηση, Τραμ, Χάρτης, Agenda, Cumberland Poetry Review, Grand Street, Hanging Loose, Harvard Review, International Poetry Review, International Quarterly, Mediterraneans, Modern Poetry in Translation, North Dakota Quarterly, Osiris, Pequod, Ploughshares, Poetry, Point of Reference, Translation, World Literature Today κ.ά.)
Ποιήματα περιλαμβάνονται σε πολλές ανθολογίες, μεταξύ των οποίων πρόσφατα η ανθολογία ευρωπαϊκής ποίησης New European Poets (επιμ. Wayne Miller & Kevin Prufer, Graywolf Press, 2008) και η πρώτη ανθολογία ελληνο-αμερικανικής ποίησης Pomegranate Seeds (επιμ. Dean Kostos, Somerset Hall Press, 2008).
Ποιήματα έχουν αποτελέσει κείμενο θεατρικής παράστασης («Bread of Words», Νέα Υόρκη, 1993), ενώ το ποίημα «Συνεχής πίνακας» έχει χορογραφηθεί («Continuous Painting», Νέα Υόρκη, 1998), όπως σημείωσε η εφημερίδα The New York Times.
Βιβλιοκρισίες και βιβλιοκριτικά δοκίμια για την ποίησή του έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά (Journal of Modern Greek Studies, Modern Greek Studies Yearbook, World Literature in Translation κ.ά.).
«Η Αμερική δεν είναι πια εδώ» (απόσπασμα απομνημονευμάτων) περιλαμβάνεται στη λογοτεχνική ανθολογία για την Ελλάδα Greece: A Travelers Literary Companion (επιμ. Artemis Leontis, Whereabouts Press, 1997).
Μεγάλος αριθμός δοκιμίων και άρθρων για θέματα λογοτεχνίας, ιστορίας του πολιτισμού ή διεθνών σχέσεων, καθώς επίσης βιβλιοκρισίες, σημειώματα και συνεντεύξεις, έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικούς τόμους, περιοδικά και εφημερίδες στο εξωτερικό και στην Ελλάδα (Απογευματινή, Βήμα, Ελευθεροτυπία, Επίλογος, Καθημερινή κ.ά.)



 Ο Γιώργος Χουλιάρας (Εικονομαχικά, 1972, Δρόμοι της μελάνης, 2005, Λεξικό αναμνήσεων, 2013) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έζησε πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη, ενώ το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του.
Yiorgos Chouliaras (Iconoclasm, 1972, Roads of Ink, 2005, Dictionary of Memories, 2013) was born in Thessaloniki and lived for many years in New York. In 2014, he was awarded the Ouranis Prize of the Academy of Athens for his work in its entirety.
-----------------------
Η δημοσίευση έγινε με την άδεια του ποιητή Γιώργου Χουλιάρα ενόψει της εκδήλωσης  στον Βόλο προς τιμήν του Νίκου Αλεξίου