Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. Ένιγουεϊ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Π. Ένιγουεϊ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

[Όλος Ο Παπαδιαμάντης Σε Ένα Διήγημα] Του Π. Ένιγουεϊ


 Πηγή:http://www.bibliotheque.gr
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho2_1280
 
 
 
 
 
 
 
α.
 
Δυσμόθεν και αντικρύ του μεγάλου ακόμψου σχολείου, όπου ο αγαθός ελληνοδιδάσκαλος εδίδασκε τους μαθητάς του δεκατρείς ώρας την ημέραν –τέσσαρας ώρας την πρώτην τάξιν, τέσσαρας την δευτέραν και πέντε την τρίτην–, ήτο το μετόχι της διαλυμένης μονής του Αγ. Εμμανουήλ, οικίσκος εκ δύο χωριστών θαλάμων, με τας θύρας προς την οδόν.
Δίπλα από την μονή αναρριχούντο, εις τον βραχώδη λόφον, η λευκή οικία του μακαρίτου Αδαμάντιου, όπου την είχεν αγοράσει προ χρόνων ο καπετάν Αλέξανδρος, και την είχεν επισκευάσει και καλλωπίσει.
Βλέπουσα εις τον λιμένα, αγναντεύουσα την θάλασσαν, μετρούσα τα κατάρτια των καραβιών, και αριθμούσα τας λέμβους των αλιέων, στο μπαλκόνι εκάθητο η κόρη του σπιτιού, το Σειραϊνώ, λευκή ως το κρίνον, λεπτοφυής και πραεία.
Ήτο ώρα δεκάτη της πρωίας.
 
Ο διδάσκαλος είχεν αρχίσει να παραδίδη εις την δευτέραν τάξιν.
Κάτω εις τα παράθυρα του σχολείου, επί του κατωφλίου της θύρας, με τα βιβλία των υπό την μασχάλην, εκάθηντο οι μαθητές της τρίτης τάξεως, περιμένοντες να έλθη η σειρά των διά ν’ ακροασθώσι και αυτοί το πρωϊνόν μάθημα.
Ο εις των μαθητών, ο μικρός Γιωργής, ο γιος της Μπούρμπαινας, δεκαεπταετής, οστεώδης, με ζωηρόν βλέμμα, δεν απέσπα το βλέμμα του από την λευκή οικίαν –έπασχε, φαίνεται, από πρώιμον έρωτα–, ηκούσθη να ψιθυρίζει:
«Αχ, βρε Σειραϊνώ, αχ!…»
Το Σειραϊνώ εκόπιαζε και εκέντα τα προικιά της.
Αντικρύ, εις μίαν οικίαν μακράν, έξω εις το μπαλκονάκι, εκάθητο εν πρόσωπον και έκυπτεν επί των γονάτων του.
Ήτο το Αρχοντώ, η κόρη της γριάς Μαρουδίτσας. Η αντίζηλός της εις το χωρίον.
 
Αντίζηλός της εις τα κεντήματα, εις τα προικιά, εις την αρχοντιάν. Εν ώρα γάμου κι εκείνη, καθώς κι αυτή, δεν έπαυε καθημερινώς να ετοιμάζη τα προικιά της.
Και η Σειραϊνώ έτεινε το όμμα, διά να ιδή, όπως εφαντάζετο, τι εκέντα το Αρχοντώ, και δεν ησύχαζεν εάν δεν εύρισκε τρόπον ν’ αντιγράψη ή να κλέψει το κέντημα της αντιζήλου της.
Δεν την είχε ιδή από πενταετίας, όταν ήσαν ακόμη μαθήτριαι και αντεφέροντο εις το σχολείον κι εμάλωναν καθημερινώς, ως ήτο επόμενον.
Ήσαν τότε και αι δύο ασχημοκόριτσα ισχνά και αναιμικά.
Και τώρα, διά πρώτην φοράν, μετά τόσους χρόνους, την έβλεπεν αμυδρώς, και έβλεπεν ότι ήτο ωραία. Πολύ ωραία. Και ησθάνθη ακουσίως ζήλια.
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho3_1280
 
 
 
 
 
 
 
 
β.
 
Η βάρκα ελικνίζετο ελαφρά αραγμένη στην ακρογιαλιάν. Ο καπετάν Γιωργής της Μπούρμπαινας, εξαπλωμένος επάνω εις την πρύμνην, με μια βελέντζα τυλιγμένος, βωβός, ακίνητος, προσπαθούσε να αποκοιμηθή, διότι την επομένη, πριν ακόμη χαράξη, είχε ταξίδι απέναντι στη Νταμούχαρη.
Δίπλα του ένας άμοιρος δερβίσης εκοιμόταν αγκαλιά με το νάι του. Θα τον επήγαινε κι αυτόν, μαζί με ένα νέον ανδρόγυνον, απέναντι.
Τον είχεν ιδή, ενωρίτερα, ριγούντα, έρποντα ανάμεσον δύο σειρών παλαιών οικίσκων και τον ευσπλαχνίστη, τον ελυπήθη, και αντί πενταλέπτου του έδωκε να πιη φασκόμηλον και μισό κουλούρι να βουτήξη. Τον άφησε να αποκοιμηθή στη βάρκα. Έκαμε ψύχραν, νυχτερινόν απόγειον. Πού να υπάγη ο ανέστιος δερβίσης;
 
Είχαν περάσει να μεσάνυχτα προ πολλού.
Απέναντι, εις μίαν μικρήν οικία, ηκούγονταν, μετά πολλούς άλλους κρότους και ήχους, βιολιά και λαγούτα. Τι συνέβαινεν; Εφαίνετο να είναι οικογενειακή χαρά κι εορτή.
Διά τον εικοσάχρονο, όμως, καπετάνιο, δεν υπήρχε πλέον άσμα, ούτε φθόγγος, ούτε ήχος ικανός να εκφράση το τι υπέφερε.
Είχε μάθει προ ημερών ότι η γριά Μαρουδίτσα επανδρολογούσε την μοναχοκόρη της, το Αρχοντώ, μ’ ένα νοικοκύρην στεργιώτη απ’ το Πήλιο. Ο γαμβρός, έλεγαν, είχε σπίτια πολλά. Και χωράφια όχι ολίγα. Οικοκύρης άνθρωπος.
Πού τον ηύρε; Τάχα δεν υπήρχαν γαμβροί εις την πατρίδα, εις την ωραία Σκιάθο, εις το ωραίον χωρίον, το παραθαλάσσιον; Και δεν ήτο αυτός, εις μεταξύ όλων, καλός γαμβρός; Διατί εβιάζετο η μάνα της;
Όχι, δεν ηδύνατο να πιστεύση ότι η μάνα της την επροξένευε και την επανδρολογούσε και ήθελε να την κάμη νοικοκυράν.
 
Η γριά Μαρουδίτσα ούτε ιδέαν είχεν, ούτε υποψίαν, ούτε έννοιαν αν ο Γιώργης της Μπούρμπαινας, ο μικρός καπετάνιος, ήτο ερωτευμένος με την κόρην της. Και αν είχε ιδέαν πάλιν δεν θα την έμελλε τίποτε. Και αν εγνώριζεν ότι η κόρη της ανταπεκρίνετο εις το αίσθημα, πάλιν ολίγον θα ανησύχει. Τα κορίτσια δεν πρέπει να έχουν έρωτα, τι θα πη; Το μόνον χρέος των είναι να υπακούουν εις τους γονείς των.
Είχεν αποφασισθή, ευθύς μετά τον γάμον, άμα εξημέρωνε, να μβαρκάρουν, ο γαμβρός και η νύφη, συνοδευόμενοι από την γραίαν, και να περάσουν πέρα, εις την Νταμούχαρη, σιμά εις το Πουρί, εις το χωριό του γαμβρού, και μάλιστα με τη βάρκα του καπετάν Γιωργή! Αυτός ήτο ναυλωμένος να μεταφέρη το νέον ανδρόγυνον! Το ανδρόγυνον και αυτόν εδώ τον δερβίσην, με το σαρίκι του, τον τσουμπέν και τον δουλεμάν του.
 
 
***
 
 
Υψηλή μορφή, με λευκόν σαρίκι, με μαύρην χλαίναν και χιτώνα χρωματιστόν, εμφανίσθη εις το καφενείον εκείνη την βραδιάν. Μελαψός, συμπαθής, γλυκύς.
Είχεν αναφανή. Πότε; Προ ημερών, προ εβδομάδων; Πόθεν; Από την Ρούμελην; Από την Ανατολή; Από την Σταμπούλ; Πώς; Εκ ποίας αφορμής; Ήτο δερβίσης; Ήτο Αγάς; Ήτο βεκτασής, χότζας, ιμάμης; Ήτο ουλεμάς διαβασμένος; Ήτο εις δυσμένειαν; Είχεν ακμάσει, είχεν εκπέσει, είχεν εξορισθεί;
 
Ήτο απ’ εκείνα τα χώματα. Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ. Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.
Εκείνην την βραδιάν τον είχε προσκαλέσει μια παρέα. Επτά ή οκτώ φίλοι αχώριστοι. Αγαπούσαν τα τραγούδια, τα όργανα. Του είπαν να τραγουδήση. Ετραγούδησε. Του είπαν να παίξη το νάι. Έπαιξε. Τους έλεγε τον αμανέν κι έπινεν μαστίχαν όποιος τον εκερνούσε. Με το σαρίκι του, με τα κατσαρά ψαρά γένεια του, με το τσιμπούκι του. Άνω των πενήντα ετών ηλικίας.
 
Εκεί διενυκτέρευεν από ημερών. Άστεγος, ανέστιος, φερέοικος.
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho6_1280
 
 
 
 
 
 
 
 
***
 
 
Τι να σκεφθή; Τι να είπη; Διατί κοιμάται; Πώς αγρυπνεί; Πώς μένει εξαπλωμένος; Τι σκέπτεται; Σκέψις χρειάζεται; Όχι, δράσις. Να σηκωθεί… να πηδήση… να τρέξη… να πετάξη… Ν’ αναβή τον βράχον, σκαλοπάτια, στενούς δρομίσκους, λιθόστρωτα… Να φθάση εκεί επάνω… Να χυθή… να ορμήση… Να αρπάξει τη νύμφην… Να την σηκώση ψηλά… Να εξαφανισθούν… Οι άλλοι θα μείνουν απολιθωμένοι… Θα τον νομίσουν διά τρελόν… Όταν συνέλθουν θα τρέξουν κατόπιν του… Η γριά θα τραβήξη τα μαλλιά της, θα χυθεί επάνω του, θα τον σχίση με τα νύχια της… Οι άλλοι, καλεσμένοι, κουμπάρος, συγγενείς, θα του ριχθούν με τους γρόνθους, με ράβδους, με την σκούπαν… με ό,τι τύχη. Αυτός με την μίαν χείραν θα σπρώχνη την νύμφην εμπρός, με την άλλην θα προσπαθή να τους φέρη γύρο όλους… Και ο γαμβρός, με το πανωβράκι του και με το φέσι του, θα γυρεύη να τους χωρίση… Όχι. Θα του έλθη λιγοθυμιά, και θα πέση, απ’ οπίσω από την πόρταν… Και τότε αι γυναίκες θα βάλουν τες φωνές, και θα πασχίζουν να ξελιγοθυμήσουν τον γαμβρόν… Και θα επέλθη μικρός αντιπερισπασμός… Και αυτός θα σπρώχνη την νύφην, και με τους γρόνθους και με τους αγκώνας του, καταπληγωμένος, αφρίζων, αιματωμένος, θα απαντά εις τα κτυπήματα των λυσσασμένων.
 
Εμπρός! Θάρρος! Απόφασις! Σηκώσου! Θα κουνηθής επί τέλους;
 
 
***
 
 
Όμοιον με νεκρικόν κρανίον φαντάζει από μακράν το μικρόν τζαμίον του ερημωμένου χωρίου. Έχει μόνον μίαν θυρίδα χαμηλήν, χωρίς θυρόφυλλα, και δύο χαλασμένα παράθυρα ένθεν και ένθεν.
 
Υψηλά από το Μπαρμπεράκι, το περίφαντον ύψωμα, όπου ξυρίζει πανταχόθεν το πρόσωπον ο άνεμος, εκείθεν φαίνεται το έρημον χωρίον, το κτισμένον επί βράχου υψηλού, εκείθεν και το άχαρον τζαμίον, με τας δυο στρογγυλάς τρύπας του.
Κι όμως το χωρίον αυτό εκατοικείτο μίαν φοράν, και εις το τζαμίον εκείνο αντήχει ποτέ προσευχή εις τον Αλλάχ, και προσκύνημα εγένετο συχνά καθ’ όλους τους τύπους. Είναι αληθές ότι εις μόνος Αγάς υπήρχε, διά τον τύπον, εις όλον το χωρίον, το οποίον επλήρωνεν ετησίως κατ’ αποκοπήν 2 ή 3 εκατοντάδας γροσίων εις την Πύλην.
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho4_1280
 
 
 
 
 
 
 
 
***
 
 
Ήτο τετάρτη ώρα, γλυκοχαράματα, και κανείς ακόμη δεν είχε κινηθή από την οικίαν. Τέλος, η γραία Μαρουδίτσα, ήτις επεθύμει να γίνει το μβαρκάρισμα όσον το δυνατόν ενωρίτερα, επήρε δύο αβασταγές με ρούχα και τας έδωκεν εις τους δύο ανεψιούς της να τας κουβαλήσουν κάτω εις τον αιγιαλόν. Τα δύο παιδία κατέβησαν κάτω, εις την άκρην του βράχου, φέροντα τας δύο δέσμας των φορεμάτων, και εφώναξαν τον καπετάν Γιωργή. Αλλά ο νέος είχε σηκωθή πριν τον φωνάξουν.
 
«Μπάρμπα, είπ’ η θειά μ’ η Μαρουδίτσα να παρ’ς, λέει, τα ρούχα μες στ’ βάρκα».
«Είπε, λέει, να τα βάνης σε καλή μεριά, να μη βραχούνε».
«Να τα βάνης, λέει, απουκάτ’ απ’ την πλώρ’ τσ’ βάρκας, όμορφα όμορφα».
«Τα ρούχα, λέει, κη τα μάτια σ’».
 
 
***
 
 
Ο τελευταίος Αγάς είχε το χαρέμι του, μίαν σύζυγον και μίαν σκλάβαν. Ήτο ήρεμος και πράος. Ωμίλει ελληνικά. Είχεν ήθος σοβαρόν, προστατευτικόν και ψυχρώς φιλόφρον. Εζούσεν ειρηνικώς με τους ανθρώπους.
Κάθε πρωί κατέβαινεν από το κονάκι του, εισήρχετο εις το γειτονικόν τζαμίον, προέβαλλε την κεφαλήν έξω του παραθύρου και έψαλλε δυνατά το πρωϊνόν κήρυγμα στρεφόμενος προς το πέλαγος.
Διότι χότζας ποτέ δεν υπήρξεν άλλος, αλλ’ αυτός, ο κατά καιρόν Αγάς, έκαμνε τον χότζαν. Ουδέ υπήρξε ποτέ μιναρές, αλλά το υψηλόν παράθυρον ανεπλήρου την έλλειψιν ταύτην.
 
Είτα έκαμνεν την γονυκλισίαν του, έκρουεν δύο φοράς το μάρμαρον του εδάφους με το μέτωπόν του, εξήρχετο, ανέβαινεν οπίσω εις το κονάκι, ήναπτε την μεγάλην τσιμπούκαν του, εκάπνιζεν, εκάπνιζε, και αφού του επερνούσε το μαχμουρλίκι, εφόρει την λευκήν σαρίκαν του, το πλατύ ζωνάρι του και κρατών την μαύρη τσιμπούκαν διευθύνετο εις το κιόσκι, όπου εντάμωνε δυο ή τρεις χασομέρηδες, ωσάν αυτόν, προεστούς του χωριού, διά να κάμη κουβένταν.
 
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho5_1280
 
 
 
 
 
 
 
 
***
 
 
Δεν ήτο πλέον ψέμα, ήτο αλήθεια. Ο καπετάν Γιωργής έπλεε με την βάρκαν του την ώρα της αυγής και με τον δερβίση, τον ξεπεσμένον Αγά από το Μπαρμπεράκη, μετέφερε το Αρχόντω, την μητέρα της και τον γαμβρόν εις την Νταμούχαρην, εις το χωριό του γαμβρού, εις τα σπίτια του και εις τα νοικοκυριά του.
Εμακρύνθησαν, επελαγώθησαν κι έφευγαν, έφευγαν.
 
Δεν ημπορούσε να συνάψη ιδέαν. Δεν ήτο πλέον καιρός παλληκαριάς. Παρήλθεν η ευκαιρία διά να ορμήση επάνω εις το σπίτι, να την αρπάξη από τας χείρας όλων…
Έβλεπε τον γαμβρόν και του εφαίνετο ως όρνεον, το οποίον είχεν έλθει από ξένον τόπον διά να αρπάξη την περιστεράν, την τρυγόνα.
Του ήρχετο να ξεστηθωθή, να πτύση εις τας χείρας και να του είπη:
«Παλεύουμε, μπάρμπα;»
 
Ο άνεμος εδυνάμωνε. Τάχα δεν ημπορούσε να δυναμώση αρκετά ώστε ν’ αναποδογυρίση η βάρκαν; Μια μικράν ανεπιτηδειότητα εις το τιμόνι, μια ελαφράν απροσεξίαν εις το πανί και τότε όλα θα έπλεαν εις την θάλασσαν… Όλοι θα έπεφταν εις το κύμα… Ένα καργάρισμα του πανιού ήτο αρκετόν. Με το χέρι του ημπορούσε να βιάση το πανί και με εν κτύπημα του ποδός ημπορούσε να στείλη εις τον άλλον κόσμο τέσσερας ψυχές: τον δερβίσην, τον γαμβρόν, την πενθεράν και την νύφην, εάν δεν ήθελε να γλυτώση την τελευταίαν.
 
Ο κακόμοιρος ο δερβίσης θα επήγαινε εις τον πάτο με το σαρίκι του, με τον τσουμπέν του και με τον δουλεμάν του. Παράπλευρη απώλεια. Ο γαμβρός θα επήγαινε μολύβι εις τον πάτον με όλα του τα σπίτια, ή μάλλον χωρίς τα σπίτια του, χωρίς τα χωράφια του και τα υπάρχοντά του. Για τη γραία Μαρουδίτσα ούτε λόγος. Καλήν ώρα! Θα εφρόντιζεν αυτός να της κάμη τα κόλλυβα, μαζί με το Αρχόντω, που θα την εγλύτωνε κολυμβών.
Εμπρός! Καρδιά! Θάρρος!
Μία μικρά ανεπιτηδειότητα… Μία παρατιμονιά…
 
 
 
 
 
 
 
tumblr_ngksdlUQkP1qdhfhho1_1280
 
 
 
 
 
 
 
 
 
γ.
 
 
Τέλος, αναποδογύρισε την βάρκαν; Έπνιξε τους επιβάτας; Την έσωσεν εκείνην;
Τιριριριμ τιριριρι τιρι τιρι τιμ! Τι ρι τιμ τιμ τιρι τιμ τιμ…
«Ειρήνη μου, τι γίνεται; Πώς είσαι, Ειρήνη μου; Ναι, σπίτι. Καθάριζα όλη μέρα και τώρα ξεκουράζομαι… Άσε, μου ’φυγε η μέση! Θες να περάσεις; Όχι, τίποτα. Διαβάζω ένα βιβλιαράκι… Το τελευταίο μυθιστόρημα του Π. Ένιγουεϊ… Το ’χεις διαβάσει; Ειρήνη μου, είναι γα-μά-το! Έλα, έλα αποδώ, και θα τα πούμε! Περιμένω! Έχω μαγειρέψει κιόλας. Έλα να φάμε. Α, θα με βοηθήσεις μετά να βάψω τα μαλλιά μου; Σκούρο κόκκινο, σκέφτομαι… Αχ, ωραία! Σ’ ευχαριστώ! Έλα, σε περιμένω. Φιλάκια…»
 
Δεν την αναποδογύρισε, δεν τους έπνιξε. Ολίγον ακόμη ήθελε διά να το κάμη, αλλά το ολίγον αυτό έλειψεν. Είπεν:
«Ας πάγη να ζήση με τον άντρα της! Με γεια της και με χαρά της! Θα υπαντρευτώ το Σεραϊνώ, κι ας μην είναι και τόσο ομορφούλα!»
Και όσο διά τον δερβίση, έγινεν άφαντος και δεν τον είδε πλέον κανείς. Ζη, απέθανε, περιπλανάται εις άλλα μέρη; Κανείς δεν ηξεύρει.
Ίσως την ώρα ταύτην να ανέκτησε την εύνοιαν του ισχυρού Παδισάχ, ίσως να είναι μέγας και πολύς μεταξύ των ουλεμάδων της Σταμπούλ, ίσως να διαπρέπη ως ιμάμης εις κανέν εξακουστόν τζαμίον.
Ίσως να είναι ευνοούμενος του Χαλίφη, αρχιουλεμάς, σεϊχουλισλάμης.
Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ.
Αυτός ο κόσμος είναι σφαίρα και γυρίζει.
 
 
 
 
 
(Το διήγημα είναι ένα μωσαϊκό από προτάσεις από τα
Ωχ! Βασανάκια, Άγια και πεθαμένα,
Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Ο αβασκαμός του Αγά και Έρως – ήρως
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Από τη ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων “Το τελευταίο μυθιστόρημα”]
 
 
 

artworks : Romina Ressia