Μία συνέντευξη του κριτικού και φιλοσόφου, στην γαλλική le Monde, www.antifono.gr
Le Monde: Είμαστε μάρτυρες της υποχώρησης της ευρωπαϊκής ιδέας. Αυτό του είδους η άμπωτη σας ανησυχεί;
George STEINER: Σίγουρα, αλλά ο δικός μου πεσιμισμός είναι σύνθετος, διότι από την άλλη πλευρά η Ευρώπη όπως την γνωρίζουμε εν έτει 2013 αγγίζει επίσης το θαύμα. Κουβεντιάζουμε τώρα εδώ, καθισμένοι παρέα στο Cambridge, ακόμη κι αν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι έχουν καταστρέψει την ήπειρο, παρά την ύπαρξη του Ολοκαυτώματος, ακόμη κι αν κατά την διάρκεια του α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις έχασαν 40.000 άνδρες μόλις την πρώτη ημέρα της μάχης του Passchendaele (1917), σε τέτοιο σημείο ώστε μια εφημερίδα να μην διαθέτει καν τον ανάλογο χώρο για να δημοσιευθούν όλα τα ονόματα των πεσόντων! Ναι, το γεγονός πως μετά από όλους αυτούς τους κατακλυσμούς η Ευρώπη ξαναπόκτησε μία δεδομένη ύπαρξη, έχοντας ακόμη μεγάλες ορχήστρες και μουσεία, αυτό είναι από μόνο του ένα θαύμα. Είχαμε το δικαίωμα να πιστέψουμε πως όλα αυτά σήμαιναν το τέλος της Ευρώπης. Κι άλλοι μεγάλοι πολιτισμοί αφανίστηκαν, ο δε Paul Valery, είχε από τα 1919 προαναγγείλει το τέλος του δικού μας πολιτισμού.
Le Monde: Το δυτικό τοπίο της διανόησης δεν έχει αλλάξει βεβαίως και λίγο.
George STEINER: Ουσιαστικά είναι οι θετικές επιστήμες αυτές που διεκδικούν πια τα πρωτεία και όχι οι ανθρωπικές. Τόσο όταν εγκαταστάθηκα στο Princeton ( New Jersey ) στο ΄΄σπίτι΄΄ του Einstein, όσο κι αργότερα στο Cambridge (Ηνωμένο Βασίλειο), επέλεξα να ζήσω ανάμεσα στους πρίγκιπες των θετικών επιστημών. Οι επιστήμες είναι ο μεγάλος αγωγός που μας συνδέει με το μέλλον.
Ακόμη κι αν αποδίδουμε μέτρια σε αυτόν τον τομέα, μοιάζει σαν κάποιον που ενσωματώνεται σε μία ομάδα , που προσδοκά το υψηλότερο, έστω κι αν βαδίζει πάνω σε έναν κυλιόμενο διάδρομο. Κατά τα άλλα προτού η αγγλοσαξονική γλώσσα αναδειχθεί στην παγκόσμια lingua franca, οι μαθηματικοί είχαν διεκδικήσει για τον εαυτό τους αυτόν τον ρόλο. Θυμάμαι ότι στο Princeton μπορούσαμε να δούμε φοιτητές ρώσους, ιάπωνες και αμερικάνους να γράφουν με κάθε τρόπο πάνω σε έναν πίνακα. Τα δάχτυλά τους έμοιαζαν με αστραπές. Παρά το γεγονός πως αντιπροσώπευαν διαφορετικές εθνικότητες και μιλούσαν άλλες γλώσσες, καταλαβαίνονταν, ίσως με έναν τρόπο αστείο, χάρη στην παγκόσμια γλώσσα των μαθηματικών και των θετικών επιστημών. Ένα είδος Espéranto της ακριβείας.
Μία από τις μεγάλες μου στενοχώριες προέρχεται από μία απόκλιση θρησκευτικού τύπου, ανάμεσα σε αυτό που ο βέβηλος μπορεί να κατανοήσει από τις θετικές επιστήμες και σε αυτούς που πραγματικά κατέχουν τη γνώση αυτών των επιστημών. Όχι μονάχα στο βαθμό που υποστήριζε ο Γαλιλαίο, πως η φύση ‘’μιλά μαθηματικά’’, αλλά τώρα πια στον βαθμό που η φύση ‘’μιλά υψηλά μαθηματικά’’, ώστε να μην μπορούμε να υπάρξουμε κοινωνοί αυτού του γεγονότος. Εγώ ο ίδιος δεν θα μπορούσα να με εξηγήσω παρά σπουδάζοντας τους όρους των επιστημών, συσχετιστικά πάντοτε με τις μεταφορές, αυτό το έσχατο καταφύγιο της άγνοιας… Ο Πλάτων έλεγε πως μία μεταφορά υφίσταται για να συσχετίζει δύο χώρους του εγκεφάλου. Αυτή η πρόταση αποτελεί μία ενόραση εξαιρετικής σπουδαιότητας. Βραχυπρόθεσμα δεν αποκλείεται να διαθέτουμε μεταφορές ηλεκτρονικού τύπου.
Le Monde: Η επιστήμη λοιπόν θα επικρατήσει της ανθρωπότητας- βλέπε του ανθρωπισμού;
George STEINER: Ίσως. Αλλά την ίδια στιγμή, ο Heidegger, αυτός ο μοχθηρός τιτάνας, έχει τον λόγο του όταν υποστηρίζει ότι οι επιστήμες είναι τετριμμένες. Δεν διαθέτουν τίποτα περισσότερο παρά απαντήσεις. Αυτή η διαπίστωση είναι εκπληκτική, συνάμα ασυγχώρητη και πηγή δημιουργίας προβλήματος, διότι είναι βέβαιο πως οι πρόοδοι των επιστημών δεν άλλαξαν την εσχάτη κατάσταση του ανθρώπου, ακόμη κι αν η ιατρική έχει βαθύτατα επηρεάσει την αντίληψή μας για τον θάνατο. Όταν ο Wittgenstein θεωρεί πως οι επιστήμες δεν έχουν τίποτα να προσπορίσουν επί των ηθικών διλλημάτων, νιώθουμε την πρόκληση. Αλλά σκεφτείτε τη μάστιγα του καρκίνου, το παγκόσμιο επισιτιστικό πρόβλημα: δεν βλέπουμε άραγε να επανεμφανίζονται, στην σημερινή Αγγλία, παιδικές ασθένειες, οι οποίες ο Charles Dickens χαιρόταν που είχαν εξαλειφθεί;
Στηρίξαμε τεράστιες ελπίδες στην βιογενετική- το Cambridge είναι ένας τέτοιος φορέας- ελπίζοντας πως αυτό βοηθά στην αποσαφήνιση σπουδαίων πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων. Και τώρα σε ποιο σημείο ακριβώς βρισκόμαστε; Στην πραγματικότητα τα πράγματα καθίστανται πιο σκιώδη. Οι θετικές επιστήμες μπορούν επίσης να υπηρετήσουν τον δεσποτισμό και την απανθρωπία, κι αυτό το γνωρίζουμε καλά. Δεν μπορούν να δώσουν απόκριση στα μεγάλα ερωτήματα που συνδέονται με τον θάνατο. Είναι εξίσου εφικτό, όπως το αντιλαμβανόταν ο Paul Ricoeur, ότι η μνήμη των μεγάλων μαζικών σφαγών του 20ου αιώνα, μας αναγκάζει, ακόμα περισσότερο, να αναλογιστούμε το δικό μας, ατομικό τέλος. Επ’ αυτού θα πρέπει αναμφίβολα να σκεφτούμε τη φράση του Stalin: ‘’ένας ατομικός θάνατος είναι μία τραγωδία, αλλά ένα εκατομμύριο θάνατοι είναι μία στατιστική’’. Εντούτοις, δεν πιστεύω πως έχουμε χάσει την δυνατότητα να σκεφτούμε τον θάνατό μας. Απλά, έχει γίνει κάπως δυσκολότερο.
Τώρα που είμαι πανέτοιμός για το δικό μου προσωπικό τέλος, γραπώνομαι από ένα αστείο, που το βρίσκω συγκλονιστικά βαθύ. Προέρχεται από τους Yiddish κύκλους του Brooklyn: ΄΄ - Υπάρχει Θεός; - Βεβαίως και υπάρχει, αλλά όχι ακόμα΄΄. Αυτό το ΄΄όχι ακόμα΄΄, μου δίνει μία εσωτερική δύναμη.
Le Monde: Στην Poésie de la pensée (Gallimard, 2011), δείχνετε πως κάθε θεωρία, όσο αφηρημένη κι αν είναι, υφίσταται εξαρτημένη, από την μουσική της, από τον ρυθμό της. Δεν είναι αυτός ένας τρόπος ώστε να μειωθεί το χάσμα που χωρίζει την θεωρητική εργασία του κριτικού, από ένα λογοτεχνικό έργο;
George STEINER: Σε όλη μου τη ζωή αισθανόμουν πως υπήρχε ένα χάσμα ανάμεσα στον δημιουργό και στον ικανότερο των ερμηνευτών. Ότι το σχόλιο, ακόμα και το πλέον εμπνευσμένο, είναι παρασιτικό μπροστά στο μυστήριο της δημιουργίας. Ένα μυστήριο από το οποίο δεν καταλαβαίνουμε τίποτα, αψηφώντας όλες τις ελπίδες που εναποθέτουμε σε ψυχολογικές και νευρολογικές αναλύσεις. Τι είναι αυτό που προκαλεί στην γυναίκα και στον άνδρα την απελευθέρωση του απόλυτου, που επιτρέπει την δημιουργία προσώπων, πολύ πιο ανθρώπινων από εμάς: Φαίδρα, Falstaff, Αμλέτος, Βερενίκη; Προσωπικότητες δίπλα στις οποίες εμείς φαντάζουμε αδέξια αντίγραφα. Τι είναι εκείνο που κατοικίζει το πραγματικό μέσα στο φανταστικό; Τι είναι αυτό που κάνει τα τοπία ενός μεγάλου ζωγράφου πιο όμορφα στο να τα βλέπεις και πιο πειστικά ακόμα κι από μία φωτογραφία ( κι εκτιμώ τη τέχνη της φωτογραφίας); Τι είναι αυτό που συγκροτεί την θέση του Claude Levi- Strauss, την οποία έχει χίλιες φορές δίκιο να διατυπώνει: ΄΄η ανακάλυψη της μελωδίας αποτελεί το υπέρτατο μυστήριο των ανθρωπικών επιστημών΄΄. Ισχυριζόμαστε πως για να ευχαριστήσει ο Verdi κάποιον ματαιόδοξο τενόρο συνέθεσε την μουσική του La donna è mobile στην τρίτη πράξη του Rigoletto ( 1851), για να μην υπάρχει λίγο αργότερα ούτε ένα οργανέτο σε ολόκληρη την Ευρώπη που να μην είχε παίξει το συγκεκριμένο κομμάτι. Για το πώς αυτό συνέβη, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα.
Το εξαιρετικό προνόμιο ήταν πως είχα ΄΄ ταχυδρόμο΄΄. Το να κουβαλάς τα γράμματα δεν είναι πάντοτε εύκολο, κι ακόμα λιγότερο εύκολο το να επιλέγεις την καλύτερη δυνατή θυρίδα για να τα ρίξεις. Διαδεχόμενος τον Edmund Wilson στον New Yorker, πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, έλεγα στους αναγνώστες: διαβάστε ετούτο, θα σας αλλάξει τη ζωή. Εγώ ο ίδιος έχω δημοσιεύσει φανταστικές ιστορίες. Αλλά πιθανότατα, εκτός κάποιων ελαχίστων σελίδων, δεν αποτελούν παρά σκηνοθεσία ιδεών, δραματοποιήσεις της σκέψης. Στερούνται του μυστηρίου της αθωότητας που χαρακτηρίζει την πραγματική δημιουργία. Είναι όπως και να το κάνουμε ένα τεράστιο προνόμιο να έχεις έναν ταχυδρόμο. Ένας Pouchkine πιθανόν ευγνώμων στους κριτικούς και στους εκδότες του, που αυτός ο ίδιος ωστόσο έγραψε τα γράμματα… Εγώ, ακόμα κι αν θεωρούμε ένα outsider ανάμεσα στους ομοτέχνους μου, που δε μου συγχωρούν αυτές τις παρασιτικές διακρίσεις επί του ζητήματος της δημιουργίας, παραμένω πάνω απ΄όλα καθηγητής.
Le Monde: Δεν θεωρείτε ωστόσο ότι η διαδικασία της δημιουργίας εξαρτάται επίσης από το κοινό ή και από τους κριτικούς που υποδέχονται το έργο; Η αποδοχή ενός κειμένου δεν είναι με τον τρόπο της μέρος της δημιουργίας;
George STEINER: Όχι. Το έργο δεν έχει κανέναν ανάγκη. Ο Walter Benjamin έγραψε ότι ένα έργο μπορεί να αναπαυθεί για πεντακόσια χρόνια και να βρει έναν αναγνώστη: ένα κείμενο θα παραμένει πάντοτε νέο. Δεν μπορούμε να υποκρινόμαστε πως η αποδοχή του το συνδημιουργεί. Το βλέπετε αυτό με την μουσική του Vivaldi, που είναι πια κάτι σαν υπόκρουση της καθημερινότητάς μας. Για πολύ καιρό δεν συναντούσαμε ούτε μία ηχογράφηση, ούτε μία παρτιτούρα. Η μουσική αυτή δεν απέδρασε από τη λήθη της, παρά τον 20ο αιώνα. Στην πραγματικότητα λογαριάζω ότι εμείς είμαστε αυτοί που έχουμε την τύχη να γίνουμε χωρητικοί ενός έργου και καθόλου το αντίθετο. Το κείμενο είναι εδώ και λέει: ΄΄Περιμένω, έχω όλο τον καιρό να περιμένω΄΄. Η υπομονή είναι με το μέρος του έργου.
Σίγουρα, υπάρχουν και κριτικά δοκίμια που διεκδικούν τον χαρακτηρισμό του κλασσικού. Αλλά όμως θα διαβαζόταν ακόμη το Contre Sainte- Beuve του Proust, αν δεν ήταν γραμμένο συγκεκριμένα από τον ίδιο τον Proust; Πρέπει λοιπόν να παραμείνω σχολαστικά ταπεινός μπροστά σε αυτή την διαφορά. Το λέω και σε αυτούς που παριστάνουν πως ένα κείμενο είναι εξίσου σημαντικό και μέσα από την αποδόμησή του, και το θεωρώ αυτό πολύ σημαντικό ακριβώς γιατί πρώτα απ’όλα μπορούμε να το λέμε στους ίδιους τους εαυτούς μας: ο κύριος Steiner έχει σχεδόν πρωί- βράδυ ανάγκη τον Ρακίνα, αλλά ο Ρακίνας δεν έχει καμία ανάγκη τον κύριο Steiner. Το να ξεχάσεις για μια στιγμή έστω αυτή τη διάκριση, αυτή είναι πραγματικά η μεγάλη προδοσία των σοφών.
Le Monde: Οι τεχνικές όπως το διαδίκτυο οδήγησαν σε κάποια εξέλιξη την έννοια συγγραφέας;
George STEINER: Σε ποιο σημείο το διαδίκτυο θα αλλάξει τον χαρακτήρα του έργου; Θα υπάρξει εκ νέου μία συλλογικότητα στην διαδικασία της δημιουργίας; Θα επιστρέψουμε στην ανωνυμία του συγγραφέα; Ύστερα κι ο ίδιος ο Όμηρος είναι ανώνυμος. Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τον Shakespeare και εντούτοις αυτός ο μικρός κύριος από το Stratford- upon- Avon, ήξερε περισσότερα από μας σχεδόν για το καθετί. Είναι πολύ πιθανό ότι η εποχή του μεγάλου ΄΄ εγώ΄΄ είναι κοντά. Ο Beethoven είχε συνείδηση του ότι ήταν ο Beethoven. Αλλά δε πιστεύω πως ο Shakespeare είχε ποτέ λιγότερη συνείδηση πως ήταν ο Shakespeare.
Le Monde: Η διάκριση ανάμεσα σε ένα έργο ΄΄σοβαρό΄΄ και σε ένα έργο που αποβλέπει περισσότερο στην ΄΄ψυχαγωγία΄΄, μοιάζει να κατευθύνει την άποψή σας σχετικά με την λογοτεχνική δημιουργία. Αλλά είναι και φορές που αυτοί οι δύο πόλοι συναντιούνται, όπως συμβαίνει συχνά στον κινηματογράφο. Δεν θα μπορούσε αυτό να μας κάνει λιγότερο πεσιμιστές με το μέλλον του έργου τέχνης;
George STEINER: Δηλώνω ένοχος για το γεγονός πως δε κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος υπήρξε ίσως η πιο χαρακτηριστική μορφή της μοντέρνας αισθητικής. Είχα έναν πατέρα της παλαιάς σχολής, με παραδοσιακές λυκειακές και πανεπιστημιακές σπουδές. Τόσο, ώστε να μην καταλάβω ότι οι Beatles προκαλούσαν μία παγκόσμια επανάσταση. Ομολογώ πως δεν αντιλήφθηκα την σημασία της τηλεόρασης, ούτε διαισθάνθηκα την επανάσταση που ο κινηματογράφος και η τηλεόραση γέννησαν. Μιλούσα προηγουμένως για το θαύμα της δημιουργίας, αλλά υπάρχει ένα τέτοιο θαύμα και στο best- seller. Πως γίνεται και ένα γνήσιο προϊόν της εποχής, του λεξιλογίου και του συντακτικού των σημερινών δημόσιων αγγλικών σχολείων, όπως ο Harry Potter, προκαλεί τέτοιες μεγάλες εκδηλώσεις λατρείας; Για ποιο λόγο τα παιδιά των Εσκιμώων κοιμούνται έξω από την βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου, περιμένοντας την έκδοση αυτού του βιβλίου; Υπάρχουν προφανείς συνδέσεις στις θρυλικές διηγήσεις αλλά και πάλι αυτό δεν μοιάζει αρκετό για να αιτιολογήσει το φαινόμενο. Οι παράγοντες επιστήμη- φαντασία στο κέντρο του μύθου του Αρθούρου, δεν με αγγίζουν καθόλου και τα παιδιά μου, μου το προσάπτουν. Με τον ίδιο τρόπο αγάπησα πολύ τους μεγάλους δασκάλους της Jazz όταν ήμουν φοιτητής στο Chicago, κι ύστερα ήρθε η Heavy Rock και η αφαιρετική τέχνη και κάπου εκεί τα παράτησα. Έχουμε ένα εσωτερικό ημερολόγιο και σε μία δεδομένη στιγμή, δείχνει ξαφνικά τον μήνα Δεκέμβρη. Δεν μπορούμε ούτε όλα να τα αγαπήσουμε, ούτε όλα να τα καταλάβουμε. Δεν πρέπει να προσπαθούμε να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια όπως πολύ συχνά το κάνει η γαλλική κοινωνιολογία της αισθητικής. Υπάρχει ένας προσωπικός νευροφυσιολογικός χάρτης τον οποίο πρέπει να σεβόμαστε.
Le Monde: Έχετε γράψει: ‘’ Δεν είναι τυχαίο αν οι ποιητές υμνούν τους τυράννους’’. Αυτό μεταφράζεται σαν να έχει πάψει η δημοκρατία να δημιουργεί ένα συγκεκριμένο πεδίο για την λογοτεχνική δημιουργία ή και για την τραγωδία ως είδος; Η Αντιγόνη ή ο Αβραάμ παραμένουν ακόμη ισχυροί χαρακτήρες που δημιουργήθηκαν εντός των πλαισίων του δημοκρατικού πνεύματος;
George STEINER: Όταν οι περονιστές στην Αργεντινή επέστρεψαν στην εξουσία, ο εκεί αμερικανός πρέσβης πρότεινε στον José- Luis Borges, που εκείνη τη στιγμή εργαζόταν ως βιβλιοθηκάριος στο Buenos Aires, να πάει στις Η.Π.Α και να αναλάβει στο Harvard την σπουδαία πανεπιστημιακή θέση με το όνομα του Charles Eliot Norton. O Borges χαμογέλασε, μονάχα όπως ένας τυφλός μπορεί να χαμογελάσει, και αποκρίθηκε: ‘’ Δεν καταλαβαίνετε κύριε πρέσβη, η βάσανος είναι η μητέρα της μεταφοράς’’. Είναι φρικτή αυτή η φράση, αλλά ωστόσο αληθινή. Ο μεγάλος ποιητής, ο συγγραφέας είναι το εντελώς αντίθετο. Αντιτάσσει αυτό που μπορεί να είναι, σε εκείνο που είναι. Αλλά μέσα σε μία κοινωνία όπου anything goes, σύμφωνα με τα λόγια του αμερικανού φιλοσόφου Richard Rorty, είναι πράγμα δύσκολο για τον ποιητή να δημιουργήσει έναν αντί- κόσμο. Είχα μία δριμεία διένεξη με τον Joseph Brodsky ( Nobel, αμερικανός ρωσικής καταγωγής εκτοπισμένος από το σοβιετικό καθεστώς, εξόριστος στα 1972 ). Εκείνος θεωρούσε πως το αντίτιμο με το οποίο πλήρωσε το έργο του ήταν ιδιαιτέρως βαρύ. Κανείς δε αξίζει τον πόνο και ο Brodsky έχει κάθε δικαίωμα από την πλευρά του να το υποστηρίζει. Δεν έχω κανένα ηθικό δικαίωμα να διατείνομαι το αντίθετο. Εντούτοις το διαισθάνομαι. Η δημοκρατία γνωρίζει να ευνοεί αυτή την επαναστατική πράξη, την εσωτερική αυτή επανάσταση που βρίσκεται στην καρδιά της μεγάλης λογοτεχνίας και της τέχνης.
Le Monde: Από πού πηγάζει το ενδιαφέρον σας για αυτούς τους μισητούς των γραμμάτων- Céline, Rebatet, Heidegger- γι’ αυτούς που συνδέθηκαν με τον φασισμό ή και με τον ναζισμό;
George STEINER: Ήμουν ένας από τους πρώτους που το είπε: ‘’Τραγουδούσαμε το βράδυ τις μουσικές του Schubert κι αφανίζαμε ανθρώπους το πρωί’’. Ήθελα να καταλάβω, αλλά ποτέ δεν έβρισκα μία απάντηση. Γνωρίζετε πως εργάστηκα, χωρίς ψευδαισθήσεις πάνω στον Heidegger. Έχω μονάχα μία θαυμάσια εξήγηση να προτάξω, που έρχεται από την πλευρά του μαθητή του, του γερμανού φιλοσόφου Hans- Georg Gadamer ( 1900- 2002), του οποίου τα χέρια ήταν τόσο γιγάντια, που ακουμπώντας τα στις πλάτες σου μπορούσε να σε εξαφανίσει τελείως. ‘’Steiner! Steiner! ‘’ μου έλεγε ο Gadamer, ‘’ για ποιο λόγο ακριβώς ταλαιπωρείσαι τόσο; Ο Martin υπήρξε ο μεγαλύτερος των στοχαστών, κι ο πιο φτηνός των ανθρώπων’’. Πιθανόν να υπάρχει μία σχέση ανάμεσα στην απανθρωπιά και την τέχνη. Όπως έλεγε ο Benjamin, κάθε μεγάλο έργο είναι ριζωμένο στη βαρβαρότητα. Αλλά το αίνιγμα λίγο- πολύ παραμένει όπως και να΄χει. Το μη καταλαβαίνεις είναι θαυμάσιο. Το να θέτεις ερωτήματα όμως είναι το οξυγόνο της ύπαρξης.
Le Monde: Βρίσκεστε σε επαφή με τους νέους. Ποιο θα είναι το μέλλον των νέων ανθρώπων κατά τη γνώμη σας;
George STEINER: Αυτό με τρομάζει. Βρισκόμαστε σε ένα μονοπάτι που οδηγεί προς μία απάθεια προς τους νέους, προς μία ‘’ακηδία’’- σπουδαία μεσαιωνική λέξη- για την οποία ο Δάντης κι ο άγιος Θωμάς ο Ακινάτης έχουν γράψει καταπληκτικά πράγματα. Αυτή η μορφή πνευματικού λήθαργου μου προκαλεί φόβο. Ο φιλοτελιστής που είναι έτοιμος να σκοτώσει για ένα και μόνο γραμματόσημο, αυτός μπορεί να έχει μία κάποια τύχη με το μέρος του.
ΥΓ: Του δάσκαλου Χρήστου Γιανναρά για τις λέξεις, τα όνειρα, το ταξίδι, για τα γραμματόσημα που παθιασμένα γυρεύουμε.
Μετάφραση από την γαλλική στην ελληνική γλώσσα: Βαγγέλης Σταυρόπουλος