Ο Στρατής Χαβιαράς γεννήθηκε το 1935 στη Νέα Κίο της Αργολίδας, όπου τελείωσε το δημοτικό .
Από τα δώδεκά του και για τα επόμενα είκοσι χρόνια εργάστηκε οικοδόμος στη Αθήνα ή στην επαρχία, σε έργα όπως η αναστήλωση της Στοάς του Αττάλου, το αρδευτικό φράγμα και η σήραγγα εκτροπής, και το υδροηλεκτρικό φράγμα του Αχελώου. Στο ίδιο διάστημα εκδόθηκαν τέσσερις συλλογές ποιημάτων του.
Το 1967 μετανάστευσε στην Αμερική όπου σπούδασε και εργάστηκε ως το 2000. Οι διορισμοί του στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ συμπεριλαμβάνουν τη διεύθυνση της Αίθουσας Σύγχρονης Ποίησης George Edward Woodberry και της βιβλιοθήκης Henry Weston Farnsworth, του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής «Συγγραφή Μυθιστορήματος», και του λογοτεχνικού περιοδικού Harvard Review, το οποίο ίδρυσε το 1992. Δύο από τα μυθιστορήματα του στην αγγλική μεταφράστηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Από το 2008 ζει μόνιμα στην Αθήνα.

Του Γιώργου Μπλάνα


"Τι. Άχνα. Κι από κοντά
μες στη νύχτα στην άπνοια
καρβουνίδι με φτερά
κουρούνα corvus cornix
τα τινάζει απανωτά
πέφτει μούχρα κρώζει κρα
κρώζει κρε μέσα στην άπνοια τι [...]
ΤΕΛΟΣ ΟΥΚ ΕΣΤΙ".

Αυτό το «[...]» του παραπάνω δεξιοτεχνικού εικονιστικού ποιήματος -που δεν είναι ποίημα, αλλά η αρχή και το τέλος του μυθιστορήματος Άχνα του Στρατή Χαβιαρά- σημαίνει 480 σελίδες ιλιγγιώδους γραφής. Η Άχνα αφηγείται συναρπαστικά μια ζωή. Η Άχνα μοιάζει περισσότερο με ένα μεγάλο ποίημα, εκτυφλωτικής γλωσσικής υπόστασης. Αλλά η Άχνα είναι ένα ρεαλιστικό θρίλερ. Απλά, ο ρεαλισμός (πάσης φύσεως) δεν τόλμησε ποτέ να αντιμετωπίσει το θρίλερ ενός ερωτήματος, το οποίο ίσα-ίσα θα μπορούσε να ανήκει στα όπλα του: «Αν η μισή αλήθεια είναι στο πνεύμα, τι γίνεται με την άλλη μισή;» (Άχνα, σελ. 11).
Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα. Ένας συγγραφέας μπορεί να μας εξιστορήσει τη ζωή ενός ήρωα, να βάλει έναν ήρωα να αφηγηθεί τη ζωή του ή να βάλει έναν αφηγητή που δεν είναι ούτε ο συγγραφέας ούτε ο ήρωας να αφηγηθεί τη ζωή του ήρωα. Σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει κάτι σταθερό: η ζωή υπήρξε και η αφήγηση αναλαμβάνει να την αποδώσει πιστά. Ο βαθμός πιστότητας διαφέρει. Όταν ο συγγραφέας είναι αφηγητής, έχουμε αρκετούς λόγους να τον εμπιστευτούμε. Όταν ο ίδιος ο ήρωας αφηγείται τη ζωή του ήδη βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τέχνασμα του συγγραφέα: έχει μιαν άποψη για τον ήρωα και τον βάζει να μας αφηγείται τη ζωή του σύμφωνα με αυτήν την άποψη. Όταν ο αφηγητής δεν είναι ούτε ο συγγραφέας ούτε ο ήρωας, το τέχνασμα σχετίζεται με κάποια αίσθηση αντικειμενικότητας. Και -εννοείται- εκεί που γίνεται κάποια προσπάθεια για τη δημιουργία μιας αίσθησης αντικειμενικότητας, η αντικειμενικότητα είναι κάθε άλλο παρά δεδομένη. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει η ζωή που τελέστηκε και η βιογραφία, που την αναπαριστά, βάζοντας τα γεγονότα σε μια σειρά. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη μαύρη τρύπα του είδους: η σειρά είναι πάντα υπόθεση του συγγραφέα. Καλώς με αυτά. Στοιχειώδεις διαπιστώσεις.
Τι γίνεται όμως, όταν ο συγγραφέας, όπως στην Άχνα, αφηγείται στον ήρωά του την ίδια του τη ζωή; Ποιος μπορεί να έλειπε από τη ζωή του τόσο πολύ ώστε να χρειάζεται να του την αφηγηθεί ένας άλλος; Ίσως κάποιος που ήταν παρών στη ζωή του ήρωα ή μάλλον κάποιος που κατείχε τη θέση του ήρωα στη ζωή του. Το δίχως άλλο ο συγγραφέας, ο οποίος μαθαίνει στον συγγραφέα τη ζωή του. Τίποτα σχετικό με την παραδοσιακή «αυτογνωσία». Η γνώση του εαυτού προϋποθέτει συστηματική απομυθοποίηση των αναπαραστάσεων που συγκροτούν το δημόσιο εαυτό. Ο Χαβιαράς μυθολογεί, μιλάει σαν να μην υπάρχει άλλο κέντρο στον λόγο του από τον κάθετο άξονα μιας γλωσσικής δίνης: όσα λέγονται έχουν ακριβώς την ίδια ταχύτητα, το ίδιο βάρος, τον ίδιον όγκο. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αποφύγει το συναίσθημα πως μια δίνη κάπου οδηγεί. Στο νόημα - αφού πρόκειται για γλωσσική δίνη; Στην απουσία κάθε νοήματος, θα έλεγε άλλος. Στην ίδια τη δίνη; Προφανώς. Το νόημα της ζωής είναι η ζωή. Αλλά η ζωή, όταν είσαι ΕΚΕΙ. Πού; Στη δίνη της, στο καρναβάλι των λέξεων που σε ονομάζουν, ονομάζοντας τα πράγματα, τα γεγονότα, τα πρόσωπα. Κάθε στιγμή βρίσκεσαι ακριβώς απέναντι από τη θέση όπου βρίσκονται τα πράγματα. Μετακινείσαι τόσο γρήγορα, ώστε δεν μπορείς να είσαι ποτέ ΕΚΕΙ. Μόνο οι λέξεις μπορούν να είναι ΕΚΕΙ. Μοιραία, μόνο στη δίνη του μυθιστορήματος μπορείς να είσαι οι λέξεις που σε ονομάζουν και άρα να είσαι ΕΚΕΙ. Το μυθιστόρημα είναι ο μόνος τόπος και ο μόνος χρόνος όπου μπορείς να είσαι παρών. Το μυθιστόρημα είναι το σώμα σου: ακούγεται· χωρίς σημεία στίξης, χωρίς ακρωτηριασμούς.
Ο Χαβιαράς έμαθε στο σώμα του το όνομά του, το όνομα «Τι», τον άξονα της δίνης που εγκαινιάζει η σχέση των επιφωνημάτων «Αχ» και «Να», η «Άχνα», ψεκάδα του στροβίλου των ονομάτων στον οποίο ρίχτηκε το σώμα του. Καλά, λοιπόν!
Ο αναγνώστης, όμως; Γιατί ο συγγραφέας εμπλέκει στον αναγνώστη σ' αυτήν την προσωπική μαθητεία, χρησιμοποιώντας το δεύτερο ενικό πρόσωπο, το οποίο ίσα-ίσα αυτόν προσαγορεύει;
«Το ζητούμενο:», απαντά ο ίδιος ο συγγραφέας στην 17η σελίδα της Άχνας, «σε ποιον τα εμπιστεύεσαι όλα αυτά που δεν ξέρεις;» Στον αναγνώστη. Σε ποιον άλλον; Το μοναδικό ον που μπορεί να παρίσταται στην αφήγηση της ζωής σου στον εαυτό σου, το μοναδικό ον που μπορεί να βεβαιώσει πως το σώμα σου αποτελείται από τα ονόματα που θυμάται στο μυθιστόρημα μιας ζωής από την οποία έλειπες.
Το μυθιστόρημά σου χρειάζεται τον αναγνώστη για να είναι ο ήρωας ΕΚΕΙ, στο σώμα σου, στη ζωή σου, «στο γραπτό, όπως κι η δεύτερη ζωή σου που την έζησες πρώτη» (Άχνα, σελ. 11).