Πριν βιαστούμε να πάρουμε θέση, ας θυμηθούμε ότι μιλούμε από τον τόπο της θεραπευτικής συνομιλίας κι ας επιστρέψουμε στον πελάτη μας. Κι ας υποθέσουμε πως έχει αφήσει πίσω του τις συστολές που τον έκαναν να μιλά για την έννοια της αγάπης και για το συναίσθημα της αγάπης και πως έχει φτάσει στο σημείο να λέει καθαρά και ξάστερα: "Σ' αγαπώ".
Είναι τώρα ο θεραπευτής επιτέλους ικανοποιημένος και ήσυχος; Όχι. Διότι εύκολα θα φανερωθεί ότι ο πελάτης του μιλά μεν για αγάπη, όμως μ' αυτήν τη λέξη εννοεί κάτι άλλο, π.χ., τρυφερότητα, φροντίδα, κατανόηση, αυταπάρνηση, ερωτισμό κ.ο.κ. Λέει "αγάπη", όμως δεν το εννοεί. Η "αγάπη" του είναι απλά κέλυφος για μια άλλη λέξη. Δεν είναι ακόμα αγάπη.
Ίσως λοιπόν η ταυτολογία "η αγάπη είναι αγάπη" δεν είναι ανόητη και κενή αλλά δείχνει άτεγκτα κι επίμονα προς την κατεύθυνση στην οποία ο πελάτης μας θ' αφήσει τις παρανοήσεις της αγάπης στις οποίες οδηγήθηκε μέσα από τη μοίρα και την ιστορία του και θα μπορέσει να πει τη λέξη "αγάπη" αληθινά. Να την πει και να την εννοήσει.
Η αγάπη είναι αγάπη. Η παράξενη φράση, που άρρητα κατευθύνει τη θεραπευτική συνομιλία για την αγάπη, αρχίζει να γίνεται όλο και μεγαλύτερη απορία. Το μόνο που γνωρίζουμε γι' αυτήν και το νόημα της είναι πως όσο αποφασιστικότερα αφηνόμαστε στην καθοδήγηση της τόσο καθαρότερα αποκτά έναν σχεδόν δαιμονικό χαρακτήρα, γίνεται κάτι σαν μαύρη τρύπα στην άβυσσο της οποίας χάνεται κάθε προσπάθεια να συλλάβουμε την αγάπη - σαν έννοια και συναίσθημα, αλλά και σαν τρυφερότητα και φροντίδα και τα συναφή.
Ακόμα κι ένα από τα τελευταία μας οχυρά, το ότι η αγάπη είναι μια σχέση που προκύπτει μέσα από οικείους στην ψυχαναλυτική θεωρία μηχανισμούς και διαδικασίες, ακόμα κι αυτό εμπρός στη λέξη της κλονίζεται και σωριάζεται. Η αγάπη δεν είναι σχέση: η αγάπη είναι αγάπη.
Ο τίτλος του συμποσίου είναι, ήταν "Η ψυχανάλυση μπροστά στην έννοια της αγάπης". Πού μας οδήγησε η συζήτηση του; Στο ότι η ψυχαναλυτική θεωρία, μπροστά στην επιταγή της ψυχαναλυτικής πρακτικής να λέγονται τα πράγματα και να εννοούνται, στην επιταγή που επιτάσσει η αγάπη να είναι αγάπη, σηκώνει τα χέρια.
Και κάθε θεωρία, κάθε ψυχολογικός ή άλλος επιστημονικός λόγος, καθότι μιλά σε όρους εννοιών και συναισθημάτων, με μοντέλα στα οποία ανάγει τα πάντα και με τις αναγωγές του δεν αφήνει τίποτα να ησυχάσει στον τόπο του, δεν αφήνει την αγάπη να είναι αγάπη, κάθε τέτοιος λόγος εξανεμίζεται μέσα στη μαύρη τρύπα της απλής μικρής φράσης "Η αγάπη είναι αγάπη".
Ο επιστημονικός λόγος δεν έχει την ευρυχωρία να αποδώσει τη συνάντηση που ονομάζεται "ψυχανάλυση" και που ακολουθεί άλλους νόμους. Αυτό ο θεραπευτής χρειάζεται να το αναγνωρίσει και να παραιτηθεί από μια τέτοια προσδοκία. Μόνο έτσι μπορεί να κατευθύνει τον πελάτη του να προσεγγίσει, π.χ., την αγάπη περνώντας μέσα από τις ποικίλες παρανοήσεις της και να φτάσει στο σημείο να την πει και να την εννοήσει, εφόσον έχει κληθεί να το κάνει.
Όταν η καθοδήγηση του γίνει με τους κανόνες της τέχνης μας, και πάντα εφόσον το λέει η καρδιά του, η παραίτηση από έννοιες και συναισθήματα και σχέσεις έρχεται, ξεπερνώντας την απώλεια και το πένθος, σαν κάθαρση κι ελευθερία. Το "ελεύθερο" και το "μετέωρο" στο οποίο ο Φρόυντ καλεί τους συνειρμούς του ομιλούντος και την προσοχή του ακούοντος πρέπει να εννοηθεί και να πραγματωθεί μέχρι αυτά τα άκρα.
Η θεραπευτική συνομιλία της ψυχανάλυσης είναι ένας δρόμος σκληροτράχηλος, μα υποχρεωτικός προς μια τέτοια ελευθερία.
Η αγάπη είναι αγάπη. Εάν η φράση συνιστά το αφανές καθοδηγητικό νήμα μιας θεραπευτικής συνομιλίας για την αγάπη, ο θεραπευτής χρειάζεται να είναι προετοιμασμένος γι' αυτήν την πορεία, και τούτο σημαίνει ακόμα να είναι εξοικειωμένος με το λόγο της αγάπης ως αγάπης. Ποιος όμως μιλά για την αγάπη ως αγάπη;
[...] μιλώ για την αγάπη·
Η φράση έχει λεχθεί. Είναι από ένα στίχο. Βρίσκεται στο ποίημα που λέγεται "Κίχλη" και που έγραψε ο Γιώργος Σεφέρης.
Για τον κοινό νου η τροπή προς την ποίηση αγγίζει τα όρια του σκανδάλου - αν σκανδαλίζεται καν από τίποτα ο κοινός νους. Σκανδάλου, διότι εδώ αναζητούμε την αγάπη όχι μεταξύ τυρού και αχλαδιού αλλά ως θεραπευτές, δηλαδή ως υπεύθυνοι για μια υπόθεση που κάποτε γίνεται ακόμα και υπόθεση ζωής και θανάτου. Επιτρέπεται λοιπόν να επαφιέμεθα σ' έναν ποιητή, που μπορεί μεν να λέει όμορφα λόγια που τα απαγγέλλουμε και τα τραγουδάμε στον ελεύθερο χρόνο μας, που όμως κάπου τους αναγνωρίζουμε το ακαταλόγιστο, τα ανεχόμαστε ποιητική αδεία;
Για απάντηση ας αρκέσει ένας λόγος του ίδιου του Σεφέρη από μια ομιλία του. Εκεί λέει για τον ποιητή: "[...] μοιάζει καταδικασμένος στην αλήθεια, την αλήθεια του, επί ποινή θανάτου. [...] ολοένα παραμερίζει τα στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στο αληθινό που υπάρχει μέσα του".
Τούτο δεν έχει ειπωθεί ποιητική αδεία. Αφορά κάθε μεγάλον της τέχνης. Επάνω στο ίδιο θέμα ο Σεφέρης μνημονεύει τα λόγια ενός νεαρού ζωγράφου για τον Θεόφιλο: "Μα αυτός μας γυρεύει πάρα πολλά· γυρεύει να λέμε όλη την αλήθεια". Αλλού γράφει: "Η δουλειά μου δεν είναι οι αφηρημένες ιδέες, αλλά ν' ακούω τι μου λένε τα πράγματα του κόσμου, να κοιτάζω πώς συμπλέκουνται με την ψυχή μου και με το σώμα μου και να τα εκφράζω".
Αυτή η φράση θα μπορούσε ν' αποδώσει το νόημα του βασικού κανόνα της ψυχανάλυσης πιστότερα από πολλές αναφορές της σχετικής βιβλιογραφίας.
Αναζητώντας την αγάπη στη θεραπευτική συνομιλία βρεθήκαμε στα ίχνη μιας πορείας παράλληλης μ' εκείνη του ποιητή, μιας πορείας όπου παραμερίζονται "τα στοιχεία που δεν ανταποκρίνονται στο αληθινό που υπάρχει μέσα μας", μιας πορείας η οποία με τον τρόπο της "γυρεύει" κι αυτή "να λέμε όλη την αλήθεια".
Και ποιο είναι "το αληθινό που υπάρχει μέσα μας"; Ποια είναι "όλη η αλήθεια"; Το ότι η αγάπη είναι αγάπη. Και κάποιοι στη θεραπευτική συνομιλία εξαναγκασμένοι από την ανάγκη να ειπωθεί ό,τι έχει να ειπωθεί αφήνονται στη μαύρη τρύπα που κόβει τη ζωή τους στα δυο και γυρεύουν την αλήθεια τους, μερικές φορές και "επί ποινή θανάτου".
Ήδη απ' αυτά τα λίγα υποψιαζόμαστε ότι ποίηση και ψυχανάλυση κατοικούν έναν κόσμο κοινό. Όμως αυτό μπορούν και το κάνουν, που θα πει μπορούν και συνομιλούν μεταξύ τους, στο βαθμό που η ποίηση δεν περιορίζεται στην αισθητική και η ψυχανάλυση δεν καθηλώνεται στον ψυχολογισμό.
O κοινός κόσμος για τον οποίο τώρα γίνεται λόγος κοσμείται από τη γλώσσα, εφόσον βέβαια αυτή με τη σειρά της δεν καταντά κώδικας σημαινόντων. O Σεφέρης χαρακτηρίζει το έργο του ποιητή αγώνα: "[...] για να βρει εκείνη τη φωνή που ταυτίζεται [...] με τα πράγματα που θέλει να δημιουργήσει, ή, αν θέλουμε, που δημιουργεί τα πράγματα ονομάζοντας τα. Το ακραίο όριο όπου τείνει ο ποιητής είναι να μπορέσει να πει "γενηθήτω φως " και να γίνει φως".
Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στις ευτυχείς στιγμές της θεραπευτικής συνομιλίας - στην ερμηνεία, εκεί που ο λόγος της "γράφει", όπως λέμε, κι ο κόσμος φωτίζεται και ποτέ πια δεν είναι αυτός που ήταν.
Τώρα διακρίνουμε καλύτερα το ζητούμενο νόημα της φράσης "Η αγάπη είναι αγάπη". Η φράση είναι το κάλεσμα της αγάπης, να ονομαστεί και ονομαζόμενη να αληθεύσει. Η αγάπη δεν είναι έννοια και συναίσθημα και σχέση, δεν είναι αυταπάρνηση και φροντίδα και σεξ. Η αγάπη είναι αγάπη. Τούτο θα πει τώρα: Η αγάπη είναι στο όνομα της.
Συνεχίζεται