— μια εισαγωγή στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
Συνέχεια
επιμέλεια κειμένων Βίκυ Αλισσανδράκη
Το μυστήριο του θανάτου
Μπορούμε, μέσω του σώματος, να αποκτήσουμε πρόσβαση στον πυρήνα και τον σκοπό της ύπαρξης;
Αυτό είναι το ερώτημα που διέπει όλα της τα ποιήματα, γνωρίζονταςσυνειδητά ότι οι χαρές και οι ορέξεις της ζωής και του σώματος είναι τα αδύναμα φώτα ανάμεσα στα δυο σκότη της γέννησης και του θανάτου. Σπασμωδικά προσπαθεί να συγκρατήσει το παρόν, αλλά το χέρι κουράζεται κι ο θάνατος στριγγλίζει
άσχημα μέσα από το μεθύσι της ευφορίας. Post coitum triste.
Το μάθημα δια του παθήματος, το «παθείν μαθείν», του Αριστοτέλη, αποτελεί το συνοδοιπόρο στο
ταξίδι αυτό. H Κατερίνα θεωρεί τον θάνατο ως κάτι το φυσιολογικό και προσπαθεί να τον κατανοήσει,
δια μέσου των σημάτων του σώματος, μ’ ένα είδος εξερεύνησης δια της μεθόδου δοκιμής – σφάλματος
(trial-anderror) . Το Μυστήριο του Θανάτου, τελικά, αποτελεί το βαθύτερο στοιχείο στην ποίησή της, όχι σαν μια άπιαστη αλήθεια και αντικείμενο για εικασίες, αλλά σαν μια πραγματικότητα.
Ο μοναδικός τρόπος για να νικήσεις το μέλλον και τον παρελθόντα χρόνο είναι η προσπάθεια να χτίσεις
μιαν άλλη πραγματικότητα μέσα από τη γλώσσα, ένα αιώνιο Τώρα.Να σπείρεις στο Τώρα, με την ελπίδα μιας μελλοντικής σοδειάς. Nα επιτρέπει κανείς στην ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει να αποτυπώνει τη μεταμόρφωση και την
αναγέννηση μέσω της ποιητικής έκφρασης.
Το σώμα επαναδημιουργεί ακατάπαυστα το εγώ του
που ανασηκώνεται και πέφτει ξανά στο κρεβάτι
Σαν τον λαβωμένο από τσεκούρι
πότε άρρωστος, πότε ερωτευμένος
και ελπίζει
πως ότι χάνει σε αίσθηση
να το κερδίσει σε ουσία
(Η Πηνελόπη λέει, Τα διάσπαρτα χαρτιά της Πηνελόπης, 1977).
H ποιήτρια γνωρίζει ότι «κάθε βότανο γεμίζει ένα κενό με τον δικό του θάνατο», ότι στο αποκορύφωμα της
ομορφιάς, του έρωτα και της έκστασης, έρπει ένα σκουλήκι:μετά την άνθιση τα μόνα ενδεχόμενα είναι
ο θάνατος και η παρακμή. Αλλά, μαζί με τον John Keats, βλέπει «Α thing of beauty as a joy forever» ακόμη κι αν η πικρή ανακάλυψή του στο «Ode On Melancholy» θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί και το δικό της απόφθεγμα:
Aye in the very Temple of Delight
Veiled Melancholy keeps her sovereign shrine,
Though seen of none save him whose strenuous tongue
Can burst joys grape against his palate fine.
Μόνο όποιος έχει τη δύναμη να γεύεται τη μεγάλη χαρά της ζωής διαθέτει την ικανότητα της μεγάλης απόγνωσης. Αυτήν την επίγνωση μεταδίδουν τα ποιήματα της Αγγελάκη-Ρουκ διακατεχόμενα από την δίδυμη θεματική, τον έρωτα και τον θάνατο, που η ίδια με μια «ακαταμάχητη γλώσσα προσπαθεί να αναγνώσει και να διορθώσει τις αντιθέσεις μεταξύ αυτών των δύο αντιμαχόμενων πόλων». Γι’ αυτό πρέπει να βεβηλώσει τα αντικείμενα της φύσης που αγαπά πιο πολύ και να αφήσει τον ήλιο να πέσει σ’ένα κουβά με αίμα, το φεγγάρι να φεγγίζει αγκάθια αγριογούρουνου, τον ουρανό να γίνει ένα στερεμένο χαντάκι και τον έρωτα να γίνει ένας σφιχτά δεμένος σάκος, πουμέσα του ζώα κλωτσάνε εφιάλτες. Με τα λόγια του Oscar Wilde: «Every man kills what he loves.» (κάθε άνθρωπος σκοτώνει αυτό που αγαπά.)
Το ποίημα και η γλώσσα
Ο εφιάλτης για να γίνει ποίημα
θέλει η σιωπή να΄ ναι χωρίς τριγμούς
ψυχης, καρδιάς ή άλλων οργάνων
της ανοργανής χημείας της ύπαρξης.
(Η μεταγραφή του εφιάλτη, Ωραία έρημος η σάρκα, 1995)
Από την πρώτη εμφάνισή της, η ποίησή της ξεχωρίζει μ’ έναν συμβολικό τόνο, που σε συνδυασμό με έναν πιο άμεσο λόγο πλησιάζει την ροή της καθομιλούμενης γλώσσας.Μια ροή
μουσική, που αναπνέει τον παφλασμό των κυμάτων, τους ψιθύρους των δέντρων, την πρωινή πάχνη και το λιοπύρι
του μεσημεριού. Μια αναπνοή που περιβάλλει τον κόσμο της ποίησης με μια μαγική διάσταση σε μια
αύρα ηδονής και αγάπης προς τον αισθησιασμό της Ζωής και της Φύσης . Ολοκληρωτικά γήινη αλλά και συνάμα μαγικά διάφανη. Ένας από τους ερμηνευτές της, ο Αντώνης Φωστιέρης, περιγράφει την ποίησή της ως «τη λειτουργία του αρχέγονου λόγου, όταν η έκφραση της γνώσης και του αισθήματος ήταν ακόμα μία, όταν ποίηση, φιλοσοφία, θρησκεία και επιστήμη δεν είχαν ζητήσει το
μερίδιό τους από την πατρική περιουσία, αλλα ´ζούσαν αξεχώριστα και καλλιεργούσαν το κοινό
τους έδαφος.»
Η μινιμαλιστική έκφραση ή η πολιτική στράτευση, που αποτελούσαν τον κανόνα στην ποίηση όταν η
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ έκανε την πρώτη της εμφάνιση στο χώρο,δεν έφτασαν μέχρι τα ποιήματά της, των οποίων η ροή των λέξεων μερικές φορές έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Ο Άγγλος κριτικός Daniel Weissbort σε μια κριτική του γι αυτήν γράφει ότι «μια μορφή αδιαφορίας για την εκλέπτυνση, μια τυφλή ενστικτώδης παράδοση και σταθερότητα και κυρίως μια αμετακίνητη στάση χαρακτηρίζει τησυμπεριφορά της απέναντι στις λέξεις. Γίνεται οραματίστρια — και γιατί, εξάλλου, η ερωτική ποίηση να μην είναι οραματική — από τη στιγμή που το σώμα αποτελείταυτόχρονα μάτι και τοπίο. Το σώμα δεν διαθέτει άλλη γλώσσα από τη δική του. Η Αγγελάκη πλησιάζει περισσότερο από κάθε άλλο ποιητή που έχω διαβάσει κοντά σ’αυτό, στο να κάνει δηλαδή το σώμα να μιλά μια οικεία γλώσσα» .
Η ποίηση της Ρουκ αντανακλά μεν ηχητικές αποχρώσεις του πρώιμου γαλλικού και αγγλοσαξωνικού μοντερνισμού, που όμως μεταμορφώνονται κάτω από τον ήλιο και τονουρανό της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, παρατηρούνται επιρροές στην ποίησή της από τους Paul Eluard, Sylvia Plath, Dylan Thomas, Marianne Moore και Emily Dickinson, Seamus Heaney, αλλά επίσης κι από ρωσικά είδωλα όπως η Aννα Aχμάτοβα. Παράλληλα, οι αποδόσεις του
Πούσκιν στα ελληνικά από την
Αγγελάκη-Ρουκ είναι από τις πιο αξιοσημείωτες μεταφράσεις του ποιητή στην ελληνική γλώσσα.
Ενάντιος έρωτας
Με τις ανοιχτές ερωτικές περιγραφές του, το «Ενάντιος Ερωτας» αποτελεί μια από τις ωραιότερες εκφράσεις κι εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας . Η γυμνή γλώσσα, χωρίς στομφώδεις ποιητικές περιγραφές, είναι κάτι που χαρακτηρίζει την ελληνική γλώσσα, η οποία αποφεύγει το συμβολισμό και τις περιπλανήσεις γύρω από την φυσική δράση του ερωτισμού.
Η Αγγελάκη-Ρουκ ακολουθεί μια μακρά παράδοση. Η ελληνική γλώσσα ήταν πάντα μια άμεση, ξεκάθαρη γλώσσα που διατηρεί ακόμη και σήμερα σε περίοπτη θέση τις αθυροστομίες του Αριστοφάνη, όταν αναφέρεται στα φύλα, χωρίς να έχει πρόβλημα να χειριστεί και να συγκρατήσει τις εκφράσεις της. Όμως, σε καθολικά και λουθηρανικά περιβάλλοντα, τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα, αφού τα υπόγεια ρεύματα μιας διπλής ηθικής εξακολουθούν να υφίστανται και να λογοκρίνουν την έκφραση καθώς η ιδέα και μόνον ότι ένας μίσχος λουλουδιού στέκεται όρθιος μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα.
Με τα θέματα αυτά ασχολείται η Αγγελάκη-Ρουκ στα ποιήματά της και μιλά γι αυτά ακριβώς με τον τρόπο που μιλούν οι Έλληνες. Όταν χρειάζεται λαϊκές εκφράσεις, τις χρησιμοποιεί χωρίς βελτιωτικές περιγραφές και τις κάνει ποίηση. Ερωτάται λοιπόν κανείς, πού τίθεται το όριο μεταξύ του χυδαίου και της ποίησης; Ίσως στον τόνο που κρύβεται πίσω κι ανάμεσα στις αράδες, ίσως στη γυμνότητα και την άνευ όρων παράδοση στον άλλον και στην ελεύθερη πτώση;
Όμως η Αγγελάκη-Ρουκ δεν προβληματίζεται διόλου σχετικά με τη χρήση αυτής της γλώσσας. Το ερώτημά της είναι η αναζήτηση ψυχής, νοήματος, δομής και τελικού σκοπού μέσα σε όλα αυτά. Ο χορός του σώματος και η απόλαυση της χαράς του ερωτισμού συχνά οδηγούν σε μετασυνουσιακές τύψεις. Από πού προέρχονται αυτές και πώς διαχειρίζεται κανείς το αίσθημα της μοναξιάς; Μπορεί το σώμα να μας επιτρέψει την είσοδο στον πυρήνα της ύπαρξης;
Το σώμα γερνά, η ομορφιά χάνεται και η σκάλα που το ίδιο το σώμα υψώνει εμπρός στον τοίχο των προκαταλήψεων και μας βοηθά να κατορθώσουμε να δούμε τις δυνατότητες και τις χαρές της ζωής γρήγορα μένει παρατημένη σαν «τη σαθρή σκαλίτσα που κάποιος ξεχασε ακουμπισμένη στον τοίχο του κήπου.»
Η Κατερίνα δεν μπορεί να πει ψέματα. Αυτό αποτελεί ένα πρόβλημά της, αλλά συνάμα κι ένα δώρο και μια εγγύηση για όλους εμάς που βρισκόμαστε στο δρόμο της: προτιμά να λέει μια λέξη παραπάνω, αλλά αληθινή, παρά δύο λέξεις τυλιγμένες σε μισές αλήθειες και βλακείες. Μιλά ευθέως και δεν φοβάται τίποτα, είτε βρίσκεται στο σπίτι στην Αίγινα, όπου προτιμά να μένει, συζητώντας με ένα ποτό στο χέρι κάτω από τις φιστικιές, είτε στο «Φίλιον», κρησφύγετο των ποιητών στο λόφο του Λυκαβηττού. Οταν αυτό απαιτείται, χρησιμοποιεί μια συγκροτημένη επιστημονική γλώσσα είτε αυτή είναι τα αγγλικά, είτε τα ρωσικά είτε τα γαλλικά. Τα αρχαία ελληνικά όμως δεν τα’μαθε ποτέ: «Αρκούμαι στα νέα Ελληνικά όπου το ένα τετάρτο ήδη αποτελείται από τα αρχαία Ελληνικά.».
Η πραγμάτωση του Θηλυκού
Η σημαντικότερη συμβολή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ στην ελληνική ποιητική παράδοση, αφορά ειδικότερα την πραγμάτωση του θηλυκού στοιχείου τόσο σ’ ότι αφοράστην επιλογή της θεματολογίας όσο και στον τρόπο έκφρασης της θεματολογίας αυτής σε μια «χειραφετημένη γλώσσα».
Η στενή της φίλη και ποιήτρια Άντεια Φραντζή το εκφράζει ως εξής: «δεν προκειται πια για μια ποίηση που καταθέτει απλώς θεματικά τη διαφορά του γένους,
υποτασσόμενη στην ανδρική πρωτοκαθεδρία, αλλά για μια ποίηση πάσχουσα απο τη συνειδοποίηση
της ερημιάς που συνεπάγεται η αυτοτέλεια: «Οι πόνοι της καρδιάςυψώνουν την εσωτερική ερημία», όπως το καταθετει σε ενα ποίημα της. Και η
έλλειψη του «άλλου» που πηγάζει από αυτή ακριβώς την απόσχιση εγγράφεται με έντονοτρόπο στην ποίηση της, καθώς η
αίσθηση της ματαιότητας γίνεται κυρίαρχη: για τη δημιουργία της ζωής, τη μήτρα, δεν διαπραγματεύεται:
Παρ΄όλα αυτά
Ο φόβος δίνει στα κορίτσια δύναμη
Παρατούν τα κεντήματά τους και τα γιασεμιά
Και πατάνε στη γη παντοδύναμα,
Αδιάφορα για τα φυτά και τις στενοχώριες,
Φροντίζουν τη μήτρα τους
Και γίνονται σκληρές
Παραμένουν η καταιγίδα, η ήττα και ο έρωτας
Για τους προσεκτικούς άνδρες
Τραβούν το νήμα τους στο άπειρο
Ταϊζουν ένα σκύλο
Και πεθαίνουν από λύπη
Σαν θεές..
(Η επιστροφή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, Λύκοι και Σύννεφα, 1963)
Ο έρωτας της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ είναι βίαιος και ελεύθερος: ένας ενάντιος έρωτας που ακολουθεί το γυναικείο ένστικτο και που τίποτα δεν τον σταματά. Παίρνειαυτό που της ταιριάζει, ρουφά το συναίσθημα και επιτρέπει στο σώμα να απολαύσει στο μέγιστο τη γλύκα του έρωτα, γνωρίζοντας ότι αυτό που πίνει είναι ο θάνατος και τοεφήμερο, ότι ο Έρωτας και ο Θάνατος είναι το δίδυμο ζεύγος στη ζωή και τους στίχους της. Όμως είναι όμορφο για τις ποιήτριες να μπορούν να ονειρεύονται άστρα.
Aκολουθούμε τη Τιγρίνα στη φωλιά της
ίχνη από νύχια στη γη
και σταγόνες από βροχή από τη μουσούδα της.
Όταν σηκώνει το πόδι της
και μαζεύει το φύλλο
ή ακουμπά πάνω στο ζώο
το
ακολουθεί μέχρις ότου το καταναλώσει
φοβάται το φως
– ξεχασμένα τοπία
πίσω από τη κραυγή του θηράματος και του έρωτα
–
είναι η Τιγρίνα της νύχτας
η μητέρα,
που αργά ξεπροβάλλει
και τη μέρα
ληθαργικά ονειρεύεται τα άστρα
(Η Τιγρίνα, Ποιήματα 1963-69)
Ο Έρωτας δεν διαθέτει μνήμη, ζει στο σήμερα. Όμως οι στίχοι της Αγγελάκη-Ρούκ διαμορφώνονται σε κάτι περισσότερο από μια μεμονωμένη ερωτική μοίρα. Ησυγκεκριμένη ανθρώπινη μοίρα του ποιήματος γίνεται μια παραβολή για τους όρους που η γυναίκα θέτει πια στην κοινωνία.
Η Κατερίνα προσπαθεί να κρατήσει ίσεςαποστάσεις στη ζωή. Όπως ο Έρως, ζει στο σήμερα μια σταθερή κατάσταση αλλαγής.
Και εκείνη, όπως και ο Έρως, έχει πρόβλημα με τη μνήμη. ΄Εχει όμως προσαρμοστείστο κύκλο ζωής της φύσης και υμνεί ανεπιτήδευτα τον γυναικείο έρωτα, τη χαρά και το πόνο του ερωτισμού και του σώματος, την ευτυχία και την οδύνη της ψυχής, πουσταθερά αναγεννώνται στον έρωτα και στην απογοήτευση.
Είναι λοιπόν μια φεμινίστρια; Όχι, θα απαντούσε με έμφαση, πριν από μερικά χρόνια.
Τα ερωτήματά της αφορούν τα όρια του ανθρώπου και τους όρους που καθένας θέτειστην κοινωνία, ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, θρησκεία ή άλλους περιορισμούς. Η ίδια είχε απαυδήσει με τις δικές της φυσικές αποτυχίες και τα υπαρξιακά ερωτήματα. Όμωςη βιαιότητα και η καταπίεση των ανδρών την έκανε να καταλάβει ότι η δική της ποιητική δύναμη μπορεί να επικεντρωθεί στη μάχη των φύλων. Η ευπάθεια της γυναίκαςμπορεί να αντιμετωπιστεί με θετικά ανταποδοτικά πυρά μέσω της διακήρυξης της γυναικείας ανεξαρτησίας, την γυναικείας ελευθερίας, της γυναικείας ισχύος. Αυτή ηπροσπάθεια για εδραίωση μπορεί να βλάψει τη σχέση με το αδύναμο φύλο αλλά ταυτόχρονα να ανοίξει νέους δρόμους και προοπτικές.
Αυτός είναι ο γυναικείος έρωτας σε στάση άμυνας μεταμορφωμένος σε προσπάθεια χάραξης σαφών ορίων και σε αγώνα. Γράφει για τον έρωτά της με ένα τρόπο που έωςτώρα μόνο οι άντρες χρησιμοποιούσαν και ανασηκώνει τον απαγορευμένο, το δυσφημισμένο και ως εκ τούτου το σταθερά ελκυστικό ερωτισμό. Απαγορευμένος γιατίφοβίζει, δυσφημισμένος γιατί προκαλεί την ανωτερότητα και την «εκ φύσεως» θέση των ανδρών στη δημιουργία. Ένας μύθος που χάνεται τόσο αβοήθητος όσο και τοανδρικό φύλο, μόλις εκτεθεί και απειληθεί από τον γυναικείο ερωτισμό.
Η Κατερίνα είναι ελεύθερη. Μια ελεύθερη γυναίκα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που ζευγαρώνει με την ηπιότητα στις λέξεις και στις πράξεις. Ξεγυμνώνει το σώμα τηςκαι σερβίρει την ψυχή της σε ένα δίσκο μαζί με τον πρωϊνό καφέ σε ένα μπαλκόνι μπροστά σε μια απαστράπτουσα θάλασσα, μετά από μια εξίσου καυτή νύχτα. Γνωρίζειόμως ότι σε μια τέτοια κοινωνία, αυτή είναι αόρατη «γιατί είμαι γυναίκα».
Ξαπλώνω με τον άγγελο - του κλείνω το στόμα για να μην πει τη λέξη.
Αλλά εγώ είμαι ασήμαντη.
Το σπίτι στο οποίο μένω, ένα καλοχτισμένο κόκκινο σπίτι από πέτρα
σαν κεφαλές ζώων στο ποτάμι
Εγώ όμως είμαι άστεγη
Τραγουδώ για τα πλούτη και την ομορφιά της γης – για τις κινήσεις των ζώων,
τα μαλακά πέλματά τους και το πώς ανοίγουν τα φτερά τους –
Αλλά δεν διαθέτω φωνή. Η σιγή καλύπτει τις καλλιτεχνικές μου κραυγές.
Γυμνωμένη σαν ένα τοπίο αισθάνομαι τη θάλασσα τυλιγμένη σε ένα μπλε πέπλο να πολεμά
την γαλάζια ανωνυμία του ουρανού –
Είμαι απάνεμη και πνίγομαι σε μια εικόνα μόνιμης αναπαραγωγής –
Γεννήθηκα στα σταυροδρόμια του κόσμου – εκεί όπου συναντώνται οι ράτσες των ανθρώπων, μυρίζοντας
η μια την άλλη, εκεί όπου οι άνθρωποι χαίρονται και σκοτώνουν ο ένας τον άλλον
Αλλά εγώ είμαι κλεισμένη μέσα σε ένα δωμάτιο με κλειστές τις κουρτίνες για να εξασφαλίσω ότι δεν θα ξυπνήσει
κάποιος ήχος αυτούς που μου ανέθεσαν να επιτηρώ.
Αφήνω το σώμα μου στους αμέτρητους υπολογισμούς του έρωτα,
στους αμέτρητους αστέρες
Αλλά κανείς δεν θα μου πει πως προετοιμάζω το έδαφος
για νέες γενιές θάμνων.
Αισθάνομαι τη μυστικότητα του ανέμου και το πως ρεύματα αρωματισμένου αγέρα
δίνουν στους άνδρες ιδέες για να συνεχίσουν ή να αποτελειώσουν τη γη.
Ποτέ όμως δεν θα γράψω στη γη, δεν μπορώ να τιμήσω το μοναδικό
και δεν μπορώ να φανταστώ
ότι η γη δεν θα μπορούσε να ξαναγεννηθεί εκ νέου.
Περιβάλλομαι από φως,
Αλλά συνεχίζω να είμαι αόρατη. Γιατί είμαι γυναίκα.
(Αόρατη, ανέκδοτο νέο ποίημα - το πρωτότυπο στα Αγγλικά)
Νορμάνου, Αθήνα 22 Ιανουαρίου 2004
INGEMAR RHEDIN
Ελληνική επιμέλεια
VICKY ALYSSANDRAKIS