Η γεύση της στάχτης
Της
Ρένας Πετροπούλου Κουντούρη
Απόψε δεν κοιμήθηκε καλά. Δυο φορές σηκώθηκε,
πήγε μέχρι την κουζίνα, ήπιε νερό κι έπειτα ξάπλωσε στο πάτωμα κάνοντας ελαφρές
ασκήσεις. Του τις έχει συστήσει ο γιατρός. Η γυμναστική κάνει καλό, καμιά φορά
αυτή η γλυκιά κούραση μετά την άσκηση καταπολεμά την αϋπνία. Καθώς σηκώνει
ένα-ένα πόδι και κάνει αργές περιφορές λυγίζοντας το γόνατο, το βλέμμα του
κολλάει στην υγρασία που ολοένα μεγαλώνει κι απλώνεται στο ταβάνι. Προσπαθεί να
ξανακοιμηθεί, στριφογυρίζοντας για κάμποση ώρα στο κρεβάτι, αλλάζοντας κάθε
λίγο πλευρό… αλλά τίποτα. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, πετώντας πέρα τα
σκεπάσματα, το αποφασίζει. Ύπνος τέλος.
Ανοίγει το φως του λουτρού και κλείνει σιγά
την πόρτα. Η βρύση του νιπτήρα εδώ και μια βδομάδα στάζει συνέχεια. Ο
εκνευριστικός της θόρυβος ακούγεται μέχρι τα υπνοδωμάτια. Μπορεί να σε
τρελάνει. Η Μάρθα λέει πως της θυμίζει το αρχαίο κινέζικο μαρτύριο της
σταγόνας. Τακ, τακ, τακ… Ακριβώς επάνω στο δοξαπατρί του μελλοθάνατου. Πρέπει
να φωνάξει έναν υδραυλικό.
Το σπίτι παλιώνει μέρα με τη μέρα. Θέλει
συντήρηση. Σαν και τον ίδιο.
Σέρνοντας τις τσόχινες παντόφλες του, μπαίνει
στο δικό του υπνοδωμάτιο. Το ρολόι του τοίχου δείχνει πεντέμισι το πρωί. Έξω
είναι ακόμα σκοτάδι. Ανοίγει το παράθυρο, παίρνει βαθιά ανάσα. Μπροστά του
απλώνονται ορθάνοιχτες η πόλη και η νύχτα.
Το πεντακάθαρο πουκάμισο, φυλαγμένο στο πρώτο
συρτάρι της κομψής σιφονιέρας, αναπαύεται διπλωμένο σχολαστικά από τη Μάρθα, τη
γυναίκα που τον φροντίζει τρία χρόνια τώρα, από τότε που έπαθε το εγκεφαλικό.
Αναδίδει έντονα μυρωδιά μαλακτικού, μάλλον άρωμα λεβάντας. Το ξεκουμπώνει αργά,
δίχως να βιάζεται, και το φορά, απολαμβάνοντας για πολλοστή φορά την αίσθηση
της καθαριότητας, της φρεσκάδας, της πληρωμένης έγνοιας. Έστω… Από πάνω φοράει
ένα μάλλινο γκρι πουλόβερ χωρίς μανίκια, δώρο της κόρης του της Ρόζας τα
περσινά Χριστούγεννα, κι ένα παλιό σκούρο σακάκι. Τυλίγει το λαιμό του μ’ ένα
κασκόλ. Έχει ευαισθησία, κρυολογεί εύκολα. Ο καιρός έχει κρυώσει, αλλά
αποκλείει το παλτό, θεωρώντας το εξευτελιστική παραχώρηση στα γηρατειά.
Προσέχοντας να μην κάνει θόρυβο, μπαίνει στο
σκοτάδι του υπνοδωματίου της Μάρθας. Η μεσόκοπη γυναίκα κοιμάται μακάρια,
γερμένη στο αριστερό πλευρό, με το μαξιλάρι αγκαλιά, το στόμα μισάνοιχτο και τα
μαλλιά ανάκατα. Για μια στιγμή ανασαλεύει κάτω απ’ τα σκεπάσματα, κάνει μια
κίνηση στον αέρα με το χέρι, σαν να θέλει να διώξει κάτι, κι έπειτα το βαρύ
σώμα της γαληνεύει. Της αφήνει ένα σημείωμα στο κομοδίνο, για να μην τον ψάχνει
κι ανησυχήσει:
“Θα γυρίσω πριν από τις δέκα. Παύλος.”
Στο χαρτί δε γράφει πού θα πάει.
Στο κοντινό γαλακτοπωλείο πίνει ένα φλιτζάνι
φρέσκο γάλα. Τολμά να παραγγείλει και μια μερίδα λουκουμάδες. Έχει να τους
δοκιμάσει πολύ καιρό. Τελευταία δεν έχει όρεξη. Έχει αδυνατίσει. Τα ρούχα
κρέμονται πάνω του. Όταν το παιδί του ιδιοκτήτη τούς φέρνει στο πιάτο,
περιχυμένους με ξανθό μέλι, πασπαλισμένους με κανέλα και καβουρντισμένο
σουσάμι, οι λουκουμάδες καίνε. Τσιμπά ανόρεχτα έναν, κι αυτόν με πολύ κόπο,
αφού πρώτα τον κόβει σε μικρά κομμάτια. Μασά αργά, προσεκτικά, καταβάλλοντας
προσπάθεια να καταπιεί τις λιλιπούτειες μπουκιές. Ποτέ δεν κατάφερε να
συνηθίσει τις μασέλες. Ύστερα, πλαταγίζοντας τη γλώσσα που στάζει ακόμα μέλι,
βγάζει από την τσέπη του ένα κουτάκι με δυο χαπάκια και τα βάζει στο στόμα,
στραγγίζοντας ταυτόχρονα το ποτήρι με το κρύο νερό.
Είναι ακόμα νωρίς. Καθώς βγαίνει από το
γαλατάδικο, περπατά αργά δίπλα στη μακρόστενη λεωφόρο, περνώντας σύρριζα σχεδόν
απ’ τα κατεβασμένα ρολά των καταστημάτων, τις τεράστιες βιτρίνες των
αντιπροσωπειών επίπλων, αυτοκινήτων, και ειδών υγιεινής. Στην επαρχιακή τους
πόλη, που θυμίζει μικρογραφία μεγαλούπολης, τα πεζοδρόμια είναι αρκετά στενά,
το ίδιο και οι δρόμοι που ασφυκτιούν από την ολοένα αυξανόμενη κυκλοφορία, αλλά
και από τα παράνομα σταθμευμένα, πανταχού παρόντα αυτοκίνητα. Η ίδια η πόλη
μεγαλώνει ολοένα, ανώμαλα, σαν κακοήθης όγκος, θύμα μιας παρανοϊκής
αρχιτεκτονικής που ανακατεύει σε ελάχιστα τετραγωνικά όλους τους ρυθμούς. Όπου
και να κοιτάξεις, η αισθητική σου πληγώνεται βάναυσα.
Στο δρόμο διασταυρώνεται με υπαλλήλους κι
αφεντικά, με μετανάστες που φεύγουν για το μεροκάματο, με αγρότες που
κατεβαίνουν στην πόλη για δουλειές. Τα μπλε αστικά λεωφορεία γεμίζουν σιγά σιγά
αγουροξυπνημένα πρόσωπα. Συναντά ακόμα σχολικά λεωφορεία που επιβιβάζουν
μικρούς μαθητές ή νήπια για παιδικούς σταθμούς, μια-δυο νοικοκυρές που τραβούν
για τη λαϊκή σέρνοντας μεταλλικά καρότσια, ζητιάνους που σηκώνονται πρωί για να
πιάσουν ένα καλό πόστο σε κεντρικούς δρόμους, σταθμούς, εκκλησίες, νεκροταφεία.
Τ’ αυτιά του απολαμβάνουν το διάχυτο θόρυβο ανθρώπινων μορφών, κινητήρων
αυτοκινήτων, ραδιοφώνων που εκπέμπουν ειδήσεις, τραγούδια ή σχόλια για την
κυκλοφορία ή τον καιρό. Όλα αυτά ακούγονται περισσότερο σαν μουρμούρισμα, είναι
όμως σημάδια ζωής. Η ναρκωμένη πόλη τανύζεται. Ξυπνά.
Διασχίζει δρόμους, διασταυρώσεις, περνάει
πράσινα φανάρια χαλαρά, με το βήμα ενός συνταξιούχου που ξέρει πως του
τελειώνουν οι μέρες. Παρ’ όλα αυτά έχει καιρό, αυτές τις τελευταίες να τις
σχεδιάσει απ’ την αρχή, να τις γεμίσει με ό,τι επιτέλους τον ευχαριστεί, ν’
αναθεωρήσει καταστάσεις, ν’ αφεθεί στα όνειρα. Όλοι, ανεξαρτήτως ηλικίας, έχουν
δικαίωμα στ’ όνειρο.
Εκείνος γνωρίζει καλά ότι σ’ αυτή την ηλικία
συνήθως αρχίζεις ν’ αναμασάς το παρελθόν, να επιστρέφεις στις αναμνήσεις, να
επανεκτιμάς τα πεπραγμένα. Βυθίζεσαι στη θλίψη γι’ αυτά που δεν έκανες ή δεν
τόλμησες να κάνεις, κολυμπάς στις ενοχές…
Κι όλα αυτά επειδή βρίσκεσαι στην ηλικία που
τα περιθώρια στενεύουν ολοένα και περισσότερο. Έτσι καλείσαι εκ των πραγμάτων
ν’ ανασυγκροτηθείς, ν’ αρχίσεις να κλείνεις σιγά σιγά παλιούς λογαριασμούς και,
αν έχεις τα κότσια, να δοκιμάσεις να ζήσεις όλα αυτά που δεν έζησες.
Και ναι. Είναι καιρός ν’ αρχίσεις να
συμφιλιώνεσαι με το θάνατο.
Στα εβδομήντα τρία του χρόνια, δεν αισθάνεται
γέρος. Μια ολόκληρη ζωή αναβάλλει αυτή την κατάσταση, αφήνοντάς την γι’
αργότερα. Δεν παραβλέπει ότι εδώ στάθηκε τυχερός. Είναι ένας άνθρωπος που πάνω
του δε φαίνεται έντονα το πέρασμα του χρόνου, ούτε στη συμπεριφορά ούτε στο
πνεύμα του. Κι ευτυχώς η πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του δεν του άφησε
κουσούρια. Ποτέ δεν εμφανίστηκε σ’ αυτόν το βάρος ή η κούραση που με το χρόνο
παρουσιάζονταν στους συνομηλίκους του, ποτέ δε χάθηκε απ’ τα ευκίνητα και
σπινθηροβόλα μάτια του, που έχουν το χρώμα του ξιδιού, εκείνη η λάμψη που τα
τελευταία δέκα χρόνια κρύβει πίσω από ένα ζευγάρι διπλοεστιακά γυαλιά.
Με τα γκρίζα, όπως ενός πενηντάρη, πυκνά
μαλλιά του, καλοχτενισμένα με τη χωρίστρα δεξιά, θα ’λεγες πως σ’ όλη του τη
ζωή νέαζε μ’ αυταρέσκεια, δίνοντας την εικόνα ενός γοητευτικού, καλοστεκούμενου
κυρίου, προσποιητά ανέμελου κι ίσως ελαφρόμυαλου. Ο Μάρκος Αυρήλιος είπε πως η
ζωή απαιτεί την τέχνη του παλαιστή κι όχι του χορευτή. Τον παν είναι να μείνεις
όρθιος. Τα ωραία βήματα είναι περιττά. Κι όμως, αυτός τα “ωραία βήματα”
ακολουθούσε στο μέχρι τώρα βίο του, παραμένοντας ένας “χορευτής” μέχρι τέλους…
Η οικογένεια και οι φίλοι του συνεχίζουν να
του καταλογίζουν ότι ασχολείται υπερβολικά με την εμφάνισή του. Είναι
περιποιημένος από το πρωί, ακόμα κι αν μείνει στο σπίτι, ακόμα κι αν δεν
πρόκειται να συναντήσει κανέναν. Μυρίζει πάντα κολόνια, καπνό, καμιά φορά
αλκοόλ, και στα νιάτα του αγαπούσε πολύ το κονιάκ και τη ρακή. Ορμητικός,
χωρατατζής, αν και όχι ιδιαίτερα όμορφος, ήταν και παραμένει ένας άντρας που
του άρεσε ν’ αρέσει στις γυναίκες. Κι η αλήθεια είναι πως άρεσε στις γυναίκες
πολύ. Υπήρξαν μάλιστα αρκετές απ’ αυτές που δε δίστασαν απροκάλυπτα να του το
εξωτερικεύσουν, παρά την αυστηρότητα των ηθών της εποχής. Ωστόσο εκείνος δεν
αναλώθηκε μπαίνοντας στη δοκιμασία ενός εξωσυζυγικού δεσμού, πάντα ανέβαλλε να
βάλει σ’ εφαρμογή τα θέλγητρά του, μη θέλοντας ίσως να πληγώσει κανέναν. Ούτε
τη γυναίκα του, αλλά πολύ περισσότερο τα παιδιά του.
Έχει μια κόρη, τη Ρόζα, διαζευγμένη εδώ και
τρία χρόνια, χωρίς παιδιά, κι έναν “ανάξιο” γιο, τον Χρόνη, που στα τριάντα
τόσα χρόνια του κάνει ακόμα το φοιτητή, ασχολούμενος περισσότερο με τον
πολιτικό ακτιβισμό και την Οικολογία, παρά με τις αιώνιες σπουδές του στην
Ιατρική. Γενειοφόρος κι αινιγματικός, αναμφισβήτητα γοητευτικός, έρχεται σπίτι
όποτε τον βγάζει ο δρόμος ή, μάλλον, η έλλειψη χρημάτων, σκυθρωπός, ήρεμος,
σκληρός, με την έκφραση του Τσε Γκεβάρα σ’ εκείνη τη φωτογραφία που έχει ακόμα
στο εφηβικό του δωμάτιο, όπου όλα έχουν μείνει ίδια κι απαράλλαχτα από τότε που
έφυγε για εκείνες τις σπουδές στην Ιταλία. Συνοδευόμενος κάθε φορά κι από μια
διαφορετική “σύντροφο”, συνήθως ξανθιά, αδύνατη, ατημέλητη, ξένη δίχως
αμφιβολία.
Η Ρόζα είναι μία μάλλον άχρωμη γυναίκα γύρω
στα σαράντα, ψηλή, μοναχική, αμείλικτη στην τήρηση της πειθαρχίας, σφιγμένη,
δύστροπη. Έχει κληρονομήσει απ’ τη μάνα της το σχήμα του προσώπου, μακρόστενο,
μάλλον οβάλ, το χρώμα των μαλλιών και των ματιών της, που μεταφράζεται σε μάτια
μελιά και καστανά σκούρα, κατσαρά μαλλιά, τεντωμένα πίσω με μια πιάστρα ή μια
κορδέλα, την ψυχρότητα της έκφρασης. Η Ρόζα, από παιδί, ήταν ανασφαλής, χωρίς
παρέες, κλεισμένη στον εαυτό της, έδινε μονίμως την εντύπωση κάποιου που
προσπαθεί μετά βίας να χαμογελάσει, σφίγγοντας τα χείλη για να μη φανούν τα
δόντια του. Φορά συνήθως σκούρες μπλούζες, κλειστές μέχρι το λαιμό, άχαρες
φαρδιές ζακέτες κι οι παλιομοδίτικες φούστες της μόνο που δε σέρνονται στο
πάτωμα. Πριν το διαζύγιό της, που τελικά δικαίωσε τους φόβους του, ο περίγυρός
της αλλά κι ο ίδιος συχνά αναρωτιόταν πώς βρέθηκε κάποιος που θέλησε να
μοιραστεί τη ζωή του μαζί με μια “γεννημένη” γεροντοκόρη. Μετά το χωρισμό της
από ένα σχετικά καλόβολο άντρα, που δεν ανεχόταν άλλο τις φοβίες της, την
εξάρτησή της από τα ηρεμιστικά, το δύστροπο χαρακτήρα της, αλλά προπαντός την
επιμονή της να μην κάνουν παιδιά, η Ρόζα χειροτέρεψε. Τώρα μένει μόνη σ’ ένα
σπίτι που της άφησε κληρονομιά η μητέρα της, μαζί με τα βιβλία της και καμιά
δεκαριά γάτες. Ευτυχώς έχει τη δουλειά της για ν’ απασχολείται και να βγαίνει
απ’ το σπίτι. Δουλεύει στη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Όσο για τη γυναίκα του, τη Σοφία… Στην αρχή
την αγάπησε, αλλά μετά του τέλειωσε η αγάπη. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι
παντρεύονται μόνο όταν δεν έχουν άλλη λύση, από πανικό ή απελπισία ή ίσως για
να μη χάσουν κάποιον που δεν αντέχουν να χάσουν. Αυτός παντρεύτηκε για τον
πρώτο λόγο. Η Σοφία είχε μείνει έγκυος. Άλλες εποχές τότε. Δε γινόταν αλλιώς.
Μονόδρομος ο γάμος.
Αλλά δεν είναι έγκλημα να μην αγαπάς κάποιον.
Του πήρε χρόνια να καταλάβει ότι έγκλημα
είναι να προσποιείσαι και να σωπαίνεις, ενώ μεγαλώνει το χάσμα, να ξαπλώνεις με
τη σιωπή κάθε βράδυ, να συζητάς στον καναπέ περί ανέμων και υδάτων μ’ έναν
ουσιαστικά ξένο. Με κάποιον που δεν αντέχεις να τον κοιτάζεις στα μάτια,
βυθισμένος σ’ ένα μείγμα στωικότητας και παραίτησης που αναπαράγεται μέσα σου
σαν αρρώστια. Να τρως, να συζητάς, να χαμογελάς, ν’ αγκαλιάζεσαι τα βράδια μ’
ένα λάθος σύντροφο ζωής, χωμένος στο ευεργετικό σκοτάδι που δεν αφήνει να φανεί
η πλήξη, η έλλειψη πόθου, που ευτυχώς μπορεί σποραδικά κι όχι πάντα να
λειτουργήσει με το υποκατάστατο της φαντασίας, αφήνοντάς σε όμως στο τέλος
ημιτελή, μισό, χωμένο κάτω απ’ τα σκεπάσματα μ’ εκείνη τη μόνιμη αίσθηση του
ανικανοποίητου… ανακουφισμένο ωστόσο που δε χρειάζεται να πεις τίποτα, να
δικαιολογηθείς για κάτι, που μπορείς να προσποιηθείς γι’ ακόμα μια φορά ότι σε
πήρε ο ύπνος.
Τώρα η Σοφία που διέθετε την αναίδεια της
κακομαθημένης όμορφης γυναίκας, η απαιτητική κι ανικανοποίητη Σοφία, πια δεν
υπάρχει. Έφυγε ήσυχα ένα βράδυ στον ύπνο της, πριν από δεκαπέντε χρόνια.
Ανεύρυσμα αρτηρίας στον εγκέφαλο, είπαν οι γιατροί. Εκείνος έλειπε σ’
επαγγελματικό ταξίδι. Ήταν αντιπρόσωπος μιας μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας.
Καλύτερα. Δε θα το άντεχε αν ήταν εκεί, αν ήξερε ότι ξεψυχούσε δίπλα του, ενώ
αυτός κοιμόταν, ότι το πρωί θα την έβρισκε παγωμένη.
Έμεινε με την πίκρα ότι ποτέ δε συζήτησε μαζί
της για τη σχέση τους. Όταν έβρισκαν χρόνο, συζητούσαν για άσχετα θέματα ή
θέματα της καθημερινότητας. Για τα παιδιά τους, για τη δουλειά, για τους
άλλους. Ιδιαίτερα για τους άλλους.
Λες κι η δική τους ζωή δεν τους αφορούσε.
Παρέμειναν μέχρι τέλους ένα άχρωμο, άοσμο, κατσούφικο ζευγάρι, χρόνια
παντρεμένο, που έχει εξαντλήσει πια κάθε θέμα συζήτησης.
Ο Παύλος περπατούσε στον ηλιόλουστο δρόμο,
κάτω από τις αλέες ενός στενού πεζοδρομίου. Αναμετρώντας μ’ ένα ρεμβασμό
αναπόλησης τα χρόνια που έφυγαν, ένιωσε να διακατέχεται από ένα επίμονο αίσθημα
απογοήτευσης. Ένιωθε σαν ένα μαθητούδι που γερνούσε… Ο καιρός περνούσε κι αυτός
δεν είχε προλάβει να κάνει τίποτα απ’ όσα ήθελε. Ήθελε να φλερτάρει, να
ταξιδέψει, να κάνει καλούς φίλους, ν’ ασχοληθεί με τη μουσική, το χορό, ν’
αξιοποιήσει το ταλέντο του στο τραγούδι. Να γλεντήσει. Ήθελε να ζήσει τη ζωή του,
όπως ποθούσε… μια ζωή.
Μπροστά στα πόδια του βρέθηκε πεταμένο ένα
αναμμένο αποτσίγαρο. Κάποιος ασυνείδητος το ’χε πετάξει άσκεφτα στο πεζοδρόμιο.
Ο Παύλος έσκυψε και το μάζεψε, παραβλέποντας μια δυνατή σουβλιά στη μέση του.
Σιχαινόταν αυτούς που ρυπαίνουν το περιβάλλον, που πετούν σκουπίδια από δω κι
από κει. Με την περιέργεια ενός παιδιού, πήρε στα χέρια του το αποτσίγαρο και
το περιεργάστηκε λες κι ήταν κάτι που αντίκριζε για πρώτη φορά. Κρατώντας το
ανάμεσα στα δυο του δάχτυλα, επικεντρώθηκε στην πορτοκαλιά, πύρινη καύτρα. Την
παρατηρούσε με προσοχή, καθώς καιγόταν, βγάζοντας μικρά, γκρίζα συννεφάκια
καπνού, προχωρώντας ολοένα και περισσότερο, κατατρώγοντας το τσιγαρόχαρτο,
γεννώντας στάχτη.
Άφησε
το τσιγάρο να καεί μέχρι τέλους. Έμειναν μόνο η γόπα κι η τέφρα. Γκρίζα, φαιά
τέφρα. Ό,τι καίγεται, στάχτη γίνεται. Στάχτη.
Η ζωή μου όλη είν’ ένα τσιγάρο, που δεν το
γουστάρω κι όμως το φουμάρω. Κι όταν θα τελειώσει, κέρασμα στο Χάρο, όταν έρθει
η ώρα και τόνε τρακάρω…
Το τραγούδι που είχε κάνει επιτυχία ο Στέλιος
Καζαντζίδης ήχησε μέσα του παράξενα… Το πεταμένο τσιγάρο στο ρείθρο του δρόμου
ήταν ένας συνειρμός, μια υπόμνηση ότι η ζωή του είχε τελικά σπαταληθεί σε
ανούσια πράγματα.
Θυμήθηκε πως εκεί κοντά ήταν ένας μικρός
δημόσιος κήπος. Ήταν η μόνη ομορφιά στην περιοχή. Σκέφτηκε να πάει. Θα καθόταν
σ’ ένα παγκάκι, θα διάβαζε την εφημερίδα του και θα ’πιανε την κουβέντα με
άλλους ηλικιωμένους. Θ’ αντάλλασσαν σχόλια για τα νέα, την πολιτική, τον καιρό…
Και μπορεί σήμερα να ’χε ξανά την ευκαιρία, αν υπήρχε νεαρόκοσμος στα διπλανά
παγκάκια, ν’ αφεθεί να κοιτάξει με την ησυχία του τα ξαναμμένα πρόσωπα των νέων
γυναικών, όταν μιλάνε γι’ άντρες.
Ένα μικρό φορτηγό φάνηκε από τη στροφή του
δρόμου, φορτωμένο με υλικά για υδραυλικές εγκαταστάσεις. Σωλήνες και σιδερένιες
βέργες. Μετά τη στροφή, το φορτηγό ανέπτυξε ταχύτητα. Φτάνοντας δίπλα στον
Παύλο, που περπατούσε αμέριμνος στο πεζοδρόμιο –οι σκέψεις του τον είχαν
ολότελα απορροφήσει– ένας σιδεροσωλήνας από το φορτίο ξέφυγε ξαφνικά.
Διαγράφοντας μια ακανόνιστη τροχιά, ακυβέρνητος, χτύπησε τον ηλικιωμένο άντρα
με δύναμη στον κρόταφο. Οι περαστικοί πρόλαβαν να τον δουν να τρεκλίζει και να
πέφτει ανάσκελα πίσω, κάνοντας με το χέρι του αυτόματα μια κίνηση για να
προστατευτεί. Πάνω από το θόρυβο της κυκλοφορίας, ακούστηκε ολοκάθαρα ο γδούπος
που έκανε το κορμί του, καθώς πετάχτηκε στον αέρα, το στρίγκλισμα των φρένων,
το «αχ!» που έφυγε απ’ τα χείλη του πριν σκάσει χάμω σαν παραγεμισμένο σακί…
Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη μετατράπηκε σ’ ένα κουβάρι που κειτόταν τώρα στο
ρείθρο του πεζοδρομίου. Το αίμα, κόκκινο, μαλακό, σκούρο βελούδο, κυλούσε
ασυγκράτητο πάνω στα μάτια του, έσταζε στο πεζοδρόμιο, έβαφε κόκκινα τα λευκά
μαλλιά του, απλωνόταν παντού.
Από το φορτηγό κατέβηκε ένας νεαρός με μια
μπλε φόρμα. Είχε χλομιάσει.
«Θεέ και Κύριε…» ψέλλισε φανερά
αναστατωμένος.
Έσκυψε πάνω του, έβγαλε ένα μαντίλι απ’ την
τσέπη του κι άρχισε να σκουπίζει τα αίματα.
Μια γυναίκα παράτησε τα ψώνια της στη μέση
του δρόμου κι έτρεξε να βοηθήσει τον οδηγό. Πάσχιζαν κι οι δυο να σταματήσουν
την αιμορραγία. Ο γιος της πλησίασε τον αναίσθητο Παύλο και ψηλάφισε το σφυγμό
του, χαμηλά στο λαιμό, στο σημείο της καρωτίδας. Έπειτα κάλεσε το ασθενοφόρο
απ’ το κινητό του τηλέφωνο.
Το ασθενοφόρο ήταν εκεί, σταματημένο πλάι στο
πεζοδρόμιο. Πλήθος κόσμου μαζευόταν από παντού. Γείτονες, περαστικοί, νέοι,
γέροι. Από τα μπαλκόνια των διαμερισμάτων έβγαιναν αλαφιασμένες νοικοκυρές με
τις ποδιές, παιδιά περίεργα, νευρικοί συνταξιούχοι. Κοιτούσαν αναστατωμένοι τι
γινόταν κάτω στο δρόμο. Μόλις πριν από λίγο, ένας άγνωστος άντρας με είχε
ειδοποιήσει τηλεφωνικά ότι είχε συμβεί ένα ατύχημα στον πατέρα μου. Είχαν βρει
πάνω του, μαζί με την ταυτότητα, και το νούμερο του τηλεφώνου μου. Έφυγα σαν
τρελή απ’ το σπίτι, χωρίς πανωφόρι, μόνο την τσάντα μου πήρα, παραλίγο ν’ αφήσω
το φαγητό στο φούρνο. Την τελευταία στιγμή θυμήθηκα να τον κλείσω. Ούτε την
πόρτα του σπιτιού δεν κλείδωσα. Μέχρι να ’ρθω εδώ αλαφιασμένη με το πρώτο ταξί
που βρήκα, οι τραυματιοφορείς μετέφεραν πάνω σ’ ένα φορείο το σώμα του πατέρα
μου, σκεπασμένο με μια κουβέρτα. Το φόρτωσαν στο νοσοκομειακό.
Πρόλαβα να δω τα καλοχτενισμένα του μαλλιά,
πνιγμένα στο αίμα, τη βαθιά ουλή με το σκούρο κόκκινο της αιμορραγίας στο
μέτωπο αριστερά, απ’ όπου η ψυχή του πάλεψε για να φύγει. Αναχαιτίστηκε
προσωρινά, μα λίγα λεπτά πριν φτάσω, του γλίστρησε απ’ το στόμα… Δεν τον
πρόλαβα… Δε με περίμενε…
Έμεινα σοκαρισμένη να κοιτώ τα αίματα στο
πεζοδρόμιο, στο δρόμο. Σαν κάποιου ελαιοχρωματιστή να του είχε αναποδογυρίσει
κατά λάθος κόκκινη μπογιά.
Προσπάθησα να σκαρφαλώσω στο ασθενοφόρο. Δε
μ’ άφησαν.
«Θέλω να πάω μαζί του» είπα σιγανά κι έκανα
άλλη μια προσπάθεια.
«Λυπάμαι» είπε κάποιος με στολή που θα
συνόδευε τη σορό στο νεκροτομείο. «Δεν επιτρέπεται.» Ύστερα ένευσε
αποφασιστικά, κι ο τραυματιοφορέας έκλεισε τις πόρτες.
Περπάτησα σαν χαμένη ανάμεσα στους περίεργους
που είχαν μαζευτεί. Μερικοί απ’ αυτούς μου έσφιγγαν τα χέρια, μου εύχονταν
κουράγιο, ένας μάλιστα προσφέρθηκε να με πάει στο νοσοκομείο ή στο σπίτι μου.
Τον ευχαρίστησα, αλλά αρνήθηκα τη βοήθειά του.
Περπατούσα, περπατούσα χωρίς να ξέρω πού
πηγαίνω… Κάτω από μια υπερυψωμένη διάβαση, κάθισα κατάχαμα. Τα αυτοκίνητα
περνούσαν σταθερά, το ένα πίσω από το άλλο, πολύχρωμα, γυαλιστερά σαν παιδικά
παιχνίδια. Κανείς δεν μου έριξε ούτε μια ματιά. Ψαχούλεψα στην τσάντα μου για
τα ηρεμιστικά μου. Δεν τ’ αποχωρίζομαι ποτέ. Τα ’χω τόσο ανάγκη… Δεν αισθάνομαι
καλά. Τώρα τελευταία, τα παίρνω όλο και σε μεγαλύτερες δόσεις, χωρίς να
συμβουλεύομαι το γιατρό μου. Απελευθερώνουν μέσα μου μια ομίχλη που τη
χρειάζομαι. Με κάνουν να βλέπω τα πράγματα πιο όμορφα, τυλιγμένα σε πέπλα,
απαλά… Κατάπια δυο χαπάκια μαζεμένα, χωρίς νερό. Ήθελα λίγο νερό. Το στόμα μου
είναι ξερό. Κολλάει. Το ναρκωτικό νικά τον εσωτερικό πόνο, τον πόνο της ψυχής.
Μετά όμως το σκοτάδι διπλασιάζεται.
Ένα νεαρό ζευγάρι πέρασε με τα πόδια στην
απέναντι πλευρά του δρόμου. Σύρθηκα πίσω από μια τσιμεντένια κολόνα,
κουλουριάστηκα στη σκιά της κι έγειρα από την αριστερή μεριά, από κει που
ακουγόταν ο χτύπος της καρδιάς μου. Ο χτύπος του πόνου.
Μέσα στο μυαλό μου σύννεφα, μια γκρίζα αταξία.
Όλα γύριζαν. Βρέθηκα στο πουθενά. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος. Και τότε τον είδα.
Λευκοντυμένο, γελαστό, να στέκεται δίπλα σε μια πύλη ορθάνοιχτη, τυλιγμένο στη
μεγάλη λευκή λάμψη…
«Μπαμπά, μπαμπά έγινες άγγελος. Ένας άγγελος
που ήρθε να μου δείξει το δρόμο. Δε λες λέξη. Οι άγγελοι δεν έχουν μιλιά. Αλλά
τα μάτια σου είναι ανοιχτά. Βλέπεις. Κρίνεις. Τα δικά μου είναι κλειστά. Είμαι
ακόμα βυθισμένη στη νάρκη των εγκόσμιων. Γελάς, αλλά είσαι μαρμαρωμένος σε
στάση απορίας και θλίψης. Κι εγώ είμαι μαζί σου πέρα απ’ τις θάλασσες,
αιωρούμενη στον αέρα. Πονάω. Πονώ παντού… Ήθελα να σ’ ακολουθήσω. Τι κρίμα
όμως… πέθανες και δεν πρόλαβα να σου πω, ποτέ στ’ αλήθεια δε σου είπα πόσο
σημαντικός είσαι για μένα, πόσο σε χρειάζομαι, πόσο θα μου λείψεις… πόσο σ’
αγαπώ. Συγχώρεσέ με που δεν ήμουνα ποτέ η κόρη που… σου άξιζε.»
Ένα αδέσποτο σκυλί ήρθε κοντά και με μύρισε.
Η υγρή του μουσούδα, η ερευνητική του ανάσα. Γρύλιζε μ’ ευχαρίστηση. Το άφησα
να μου γλείψει το πρόσωπο, τα χέρια, την αλμύρα απ’ τα δάκρυά μου. Στο πεζοδρόμιο
δίπλα μου είχαν φυτεμένο ένα καχεκτικό, ασθενικό δεντράκι μέσα σ’ ένα
στρογγυλό, τσιμεντένιο παρτέρι, γεμάτο χώμα, καμένα σπίρτα κι αποτσίγαρα.
Η ζωή ξεπηδά απ’ το χώμα. Η ζωή καταλήγει στο
χώμα… Το σπίρτο κάηκε κι έσβησε. Το τσιγάρο τέλειωσε. Στο στόμα μου σφιχτά
κρατώ τη γεύση της στάχτης.