Το θέμα είναι γοητευτικό και η ποικιλία τόση, που σχεδόν έχουμε όλη την Ελλάδα γεωγραφικώς και συναισθηματικώς στο πιάτο μας. Οι εκατόν τριάντα τέσσερις συγγραφείς, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, εκφράζουν αυτό που έχει καταγραφεί στη μνήμη, που έχει σημαδέψει την ψυχή του και έχει βρει μόνιμη θέση στην καρδιά του. Τελικά, ο κάθε μνημονευόμενος τόπος δεν είναι άλλο από μια παραλλαγή του πρωταγωνιστικού ή παρατηρητικού εγώ του γράφοντος. Οπότε το κείμενο μοιάζει να λέει «εγώ είμαι ο τόπος σου·/ ίσως να μην είμαι κανείς/ αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις», καθώς έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης («Επί Σκηνής» Δ’), σημαδεμένος από τόπους και χρόνους.
Το βιβλίο Τόποι της λογοτεχνίας είναι μια πανδαισία διαθέσεων. Πικρή, ανάλαφρη, νοσταλγική, ρομαντική, παθητική, χιουμοριστική, ιστορική, κοινωνική, ψυχολογική. Δείγμα της καρδιάς που την κατέγραψε. Διαβάζοντας μαζί με τον συγγραφέα, ξαναβλέπω ζωντανή την Ιστορία. Παλιές γειτονιές, έθιμα και συνήθειες που ξεχάστηκαν, αφηγήσεις που ξεφεύγουν από τον κανόνα.
Το βιβλίο Τόποι της λογοτεχνίας είναι μια πανδαισία διαθέσεων. Πικρή, ανάλαφρη, νοσταλγική, ρομαντική, παθητική, χιουμοριστική, ιστορική, κοινωνική, ψυχολογική. Δείγμα της καρδιάς που την κατέγραψε.
Έτσι ανακατωτά και χωρίς σειρά, φυλλομετρώντας και μυρίζοντας τις σελίδες, κρατώντας σημειώσεις, γράφω: Άρης Μαραγκόπουλος: «Ο αέρας μυρίζει λυγαριά, πικροδάφνη και αλμύρα από την εκβολή του ποταμού στην κοντινή θάλασσα. Βουτάω μέσα στα βρύα. Χάνομαι στο αμνιακό υγρό. Όταν βγαίνω έξω, νιώθω ανάλαφρος σαν παιδί». Και κείνο το σχόλιο για τους παραθεριστές που φτάνουν σ’ έναν τόπο και ζητούν την «καλή» παραλία, την «καλή» «ταβέρνα», το «καλό» μπαράκι, σαν να μην έχει το νησί τίποτα άλλο από παραλία, ταβέρνα, μπαράκι… Πες τα, χρυσόστομε, και ο επίλογός του μαχαίρι κοφτερό: «Μιλώ για την ιστορία. Μιλώ για την Ικαρία». Κυριάκος Ντελόπουλος. Μωραΐτης με όνομα Κυριάκος; Αυτοσαρκάζεται και επιβάλλεται… Αχιλλέας Κυριακίδης, τρία φραγκμέντα. Επιλέγω από το πρώτο την ευρεσιτεχνία να κατεβεί άνετα τα πεντακόσια ογδόντα οκτώ σκαλιά, παρακάμπτοντας το πρωτόκολλο, για να φτάσει στον γιαλό: μεταμορφώνεται σε «άνεμο, εννιά μποφόρ, σιρόκος με τα όλα του». Από το δεύτερο, τα σπλάχνα εκείνου που πέθανε από «υπερβολική δόση Αιγαίου», με ένα χρόνιο ανικανοποίητο αίσθημα, δύο μικρές χαμένες ατλαντίδες και τη λέξη ΑΛΚΜΗΝΗ. Και από το τρίτο την ευχή, από την ανίατη αμνησία του να εξαιρεθούν δυο-τρεις στίχοι, το χαμόγελο της Ιωάννας και το χρώμα των σπιτιών, όταν δύει ο ήλιος στη Σαντορίνη. Που πάει να πει πως με αυτά τα τρία ανασυνθέτει τον κόσμο του «σε ώρα ανάγκης». Ο Χριστόφορος Λιοντάκης με εκστασιάζει με τον Μινώταυρο: «Μ’ εναγκαλίζεται ο Μινώταυρος/ μας είδανε μαζί πολλές φορές/ με κυνηγά/ τον κυνηγώ/ ποικίλλουν οι φήμες». Όμως δεν με αφήνει αδιάφορη κι εκείνη η σημαία: «μια καθαρεύουσα Ελλάς/ λικνίζεται στο γαλανόλευκο». Ο Γιώργος Βέης με ραντίζει με ρετσίνι «σαμιώτικης σοφίας», με «πευκοβελόνες ρίγη», στην «πρώτη ανταύγεια του μεσημεριού», με τις «ψυχές» του ή τις «λέξεις» του, σαν προγονικούς θεματοφύλακες, «μέχρι να σταματήσει ο κόσμος σ’ ένα φιλί αναγέννησης».
Η Αμοργός έχει διπλή επίσκεψη. Και η Ζντράβκα Μιχαήλοβα και ο Αντώνης Φωστιέρης τής αφιερώνουν κείμενο, η πρώτη, και ποίημα, ο δεύτερος. Το νησί που από το φυσικό του τοπίο και τα παθήματά του (από το ρήμα «αμέργω» – αρμέγω, συνθλίβω, στύβω, βασανίζω) πρόβαλε την ομορφιά του και αναδείχτηκε σε σύμβολο όλης της Ελλάδας, πρότυπο νησιωτικής ομορφιάς και περίληψη ιστορικών παθών. Η Τασούλα Καραγεωργίου ανιχνεύει τα υπόγεια νερά του Κεραμεικού με την αργοκίνητη χελώνα της. Κάτι ανάλογο επιχειρεί και η Αθηνά Παπαδάκη. Ο Γιάννης Κιουρτσάκης, παραισθητικά, θωρώντας τα αναμμένα φώτα της Βουλής, φαντάζεται καράβι την Αθήνα που έχει σαλπάρει τη νύχτα χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Σαν να ακούω από το βάθος τον Σεφέρη να ρωτά: «Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι/ κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;» – προφητικοί και οι δύο. Η Αριστέα Παπαλεξάνδρου μάς ξεναγεί στα Εξάρχεια, σε «φωνές και πρόσωπα» των «Άστατων καλοκαιριών» που γίναν στο τέλος «ανείπωτα». Ο Γιάννης Πατίλης μάς θυμίζει, εκτός των άλλων, τη θαλερή κάποτε Σταδίου και το Θέατρο Τέχνης, τον Κουν και δυο-τρεις ακόμα μυθικούς συνεργάτες του. Ο Χρυσοβαλάντης του Μάκη Τσίτα, «Μάρτυς μου ο Θεός» μας ενημερώνει για τους οίκους ανοχής στο υπογάστριο της Αθήνας, Μενάνδρου και Πειραιώς, το ένα, στο αστικό κέντρο, στο καθωσπρέπει Κολωνάκι το άλλο, στη Σατωβριάνδου ένα τρίτο, για να καταλήξει σε πλήρη παράκρουση στα σκαλιά της Μητρόπολης. Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος μνημονεύει τους αγγέλους του Ανδρέα Καρκαβίτσα και Γιάννη Βλαχογιάννη που ψέλνοντας τον έμαθαν να αντέχει. Ο Ντίνος Σιώτης μιλάει για την Τήνο και τα άλλα δισύλλαβα νησιά των Κυκλάδων, μ’ εκείνη τη «Δήλο, δηλαδή» τις «μικρές κορφές βουνών». Ο Γιάννης Στεφανάκης, όχι τόσο γιατί τον Αύγουστο είναι «παχιές οι μύγες και καστανόξανθος ολόγυρα ο τόπος», αλλά για το εκκλησάκι «που σαν άσπρη κιμωλία βρίσκεται στην κορφή του, ή για τον γρανιτένιο βράχο, που σαν ουρά χελιδονιού σχίζει και τεμαχίζει τον αέρα».
Όλα τα κείμενα του βιβλίου είναι ωραία, το καθένα με την ιδιαιτερότητά του και την ειδική ομορφιά του, και όλα μάς ταξιδεύουν στην Ελλάδα «που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει», όπως λέει ο Σεφέρης (Μέρες Γ’, σελ.95), αλλά και που την αγαπάμε και τη νοσταλγούμε, μέσα από τα πάθη της και τις εμπειρίες μας.
Στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη σταματώ για το έτυμον της λέξης: «Η Αιγιαλούσα, “όνομα νησιωτικόν” διαπλαταίνει κατά συρροήν την έννοια του ύδατος με τη φωτοπλημμύρα τ’ ουρανού από τις στραφταλίδες (ψιλοβελονιές) και τις χρυσές ανταύγειές της». Ο Δημήτρης Αλεξίου για την «Ασίνη ή Το δαχτυλίδι», με άλλα λόγια για τη μνήμη του Σεφέρη. Ο Βασίλης Βασιλικός για τον ηρωικό παππού που τον «παραμύθιαζε με τις ιστορίες του», του χάρισε ένα φλόμπερ κι έτσι μεταπήδησε στον Φλωμπέρ, παραμυθιάζοντας εμάς! Ο Ηλίας Γκρής με τον Αλφειό πρόγονό του ποταμό που «ρουθουνίζει στα ενύπνια των νικημένων» κι ο Στάθης Κουτσούνης που μεταμορφώνεται ο ίδιος σε Αλφειό, που αφρίζει και ψάχνει διψασμένο φίδι να βρει την άφαντη πηγή του. Ο Ηλίας Κεφάλας πιάνει ένα άλλο διάσημο ποτάμι, τον Πηνειό με την «ανάσα» την «κοφτή σαν εμβατήριο». Ο Σωτήρης Σαράκης τον Αχελώο, όπου «βουίζουν τα νερά της μνήμης». Ο Γιώργος Θεοχάρης θυμάται τα «ένδοξα χρόνια της παιδικής φτώχιας» και, στο μάθημα της γεωγραφίας, ότι «η υδρόγειος και των λαών η ανεξαρτησία χωρίζονται σε μεσημβρινούς και παράλληλους σκοπιμότητας».
Όλα τα κείμενα του βιβλίου είναι ωραία, το καθένα με την ιδιαιτερότητά του και την ειδική ομορφιά του, και όλα μάς ταξιδεύουν στην Ελλάδα «που μας πληγώνει, που μας εξευτελίζει», όπως λέει ο Σεφέρης (Μέρες Γ’, σελ.95), αλλά και που την αγαπάμε και τη νοσταλγούμε, μέσα από τα πάθη της και τις εμπειρίες μας.