ΤΟ ΑΙΜΑ ΝΕΡΟ
Ο πολυγραφότατος ποιητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και καθηγητής Ιστορίας, Πολιτικής Θεωρίας και Διεθνών Σχέσεων στο Αμερικανικό Κολέγιο Ελλάδας μόλις εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, «το αίμα νερό», ένα αυτοβιογραφικό χρονικό «σε σαράντα πέντε πράξεις». Σήμερα, αυτοσυστήνεται μέσα από ένα παιχνίδι αυθόρμητων συνειρμών.
Αίμα νερό (το): «Γίνεται ή δεν γίνεται; Ας αποφασίσουν οι αναγνώστες, όταν διαβάσουν το βιβλίο μου».
Βία: «Να κρατάς τις λέξεις χωριστά• σε απόσταση• έστω και δια της βίας. Η φυσική τους ροπή είναι να μπλέκονται σαν τα μαλλιά».
Γεννήθηκα: «Δεν επιλέγει κανείς την ταυτότητά του, ούτε τον τρόπο που αυτή συγκροτείται. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Ρώμη από Έλληνες γονείς, που χώρισαν, όταν ήμουν τεσσάρων, και τα ιταλικά ήταν η πρώτη γλώσσα που μίλησα. Στη συνέχεια, στα δέκα μου, επέστρεψα στην Ελλάδα, όπου και τέλειωσα το ελληνικό Γυμνάσιο (μια εμπειρία πολύ επώδυνη γιατί βρέθηκα ξαφνικά από τη φωτεινή Ρώμη της Dolce Vita στη σκοτεινή Αθήνα των συνταγματαρχών, εσώκλειστος στο οικοτροφείο των Αναβρύτων). Στα δεκαοκτώ μου, έφυγα για σπουδές στην Αγγλία, όπου και παρέμεινα για δώδεκα χρόνια. Συνεπώς, η ποιητική μου ταυτότητα διαμορφώθηκε μέσα σε τρεις γλώσσες και τρεις λογοτεχνικές παραδόσεις. Δεν νιώθω ότι κάποια από τις τρεις μπορεί να με διεκδικήσει απόλυτα, ούτε ότι ανήκω σε μία αποκλειστικά. H αίσθηση ότι βρίσκομαι ανάμεσα σε πολιτισμούς υπήρξε ισχυρή, πολύ ισχυρή για μένα.
Θα έλεγα πως αυτό είναι το μόνο και το πιο ορμητικό ρεύμα που διαπερνά ολόκληρη τη ζωή μου: το γεγονός ότι βρίσκομαι πάντοτε εντός και εκτός των πραγμάτων. Η ελευθερία μου να επιλέγω τον ποιητικό χώρο, όπου θα κινηθώ, είναι ταυτόχρονα πηγή μεγάλης αγωνίας, αφού αισθάνομαι διαρκώς ξένος, ότι κανένα πλαίσιο δεν με περιέχει. “Ελληνικότητα” για μένα σημαίνει, λοιπόν, παθολογική αγάπη για την ελληνική ποίηση (παθολογική με την έννοια ότι προσπαθώ μέσω της γλώσσας να βρω ένα σταθερό σημείο να κρατηθώ), από την άλλη, όμως, άγχος, που φτάνει στα όρια της αφόρητης δυσφορίας, μήπως η αγάπη αυτή με εγκλωβίσει σε κάτι στείρο και μη δημιουργικό. Αυτή η αντίπαλη συνθήκη σημαίνει και κάτι ακόμη: ότι η σχέση μου με τη γλώσσα δεν είναι ποτέ δεδομένη. Γράφω αργά και με μεγάλη προσοχή αφού σχεδόν κάθε λέξη που χρησιμοποιώ στα ποιήματά μου είναι σαν να πρέπει να την κατακτήσω εκ νέου. Αυτό που κάποιοι κριτικοί χαρακτηρίζουν “διαύγεια” και “καθαρότητα” στην ποίησή μου δεν είναι παρά αποτέλεσμα αυτής της ανοικειότητας που νιώθω με την γλώσσα και της ανάγκης μου να εκφράσω σκέψεις και συναισθήματα με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Χρειάστηκε πάντως να περάσουν αρκετά χρόνια για να καταλάβω πως το γεγονός ότι ήμουν ένας outsider θα μπορούσε να αποτελέσει στοιχείο δύναμης και όχι αυτό που ήταν ώς τότε, ώς τα σαράντα μου σχεδόν: μια συνθήκη βαθιάς θλίψης, απώλειας, αδυναμίας».
Δήθεν: «Tο δήθεν ποίημα είναι όπως η μασέλα. Τις νύχτες μουλιάζει σ’ ένα ποτήρι νερό».
Ελλάδα: «Eρωτας γλυκόπικρος».
Ζορίζομαι: «Oταν πρέπει να εξηγώ κάποιον στίχο μου, ή τον αυθαίρετο τρόπο που η γλώσσα παγιδεύει το νόημα».
Ήρωες: «Τζων Κητς (για τα αηδόνια και τις υδρίες του), Ρίτσαρντ Μπέρτον (γιατί μετέφραζε στ’ Αγγλικά τις “Χίλιες και μία νύχτα” καθώς ταυτόχρονα έψαχνε τη λίμνη Τανγκανίκα), Τ. Ε. Λώρενς (ο της Αραβίας, γιατί αν και στρατιώτης το βράδυ ζωγράφιζε τον έναστρο αραβικό ουρανό), Σάμιουελ Μπέκετ (γιατί ακόμη περιμένουμε), Πήτερ Παν (αφού μια ωραία σκέψη νικάει τη βαρύτητα). Και από δικούς μας: Καβάφης, Καρυωτάκης, Κάλας, Καρούζος – για να περιοριστώ στο γράμμα «κ» και σε νεκρούς ποιητές. Να προσθέσω και τους τέσσερις σωματοφύλακές μου: Αλέξανδρος, Ειρήνη, Ροδάμη, Μάρω».
Θάνατος: «Ακυρώνει όλα τα ραντεβού».
Ιστορία: «Ο “Άγγελος της Ιστορίας”, που, όπως γράφει ο Μπένγιαμιν, “έχει το πρόσωπο του στραμμένο προς το παρελθόν, αλλά μια θύελλα που έρχεται από τη μεριά του Παραδείσου τον ωθεί ασταμάτητα προς το μέλλον”. Άρα να βλέπεις τα ερείπια που σωρεύει μπροστά στα πόδια σου το παρελθόν, αλλά να έχεις τη δύναμη να προχωράς προς τα εμπρός».
Κάτοπτρο: «Μου έρχεται αυτόματα στο νου το κυρτό του Παρμιτζανίνο και το υπέροχο ποίημα που ενέπνευσε: την “αυτοπροσωπογραφία”, του Τζων Άσμπερυ. Από την άλλη το ίδιο αυτό αλφαβητάρι είναι ένα κάτοπτρο: ο συγγραφέας κοιτιέται μέσα του και αναλογίζεται ποιο απ’ όλα τα πρόσωπα που αντικρίζει είναι το πιο “αληθινό”, και ο αναγνώστης καθώς το διαβάζει σκέφτεται ποιο από τα δικά του πρόσωπα θα προβάλει πάνω σ’ αυτή την κυρτή (από τη γλώσσα) επιφάνεια».
Λάθη: «Kάποια ανθρώπινα, κάποια απάνθρωπα – ανεπανόρθωτα».
Ματαίωση: «Στο “Αίμα νερό” περιγράφω μια σκηνή που αφορά την επώδυνη σχέση μου με τον πατέρα μου, η οποία περιστρέφεται γύρω από αυτή την επίμαχη λέξη: “Πάλι κουδουνίζει ενοχλητικά στο μυαλό σου η λέξη αυτή: ματαίωση. Φρόντιζε να απέχει από κάθε σημαντικό γεγονός στη ζωή σου. Πάντα με καλή δικαιολογία εννοείται – ήταν πολύ έξυπνος στο να επινοεί περίτεχνα σενάρια. Στην αποφοίτησή σου ήσουν ο μοναδικός φοιτητής στον κήπο του Κολεγίου που γιόρτασε τη μέρα εκείνη σαν ορφανό του Ντίκενς. Κρατούσες αμήχανα στο χέρι το ποτήρι με τη σαμπάνια (που απεχθάνεσαι) και κοιτούσες τους συμφοιτητές σου να χαριεντίζονται αυτάρεσκα με τους γονείς και τις φιλενάδες τους. Το μόνο που σ’ έκανε να νιώσεις λίγο καλύτερα ήταν ότι σ’ όλη τη διάρκεια της τελετής έβρεχε καταρρακτωδώς. Όπως είπε και ο φίλος σου ο Μάρτιν όταν σε αποχαιρέτησε, κρατώντας στο ένα χέρι την πελώρια πράσινη ομπρέλα του και στο άλλο το κουπί που μόλις είχε κερδίσει στους αγώνες κωπηλασίας: ‘What a shitty day to graduate!’. Ευτυχώς, σκέφτηκες. Η δική σου διάθεση ήταν ακόμη πιο ‘shitty’”».
Νέα Γενιά: «Καταδικασμένη να οικοδομήσει κι αυτή πάνω σε χαλάσματα. Τους παραδώσαμε μια χώρα χρεοκοπημένη – οικονομικά αλλά κυρίως ηθικά, διχασμένη, σε βαθιά παρακμή, με έντονα τα σημάδια της σήψης και της διαφθοράς σε κάθε τομέα της ζωής. Δεν είναι αυτή η Ελλάδα που τους αξίζει. Αυτή που, τάχα, θα φτιάχναμε για λογαριασμό τους. Αποτύχαμε. Οικτρά».
Ξαγρυπνώ: «Μαζί με τον “Φίνεγκαν” του Τζόυς προφανώς. (Κάποτε και μ’ έναν υπέροχο μοναχό στη Μονή Σταυρονικήτα. Όταν τον ρώτησα για ποιο λόγο είχε αποφασίσει να αποσυρθεί στο Όρος, μου έδωσε την πιο αφοπλιστική απάντηση: “φορούσα ένα λευκό κοστούμι και η πόλη που έμενα φάνταζε καρβουνιάρικο. Δεν ήθελα να το λερώσω”)».
Ο: «Aντιγράφω αναγκαστικά ένα απόσπασμα από το “Αίμα νερό”: “a, e, i, o, u: τα πέντε φωνήεντα της ιταλικής. Είχες πάει μόλις στην Α΄ Δημοτικού κι έπρεπε να τ’ αποστηθίσεις με αυτήν ακριβώς τη σειρά. Αλλά για κάποιον λόγο τα μπέρδευες και έβαζες το o μετά το a. Η μητέρα σου ήταν έξαλλη. Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ήσουν ανίκανος να βάλεις τα φωνήεντα στη σωστή σειρά. Πρώτη φορά σε είχε χαστουκίσει τόσες φορές και τόσο δυνατά. Έκτοτε, κάθε φορά που έγραφες το o, σκεφτόσουν πάντα ένα πρησμένο μάγουλο”».
Ποίηση: «Έρχεται στο φως τη στιγμή που αυτoπροσδιορίζεται ως ερώτημα. Το ερώτημα αυτό, που δεν ταυτίζεται με το άγχος ή τις αμφιβολίες του ποιητή και που διαρκώς τον πολιορκούσε, όσο έγραφε, (είτε είχε συνείδηση αυτής της πολιορκίας είτε όχι) είναι τώρα παρόν, κείτεται σιωπηλό ανάμεσα στις γραμμές της περιμένοντας υπομονετικά αυτόν που θα επιχειρήσει τη λύση του. Το ερώτημα (που πλέον τίθεται ερήμην του) έχει ως αποδέκτη εκείνη και διατυπώνεται με λέξεις που έχουν στο μεταξύ “ως δια μαγείας” μεταμορφωθεί σε τέχνη. Η προσήλωση που δείχνει στον εαυτό της μπορεί να θεωρηθεί νοσηρός ναρκισσισμός. Ωστόσο υπερασπίζεται την τιμή της θέτοντάς τη διαρκώς υπό αίρεση. Επιβεβαιώνεται μέσω μιας ανάκρισης, που πολλές φορές οδηγεί στον διασυρμό της. Η ιστορία της δεν είναι παρά το χρονικό αυτής της ανάκρισης. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν μπορεί ν’ απαντηθεί, γιατί μόλις τεθεί μετατρέπεται αυτόματα σε κατηγορητήριο ενάντια στα μέσα και τους σκοπούς της. Το βασίλειό της οικοδομείται πάνω στα ερείπιά της. Αν έχει κάποια δύναμη, την αντλεί απ’ αυτήν ακριβώς την ατέρμονη διαδικασία ερήμωσης και ανοικοδόμησης. Κάθε ποίημα, που διεκδικεί μια θέση στην ιστορία της, οφείλει να την αφηγηθεί εκ νέου, με τρόπους, όμως, που δεν είναι εκ των προτέρων γνωστοί. Αν το παρελθόν της οφείλει να το προϋποθέτει, το μέλλον της πρέπει ήδη να το περιέχει. Όμως, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει το μέλλον της ποίησης;».
Ρυτίδες: «Iδού πως τις αντιμετώπισα σε ποίημά μου, στη συλλογή μου τα “Σονέτα της συμφοράς”:
“Όπως είπε ο Σταντάλ οι τέλειες γυναίκες
είναι για τους άντρες που δεν έχουν φαντασία.
Κατ’ επέκταση το τέλειο ποίημα
για όσους δεν αντέχουν να δουν τις ρυτίδες κάτω από το μακιγιάζ.
Εσύ βέβαια πιστεύεις ότι αληθινή ποίηση σημαίνει
τα μάτια να είναι διαρκώς υγρά
και να γράφεις κρατώντας στα χέρια χαρτομάντιλα.
Λες και μπορεί κάποιος να παίξει ένα κοντσέρτο βιολιού
ή να σμιλεύσει ένα άγαλμα αν τα χέρια του τρέμουν από συγκίνηση.
Αλλά τα ψεύτικα ποιήματα, όπως και τα faux bijou,
μοιάζουν πάντοτε πιο λαμπερά, πιο πολύτιμα.
Επομένως τα ποιήματά μου δεν είναι για σένα ma chérie.
Εσύ ποθείς «αβυσσαλέα πάθη» και «ζοφερά σκοτάδια»
κι εγώ το μόνο που έχω να σου προσφέρω είναι τη λέξη adieu. (Χωρίς εισαγωγικά)”».
Σχέδια: «Nα μάθω λατινικά για να μεταφράσω τον αγαπημένο μου Προπέρτιο, να ολοκληρώσω ένα εκτενές ποίημα πάνω στον πίνακα του Βαν Άικ, “Ο γάμος των Αρνολφίνι” και να επισκεφτώ τον τάφο του Γέητς στο Σλάιγκο – κι άλλα χιλιάδες που θα μείνουν στο χαρτί».
Τραύμα: «Είμαστε τα τραύματα που δεν θέλουμε να επουλώσουμε».
Υπομονή: «Προς τι; Στο μέλλον, όπως είχε πει και ο Κέινς, θα είμαστε όλοι νεκροί».
Φαντασία: «Αν η φαντασία έχει φτερά για να πετάξει, έχει και κοιλιά για να συρθεί».
Χρήματα: «Αν κάποιος αναφωνήσει ξαφνικά “Pound”, πόσοι θα σκεφτούν τον κορυφαίο ποιητή του μοντερνισμού, τον συγγραφέα του “Hugh Selwyn Mauberley” και των “Cantos” και πόσοι το αγγλικό νόμισμα;».
Ψέματα: «H αλήθεια, ως γνωστόν, λέει τα ωραιότερα, τα πιο πειστικά ψέματα».
Ωρα: «Μη φοβάσαι, δεν θα φτάσεις ποτέ καθυστερημένος στο ραντεβού με τη ζωή σου. Η κλεψύδρα (καθώς το ποίημα σχηματίζεται στην άλλη πλευρά της λευκότητας), δείχνει πάντα τη σωστή ώρα».
Διαβάστε τη συνέντευξη, ακούγοντας πέντε αγαπημένα μουσικά κομμάτια του Χάρη Βλαβιανού: