Κηδεία Κωστή Παλαμά, 1943.
Κατά το 1922, έβαλα τη μάνα μου να δακτυλογραφήση τα ποιήματά μου, όσα τότε φανταζόμουν παρουσιάσιμα, με τη σκέψη να τα υποβάλω στον Παλαμά. Ετσι, ένα πρωί, με τον θησαυρό μου υπό μάλης, πήγα στο γραφείο του Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου, στο Κεντρικό Κτίριο. Δειλά και με την ψυχή τρεμάμενη χτύπησα την πόρτα και άκουσα ένα βραχνό «εμπρός». Κάτω από τα πυκνά φρύδια με κοίταζαν ανιχνευτικά δυο βαθιά μάτια. Είπα το όνομά μου, την ιδιότητά μου και τον σκοπό της επίσκεψής μου. (...) Τότε με κάλεσε να πάω μια ορισμένη μέρα στο σπίτι του, Ασκληπιού 3, να κουβεντιάσωμε. Ετσι, άρχισα να είμαι τακτικός επισκέπτης του «κελλιού». (...) Τακτικοί επισκέπτες στο «κελλί» ήταν τα ίδια χρόνια μ’ εμένα και ο Κατσίμπαλης, κάποτε ο Δ. Αντωνίου, ο Σεφέρης, ο Καραντώνης. Πάντα ερχότανε και κάποια κοπέλλα. Στην αρχή θυμάμαι την Κορτζά. Υστερα η Κορτζά εξαφανίστηκε και τη διαδέχθηκε η Διαλέτη. Με τις κοπέλλες αυτές ήταν ερωτευμένος ο ποιητής. Αλλά νομίζω ότι εκτός από μερικούς αθώους περιπάτους και μερικούς στίχους, που μου είναι άγνωστο αν ποτέ δημοσιεύθηκαν, δεν είχαν προχωρήσει αυτοί οι δεσμοί. Η ίδια η Κορτζά μου είχε δείξει ένα ποίημα ανέκδοτο, αφιερωμένο σ’ αυτήν. Δεν ξέρω αν αργότερα μπήκε σε καμμιά συλλογή. Νομίζω προσωπικά πως μετά τον ολοκληρωμένο έρωτα με τη Λιλή Ιακωβίδη που είχε τελειώσει όταν άρχισε ο δεσμός μου με τον ποιητή, δεν βλέπω πως κάτι ανάλογο θα συνέβηκε με αυτές τις κοπέλλες. Ο Παλαμάς χρειαζόταν έναν ερωτικό ίμερο και αυτό του τον χάριζαν αυτά τα πλάσματα, που δεν διακρίνονταν ούτε για την ομορφιά ούτε για την παιδεία τους.
Τον ίδιο καιρό στην οδό Ασκληπιού ερχόταν και ο Σικελιανός, αλλά δεν έμπαινε στο «κελλί». Πήγαινε στο αντικρυνό δωμάτιο, της Ναυσικάς, η οποία ήταν από τα νειάτα της τυφλά ερωτευμένη με τον Αγγελο και που πιστεύω πως ποτέ δεν τον έβγαλε από την καρδιά της. Γι’ αυτόν έμεινε άγαμη και ίσως και παρθένα. Δεν ξέρω ποια ήταν η στάση του Σικελιανού απέναντί της. Γεγονός είναι πως ενώ αυτός είχε άλλους περαστικούς και μακροχρόνιους δεσμούς, δεν έπαυε να επισκέπτεται και τη Ναυσικά αναζωπυρώνοντας έτσι το δικό της αίσθημα γι’ αυτόν. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Παλαμάς και η γυναίκα του, η ωραία Μαρία Βάλβη, έβλεπαν στο πρόσωπο του Σικελιανού τον άνθρωπο που κατέστρεψε τη ζωή της κόρης τους και δεν του το συγχωρούσανε. (...) Το 1936 όμως, δεν ξέρω ποιος μεσολάβησε, και δέχθηκε ο Σικελιανός να εκφωνήση στον «Παρνασσό» έναν πανηγυρικό για τα 75χρονα του Παλαμά. Εκανε τότε ο Αγγελος μια έξοχη ομιλία -από τις λαμπρότερες του έργου του- που την λάμπρυνε ακόμα περισσότερο η υπέροχη απαγγελία του. Και τότε επήλθε ένα είδος συμφιλίωσης. Φιλήθηκαν οι δύο ποιητές και έσπασε ο πάγος».
Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Κωνσταντίνου Τσάτσου «Λογοδοσία μιας ζωής», τόμος Α, «Οι Εκδόσεις των Φίλων», Αθήνα 2000.