Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

ΦΟΥΓΚΑ ΧΡΟΝΟΥ ΟΡΧΗΣΗΣ


                                                                                 …………………………………
Παραλληλίζεις το σώμα σου 
στο διάβα του
                                                                                          Ευθυγραμμίζεσαι με κύμβαλα
                                                                                          Ρηχαίνεις τους λαβυρίνθους σου


ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ             
   ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ

Κι είσαι κάποτε μες στο Χρόνο
Με τύμπανα σουρντινιασμένα 
Σε ήχους ελάτων
…………………………………………………………………
«Οι μουσικές μάς χτίζουν. 
Οι μουσικές γίνονται ’μείς κι εμείς οι μουσικές μας.
Οι μουσικές μας έχουν όνομα. Πάντα.
Δεν βλέπω ήχο βελονιασμένο πάνω σου και δεν ξανοίγω όνομα…» 

…………………………………………………………………


                                    



ΣΤΑΘΗ ΚΟΜΝΗΝΟΥ
    ΦΟΥΓΚΑ  ΧΡΟΝΟΥ  ΟΡΧΗΣΗΣ
  Ή  ΜΙΚΡΗ  ΟΡΧΗΣΤΡΑ  ΧΡΟΝΟΥ


 Στους  Αρχίλοχο, Ανακρέοντα, Αριστοφάνη, Αρετίνο, Ρεμπώ, Βερλέν, Georg Elser και Μπουκόφσκι   
                                              ανάθημα

(Δύο ποιήματα πάνω στην αντιστικτική λογική θέματος-αντιθέματος της Φούγκας…)
ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
                                                            Ι

Κι είσαι κάποτε μες στο Χρόνο
Τυλιγμένος
Κι αντί να τον σκάβεις
Παραλληλίζεις το σώμα σου στο διάβα του
Ευθυγραμμίζεσαι με κύμβαλα
Ρηχαίνεις τους λαβυρίνθους σου
Άνευ όρων πλατσουρίζεις στον ήχο των γιαλών
Αδιάφορα ρουφώντας ήχους που έξω παίζουν
Ρουφώντας
Ρουφώντας
Ρουφώντας ονόματα
Δηλιγιάννης
Κουμουνδούρος
Παπανδρέου
Χίτλερ
Καίσαρ
Αύγουστος
Ναπολέων
όπουλος  –άκης  –έτης  –chil  –mark  –bach –kel  –ble

Και τώρα δα… ένας κάποιος μισοχωμένος πάλι
Σαν κάτι που αναδύει ανυπαρξία
Κάτι σαν παρατεταμένη νοθεία κι ασέλγεια σ’ ένα σπίρτο πάντα,
Τσίπρας  ασφαλώς.

Παραδίνεσαι, ρουφήχτρα παραχαραγμένη
Ανάποδη   

Κι είσαι κάποτε μες στο Χρόνο
Με τύμπανα σουρντινιασμένα
Σε ήχους ελάτων
Σ’ ακροπόλεις υπόγειες και κακοφωτισμένες
Σε δελφίνια πεινασμένα σε σοφίτες
Που χτίζουν Φως στου κόσμου πάνω το πετσί.
Κι ολόκληρος ανυπαρκτείς σ’ ονόματα όπως
Αλμπινόνι
Κορέλι
Σούμπερτ
Ή πάλι Κάφκα
Και Κάλβος ασφαλώς.

Μα κάποτε βγαίνεις πια απ’ το Χρόνο
Δίχως τότε να ρουφάς πια κάτι καλό είτε πλαστό
Κρατώντας τώρα στα χέρια σου τ’ αυτιά σου
Βαστώντας τώρα τη ψυχή σου σαν μια νότα κάποιας κλίμακας.

Κι εκείνος ,
Τυλιγμένος μ’ όλο του το μήκος (!) κι Υπαρκτός (!), σε ρωτά :
«Οι μουσικές μας χτίζουν.
Οι μουσικές γίνονται ’μείς κι εμείς οι μουσικές μας.
Οι μουσικές μας έχουν όνομα. Πάντα.
Δεν βλέπω ήχο βελονιασμένο πάνω σου και δεν ξανοίγω όνομα…
Που’ ναι τώρα το όνομα  ;
Που’ ναι τώρα τ’ όνομα  που σ’ έχτισε ;
Τί κράτησες σαν ήχο-φυλακτό σαν ήσουν μες στο Χρόνο ;
Ποιος ήχος έστηνε τις μέρες σου κι εσένα ;
Και πια πόσο απ’ αυτό φέρεις μαζί σου ; »

Κάγκελο εσύ.
«Δεν ήξερα πως δείχνουμε τους ήχους μας», απαντάς.
«Δεν ήξερα πως κουβαλιούνται οι ήχοι.
Δεν ήξερα πως έχει σημασία να φτιάξω ΔΙΚΟ μου ήχο,
δικη μου μουσική.
Νόμιζα πως η μουσική ήταν μονάχα μια συνοδεία απλή,
 κάτι που διασκέδαζε την καθημερινή μας πλήξη.
Τουβλάκι για να περνά η ώρα…
Να ’χουμε κάποιαν ένταση.
Όχι το χωράφι που οργωνόμαστε…», ψελλίζεις.

Απότομα, ψυχρά, σ’ αντικόβει εκείνος
«Ρε, έχουν το βάρος σου οι φθόγγοι σου για όχι  ;
Είναι γεμάτοι σώμα και νυχτιές  ;
Είναι οι φθόγγοι σου εσύ ; Μίλα.»
«…»
«Την πάτησες αγαπητή ρουφήχτρα.
Με το κεφάλι κάτω
Ρούφηξες το ανύπαρκτο
Βάσιμο έγινες συνεχές
Στην παρα-ποίηση του έλατου
Στου δελφινιού την παραχάραξη
Ακρό-πολη δεν γεύτηκες ούτε και νοιάστηκες γι αυτήν
Και το μηδέν εκράτησες ζεστό σαν να ’ταν πράγμα…
Κι από τα «ονόματα» πού ’χες σαν κουδουνίστρα
Εκεί μέσα στο χρόνο σου
Εκεί μέσα στο χρόνο
Ούτε σκόνη τους τώρα ΕΔΩ κι… ΕΚΕΙ δεν υπάρχει.
Παρ’ τ’ αρχίδια μου τώρα !»,
σαλεύοντας λιγάκι αποφαίνεται.

«Μα εγώ κοιτούσα», αποκρίνεσαι τραυλίζοντας, «να ρουφήξω ό,τι μ’ αφορούσε.
Οι μουσικές πραμάτειες αυτά παίζαν.
Αυτά ακούγανε τ’ αυτιά μου.
Αυτά για μουσική θαρρούσα».

«Σ’ αφορούσε ;!!!…» ρωτά σείοντας όλο του το μήκος  (!).
«Θαρρούσες ;!!!...
Και πώς μπορείς να «θαρρείς», αρχιψεύταρε, δίχως ν’ ακολουθεί ο εαυτός σου ;
Και πώς γίνεται να πλαγιάζεις δίχως ό,τι «θαρρείς» στον ύπνο σου ;
Κι…Εσένα αφορούσε ή μήπως εκείνα τα ολόγυρα από σένα ;
Εκείνα τα πολλά σου δήθεν, που ζωή κι ουσία σου και εαυτό «θαρρούσες»…
Ρε, πού ’σαι συ μέσα σ’ αυτά να φλέγεσαι, να λιώνεις ;
Και που ’ναι το λοιπόν το κύμβαλο να σου παρασταθεί, να σε συντρέξει ΤΩΡΑ ;»
«…»
«Παρ’ τ’ αρχίδια μου τώρα !»

«Φαρμακερή και τρίτη, άκου κι απάντα μονομιάς»
ξαναρωτά πετώντας σου σκονάκι:
«Μήπως από τη σκοτεινιά πήρες κανένα όνομα,
το χάιδεψες σαν λάφι διψασμένο,
σου γίνηκε καημός κι όνειρο και έρωτας και λάβα,
μήπως μ’ όλο σου το κορμί το ζέστανες, το τάισες,
το αναζήτησες  στη λάσπη τής αφάνειας και το ’στησες με το ίδιο σου το αίμα ;
Κυνήγησες ποτέ σου κάποιο όνομα ;
Τη μουσική του δίψασες  ;
Πέθαινες αν μέσα του δεν ζούσες ;
Ρε, έκανες ποτέ ένα όνομα δικό σου κι εαυτό ;
Βρήκες δικό σου όνομα να στήσεις τη ζωή σου ;
Ένα γδαρμένο όνομα δίχως να φέρνει κέρδη της στιγμής
Μα να δωρίζει σκάλα ν’ ανεβείς
Να πάρεις μιαν ανάσα…
Ονόματα σαν σκαλωσιές…
Ρε, είσαι από κείνους της μοδός, τους καθημερινούς, τους λεγεωναρίους ;» 

«Μα…» ψελλίζεις,
σιωπές ολόκληρου για μέτρα ξαμολώντας δίχως τελειωμό,
ολότελα αδειανός, άηχος,
δίχως μια νότα τσακιστή στην τσέπη !...

«Αφού, αρχιψεύταρε κι αρχιτεμπέλαρε και αρχιλωποδύτη,
δεν στήθηκες μ’ ένα όνομα στήνοντάς το στη ρίζα τής καρδιάς σου
κι ούτ’ έσκαψες  ποτέ να βρεις δικό σου ήχο,
ο χρόνος φιλικός να σου σταθεί αδύνατον.
Τράβα, λοιπόν, την τάξη να επαναλάβεις και πάλι μες στο χρόνο
περνώντας μέσα από τη σκόνη σου,
τις σκόνες σου,
μαθαίνοντας πια να ξεσκονίζεις.
Και παρ’ τ’ αρχίδια μου τώρα  μήπως και κάποτε γενείς ερωτικός.
            Παρ’ τ’ αρχίδια μου τώρα !».

   
 


ΤΑ ΛΙΓΩΜΕΝΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΑΡΧΙΔΙΑ
                                                            ΙΙ
Στενάζει η Κτίσις και συνωδίνει

Ω ! βέβαιο είναι. Αληθώς.
Στριμωγμένα σε ειρκτές γλάροι κι αηδόνια
Τ’ ομολογούν με της φτερούγας τους την κόψη,
Του λαρυγγιού τους τον τριγμό,
Που γόους σαν πιρουέτες στέλνουν.
Τα κύματα ανέραστα απομένουν σε στεριανές νυχτιές
Κι όλο παφλάζουν ν’ ακουστούν μήπως και βρούνε λύπηση,
Πάνω σε κάποιο στρώμα
Μέσα σε κάποιον ύπνο
Έξω σε κάποια διάχυση σωμάτων.
Γέρνουν τα έλατα να ασπαστούν μια πόλη
Και πνίγονται στις αντένες της
Το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο αφήνοντας ήχους μηχανικούς
Ζαπ-ζαπ
Ζαπ-ζαπ
Καθώς πεθαίνουν
Στην τηλε-οπτική παρέλαση του απαγχονισμού τους.

Όλα γεννήθηκαν να λιγωθούν
Στα χέρια αγγειοπλάστη…
Στριμώχνεται κι ο Χρόνος
Όπως όλα τα στενακτικά

Τυλιγμένος πάλι το μήκος του όλο (!) :
«Πρηστήκανε τ’ αρχίδια μου κι ας είναι Χρόνου αρχίδια !
Με πρήξανε όλοι αυτοί του χρόνου οι σκασιάρχες !
Όλοι εκείνοι οι σωροί που νότα μια δεν βίδωσαν,
Ένα καημένο όνομα, σαν ήχο στη ροή μου
Μήπως κι εγώ αναστραφώ...
Μη στέλνετε άλλους πια σκυφτούς λεγεωναρίους
Μου τά ’χουνε πρησμένα !
Θέλω μιαν όαση κι εγώ, το βάρος μου να χάσω
Να ξεχαστώ λιγάκι, δεν είμαι κι από σίδερο…
Ξανοίγετε καμιά μοναχική μουτσούνα ;
Κάναν ιδιότροπο που στο φασόν ασθμαίνει ;
Έχει χαράγματα πολλά στην ίριδα
Και φαίνονται στο μέτωπό της θάλασσες, αν ψάξεις…
Κι ουλές τα μάγουλα και τα χείλη της γεμάτα
Από πληγές ερωτικές που δεν κλείνουν ποτέ τους.

Είναι κανείς μοναχικός πού ’χει χαμένο βλέμμα ;

Γραπώστε τον και φέρτε τον, κομμάτι ν’ ανασάνω !...»,
πρησμένος υπερβολικά αγωνιούσε ο Χρόνος,
όπως και καθετί κτιστό.

Μισοχωμένος στις ουρές έλαμπε
Ένας με βλέμμα απλανές σαν κείνο πού ’χει ο όρκος.
Στα ρουφηγμένα μάγουλα λαμπύριζαν φωνήεντα
Ντυμένος ήταν κύκλους και συστροφές
Τετράγωνα και ρόμβους
Και δύσκολο πολύ να έβρισκες ευθείες
Αν δεν γδυνόταν :
κρυφές φωλιάζαν στα εσώρουχα
όπου τρυπώνουν οι μανίες πάντα.
            Ω ! ναι, μια δίνη καταγδαρμένη ήταν από ήχους ! 

«Στο Χρόνο μέσα ήσουν
Τυλιγμένος .
Οριζοντιώθηκες  ;», τονε ρωτά ο Χρόνος τρίβοντας τα πονεμένα αρχίδια του.
«Όχι. Μ’ έσκαβα μ’ αξίνες ανυπότακτες στα εμπορεία
κλαδικών γεωμετρών και σαλτιμπάγκων,
που βάλνονταν με τα λαμπιόνια τους
τη γεωμετρία μου να στραβώσουν :
Μέρκελ, Ομπάμα, Ολάντ
Τσίπρας, Σαμαράς, Βενιζέλος,
αν θυμάμαι πια καλά ονόματα της σκόνης...

Κι αν οριζοντιώθηκα όσο πατά η γάτα
Ήταν με πόθο να ξεβολέψω τη στιγμή
Από την αφασία, κάποτε, των ονείρων  
Και να την κάμω κούνια, είτε νησί, είτε και κάποιο χρώμα,
Να βρει η Ειρήνη κάθισμα.

Κυνήγησα παντού της Γεωμετρίας μου τους ήχους
Κι όσο κι αν αυλακωμένος είμαι,
Εγώ ο εκθετοτρόφος,
Απ’ το πολύ κανάκεμα
Με παραμάνες τους έχω περασμένους στο κορμί μου.
Εδώ και τώρα.».

«Έξοχα ! Λιγώνονται τ’ αρχίδια μου. Με πέθανες !
Είναι οι κλίμακες πολλές  ;
Κάθε σκαλί και όνομα ;
Άβυσσος φθόγγων κι η σάρκα σου βιμπράτο ;»,
ρωτά, μα τώρα λιγωμένος
μαζεύοντας αργά το μήκος του ο Χρόνος.

«Δεν έχουν αριθμό τα ονόματα.
Οι σκάλες τρυπούν τον ορίζοντα.
Έσκαβα μες στον ήλιο
Κι όσο το διψασμένο φτυάρι μου χωνόταν
Ανάβλυζε πίδακας κι άλλο όνομα
Κι άλλο
Κι άλλο
Λωτρεαμόν
Εγγονόπουλος
Σικελιανός

Σπυριά ρύζι πάνω στη σκακιέρα

Κι άλλα
Κι άλλα
Κατερίνα
Ανέτ
Αφροδίτη

Πληθυσμοί κισσών που χόρευαν στο δέρμα μου
Ρουφώντας το αίμα του χρόνου
Απ’ τη μεριά του σάπιου…
Καζαντζάκης
Νίτσε
Ντοστογιέφσκι
Ατάρ
Ζουχάιρ
Μαϊμούν
Και Εφραϊμ
Και Γιερμεγιάου
Και Σπύρος Νικοκάβουρας
Και μια παραμικρή ακόμη συλλαβή
Σαν τεύχος τσακισμένο
Λατίνι για να κρεμαστώ
και να περάσω αντίπερα απ’ τα χαλάσματα

Μα τι να πρωτοπώ ;…
Αρίφνητες οι αυλακιές που μ’ ονομάτισαν…
Κάθε σκαλί και ουρανός
Κάθε σκαλί και οίνος
Κάθε σκαλί υπέδαφος
Κάθε σκαλί και τσάπα
Κάθε σκαλί ένα μακριά που αλάργευε τον κόσμο
Προσφέροντας τη ψίχα του.»

«Λιγώνονται τ’ αρχίδια μου. Με πέθανες ! Κλατάρω !
Εσύ’ σουν χρονομηχανή
Και χρονοδόμος
Και χρονολόγος άριστος στους τρούλους της καρδιάς σου !
Πλημμύρισες ονόματα, πλημμύρισες αγάπη !
Εσύ με αποκαθιστάς, τα αρχίδια μου γιατρεύεις !»,
ο Χρόνος πρασινίζοντας αναφωνούσε,
«Όμως δείξε μου τα πειστήρια ν’ ανοίξει η καρδιά μου,
Δως μου σημάδια του κορμιού,
σημάδια ηχοβολισμών,
της σάρκας σου φλογέρες.»

«Να, πάρε, άγγιξε.
Ολόκληρο το σώμα μου το ’χω στιγματισμένο.
Βελονιασμένο.
Στο σώμα μου λάξεψα κάθε όνομα
Αποστρεφόμουν το χαρτί…
Κέντησα νύχτες στην πλάτη μου
Πλήθος κάηκε φορές η καρδιά μου σε δωμάτιο
Σπίρτο η κοιλιά μου
Κυκλώνας το στομάχι μου
Ρουφήχτρες τα μάτια του μυαλού
 Λαβύρινθος το στήθος μου και λεωφόρος
Έλατο η ανάσα μου
Δελφίνι η πνοή μου
Ακρόπολη η αγρύπνια μου
Πατικωμένα Όνομα και σφραγισμένα σάρκα.»

«Μανάρι μου με πέθανες ! Νιώθω την ύπαρξή μου !»,
αχολογά ο Χρόνος
βλογώντας τα αρχίδια του
που προκαλούν βαφτίσεις.

«Τιγκάρισ’ από ύπαρξη καρφώνοντας ονόματα.
 Και τώρα εδώ που βρέθηκα είμαι γερτός
Απ’ το πολύ Κεφάλαιο της αγάπης
Ντυμένος όλα της τα φύλλα,
Κι ο κόσμος ολόγυρα γυμνός !

Καρφωμένη πολλή πραγματικότητα στο σώμα μου
Και να διαλέξω ποιαν θα κοιμηθώ –αδύνατον !

Αλπινόνι
Κορέλι
Μπαχ   Μπαχ  Μπαχ
Κι εσύ Πάρσελ διαγώνιε, συντρέξτε με !
Είμαι μια Φούγκα μεθυσμένη
Ρουφήχτρα μυριονόματη και πολυγαμική
Όλα τα ονόματα μαζί !
Σαν μήτρες στο κεφάλι μου...
Πνίγομαι στο Κεφάλαιο !
Βυθίζομαι στους ήχους !
Μέντελσον εσύ και Κουκουζέλη κοιμηθείτε με !
Πέτρε εσύ Χιρσίζ κι αγγελικέ Ιάκωβε
Σε υπερκόσμια όργια συνοδέψτε με !
Είστε ΔΙΚΟΙ μου ήχοι !
Μπατάρω από το βάρος σας που μού ’σπειρε το Χρόνο
Σφύριξα στα γλωσσίδια σας το αίμα των ονείρων μου
Και βλέπω σας Εδώ ν’ αντιλαλείτε ακόμη !
Υπήρξαμε ! Υπάρχετε !
Κι οι σκόνες που με κόρνα, τρομπόνια και τρομπέτες
Ασύστολα πλαστογραφούσαν πρόσωπα-σημεία
Τελούν ολότελα σε παύσεις…

Χρόνε, ω Χρόνε
Όσο πεινώ για όνομα κι υφαίνεται αγάπη
Στα αρχίδια σου το σπέρμα θα λυτρώνεται του Άχρονου !»

«Ω έχω πια αναστραφεί ! Γλίτωσα απ’ το βάρος μου !
Τα αρχίδια μου αναγάλλιασαν μες στο προσωπικό σου κέντημα !
Ανάστησες καημούς των παραδρόμων
Λάβε τώρα τις βιόλες τους !
Εζέστανες με έρωτα και λάβα τα περιθώρια
Λάβε τώρα τα πρώτα τους βιολιά !
Εθώπευσες με θάνατο και δίψα
Τις άδειχτες σονάτες
Λάβε τώρα  τα κλειδοκύμβαλά τους !
Ξεχείλισαν οι τσέπες σου
Κεφάλαια φθόγγων μουσικών
Λάβε, εσύ ω ιδιότροπε, των όμποε το στέμμα !!!»,
Σκιρτούσε χειροτονώντας  ο Χρόνος
Και λέγοντας ξεπρήζονταν.

«Η πείνα μου είναι νόμος ακόμη πιο σκληρός
Τώρα που οι ήχοι των ονομάτων με τις σάρκες τους
Αντικριστά μου ξαπλώνουν.
Υπόσχομαι το ασίγαστο…»,
ο κατάμονος αποκρίθηκε
ο ιδιότροπος των ήχων
ο αντιλεγεωνάριος
των ονομάτων ο χαραγμένος.

«Ιδου ΤΩΡΑ ! κατάμονε εσύ, χρονοδόμε, χρονολόγε,
Ο χώρος μου δικός σου !
Τυλίγομαι στην καρδιά σου πια
Κι εσύ ξαμολητός αλώνιζε !...»,

                             αποκρίθηκε τυλίγοντας το μήκος του ο Χρόνος.

© ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΜΝΗΝΟΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου