"Μιλώ για την αγάπη" γράφει ο Σεφέρης. Αυτό θα πει τώρα: ο ποιητής μιλά για το σπίτι του ανθρώπου, για εκείνο το σπίτι που ανοίγει και τον δέχεται "σε μια στιγμή μεγάλης ευδαιμονίας". Ας ακούσουμε αυτό το μίλημα για να γνωρίσουμε, όσο μας επιτρέπουν τα όρια του βλέμματος και της καρδιάς μας, αυτό το σπίτι, τον κόσμο αυτής της κατοίκησης.
Στο ίδιο ποίημα διαβάζουμε: "όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει, / στο φως".
Το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο "το γαληνεμένο σπίτι του ανθρώπου" είναι το φως.
"Το φως" είναι ο τίτλος του κομματιού από την "Κίχλη" όπου βρίσκονται οι παραπάνω στίχοι. Ακούμε ένα απόσπασμα του απαγγελμένο από τον Γιώργο Σεφέρη:
ΤΟ ΦΩΣ
[...]
Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη μέρα·
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει
το φυλακισμένο
βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δεν σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·
στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα·
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυόμενης·
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ' αγαπήσει,
στο φως·
[...]
Στο δοκίμιο "Ξεστρατίσματα από τους Ομηρικούς Ύμνους" γράφει ο Σεφέρης:
Μόνο μια φορά, ένα τέλος του φθινοπώρου, μου φάνηκε πως με κεραυνοβόλα ενάργεια πέρασε ο θεός...κοντά μου. Και είπα: "Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός". Ήταν μια εμπειρία που πρέπει να έρχεται πραγματικά σπάνια στη ζωή μας και τη φωτίζει ολόκληρη· δεν μπορεί κανείς ρηματικά να τη μεταδώσει.
Και σ' ένα γράμμα στον φίλο του Γιώργο Κατσίμπαλη με τίτλο "Μια Σκηνοθεσία για την Κίχλη", αναφερόμενος σ' ένα απόσπασμα του Ηράκλειτου:
O ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα, ειδεμή θα τόνε βρουν οι Ερινύες που βοηθούν τη Δικαιοσύνη.
Οι Ερινύες θα κυνηγήσουν τον ήλιο, καθώς κυνήγησαν τον Ορέστη· για σκέψου αυτούς τους λώρους που δένουν τους ανθρώπους με τα στοιχεία της φύσης· αυτή η τραγωδία που είναι συνάμα φυσική και ανθρώπινη, αυτή η οικειότητα. Αν το φως γινότανε ξαφνικά Ορέστης; Είναι τόσο εύκολο, για σκέψου: αν το φως της μέρας και το αίμα του ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα; Ως πού μπορεί να το αισθανθεί κανείς αυτό;
Το γράμμα επιχειρεί μια ερμηνεία της "Κίχλης", ολοφάνερα με μισή καρδιά. Όταν ο Σεφέρης φτάνει στο σημείο που μας απασχολεί εδώ, στο "Φως", αρνείται να συνεχίσει και συμπληρώνει: "[...] το φως δεν το εξηγεί κανείς, το βλέπει [...]".
Αυτό ας είναι και για μας προειδοποίηση πως υπάρχουν πράγματα που δεν τους αρμόζει η εξήγηση, αυτή η βουβή διαδικασία που βιάζει το κάθε αλλότριο στην προκρούστεια κλίνη των τετριμμένων μας μοντέλων και παραστάσεων.
Η φράση του Σεφέρη είναι ένα κάλεσμα και για μας εκεί που πρέπει να εξηγούμε λιγότερο και ν' ανοίξουμε τα μάτια μας περισσότερο.
Το ποίημα δεν είναι άψυχο κείμενο, είναι ομιλούμενη γλώσσα, είναι "ανάσα", για να χρησιμοποιήσω μια λέξη προσφιλή στον Σεφέρη. Όπως ένα μουσικό κομμάτι γίνεται υπαρκτό και πραγματικό μόνο στην εκτέλεση, έτσι και το ποίημα μιλά μόνο απαγγελλόμενο. Γι' αυτό ας ακούσουμε τον πρώτο στίχο άλλη μια φορά: "Αγγελικό και μαύρο, φως". Τι μας λέει αυτή η ανάσα; Είναι μια φωνή ήσυχη και βαθιά, προφέρει τις λέξεις με προσοχή, αφήνει στην κάθε μια όλο το βάρος του λεγομένου της. Μας πείθει. "Αγγελικό και μαύρο, φως". Ακούτε με τι οικειότητα, με τι καρδιά λέγονται αυτά τα αλλόκοτα λόγια, πώς τα λέει ο ποιητής τους και τα εννοεί, όπως δεν θα το κατάφερνε ο καλύτερος ηθοποιός με την τελειότερη άρθρωση.
Οι λέξεις "αγγελικό και μαύρο" μας είναι γνωστές σαν αντίθετα: το αγγελικό παραπέμπει Οι λέξεις "αγγελικό και μαύρο" μας είναι γνωστές σαν αντίθετα: το αγγελικό παραπέμπει στο φωτεινό και ουράνιο, το μαύρο στο σκοτεινό και χθόνιο.
"Αγγελικό και μαύρο, φως". Οι λέξεις ειπωμένες από τον Σεφέρη δεν έχουν τίποτα το αντιθετικό, καμιά αντιπαλότητα δεν τις εναντιώνει μεταξύ τους, τις ακούμε και λέμε ναι, το φως, αγγελικό και μαύρο!
Εδώ το "και" δεν το ακούμε και δεν το επαναλαμβάνουμε ως συνδετικό αλλά ως επεξηγηματικό: αγγελικό, δηλαδή μαύρο. Το ότι δεν καταλαβαίνουμε δεν είναι, δεν πρέπει ποτέ να είναι λόγος αρκετός για ν' αμφισβητήσουμε αυτό που ακούσαμε. Μόνο όταν πάρουμε απόσταση από τη ζωντανή γλώσσα, όταν αγνοήσουμε το μίλημά της, όταν επιμείνουμε να καταλάβουμε, θα παραστήσουμε τα φίλια ως αντίθετα, θα μείνουμε καθηλωμένοι στη μεταξύ τους αντιπαλότητα και σύγκρουση.
Η δουλειά μας έχει το σπάνιο προνόμιο να αφορά τη ζωντανή γλώσσα, να είναι στη φύση της συνομιλία. Όμως για να επαρκέσουμε ως συνομιλητές, χρειάζεται να ακούμε. Και για να ακούμε χρειάζεται πολλές φορές να πάψουμε να σκεφτόμαστε, να πάψουμε να καταλαβαίνουμε.
"Αγγελικό και μαύρο, φως". Έτσι ακούμε και το "δακρυσμένο γέλιο", ακούμε τους αδελφικούς εχθρούς, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη στο φως, κυριολεκτικά στο φως του αίματος του Οιδίποδα, του πατέρα τους.
Επεκτάθηκα και ο χρόνος δεν μου επιτρέπει να μείνω στο ποίημα όσο θα του έπρεπε. Θα έρθω κατευθείαν σ' εκείνη τη μορφή στην οποία αποτεινόμενος ο Σεφέρης λέει "μιλώ για την αγάπη". Είναι η Αντιγόνη.
Η ομιλία μας, είτε το ξέρουμε είτε όχι, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι πάντα συνομιλία. Και κάθε φορά αποτεινόμαστε σ' εκείνο το εσύ το οποίο είναι μιλητό, δηλαδή ανοιχτό για να του μιλήσουμε. Στο ποίημα μας το μιλητό εσύ για την αγάπη ονομάζεται Αντιγόνη.
Στην τραγωδία του Σοφοκλή η Αντιγόνη, σε μια στιχομυθία με τον Κρέοντα, αρνείται ν' αφήσει τον νεκρό αδελφό της κι εχθρό του Κρέοντα Πολυνείκη δίχως τις πρέπουσες νεκρικές τιμές: "ούτοι συνέχθειν, άλλα συμφιλείν εφυν".
Η Αντιγόνη μιλά για τη φύση της, εφυν, για το πρώτο που την καθορίζει. Τούτο είναι το συμφιλείν, η απόρριψη της εχθρότητας, της μεροληψίας, η ανοικτότητα, η δεκτικότητα για τα πάντα. Δεν είναι στοιχείο του χαρακτήρα της αλλά η ανάληψη εκ μέρους της της αγάπης, την οποία οφείλει να προασπιστεί "επί ποινή θανάτου". Αυτή η Αντιγόνη είναι το μιλητό εσύ του τωρινού ποιητικού λόγου της αγάπης, σ' αυτήν μπορεί να ειπωθεί το "μιλώ για την αγάπη".
Το σπίτι το οποίο συν-κατοικούν τα πράγματα του κόσμου φίλια μεταξύ τους βρίσκει στον Σεφέρη το όνομα αγάπη. Σ' αυτό το σπίτι: "η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε, / ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει, / κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες /τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης".
Σε μια τέτοια γιορτή καλεί την Αντιγόνη ο ομιλών με τους στίχους: "στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου, / σκοτεινή κοπέλα".
Γιατί η γιορτή της αγάπης θυμίζει θάνατο; Γιατί ο ήλιος αυτής της μέρας έχει αγκάθια; Γιατί η κοπέλα πρέπει να στολίσει τα μαλλιά της με τέτοιες ακτίνες, με τέτοιο αγκάθινο στεφάνι; Η "σκοτεινή κοπέλα"; Να γίνει "ζήτημα" ενός τέτοιου "φωτός"; "Αγγελικού και μαύρου";
Διότι η μορφή η χρεωμένη αυτήν την αγάπη πρέπει να πει "όχι" στους άλλους που δεν είναι της μοίρας τους να μοιραστούν, να συν-χωρέσουν το ανοικτό της. Η μορφή, στο όνομα της Αντιγόνης, λέει το "όχι" στον Κρέοντα, στο όνομα της Αρετούσας, η οποία, σύμφωνα με μια σημείωση του Σεφέρη, υποδηλώνεται στη "γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο" και "βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες", θα το πει στους γονείς της, τον Ηράκλη και την Αρτέμη, βασιλιά και βασίλισσα της Αθήνας, που εξόρισαν τον Ερωτόκριτο και την προστάζουν να παντρευτεί τον ρήγα του Βυζαντίου.
Το "όχι" της Αρετούσας και της Αντιγόνης δεν είναι περιστασιακό. Η αγάπη αυτή πάντα θα βρίσκει μπροστά της έναν Κρέοντα, έναν Ηράκλη και μια Αρτέμη, θα βρίσκει έναν "τύραννο", έξω ή "μέσα στον άνθρωπο" και πάντα θα πρέπει να τους πει το "όχι", "επί ποινή θανάτου".
Η αγάπη σ' αυτό το "όχι" είναι που πραγματώνεται, σ' αυτό ονομάζεται, γιορτάζεται. Ευτυχία και δυστυχία είναι πολύ στενόκαρδα πράγματα για ν' αποδώσουν ό,τι εδώ παίζεται. Εδώ θάνατος και γιορτή, Άδης και Διόνυσος είναι ένα. Θα το ακούσουμε σε λίγο από τον πρώτο διδάξαντα, τον Ηράκλειτο.
Το ένα το οποίο, στο όνομα της αγάπης, σ' αυτήν τη διόλου παραδεισένια αλλά τραγική φιλότητα, συν-χωρεί τα πάντα, χαρίζει στην αγάπη το "ακατέλυτο", το "ακατανίκητο" και το "παντοτινό" της, το ότι είναι "το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός". Σ' αυτό το ένα, στο εν, στο ενούν εν, πλανιέται το "γαληνεμένο σπίτι του ανθρώπου".
Η αγάπη λέει δια στόματος Ηρακλείτου: "εν πάντα". Το εν πάντα δεν είναι φιλοσοφική θέση αλλά λόγος της αγάπης.
O Ηράκλειτος μιλάει ο ίδιος σ' ένα άλλο ποίημα του Σεφέρη με τον τίτλο "Μνήμη Β'" και υπότιτλο "Έφεσσος". Καθώς γι' αυτό, όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει δημοσιευμένη απαγγελία του Σεφέρη, θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα του εγώ. Λέει λοιπόν ο Ηράκλειτος:
[...]
Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του
σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο
και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα
σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα
που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.
Ίδιο και διάφορο από την ζωή μας, πώς αλλάζει
το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο
γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει
όποιος αγάπησε· στο φως των άλλων
ο κόσμος φθείρεται· μα εσύ θυμήσου
Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο.
Το προηγούμενο ποίημα λέει "μιλώ για την αγάπη". Ονομάζει την αγάπη. Το τωρινό ποίημα λέει "Το ξέρει όποιος αγάπησε". Μιλά γι' αυτόν που αγάπησε και ξέρει.
Όσα προηγήθηκαν δεν μας επιτρέπουν να φανταστούμε το "ξέρει" ούτε σαν άναρθρη συναισθηματική εμπειρία ούτε σαν εννοιολογική γνώση. Το "ξέρω" θα πρέπει να το ακούσουμε περισσότερο μέσα από την πρώτη μορφή του ρήματος, "ξεύρω", που έρχεται από το εκ- και τον αόριστο του αρχαίου "εύρίσκω","εύρον". "Το ξέρει" θα πει τότε: το έχει βρει, το έχει δει, τον έχει σημαδέψει.
Αυτό που ξέρει όποιος αγάπησε είναι ο νόμος που διατυπώνεται στα λόγια του Ηράκλειτου: "εν πάντα".
Σε πρώτη ματιά κανείς θα νόμιζε πως εδώ ο ποιητής μιλά για το ποίημα, για κάτι που ενδιαφέρει τους ποιητές, όχι εμάς. Όμως δεν αναφέρεται στους ποιητές. Αναφέρεται σε "όποιον αγάπησε". Αυτός "το ξέρει". Και το ποίημα δεν είναι στις ποιητικές συλλογές. Σ' αυτές είναι τα ποιήματα. "Το ποίημα", το λέει δύο φορές, "είναι παντού". Θυμόμαστε τα λόγια του Σαίξπηρ: "Είμαστε από υλικό σαν αυτό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα...".
"Το ποίημα είναι παντού" θα πει: το ποίημα ονομάζει έναν τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται τα πράγματα του κόσμου, ονομάζει έναν τρόπο παρουσίας, έναν τρόπο που κάνει κάτι να παρουσιάζεται "ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας". O τρόπος αυτός είναι όπως "[...] αλλάζει το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο γυναίκας που γυμνώθηκε".
"Στο φως των άλλων", που δεν το ξέρουν γιατί δεν αγάπησαν, το γύμνωμα γίνεται αντιληπτό στην αφαίρεση των ενδυμάτων, στην αλλαγή, στο πριν της ντυμένης γυναίκας και στο τώρα της γυμνής. Στο φως τους "ο κόσμος φθείρεται" με την εμπλοκή στα αντίθετα, στο πριν και στο τώρα, στο ντυμένο και στο γυμνό κορμί, στην επιθυμία και στην εκπλήρωση.
"Όποιος αγάπησε" θα δει τα πάντα στο πρόσωπο της: "πώς αλλάζει κι ωστόσο παραμένει το ίδιο". Κι αυτό επίσης είναι κάτι που "δεν το εξηγεί κανείς, το βλέπει". Βλέπει όχι εκείνο που απλώς αλλάζει μα εκείνο που "αλλάζει κι ωστόσο παραμένει το ίδιο". Αυτό το "ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας" εδώ ονομάζεται: "το ποίημα". Και "είναι παντού". Το ποίημα ονομάζει τη ζωή μας γυμνή.
"Η γύμνια ολόκληρης της ζωής" γράφει ο Σεφέρης στο τελευταίο του ποίημα. "Καμιά φορά", "σε μια στιγμή μεγάλης ευδαιμονίας", η φωνή του ποιητή συμ-φωνεί με "το ποίημα". Το έργο αυτής της συμ-φωνίας είναι ένα ποίημα. "Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου / καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του".
Ένα ποίημα ομο-λογεί, για να μείνω σε λέξεις του Ηράκλειτου, ομο-λογεί το ποίημα, που είναι παντού, και που στον Ηράκλειτο ονομάζεται "λόγος".
Η σχέση λόγου και ομο-λογίας συνιστά όμως και τον ακρογωνιαίο λίθο της θεραπευτικής συνομιλίας. O νόμος της διέπει την ερμηνεία, εφόσον αυτή πραγματωθεί ως ομο-λογία του λόγου που κάθε φορά θέλει να έρθει σε λόγο.
Η ερμηνεία δεν είναι πρωταρχικά έργο του θεραπευτή. Είναι έργο της αγάπης.
Από εδώ, από τον Ηράκλειτο, με την καθοδήγηση του Σεφέρη, ο ποιητής μπορεί να μάθει στον ψυχαναλυτή και αυτό. Διότι ενδεχομένως η συνάντηση που αρμόζει στη θεραπευτική συνομιλία, στις στιγμές που συμβαίνει αληθινά, αλλά και σ' αυτές που προετοιμάζεται, αλλά και σ' αυτές που λείπει, αυτή η συνάντηση είναι ένα "ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας", ένα γύμνωμα κι αυτή, όπου κάποιος, το πρόσωπο του, "αλλάζει / [....] κι ωστόσο παραμένει το ίδιο".
Το ξέρει όποιος αγάπησε.
Κωνσταντίνος Γεμενετζής
http://www.gemenetzis.gr