Η μετάφραση είναι διάλογος: κατ’ αρχήν μεταξύ μεταφραστή και συγγραφέα και, στη συνέχεια, μεταξύ μεταφραστή και αναγνώστη. Είναι γεγονός ότι το τελικό «προϊόν» διαμορφώνεται, ορισμένες φορές καθοριστικά, και από άλλους παράγοντες. Διορθωτές, επιμελητές, εκδότες, κριτικοί παίζουν, ο καθένας σε διαφορετική χρονική στιγμή και με διαφορετική «ένταση», ρόλο στη βελτίωση, αλλοίωση, διάδοση, καταξίωση ή απόρριψη του μεταφραστικού προϊόντος. Καμιά, όμως, από αυτές τις σχέσεις-επιδράσεις δεν υπερβαίνει σε σπουδαιότητα το προαναφερθέν επικοινωνιακό σχήμα ανάμεσα στον δημιουργό του έργου, τον εισηγητή του στη γλώσσα στόχο και τον παραλήπτη του μεταφράσματος.
Θα επικεντρωθώ στο πρώτο σκέλος αυτού του τριμερούς διαλόγου, στη σχέση, δηλαδή, του μεταφραστή με τον συγγραφέα και, πιο συγκεκριμένα, στη σχέση του μεταφραστή με τον εν ζωή συγγραφέα ενός λογοτεχνικού κειμένου. Τόσο οι μεν (οι συγγραφείς), όσο και οι δε (οι μεταφραστές) κάνουν λόγο για διακριτούς ρόλους, για σεβασμό, πιστότητα, μεταφραστική ηθική κ.λπ. «Αυτό που ζητάω από τους μεταφραστές μου», τόνιζε, για παράδειγμα, σε ομιλία του σε συνέδριο μεταφραστών στην Ισπανία ο συγγραφέας Χούλιο Γιαμαθάρες, «είναι να τους ενδιαφέρει το βιβλίο, να είναι πιστοί σε αυτό, και να ζητούν τη βοήθειά μου όταν με μεταφράζουν» (2001: 22). «Το κρίσιμο σημείο είναι να συνειδητοποιήσει ο μεταφραστής τον διακριτό αλλά σημαντικό, σημαντικότατο ρόλο του», αποκρίνεται ο μεταφραστής και κριτικός λογοτεχνίας Γιάννης Χάρης, «να μην ανταγωνίζεται τον ξένο συγγραφέα» (2008).
Τι κρύβεται, όμως, πίσω από τα αόριστα λόγια και τους ευσεβείς πόθους; Οι μεταφραστές και οι συγγραφείς συναντώνται και (συν)διαλέγονται όλο και περισσότερο, όλο και πιο εύκολα, «εκτός» των κειμένων: μέσω τηλεφωνημάτων, επιστολών, ηλεκτρονικών μηνυμάτων, ή δια ζώσης σε συνέδρια, παρουσιάσεις βιβλίων, εργαστήρια μετάφρασης. Ποια είναι τα όρια αυτής της επικοινωνίας σε ό,τι αφορά τη μεταφραστική διαδικασία; Ποια είναι, ή ποια πρέπει να είναι, η βαρύτητα της άποψης του συγγραφέα στο «κτίσιμο» μιας μετάφρασης; Πόση είναι και πώς ορίζεται, εν τέλει, η ελευθερία «κινήσεων» του μεταφραστή σε σχέση με την αντίληψη που έχει ο συγγραφέας για το έργο του;
Συνήθως, όλα ξεκινούν καλά. Υπάρχει μια υπέρμετρη, εν πολλοίς ανεξήγητη, χαρά στο πρόσωπο, στη φωνή ή στον γραπτό λόγο των συγγραφέων όταν τους ανακοινώνεις την πρόθεσή σου να μεταφράσεις κάποιο από τα έργα τους στα ελληνικά. Με τον καιρό συνειδητοποίησα ότι αυτή η χαρά οφείλεται, κατά ένα μέρος, απλώς και μόνο στο γεγονός ότι τους το κοινοποιείς. Πληροφορήθηκα πρόσφατα, με αφορμή τη διπλωματική εργασία μιας φοιτήτριάς μου (Ι. Πολίτη, 2010), ότι υπάρχουν στα ελληνικά 21(!) μεταφράσεις του Μικρού Πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ·μόνο σε μία (1) από αυτές ο ελληνικός εκδοτικός οίκος είχε ζητήσει τα δικαιώματα του βιβλίου (Εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Μελίνας Καρακώστα). Μπορεί τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της λαθραίας έκδοσης ενός βιβλίου να έχει περιοριστεί σημαντικά, αλλά δεν έχει εκλείψει. Τουλάχιστον σε τρεις περιπτώσεις έχω δει την έκπληξη και την απορία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο ισπανόφωνων συγγραφέων όταν τους μίλησα για έργα τους που κυκλοφορούν στα ελληνικά. Δεν γνώριζαν απολύτως τίποτα.
Αλλά ας μην γίνομαι μικρόψυχος. Η χαρά αυτών των ανθρώπων οφείλεται κυρίως στην παιδεία τους. Έχω μεταφράσει ποιητές, πεζογράφους και θεατρικούς συγγραφείς από αρκετές χώρες: Ουρουγουάη, Μεξικό, Αργεντινή, Περού, Ισπανία. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ανθρώπους που έχουν διδαχθεί αρχαία ελληνικά και που θεωρούν την Αρχαία Ελλάδα λίκνο του πολιτισμού. Χαίρονται, λοιπόν, για το γεγονός ότι θα μεταφραστούν στη γλώσσα του Ομήρου, του Αριστοφάνη, του Σοφοκλή. Δεν θυμάμαι ακριβώς τα ονόματα στα οποία αναφέρονται, αλλά ο Όμηρος δεν λείπει ποτέ.
Έλεγα, λοιπόν, ότι όλα ξεκινούν εγκάρδια, με μεγάλη προσμονή για το αποτέλεσμα. Για την επίτευξη ενός καλού αποτελέσματος, οι περισσότεροι συγγραφείς είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν με διάφορους τρόπους·ο πιο συνήθης: απαντώντας στις απορίες και τις ερωτήσεις του μεταφραστή σε σημασιολογικό, υφολογικό ή πραγματολογικό επίπεδο. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, την περίπτωση του ισπανού πεζογράφου Ραφαέλ Τσίρμπες και τη συνεργασία μας, άριστη και εποικοδομητική θα την χαρακτήριζα, για τη μετάφραση του μυθιστορήματός του Η καλλιγραφία. Ο Τσίρμπες σε ένα επεισόδιο του βιβλίου αναφέρεται σε μια παρέα επτά (7) φίλων που διαλύεται, κατά τρόπο βίαιο, από την επέλαση του Εμφυλίου Πολέμου: τρεις (3) από αυτούς τους φίλους, γράφει ο συγγραφέας, σκοτώθηκαν σε κάποιο από τα μέτωπα του πολέμου, τρεις (3) άλλοι φυλακίστηκαν και άλλοι δύο (2) διέφυγαν στη Γαλλία. Είχα διαβάσει το βιβλίο τουλάχιστον δύο φορές πριν το μεταφράσω, όπως το είχαν κάνει και χιλιάδες αναγνώστες πριν από εμένα, κανείς μας δεν είχε σταθεί στην, έτσι και αλλιώς ασήμαντη, μετατροπή της επταμελούς παρέας σε οκταμελή.
Οι ειδικοί σε θέματα θεωρίας της λογοτεχνίας και μεταφρασεολογίας χρησιμοποιούν συχνά τον όρο closereading, αναφερόμενοι στην εκ του σύνεγγυς ανάγνωση του κειμένου που έχει ως σκοπό την ανάσυρση όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών από αυτό και την επίτευξη αισθητικής απόλαυσης. Μια τέτοια λεπτομερής προσέγγιση του λογοτεχνικού κειμένου είναι η ανάγνωση που φέρει σε πέρας ο μεταφραστής κατά τη μεταφραστική διαδικασία, εξού και ο εντοπισμός εκ μέρους μου της προαναφερθείσας αλλά και μερικών ακόμα τριτευουσών αβλεψιών. Όταν ανέφερα το θέμα στον Τσίρμπες, έβαλε τα γέλια, απόρησε για το πώς είχε διαφύγει από τόσα μάτια αυτή η λεπτομέρεια, και φρόντισε να διορθωθεί στις επόμενες εκδόσεις.
Η λογοτεχνική μετάφραση, όμως, είναι κάτι πολύ περισσότερο από την απλή μεταφορά ενός κειμένου από μια γλώσσα στην άλλη, η οποία απλώς υποβοηθείται από την επίλυση ορισμένων αποριών του μεταφραστή εκ μέρους του συγγραφέα. Είναι ένα παραγωγικό και δημιουργικό έργο που έχει στόχο την επίτευξη ενός αισθητικά ισοδύναμου με το πρωτότυπο αποτελέσματος. Στη συγκεκριμενοποίηση αυτού του νεφελώδους και επιδεχόμενου πολλές ερμηνείες (και εκτελέσεις) «αισθητικά ισοδύναμου αποτελέσματος» προκύπτουν οι περισσότερες τριβές −άλλοτε δημιουργικές, άλλοτε όχι και τόσο− στη σχέση του συγγραφέα με τον μεταφραστή. Άλλοτε αυτή η σχέση διαταράσσεται από τη διάθεση του μεταφραστή να γίνει, σαν άλλος Ιζνογκούντ, δημιουργός στη θέση του δημιουργού, άλλοτε πάλι από τη διάθεση του συγγραφέα να επέμβει καταλυτικά στη διαμόρφωση του μεταφραστικού αποτελέσματος, επειδή πιστεύει ότι κατέχει όλα τα κλειδιά του έργου του, ή απλώς γιατί δεν θέλει να χάσει τον έλεγχο πάνω σε αυτό. Ας δούμε δύο χαρακτηριστικές ιστορίες.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΗ: La hora azul (Η γαλάζια ώρα) κυκλοφόρησε το 2005. Ο συγγραφέας της, Αλόνσο Κουέτο (γεννημένος στη Λίμα το 1954), είναι ιδιαίτερα γνωστός στον ισπανόφωνο κόσμο και έχει τιμηθεί με αρκετές διακρίσεις [Η γαλάζια ώρα κέρδισε το 2005 το ΧΧΙΙΙ βραβείο Herralde, ένα σημαντικό λογοτεχνικό βραβείο της Ισπανίας]. Το μυθιστόρημα, με αφορμή τον εμφύλιο που γνώρισε το Περού, από το 1970 έως το 1992, ανάμεσα στα κυβερνητικά στρατεύματα και τους μαοϊστές αντάρτες του Sendero Luminoso (Φωτεινού Μονοπατιού), αφηγείται την ιστορία του σαραντάχρονου Αντριάν Ορμάτσε, ο οποίος απολαμβάνει τις χαρές μιας απολύτως ευτυχισμένης ζωής. Από το μεγαλοαστικό του «όνειρο» θα ξυπνήσει όταν θα ανακαλύψει πως ο πατέρας του, ως διοικητής στρατοπέδου, ήταν υπεύθυνος για βασανιστήρια, βιασμούς και εκτελέσεις κρατουμένων. Ο Αντριάν θα επιδοθεί με πάθος στην αναζήτηση της Μίριαμ, μιας πρώην κρατουμένης με την οποία ο πατέρας του είχε συνάψει ερωτική σχέση. Όταν επιτέλους την βρει, θα την ερωτευτεί και θα συνάψει και αυτός ερωτική σχέση μαζί της. Ο θάνατός της θα βυθίσει τον Αντριάν σε υπαρξιακό αδιέξοδο και θα τον απομακρύνει από την οικογένειά του. Στο τέλος θα επιστρέψει, μεταμελημένος, σε αυτή, αναλαμβάνοντας παράλληλα την ανατροφή του παιδιού που η Μίριαμ είχε αποκτήσει, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής της, με τον πατέρα του Αντριάν.
Οι εκδόσεις Μεταίχμιο μού ανέθεσαν να μεταφράσω το βιβλίο το φθινόπωρο του 2008. Όταν βρέθηκα σε αυτή τη φάση της «σχέσης» μου με τη Γαλάζια ώρα (είχα περάσει προηγουμένως από εκείνη του αναγνώστη), αντιλήφθηκα ότι το πρωτότυπο κείμενο παρουσίαζε μια σειρά από, κατά τη γνώμη μου, δυσλειτουργίες και λάθη, τόσο σε επίπεδο πραγματολογικών στοιχείων, όσο και σε επίπεδο «κατασκευής» κάποιων μεταφορών. Για να μην αοριστολογώ, αλλά και για να μην μακρηγορώ, θα αναφερθώ σε μία τέτοια «περίπτωση». «Una brisa arrastraba los árboles» έγραφε στη σελίδα 137 του πρωτοτύπου ο Κουέτο. Η αντίφαση ήταν προφανής: πώς μπορεί ένα αεράκι (brisa) να σαρώσει (arrastrar) τα δέντρα.
Όπως συμβαίνει σε κάθε μεταφραστική προσπάθεια, γεννήθηκε μέσα μου το δίλημμα σχετικά με ποιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσω για την αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων: να «μπαλώσω», ή να αποδεχτώ αυτές τις «δυσλειτουργίες»; Στην αρχή δεν δίστασα να επέμβω: «Ο αέρας κινούσε πλέον τα δέντρα με ορμή», μετέφρασα (θα μπορούσα, ακολουθώντας τον αντίθετο δρόμο, να είχα μεταφράσει «το αεράκι λίκνιζε τα δέντρα»). Στη συνέχεια όμως, η παρέμβαση κάποιων συναδέλφων που δεν ξαφνιάστηκαν από τη ρητορική ακροβασία του Κουέτο, αλλά κυρίως η, μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων, επαφή και «συζήτηση» με τον συγγραφέα, με έκαναν να σεβαστώ το πρωτότυπο σε αυτή αλλά και σε άλλες περιπτώσεις. Έτσι, η φράση αποδόθηκε όπως επιθυμούσε ο συγγραφέας: «Ένα αεράκι σάρωνε τα δέντρα». Με αυτή την έννοια, η συμβολή της ανταλλαγής απόψεων με τον δημιουργό υπήρξε καθοριστική στο να γίνει σεβαστό από τον μεταφραστή το πνεύμα του πρωτοτύπου.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΤοTodo tan cerca (Όλα τόσο κοντά) κυκλοφόρησε στην Ισπανία το 2005. Ο συγγραφέας του, Ζόρντι Ναδάλ, είναι Καταλανός, γεννημένος στη Βαρκελόνη. Το Όλα τόσο κοντά είναι −ευτυχώς, θα έλεγαν οι κακεντρεχείς όπως εγώ− το μοναδικό μέχρι τώρα λογοτεχνικό έργο του (έχει γράψει επίσης βιβλία περί μάνατζμεντ και έχει εργαστεί ως υψηλόβαθμο στέλεχος σημαντικών εκδοτικών οργανισμών). Για να σας δώσω, όπως και προηγουμένως με τη Γαλάζια ώρα, μια ιδέα για το τι πραγματεύεται το βιβλίο καταφεύγω στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης (Εκδόσεις Gema, 2006): Ένας έρωτας από μικρούς κόκκους άμμου που γλιστρούν μέσα από τα χέρια μας σαν απαλό χάδι. Ένας έρωτας εσωτερικός, που διαλέγεται με το αγαπημένο πρόσωπο και τον οποίο ο συγγραφέας επιθυμεί να μοιραστεί με όλους εμάς.
Για τη μετάφραση και έκδοση του βιβλίου αυτού, αναγκάστηκα να κάνω ή να αποδεχτώ πράγματα, τα οποία συνιστώ στους φοιτητές μου, στα μαθήματα Μετάφρασης και Μεταφρασεολογίας… να μην κάνουν ή να μην δέχονται να τους κάνουν. Αλλά, δάσκαλε που δίδασκες… Με τον ίδιο τον Ζόρντι Ναδάλ δεν κατάφερα να μιλήσω ποτέ. Επικοινωνούσα μαζί του μέσω της ελληνίδας αντιπροσώπου του. Αυτό ήταν το πρώτο λάθος. Το δεύτερο ήταν ότι μετέφρασα ένα κείμενο που το είχα σε ηλεκτρονική μορφή. Το βιβλίο κυκλοφορούσε ήδη στην ισπανική αγορά, αλλά δεν μου το έστελνε ούτε η πράκτοράς του ούτε ο εκδοτικός οίκος. Κάπου εκεί θα έπρεπε να είχα διακόψει τη συνεργασία μου μαζί τους, αλλά δυστυχώς δεν το έκανα. Τελικά αποδείχτηκε ότι το κείμενο που μετέφραζα εγώ είχε πολύ μακρινή σχέση με το κείμενο του βιβλίου. Ο Ναδάλ είχε γράψει αρχικά το Όλα τόσο κοντά στα καταλανικά και το είχε μεταφράσει ο ίδιος (πολύ ενδιαφέρον θέμα αυτό της αυτομετάφρασης, κυρίως σε χώρες όπως η Ισπανία, όπου ομιλούνται πολλές γλώσσες) στα καστιλιάνικα για να εκδοθεί από τις εκδόσεις Poliedro της Βαρκελόνης. Η μετάφραση του Ναδάλ ήταν τόσο εμφανώς ανεπαρκής, ώστε ο εκδοτικός οίκος προχώρησε σε νέα μετάφραση, από άλλον μεταφραστή, και το κυκλοφόρησε στην ισπανική αγορά. Πλην όμως ο Ναδάλ δεν ενστερνίστηκε ποτέ την εκδοχή του εκδοτικού οίκου, και έτσι προώθησε για μετάφραση στα ελληνικά τη δική του απόδοση, αποσιωπώντας φυσικά όλο το παρασκήνιο. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε το γεγονός ότι η ελληνίδα επιμελήτρια δούλευε με βάση το βιβλίο και όχι το ηλεκτρονικό κείμενο, καταλαβαίνετε τον φαύλο κύκλο στον οποίο βρέθηκαν μπλεγμένοι οι συντελεστές της ελληνικής έκδοσης, εξαιτίας της προβληματικής επικοινωνίας με τον συγγραφέα, καθώς και τις αρνητικές επιπτώσεις που είχε το γεγονός αυτό στην επίτευξη μιας λειτουργικής μετάφρασης. Η ειρωνεία είναι ότι ο Ναδάλ πίστευε πως έκανε ό,τι έκανε για να έχει το έργο του την καλύτερη δυνατή
«μετάβαση» στα ελληνικά.
Όλοι όσοι προσεγγίζουν το μεταφραστικό φαινόμενο αναφέρονται συχνά στην ηθική συμπεριφορά που πρέπει να χαρακτηρίζει το μεταφραστικό γίγνεσθαι. Δεν δίνεται, όμως, ανάλογη έμφαση στον καθορισμό των ορίων παρέμβασης του συγγραφέα στο μεταφραστικό έργο. Ο μεταφραστής σαφώς και δεν είναι άγιος. Σε πολλές περιπτώσεις, στην πορεία της μεταφραστικής διαδικασίας, θα διαφωνήσει με τον συγγραφέα και θα εξεγερθεί ενάντια στο πρωτότυπο (αλλίμονο αν δεν είχε συναισθήματα). Αλλά και οι συγγραφείς, από την πλευρά τους, προσπαθούν πολλές φορές να επέμβουν στο μεταφραστικό έργο, κυρίως όταν η μετάφραση γίνεται σε μια γλώσσα, όπως είναι τα ελληνικά, που δεν μπορούν να «ελέγξουν». Θυμάμαι τις ολονύκτιες ανταλλαγές μηνυμάτων με την Αργεντινή Σουσάνα Λαστρέτο, όταν μεταφράζαμε με τις μεταπτυχιακές φοιτήτριές μου το θεατρικό έργο της Ζευγάρια (φοβόταν μην χαθεί κάτι από το νόημα του έργου κατά τη μεταφορά του στα ελληνικά). Θυμάμαι την ανασφάλεια του Χούλιο Γιαμαθάρες (ο οποίος δεν μιλάει άλλη γλώσσα εκτός από ισπανικά) για τον τρόπο που θα έδινα λύσεις στην απόδοση της λυρικής, σχεδόν έμμετρης, γραφής της Κίτρινης βροχής (σε πολλές περιπτώσεις μού ζητούσε να του μεταφράσω τη μετάφρασή μου). Θυμάμαι, τέλος, τις συνεσταλμένες παρεμβάσεις ενός γλυκύτατου ανθρώπου, του ισπανομεξικανού ποιητή Τομάς Σεγκόβια στο εργαστήρι μετάφρασης ποιημάτων του που έλαβε χώρα, με την παρουσία του ιδίου και 25(!) επίδοξων μεταφραστών του, στο πλαίσιο του 2ου Ιβηροαμερικανικού Φεστιβάλ της Αθήνας (με υπομονή ανέλυε τα ποιήματά του πιστεύοντας ότι έτσι θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε το νόημα και να φτάσουμε σε καλύτερο μεταφραστικό αποτέλεσμα).
Οι σχέσεις −οποιεσδήποτε σχέσεις− διέπονται από τη συνεχή διαπραγμάτευση των ορίων ανάμεσα στα «συμβαλλόμενα μέρη», πολύ περισσότερο όταν αυτά προέρχονται από δυο κατεξοχήν ανασφαλείς επαγγελματικές ομάδες, όπως είναι αυτές των λογοτεχνών και των μεταφραστών. Αν ο μεταφραστής οφείλει να είναι επαγγελματίας και να υπηρετεί το ξενόγλωσσο κείμενο με σεβασμό και εφευρετικότητα, άλλο τόσο και ο συγγραφέας πρέπει να αποδέχεται ότι το λογοτεχνικό έργο είναι ένα κείμενο πολυδιάστατο και ανοιχτό σε πολλές ερμηνείες, οι οποίες δεν συμβαδίζουν αναγκαστικά με τη δική του.
Καταλήγοντας ,θα έλεγα ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι αναγκαία η επαφή του μεταφραστή με τον συγγραφέα (διαφορετικά, δεν θα μεταφράζαμε έργα αποθανόντων συγγραφέων) ̇ σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, την έχω αποφύγει δίχως να ξέρω κατά βάθος το γιατί. Είμαι όμως πεισμένος ότι, παρά τις δυσκολίες, η συνεργασία του μεταφραστή με τον συγγραφέα, όταν βασίζεται στο σεβασμό και την αμοιβαία παραδοχή των διακριτών ρόλων, καλλιεργεί κλίμα κατανόησης και ανθρώπινης ζεστασιάς μεταξύ τους και δημιουργεί τις συνθήκες για να παραχθεί εποικοδομητικό έργο. Η επιτυχής ή μη κατάληξη του εγχειρήματος είναι άλλο θέμα.
Βιβλιογραφία
- Llamazares, Julio (2001), «Conferencia inaugural a las Octavas Jornadas de Traducción Literaria de ACET», Μαδρίτη,Vasos Comunicantes, αρ. 18, χειμώνας 2000-01.
- Κουέτο, Αλόνσο (2005), Η γαλάζια ώρα, μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2009.
- Λαστρέτο, Σουσάνα (1995), Ζευγάρια, μετάφραση: Νάντια Γιαννούλια, Δώρα Δημητρίου, Θεώνη Κάμπρα, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Αθήνα, Λαγουδέρα, 2009.
- Ναδάλ, Ζόρντι (2005), Όλα τόσο κοντά, Εκδόσεις Gema, 2006.
- Πολίτη, Ιωσηφίνα (2010), Ο Μικρός Πρίγκιπας στον πλανήτη… της μετάφρασης, διπλωματική εργασία, Αθήνα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σεπτέμβριος 2010.
- Τσίρμπες, Ραφαέλ (1992), Η καλλιγραφία, μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2004.
- Χάρης, Γιάννης (2008), «Μεταφραστής ή συγγραφέας;». εφημ. Τα Νέα, 1 και 15 Νοεμβρίου 2008.