Η ευγλωττία της κοινής γλώσσας |
De Vulgari Eliquentia |
Συγγραφείς: Ντάντε Αλιγκιέρι |
Το μικρό και ημιτελές βιβλίο του Δάντη για τη δημοτική αυτή είναι η κοινή, η vulgaris γλώσσα σημαίνει πράγματα πολύ σημαντικότερα από όσο μας επιτρέπει το δέμας και η χωλότητά του να υποθέσουμε. Πρόκειται, πρωτίστως, για το σχετικό με τη λογοτεχνική γλώσσα θεωρητικό καταστάλαγμα ενός συγγραφέα που έμελλε να ταυτισθεί με την ενιαία λαλιά ενός πολιτικά κατακερματισμένου έθνους. Πέραν τούτου, όμως, αποτέλεσε και αποτελεί όργανο, όργανο δε αριστοτελείας κατασκευής, όχι μόνο στα χέρια των συγγραφέων της Ιταλίας αλλά και τρόπον τινά στα χέρια των εθνικών συγγραφέων της Ευρώπης που εβίωνε σκληρά τον λατινικό Μεσαίωνα. Είναι θα λέγαμε το άτυπο μανιφέστο τους.
Το έργο αυτό ο Δάντης το έγραφε στα πρώτα χρόνια της εξορίας του, μεταξύ 1304 και 1307, χωρίς ποτέ να το τελειώσει, όπως δεν τελείωσε ποτέ και το Συμπόσιο, έργο της ίδιας εποχής. Από την απλή περιδιάβαση των αράδων του συνάγεται ότι το έργο αυτό είχε σχεδιασθεί να αποτελείται από τέσσερα βιβλία. Το πρώτο βιβλίο είναι το γενικό προοίμιο· στα 14 κεφάλαια του μη ολοκληρωθέντος δεύτερου βιβλίου εξετάζεται το ζήτημα της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στην ποίηση, σε συνδυασμό πάντοτε με τα στοιχεία που συνθέτουν το ποιητικό ύφος. Εικάζεται ότι στο τρίτο βιβλίο θα γινόταν λόγος για τη χρήση της δημοτικής γλώσσας στην πεζογραφία και στο τέταρτο βιβλίο για τη χρήση της σε άλλα είδη λόγου. Πιθανόν να υπήρχε και ένα πέμπτο σύντομο βιβλίο δίκην επιλόγου.
Το πρόβλημα της γλώσσας στην ποίηση, που απασχολεί τον μεγάλο Φλωρεντινό, δεν εστιάζεται στην εκάστοτε συγκεκριμένη χρήση της· αυτή τη θεωρεί δεδομένη, από αυτήν ξεκινά ο ίδιος να διανοείται. Τον Δάντη τον απασχολεί η τελειότατη χρήση της δημοτικής γλώσσας ως απότοκο της εγγενούς μεν, πλην αφάνερης ευγένειας και των εξαιρετικών ιδιοτήτων σημειώσεως και σημάνσεως που τη χαρακτηρίζουν. Κάμποσους αιώνες πριν από τον Γουλιέλμο φον Χούμπολτ έρχεται ο Δάντης και αναζητεί όχι το έργον της γλώσσας, αλλά την ενέργειά της· όχι το δυνάμει της, δηλαδή, αλλά το ενεργεία της· όχι τη θεωρητική δυνατότητα, περαιτέρω, να παραχθούν από το στόμα του λαού γλωσσικά αγαθά άξια αναφοράς και μνημονεύσεως, αλλά το πρακτικό αποτέλεσμα της αποτύπωσης των αρετών του δημοτικού λόγου στο χαρτί με τη μεσολάβηση του συγγραφέα. Ο συγγραφέας αρπάζει συνειδητά μέσα από το στόμα του λαού τη γλώσσα, τη βαφτίζει στην κολυμβήθρα της γνώσης του και ακολουθώντας πιστά όλους τους κανόνες της τέχνης του αυτό που αποκαλείται ars poetica δημιουργεί (=ποιεί) το ποίημα.
Για τον Δάντη δεν υπάρχει τίποτε τυχαίο στην ποίηση. Η ποιητική έμπνευση που δεν αποκλείεται καθόλου (ίσα ίσα, μάλιστα!) και που ακριβώς ως επινόηση, ως fictio, εκφράζεται με μέσα ρητορικά και μουσικά σημαίνει την άρση του τυχαίου: ό,τι είναι σκόρπιο (casu, casualiter) πρέπει με τη μεσολάβηση του συγγραφέα να γίνει τέχνη υποκείμενη σε κανόνες (ars regularis). Η λαϊκή γλώσσα, αυτή που αδιακόπως ομιλείται, αποτελεί το μόνο καθολικό εκφραστικό όργανο που μπορεί πρώτα να υπαχθεί σε κανόνες και κατόπιν να διαμορφώσει τους κανόνες της τέχνης των ποιητών, όπου αρμοδίως θα υπάγονται τα λυρικά προϊόντα τους.
Ο Δάντης μάς εντυπωσιάζει όχι μόνο με την τολμηρότητα κάποιων απόψεών του αλλά και με τον τρόπο που διανοείται. Το δάντειο σκέπτεσθαι και λογίζεσθαι δεν εδράζεται στην σχεδόν αταβιστικά επιβιούσα και από γενεάς εις γενεάν μεταφερόμενη στο δυτικό μυαλό μας επαγωγή, στην inductio, αλλά στην απαγωγή ή παραγωγή, στην deductio, όπου από μια γενική αρχή ή ιδέα, από ένα γενικό αξίωμα ή από έναν γενικό ορισμό συλλαμβάνονται βαθμηδόν οι ιδιότητες, η αιτία και η ουσία του ειδικού, του μερικευμένου γένους. Ενδεικτικά αναφέρω ένα παράδειγμα, όπου με μια άνευ προηγουμένου σφιχτότατη αρμολόγηση στοχασμών ο επιφανέστερος φιορεντίνος όλων των εποχών ξεκινά από την «τριπλή ψυχή» του ανθρώπου για να συνδέσει διαδοχικά: α) τη φυτική ψυχή (vegetabilis) με το ωφέλιμο, την υγεία και την πολεμική γενναιότητα, β) τη ζωική ψυχή (animalis) με το τερπνό, τον πόθο και το ερωτικό πάθος και γ) τη λογική ψυχή (rationalis) με το αγαθό, την αρετή και την ορθή βούληση, και, μετά τη σύνδεση αυτή, να εντάξει όλα τα στοιχεία στη Μέγιστη Κοινή, που έχει τον θρόνο της στα τραγικά τραγούδια των μεγάλων ποιητών, εκεί δηλαδή όπου απαντάται η υψηλή σύνταξη και το κορυφαίο λεξιλόγιο.
Ο Δάντης έγραψε το έργο του αυτό στα λατινικά. Η εκ πρώτης όψεως αντίφαση αίρεται διά του σκοπού του συγγραφέα, ο οποίος ήθελε να καταπιαστούν με το κείμενό του οι εγκρατέστατοι των γραμμάτων της εποχής του, και να μη το περιφρονήσουν ή το απορρίψουν μόνο και μόνο για δευτερευούσης σημασίας λόγους μορφής. Το ίδιο ας μου επιτραπεί ο παραλληλισμός δεν έκανε, άραγε, και ο ημέτερος Ιάκωβος Πολυλάς, που συνέγραψε τη Φιλολογική μας Γλώσσα στην καθαρεύουσα υπερασπιζόμενος την κοινή; Σημειωτέον δε ότι ο Πολυλάς μαζί με τον Διονύσιο Σολωμό και τον Ιούλιο Τυπάλδο υπήρξαν και το αποδεικνύουν ο καθένας με τον τρόπο του οι καλύτεροι μελετητές και εφαρμοστές των διδαγμάτων του πρυτάνεως των νέων ποιητών: του Δάντη Αλιγκιέρη.
Κάθε αράδα, μα κάθε αράδα του παρουσιαζόμενου εδώ βιβλίου αποτελεί και ένα δίδαγμα: και για τον ποιητή, και για τον φιλόλογο, και για τον γλωσσολόγο, και για τον κριτικό, και για τον πάσης κατευθύνσεως διανοητή. Αυτός εξάλλου είναι γνωστό... είναι ο χαρακτήρας των κορυφαίων πνευματικών έργων: να διδάσκουν και με την κάθε λέξη τους χωριστά. Αν θελήσουμε, ωστόσο, να ομαδοποιήσουμε τις διδαχές του Δάντη, μπορούμε να πούμε ότι η γλώσσα που μας έμαθε η μάνα μας (=αυτό που λέγεται κοινή ή δημοτική) είναι από την ίδια της τη φύση ασυγκρίτως ευγενέστερη της τεχνητής ή «γραμματικής» γλώσσας, η οποία στην περίπτωση της ιταλικής χερσονήσου είναι η λατινική: nobilior est vulgaris. Η ευγένεια της δημοτικής γλώσσας επ ουδενί εξαντλείται στο όποιο πρωτογενές επικοινωνικό επίπεδο, καθώς δεν αμφισβητείται ότι την κατανοούν όλοι ανεξαιρέτως· από τη συστηματική χρήση της σε όλα τα είδη του λόγου, προπάντων δε στον ποιητικό, ωφελούνται οι πάντες. Και τούτο, διότι το κεντρί της μπολιάζει τις ψυχές των ανθρώπων, τις κάνει ποιητικές, τους ανοίγει πλατιούς ορίζοντες δημιουργίας, με αποτέλεσμα να εμπλουτίζεται με νέο, με αναφανδόν ποιητικό υλικό ο ίδιος ο δημοτικός λόγος και να ευεργετείται έτσι και η χρήση της κοινής γλώσσας στο όποιο πρωτογενές επικοινωνικό επίπεδο. Ετσι «μορφώνεται» ο λαός, διότι συμμετέχει στην τέχνη των συγγραφέων, που έχουν και το χάρισμα και τη γνώση να ξεδιαλέγουν τα καλά από τα χύδην, να τα ευγενίζουν και να τα ξαναπροσφέρουν στο λαό.
Ο Νίκος Κούρκουλος είναι δοκιμασμένος μεταφραστής. Μεταφράζει, επί έτη συναπτά, δύσκολα κείμενα και, σχεδόν πάντα, από γλώσσες που βρίσκονται στο περιθώριο «επισήμων» γλωσσών (ουαλικά, γαλλικά των αποικιών, μεσαιωνικά λατινικά). Εδώ μας προτείνει για δεύτερη φορά έργο του Δάντη είχε προηγηθεί, το 1996, η «Νέα ζωή» από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Για άλλη μία φορά ο μεταφραστής όχι απλώς μεταδίδει, αλλά μετακενώνει την έμπεδη γνώση του περί τα πράγματα και περί τον συναφή πολιτισμό που μεταφέρει με τη γραφίδα του στα ελληνικά. Η λόγω του πραγματευομένου θέματος αναγκαστική λιτότητα του ύφους, που όμως υπονομεύεται τακτικώς από δόσεις χιούμορ γενναιότατες στο πρωτότυπο, βρίσκει στην ελληνική γλώσσα κατάλληλους τόπους υποδοχής και κομψότατες συστοιχίες. Τόσο η Εισαγωγή του μεταφραστή, τέλος, όσο και οι πάνω από 200 σημειώσεις του συντελούν στην απρόσκοπτη κατανόηση του πρωτοποριακού αυτού κειμένου της παγκόσμιας γραμματείας.
Γιώργος Κεντρωτής, ΤΟ ΒΗΜΑ, 07-10-2001