Η
απελευθέρωση του ποιητικού λόγου από τον έμμετρο στίχο κυριάρχησε κατά τον 20ό
αιώνα, όμως η υπερβολική και ανεπαρκής χρήση της προσωδίας αυτής μείωσε στο
ελάχιστο τη διαφορά της από την προσωδία του καθημερινού λόγου
Ν.
ΒΑΓΕΝΑΣ
Όλα
δείχνουν ότι, εδώ και καιρό, βρισκόμαστε σε μια κρίση του στίχου· ότι η μακρά
κυριαρχία του ελεύθερου στίχου έχει οδηγήσει την ποίηση σε ένα εκφραστικό
αδιέξοδο, ανάλογο με εκείνο στο οποίο είχε οδηγηθεί, κατά το τέλος του 19ου
αιώνα, ο (έμμετρος και ομοιοκατάληκτος) ποιητικός λόγος.
Η
προσωδιακή αλλαγή, η απελευθέρωση του ποιητικού λόγου από τον έμμετρο στίχο, η
οποία οδήγησε στη διαμόρφωση του ελεύθερου στίχου, ήταν βέβαια αποτέλεσμα των
πιέσεων της νέας ευαισθησίας, που εμφανίστηκε την εποχή του Διαφωτισμού και
αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα. Ασφυκτιώντας στα περιοριστικά σχήματα του έμμετρου
λόγου, τα οποία αντανακλούσαν την παλαιά τάξη της πρόσληψης του κόσμου και δεν
επέτρεπαν στη νέα ευαισθησία να εκφράσει ποιητικά όλη την κλίμακα του περιεχομένου
της περιεχομένου που είχε διαμορφωθεί από την ευοδούμενη αναζήτηση της
κοινωνικής ελευθερίας και τη ραγδαία διεύρυνση της γνώσης το ποιητικό βίωμα
χρειάστηκε να διαρρήξει τις έμμετρες μορφές για να επιτύχει εκείνον τον βαθμό
της εκφραστικής φυσικότητας, που είναι απαραίτητος για κάθε ποίηση που θέλει να
είναι ζωντανή.
Έτσι ο
20ός αιώνας σε ό,τι αφορά την ποίηση θα μπορούσε να αποκληθεί αιώνας του
ελεύθερου στίχου. Δημιουργούμενος κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα από
εκείνους τους ποιητές που απέβλεπαν σε μιαν εκ βάθρων ή σε μιαν ουσιαστική
ανανέωση του ποιητικού λόγου, ο στίχος αυτός θα εξαπλωθεί για να γίνει το κύριο
εξωτερικό χαρακτηριστικό (όμως με θεμελιώδεις εσωτερικές συνέπειες) εκείνης της
ποίησης που θα κυριαρχούσε στον δυτικό ποιητικό λόγο και που δηλώνεται στη
γλώσσα μας με την ονομασία νεοτερική.
Ο
ελεύθερος στίχος επετέλεσε το έργο το οποίο επεδίωκε: εκσυγχρόνισε την ποιητική
προσωδία διευρύνοντας την περιεκτικότητά της, επιτρέποντάς της να περιλάβει και
στοιχεία από περιοχές του «μη ποιητικού». Απομάκρυνε έτσι την ποίηση από τη
συμβατική διατύπωση, οδηγώντας την πιο κοντά στον καθημερινό λόγο, δίνοντάς της
μιαν ανεπιτήδευτη εκφραστική αμεσότητα.
Αλλά
όπως στη ζωή, έτσι και στην τέχνη τίποτε δεν παραμένει πάντοτε ανανεωτικό. Η εγκαθίδρυση
του ελεύθερου στίχου ως καθεστηκυίας προσωδιακής τάξεως και η μακρά (και σε
κάποιες περιπτώσεις όπως η ελληνική σχεδόν καθολική) χρήση του επέφεραν την
άμβλυνση της δυναμικότητάς του. Η χρήση του μετά την εποχή των μεγάλων
μοντερνιστών και των άξιων συνεχιστών τους, που κρατούσαν πάντοτε ανοιχτούς
τους διαύλους επικοινωνίας του με τον έμμετρο στίχο, παρουσιάζεται
προβληματική. Οι ποιητές εκείνοι γνώριζαν ότι η αντίφαση από την οποία
συντίθεται ο όρος ελεύθερος στίχος είναι φαινομενική· γνώριζαν ότι το νόημα του
επιθέτου «ελεύθερος», στο πλαίσιο του όρου, είναι μόνο εκ πρώτης όψεως αντίθετο
προς το νόημα της λέξης «στίχος» (που δηλώνει τάξη, πειθαρχία), και ότι
σημαίνει απλώς τον στίχο τον αποδεσμευμένο από την έμμετρη τάξη.
Γνώριζαν
δηλαδή ότι ο όρος ελεύθερος στίχος δεν σημαίνει απελευθέρωση από κάθε τάξη,
αλλά έναν στίχο (για την ακρίβεια, μια ποιητική προσωδία, αφού το πεδίο της
αποδέσμευσης από το μέτρο περιλαμβάνει και το πεζόμορφο ποίημα) συντεθειμένο με
μια τάξη διαφορετική από την παραδοσιακή: έναν στίχο γραμμένο με ένα νέο
«μέτρο», διαφορετικό από (ή όχι ίδιο με) το παλαιό όχι παραδεδομένο
αποκρυστάλλωμα μιας συλλογικής ποιητικής ευαισθησίας αλλά δημιουργούμενο κάθε
φορά από τον ίδιο τον ποιητή για τις ανάγκες της ατομικής του φωνής. Γνώριζαν,
με λίγα λόγια, ότι χωρίς «μέτρο», δηλαδή χωρίς την ιδιαίτερη προσωδιακή
ορχήστρωση (έμμετρη ή «ελεύθερη»), που θα έδινε στη γλώσσα εκείνη την κίνηση
που ονομάζεται ποιητικός ρυθμός, ο λόγος δεν μπορεί να γίνει ποιητικός.
Ένιωθαν, τέλος, ότι η κατασκευή του ελεύθερου «μέτρου» τους δεν προϋπέθετε τον
αποκλεισμό του έμμετρου στοιχείου, ότι, απεναντίας, το «παραδοσιακό» μέτρο
μπορούσε χρησιμοποιούμενο ως ένα από τα δομικά υλικά του στίχου τους να
συμβάλει στην καλύτερη κατασκευή του.
Όμως με
τους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών δεν συμβαίνει το ίδιο. Έχοντας ως άμεση
προσωδιακή τους παράδοση μόνο τον ελεύθερο στίχο και, ως εκ τούτου,
αποξενωμένοι σε μεγάλο βαθμό από το έμμετρο στοιχείο, οι ποιητές αυτοί (με
λίγες κατά περίπτωση εξαιρέσεις) γράφουν έναν ελεύθερο στίχο που καθόλου δεν
συνομιλεί (ή συνομιλεί ελάχιστα ή αδέξια) με το «παλαιό» μέτρο. Αλλά το μέτρο
αυτό είναι για την ποίηση ό,τι είναι για τη ζωγραφική το σχέδιο. Πόσο καλός
μπορεί να είναι ένας πίνακας αφηρημένης ζωγραφικής, όταν ο ζωγράφος του δεν
ξέρει να σχεδιάζει; Η ανεπαρκής χρήση (ή γνώση) του «σχεδίου» προκάλεσε την
εξασθένηση της προσωδίας του ελεύθερου στίχου, μειώνοντας στο ελάχιστο τη
διαφορά της από την προσωδία του καθημερινού λόγου. Η μείωση αυτή και ο κόρος
τον οποίο έχει επιφέρει η μακρά κυριαρχία του οδήγησαν τον ελεύθερο στίχο σε
μιαν άλλη συμβατικότητα, στη συμβατικότητα του επίμονα αντισυμβατικού.
Η κρίση
του ποιητικού λόγου που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες περισσότερο
στην Ελλάδα, όπου, όπως είπαμε, η κυριαρχία του ελεύθερου στίχου υπήρξε σχεδόν
ολοκληρωτική , κρίση που περιγράφεται ενίοτε με τους όρους ενός αδιεξόδου,
είναι στην πραγματικότητα κρίση του στίχου. Είναι μια κρίση που έχει βέβαια
προκληθεί και από εκείνο που περιγράφεται ως μεταμοντέρνα αντίληψη του κόσμου.
Αλλά γι' αυτό θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 26-11-2000
Η
κρίση του ποιητικού λόγου
Η
ελληνική ποίηση βρίσκεται σε μια ανεπανάληπτη σύγχυση που προκαλείται τόσο από
την ανεξέλεγκτη χρήση του ελεύθερου στίχου όσο και από τις θλιβερές επιπτώσεις
σε αυτήν του μεταμοντερνισμού
Ν.
ΒΑΓΕΝΑΣ
Στην
προηγούμενη επιφυλλίδα μου (26.11.2000) αναφερόμουν στην κρίση του ποιητικού
λόγου, την οποία δηλώνει η σημερινή κρίση του στίχου. Έλεγα ότι η ελλιπής
επικοινωνία σήμερα των περισσότερων ποιητών με το έμμετρο στοιχείο έχει
οδηγήσει σε έναν ελεύθερο στίχο ο οποίος δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί
ποίηση, αφού η προσωδία του ελάχιστα διαφέρει από την προσωδία του καθημερινού
λόγου. Και διατύπωνα την άποψη ότι η κρίση αυτή είναι οξύτερη στην ελληνική
ποίηση, όπου η κυριαρχία του ελεύθερου στίχου υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτική.
Η
σημερινή κρίση του ποιητικού λόγου απορρέει βέβαια από αιτίες σύνθετες. Είναι
κρίση που έχει προκληθεί όχι μόνο από εκείνους που γράφουν την ποίηση αλλά και
από εκείνους που γράφουν για την ποίηση. Και αποτελεί μέρος της γενικότερης
κρίσης στην οποία βρίσκονται σήμερα οι τέχνες, που είναι αποτέλεσμα της
σημερινής ιδιάζουσας σύγχυσης των αξιών. Όμως η σύγχυση στην οποία βρίσκεται
σήμερα ο ποιητικός λόγος φαίνεται να είναι μεγαλύτερη από εκείνη των άλλων
τεχνών, γιατί το υλικό της ποιητικής τέχνης περιέχει ένα ουσιώδες για την
ποίηση στοιχείο, το οποίο λείπει από αυτές: το διανοητικό νόημα των λέξεων. Η
σημερινή κρίση του στίχου επιβαρύνεται και με την προβληματική χρήση αυτού του
στοιχείου, πράγμα που την κάνει, αν όχι βαθύτερη, αισθητότερη.
Δεν
είναι τυχαίο ότι τα τελευταία πενήντα χρόνια δεν έχουν εμφανιστεί ποιητικά έργα
εφάμιλλα εκείνων της ακμής του μοντερνισμού. Όσο για την ελληνική εκδοχή της
κρίσης, θα λέγαμε τα εξής: ποτέ στα σοβαρά περιοδικά της προνεωτερικής περιόδου
δεν δημοσιεύονταν, αναλογικά, τόσοι ασήμαντοι στίχοι όσο σήμερα· καμία σοβαρή
εφημερίδα δεν θα αφιέρωνε όπως στις μέρες μας μιαν ολόκληρη σελίδα της για
να παρουσιάσει, ως ποιητικά σημαντικές, ερασιτεχνικές στιχουργικές
ενασχολήσεις. Διότι οι έμμετρες μορφές προϋπέθεταν τη γνώση κάποιων κανόνων
στιχουργίας, οι οποίοι σήμερα για τους περισσότερους όχι μόνο για εκείνους
που γράφουν στίχους δεν θεωρούνται απαραίτητοι.
Η
αίσθηση ότι ο ελεύθερος στίχος στις μορφές του των τελευταίων δεκαετιών οδήγησε
τον ποιητικό λόγο σε ένα τέλμα προκάλεσε σε αρκετούς την αντίδραση. Όπως
συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, η αντίδραση αυτή καθοδηγήθηκε από τη
νοσταλγία. Έτσι σε εκείνες τις γλώσσες του δυτικού κόσμου στις οποίες
εμφανίστηκε και επικράτησε ο ελεύθερος στίχος παρουσιάζεται σήμερα μια τάση
επιστροφής στις παλαιές έμμετρες μορφές, η οποία, σε κάποιες περιπτώσεις, έχει
πάρει τη μορφή κινήματος (λ.χ. στην περίπτωση των αμερικανών ποιητών που
αποκαλούνται νεοφορμαλιστές).
Ορισμένοι
λογοτεχνικοί κριτικοί συγχέοντας την τάση αυτή με ορισμένες, φαινομενικά μόνο,
ανάλογες αναζητήσεις της αρχιτεκτονικής (με την ανάμειξη, στο σημερινό
αρχιτεκτονικό σχέδιο, τεχνοτροπικών στοιχείων παλαιότερων εποχών), αναζητήσεις
που χαρακτηρίζονται από τους ιστορικούς της αρχιτεκτονικής ως η αρχιτεκτονική
έκφραση της έννοιας του μεταμοντέρνου, θεωρούν την επιστροφή στις έμμετρες
μορφές ως εκδήλωση της ίδιας αντίληψης στην ποίηση. Άποψη λανθασμένη, αν
σκεφτούμε ότι οι έμμετρες μορφές ενεργοποιούνται σήμερα για σκοπούς εντελώς
διαφορετικούς: ως επιστροφή στην αρμονική τάξη και οργανικότητα, ενώ στη
μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική, τα παλαιά και μάλιστα χρονικώς ετερόκλητα
στοιχεία χρησιμοποιούνται ως αντίδραση στην ενοποιητική και οργανική αντίληψη
της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Δεν είναι η επιστροφή στις έμμετρες μορφές εκείνο
που αποτελεί την έκφραση του μεταμοντερνισμού στην ποίηση αλλά το αντίθετο: η
μετάπτωση από την ελευθερόστιχη ποίηση του ακμαίου μοντερνισμού στα κείμενα του
ελεύθερου στίχου των τελευταίων δεκαετιών. Αναφέρομαι βέβαια σε όσα από τα
κείμενα αυτά έχουν επιγνώστως γραφεί σύμφωνα με τις επιταγές του μεταμοντέρνου
πνεύματος· της αντίληψης που έχει διαμορφωθεί από την (εν ονόματι της
υποτιθέμενης διάλυσης του υποκειμένου και αδυνατότητας διατύπωσης αποφάνσεων με
κάποια αντικειμενικότητα) πεποίθηση ότι τα όρια ανάμεσα στο ανώτερο και το
κατώτερο, στο σοβαρό και το μη σοβαρό, στην τέχνη και τη μη τέχνη δεν μπορούν
να εντοπιστούν. Τα υπόλοιπα από τα κείμενα αυτά που είναι και τα περισσότερα
είναι απλώς αποτυχημένα ποιήματα, κείμενα δηλαδή οι συγγραφείς των οποίων δεν
κατόρθωσαν να ικανοποιήσουν τις προσωδιακές προϋποθέσεις του ελεύθερου στίχου
(αρκετοί από αυτούς, βέβαια, θα πρέπει ανεπιγνώστως, ως ένα βαθμό, να έχουν
εισπνεύσει και το πνεύμα του μεταμοντέρνου).
Απέφυγα
να ονομάσω ποιήματα τα μεταμοντέρνων προδιαγραφών κείμενα σε ελεύθερο στίχο,
γιατί δεν πιστεύω ότι ποίηση χαρακτηριζόμενη από αυτές τις προδιαγραφές μπορεί
να υπάρξει. Και τούτο γιατί η ποίηση είναι το αντίθετο του μεταμοντέρνου. Η
ποίηση είναι οργανική μορφή. Η υποτιθέμενη απόρριψη αυτής της οργανικότητας,
την οποία διαπιστώνουν κυρίως φιλοσοφικής ή κοινωνιολογικής προελεύσεως
θεωρητικοί της λογοτεχνίας, δεν αποτελεί μια «στροφή του λογοτεχνικού "παραδείγματος"»
αλλά μια απόδειξη του τι μπορεί να συμβεί στη θεωρία της λογοτεχνίας, όταν
άνθρωποι με ανεπαρκή αίσθηση ή γνώση του ποιητικού φαινομένου ασχολούνται με
αυτό. Κανείς σοβαρός ποιητής δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει με αυτές τις
απόψεις, και κανείς σοβαρός ποιητής δεν έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό του
μεταμοντέρνο με την πραγματική έννοια του όρου (γιατί ο όρος στη λογοτεχνία
συχνά χρησιμοποιείται, λανθασμένα, για να δηλώσει και τάσεις οι οποίες, στην
πραγματικότητα, ανήκουν στον όψιμο μοντερνισμό).
Αλλά
για τις δυνατότητες εξόδου από τη σημερινή κρίση του στίχου θα μιλήσουμε στην
επόμενη επιφυλλίδα μας.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-01-2001
Η
επαναμάγευση του ποιητικού λόγου
*
Χρειαζόμαστε την απομάκρυνση από τη λιμνάζουσα «φυσικότητα» της σημερινής
ποιητικής γλώσσας
ΝΑΣΟΣ
ΒΑΓΕΝΑΣ
Κλείνω
τη σειρά των επιφυλλίδων μου για τη σημερινή κρίση του ποιητικού λόγου με τη
διατύπωση ορισμένων σκέψεων για τις δυνατότητες εξόδου από αυτήν. Έλεγα στις
προηγούμενες επιφυλλίδες μου ότι εκείνο που οδήγησε, τις τελευταίες δεκαετίες,
τον ελεύθερο στίχο στην ατονία, σε μια προσωδία που ελάχιστα διαφέρει από την
προσωδία του καθημερινού λόγου, είναι η ανεπαρκής συνομιλία του με την έμμετρη
προσωδία. Και υποδήλωνα ότι η έξοδος από την κρίση θα ήταν να ξαναγίνει η
ποιητική προσωδία πραγματικά ποιητική.
Ελπίζω
πως δεν θα παρανοηθώ· πως είναι σαφές ότι οι παρατηρήσεις αυτές είναι
περιγραφικές, όχι κανονιστικές. Γιατί η πορεία της ποίησης, και της τέχνης
γενικότερα, καθορίζεται από τις ποιητικές πράξεις των ποιητών, όχι από τις
θεωρητικές προτροπές των μελετητών της. Ωστόσο θα μπορούσαν να διατυπωθούν δύο
σκέψεις, συμπληρωματικές μεταξύ τους (αν όχι ταυτόσημες), οι οποίες, επειδή
απορρέουν από παρατηρήσεις ιστορικής περισσότερο φύσεως, προσδιορίζουν,
πιστεύω, δύο βασικές προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση:
1) Η κρίση
δεν μπορεί να ξεπεραστεί με την αναβίωση της παλαιάς έμμετρης προσωδίας, την
οποία επιχειρούν αρκετοί ποιητές τον τελευταίο καιρό. Γιατί η αναβίωση αυτή
έχει αναπόφευκτα τον χαρακτήρα μιας επιστροφής.
2) Καμία
προσπάθεια εξόδου από την κρίση δεν θα μπορούσε να ελπίσει πως θα αποβεί
αποτελεσματική, αν δεν έχει ως βάση της την εμπειρία του ελεύθερου στίχου.
Πιστεύω
πως είναι λίγοι εκείνοι που δεν αισθάνονται ότι χρειαζόμαστε μιαν επαναμάγευση
του ποιητικού λόγου: την απομάκρυνση από τη λιμνάζουσα «φυσικότητα» της
σημερινής ποιητικής γλώσσας. Με τον όρο επαναμάγευση δεν εννοώ την επανεισαγωγή
ενός «ποιητικού» λεξιλογίου ή την καλλιέργεια ενός εξηρμένου λόγου, αλλά την εκ
νέου ποιητικοποίηση μιας ποιητικής γλώσσας που έχει χάσει την ποιητική της
δύναμη. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό είναι, κατά τον
μεγαλύτερο βαθμό, προσωπική υπόθεση του κάθε ποιητή. Θα προσπαθήσω να διατυπώσω
ορισμένες προσωπικές σκέψεις επί του θέματος, οι οποίες, ως προϊόν των
αναζητήσεων μιας ποιητικής πρακτικής, ενδέχεται να ενδιαφέρουν περισσότερο απ'
ό,τι ένας θεωρητικός προβληματισμός.
Η
επαναμάγευση ενός ποιητικού λόγου δεν μπορεί να γίνει με τα μέσα του
παρελθόντος αλλά με βάση τα ποιητικά υλικά και τους ποιητικούς τρόπους του
παρόντος. Καθώς τα ποιητικά υλικά της εποχής μας εποχής συναισθηματικής
διάλυσης και σύγχυσης των αξιών δεν είναι τα υλικά με τα οποία συντίθενται οι
«μεγάλες αφηγήσεις» αλλά εκείνα με τα οποία καταγράφονται οι «μικρές»
εξιστορήσεις (με τα οποία, ωστόσο, μπορεί κανείς να συντηρήσει και να
αναδιατάξει το αίσθημα μιας αρχετυπικής οργανικότητας: το αίσθημα εκείνης της
βαθύτατης εσωτερικής αρμονίας, την αναζήτηση της οποίας θεραπεύει η τέχνη), η
επαναμάγευση του ποιητικού λόγου σήμερα δεν μπορεί να γίνει παρά με βάση το γλωσσικό
υλικό και τους τρόπους που υπαγορεύουν οι εξιστορήσεις αυτές. Δηλαδή με βάση
μια γλώσσα που θα καλλιεργεί μιαν ουσιώδη επικοινωνία με τον καθημερινό λόγο
(από τον οποίο πρέπει να τρέφεται, λιγότερο ή περισσότερο στην εποχή μας,
περισσότερο , κάθε ποιητική γλώσσα που θέλει να είναι ζωντανή) και τρόπους που
θα μπορούν να δώσουν ικανοποιητική και σύγχρονη ποιητική μορφή στο σημερινό
«πεζό» ποιητικό υλικό. Χρειαζόμαστε σήμερα μια ποιητική προσωδία περισσότερο
οργανωμένη, περισσότερο ορχηστρωμένη, που να μπορεί να παράγει ισχυρότερη
ποιητική ενέργεια με αυτό το υλικό.
Ο
δραστικότερος τρόπος για μια τέτοια αναδιάταξη είναι, πιστεύω, μια νέα
«εμμετροποίηση» του ελεύθερου στίχου. Υπογραμμίζω τη λέξη νέα και θέτω το
εμμετροποίηση εντός εισαγωγικών για να δηλώσω ότι δεν εννοώ την επιστροφή στις
παλαιές έμμετρες μορφές αλλά την έναρξη μιας νέας δημιουργικής συνομιλίας με
την έμμετρη προσωδία, ούτε την πιστή αναπαραγωγή της προσωδίας του ακμαίου
ελεύθερου στίχου αλλά τη δημιουργία ενός νέου «έμμετρου» ελεύθερου στίχου·
«έμμετρου» με την έννοια μιας προσωδιακής οργάνωσης ανάλογης με εκείνη του
ακμαίου ελεύθερου στίχου, η οποία όμως θα περιέχει σε ισχυρότερο βαθμό απ' ό,τι
το βρίσκουμε σε αυτόν, και σε νέες χρήσεις, το έμμετρο στοιχείο. Γιατί η
ποιητική ευαισθησία των μεταμοντέρνων μας καιρών διαφέρει από εκείνη της
ακμαίας μοντερνιστικής εποχής κατά τούτο: η έμφαση έπεφτε τότε στην έκφραση του
αισθήματος ενός ψυχικού διαμελισμού που ετελείτο ακόμη, ενώ σήμερα, που ο
διαμελισμός έχει φτάσει στο έπακρο, αυτό που προεξάρχει στο ποιητικό αίσθημα
είναι το αίτημα μιας νέας οργανικότητας.
Πιστεύω
πως ο καταλληλότερος σήμερα στίχος θα ήταν εκείνος που θα μπορούσε να εκφράζει
όχι μόνο τη σημερινή συναισθηματική διάλυση αλλά και ταυτόχρονα την ισχυρή
(ισχυρότερη από εκείνη της εποχής του ακμαίου μοντερνισμού) επιθυμία υπέρβασής
της: ένας στίχος που το προσωδιακό του κράμα δεν θα είναι το ίδιο με το κράμα
των έμμετρων και ελεύθερων προσωδιακών στοιχείων που χαρακτήριζε τον ακμαίο
ελεύθερο στίχο, διότι θα περιέχει αυτό το κράμα, αναδιατεταγμένο και με νέα,
ανεκμετάλλευτα ακόμη, στοιχεία αντλημένα από την έμμετρη προσωδία.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-03-2001
* Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.