Ο Γιώργος Σεφέρης ήταν ο πρώτος ποιητής που περιέγραψε την αληθινή Ελλάδα σ’ ένα ποίημα όπως το Μυθιστόρημα, αυτήν τη χώρα που ζούσαμε καθημερινά και φαντασιακά χωρίς ιδεαλισμό, επιγραμματικά, με πλάγιες αναφορές, με μια πικρή γεύση στο στόμα και μ’ ένα αίσθημα στειρότητας αλλά και με εφιαλτικά οράματα, που αναδύονται απ’ τον μύθο και την ιστορία που μας στοιχειώνει. Η μιζέρια η σημερινή απέναντι στο μεγαλείο του παρελθόντος, καπηλευμένο από μια κούφια ρητορεία, τώρα ένα νεκρό γράμμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανία, την έκσταση, το αδιέξοδο, τον πλούτο, τη φτώχεια, τη στενομυαλιά και την απουσία όλων αυτών που κάνουν τη ζωή μυστηριώδη και άξια να βιωθεί, στριμωγμένα σ’ ένα και μόνο όνειρο, τη φυγή και οδυνηρή επιστροφή σ’ έναν τόπο που μας έπνιγε, που μας διώχνει και μας κρατάει δέσμιους συναισθηματικά και πνευματικά με την τόσο μεγάλη του αρχαιότητα:
Α’
Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.
Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι […]
Η πρώτη ερώτηση εδώ είναι ποιοι ήταν αυτοί που περίμεναν τον άγγελο και ποιος είναι αυτός ο άγγελος και τι μηνύματα φέρνει, εκτός αν είναι άγγελος Κυρίου, και ποιοι αυτοί που γύρισαν στα σπίτια τους τσακισμένοι. Οι στίχοι μοιάζουν να αντιλέγονται, το «γυρίσαμε και το ταξιδέψαμε», δεν ξέρουμε ποιοι και από πού γύρισαν και γιατί ταξίδεψαν στον βοριά. Τα ερωτήματα αυτά αμέσως γεννάνε την απορία για ποιους μιλάει ο ποιητής. Να υποθέσουμε ένα άτομο που μιλάει στον πληθυντικό ή μια ομάδα ανθρώπων; Και γιατί αφού γύρισαν σπίτια τους να ταξιδέψουν μόλις ξύπνησαν, στον βοριά ξένοι;
Οι στίχοι μοιάζουν με μια παράταξη ψευδοαφηγηματική αλλά αποκομμένοι μεταξύ τους σαν να συναθροίζονται άσχετες φράσεις. Και γιατί ν’ αρχίσει το πανάρχαιο δράμα; Ποιο δράμα;
Και παρακάτω, το ποίημα συνοψίζει τα μοτίβα ολόκληρου του ποιήματος:
βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ’ άσπιλα φτερά των κύκνων που
μας πληγώναν.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας που
δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.
Το ποίημα έτσι ολιγόστιχο μοιάζει να αραδιάζει φράσεις άσχετες που όμως σχετίζονται με τους ρυθμούς και τον τόνο της γλώσσας.
Συνοψίζει το κύριο κλίμα ολόκληρου του ποιήματος. Ένας αέρας που μας τρελαίνει τις νύχτες, οι μέρες που δεν ξεψυχάνε, οι πληγές, η καταχνιά, η αγωνία και γιατί «τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής». Πού συμβαίνουν αυτά; Και τι σημαίνει εδώ το μιας τέχνης ταπεινής;
Ξεκινώντας απ’ το τέλος του ποιήματος, τα ανάγλυφα δεν μπορεί παρά να είναι μεταφορικά, τα ίδια τα κομμάτια του ποιήματος που θ’ ακολουθήσει. Ο ποιητής κάνει μια αρχική υπόκλιση δηλαδή σαν να ζητάει συγγνώμη στον αναγνώστη του. Μια σύμβαση συνηθισμένη σε έργα των προηγούμενων αιώνων.
Από εδώ καταλαβαίνουμε ότι το ποίημα πρέπει να διαβαστεί μεταφορικά μεν, αλλά οι αναφορές του στο περιβάλλον, στην ιστορία, στον μύθο είναι πραγματικές. Στον Βοριά οι μέρες πραγματικά δεν τελειώνουν, τα δειλινά τραβάνε σε μάκρος, ο αέρας μπορεί να είναι δυνατός και βέβαια οι συχνές καταχνιές είναι ακριβώς μέρος του βόρειου κλίματος.
Άρα ο βοριάς είναι μια χώρα όπως η Αγγλία, η Γαλλία όπου έμεινε ο ποιητής. Το πρώτο λοιπόν μέρος του ποιήματος αναφέρεται σε μια άλλη χώρα απ’ όπου ξεκινάει ο αφηγητής γυρίζοντας από κάπου πληγωμένος, και πάλι μεταφορικά, αλλά και ίσως έχει ειπωθεί ιστορικά η κρυπτική αναφορά στην Μικρασιατική έξοδο και επιστροφή. Πάντως αυτό είναι ένα φόντο, ένα παρασκήνιο του ποιήματος που καθορίζει το κλίμα του, την ελλειπτική κι αντιφατική τεχνική του μοντερνισμού.
Τα τρία κομμάτια του πρώτου ποιήματος αφορούν μια διαφορετική ομάδα ανθρώπων αλλά συνδέονται στον τόνο και το κλίμα που δημιουργούν την αναμονή μιας αγγελίας στο πρώτο μέρος που δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι. Αλλά αν δεν έρχεται αυτό που επέρχεται απ’ την αναμονή μπορεί να είναι ασφαλώς και καταστροφικό, είναι μια επιστροφή κακή, όπως οι νόστοι στον Όμηρο, ή όπως η Μικρασιατική εκστρατεία και από κει αρχίζει το ταξίδι προς τα βόρεια, μια διασπορά που καταλήγει σε μια δεύτερη επιστροφή να μας δώσει αυτό το ποίημα που ακολουθεί, «τα ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής».
Πράγματι η ιστορία μας είναι τόσο μεγάλη και γυρίζομε χαμένοι μεσ’ στα συντρίμμια της για τρεις τέσσαρες χιλιάδες χρόνια, χωρίς να μπορούμε να ανασυνδεθούμε εύκολα:
γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως το δικό μας
σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές πράξεις˙
θα μπορέσουμε;
Το άνισο μάκρος των στίχων μας επιστρέφει σε μια ανατολιτική τεχνοτροπία ύμνων απ’ την Παλαιά Διαθήκη ίσαμε τους βυζαντινούς ψαλμούς, που διαφέρει από την παραδοσιακή ποίηση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου ή δωδεκασύλλαβου. Παρ’ όλη την πεζολογική εμφάνιση των στίχων όπως στους αρχαίους ψαλμούς, η συγκινησιακή φόρτιση των λέξεων για έναν Έλληνα αναγνώστη είναι μεγάλη. Έχει αντιμετωπίσει αυτές τις υπαρξιακές καταστάσεις χωρίς καμιά απάντηση παρά κούφια λόγια από παιδική ηλικία. Το ποίημα αναδίδει μια υπαρξιακή κούραση που όσοι έχουν καταπιεστεί απ’ την κλασική αρχαιότητα έτσι όπως μας την εμφάνιζαν χωρίς δημιουργική αναδημιουργία το καταλαβαίνουν. Ότι ο Σεφέρης αντικρούει αυτό τον ψευτοηρωικό δονκιχωτικό δογματισμό ξένισε πολλούς που ζούνε με μια τέτοια ιδεολογία, ακόμα και σήμερα, και όσους αρνούνται να δούνε τα πράγματα χωρίς παρωπίδες, είτε από δεξιά ή αριστερά:
γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε
και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν,
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα,
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;
Οι νύξεις εδώ είναι διπλές, αναφέρονται μεν στη μάχη του Μαραθώνα, εκεί όμως βούλιαξαν οι Πέρσες όχι οι Έλληνες και τώρα βουλιάζουμε εμείς; Πώς συμβαίνει αυτό; Και τα τυφλά συντάγματα αναφέρονται σ’ ένα φρικτό επεισόδιο της βυζαντινής ιστορίας και στον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Η αλλαγή στον τρόπο αναφοράς εκπλήσσει και μερικοί αγανακτούν όταν συνδυάζονται τέτοια αντιηρωικά με ηρωικά της ιστορίας μας, όπως μας την παραδίδουν… Δεν λέω να μην αγαπάς τον τόπο σου. Αλλά είναι το πώς τον αγαπάς όταν βλέπεις μπροστά στα μάτια σου ότι τον καταστρέφουν από μέσα και από έξω.
Οι απορίες μου όταν πρωτοδιάβασα το ποίημα ήταν πολλαπλές, όπως τις περιέγραψα. Όσοι γνώριζαν τον Σεφέρη στη δεκαετία του τριάντα απόρησαν με την αλλαγή της τεχνικής του άνισου στίχου που χρησιμοποίησε, αλλά δεν αναρωτήθηκαν για το περιεχόμενο, τι σήμαινε, ούτε για το κλίμα που δημιουργούσε μιας στωικής απελπισίας μ’ επιγραμματικό ύφος. Η προσήλωση που αναφέρει στο περιβάλλον μοιάζει με μια προσευχή ή μιαν ευχή «να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα…», δηλαδή ένα δράμα με τραγικά συμβάντα όπως στην αρχαία τραγωδία, αλλά για να βρεθεί το σπέρμα αυτό είναι δύσκολο, και σημαίνει ότι χρειάζεται ένας απολογισμός, μια αναζήτηση που θα αποτελέσει το ποίημα ολόκληρο και μια εξήγηση ή αναφορά με μεταφορικούς όρους της αιτίας αυτής της δυσκολίας, λόγω των νέων περιστάσεων όπου εμβαπτίζεται ο ποιητής στην εποχή του, το νόημα, η τεχνική, η αποσπασματική έκφραση του μοντερνισμού για την οποία θα απολογηθεί και πάλι στο δοκίμιο για την ποίηση, εφόσον με τη σειρά τους θα προκύψουν αντιρρήσεις και κριτικές συζητήσεις.
Και η πρώτη αντίρρηση ήταν ότι το ποίημα είναι σκοτεινό. Δεν ξεκαθαρίζει τι εννοεί για τον απροειδοποίητο αναγνώστη αλλά και για τον κριτικό που συνήθισε ένα άλλο είδος ποίησης. Πολλά χρόνια αργότερα προκύπτει ακόμα το θέμα της σκοτεινότητας και του παραλόγου στην ποίησή του, στα οποία έχει προστεθεί η απαισιοδοξία. Παρόλο που μια ομάδα ανθρώπων με ευαισθησία αναγνώρισαν ότι γενικά το ποίημα αφορά την κατάσταση του Έλληνα και το βίωμα του τόπου του ως ένα σύμβολο εφιαλτικής παρακμής και κατάρρευσης που κατέστησε τον Σεφέρη απρόσιτο στο ευρύ κοινό.
Παρόλα αυτά και κανένας δεν το ήξερε τότε, αλλά ο Εμπειρίκος ποιητής με τόσο διαφορετικό προσανατολισμό, αναγνώρισε την αξία του Μυθιστορήματος, και το μετέφρασε μάλιστα ολόκληρο στα αγγλικά πολλά χρόνια πριν από μένα και τους Άγγλους Ντάρρελ και Μπέρναρντ Σπένσερ, απ’ το 1943-1948, ο πρώτος σε συνεργασία με τον Γιώργο Κατσίμπαλη, ο δεύτερος σε συνεργασία με μένα. Τον Σεφέρη τον είχα μεταφράσει και προηγουμένως ανεξάρτητα από μόνος μου, δημοσιευμένα στο περιοδικό New Writing.
Τα συμβολικά μοτίβα του Σεφέρη είναι συχνά οι φίλοι, οι σύντροφοι. Ο παλιός Φίλος. Το περιβόλι, η σπηλιά, τα αγάλματα, το ποτάμι, τα σπασμένα μάρμαρα, οι μεγάλες πέτρες, οι πικροδάφνες, τα πρόσωπα χαμένα μέσα σ’ ένα στεγνό στείρο τοπίο, ένα διάλειμμα με πλατάνια και οι γυναικείες μορφές που αναδύονται και εξαφανίζονται όπως τα νησιά, οι τραγικές κολόνες, τα καινούργια λατομεία, και πέρα απ’ όλα αυτά η άλλη ζωή, η μοναξιά, η ξενιτιά. Αυτά περιέχονται αναλόγως στο ποίημα σε μια ατμόσφαιρα βροχής, ανέμου και συννεφιάς.
Η χρήση αυτών των συμβόλων είναι ελεγειακή, όπως ένας θρήνος. Μόνο που εισάγει για πρώτη φορά το ελληνικό τοπίο των νησιών και των βουνών μέσα στην εγκατάλειψη που εκφράζει το ποίημα, και στην αβεβαιότητα για το τι είναι ο τόπος, η πατρίδα και τα πρόσωπα που τον αποτελούν.
Μια τέτοια συνάθροιση συμβόλων, μοτίβων, επινοήσεων, πρώτη φορά εμφανίζεται στην ελληνική ποίηση και δικαίως προκάλεσε αντιδράσεις, έκπληξη, αλλά και αναγνώριση χωρίς αναγκαστικά κατανόηση του ποιήματος. Ήταν σαν να έβαζε κάποιος έναν ακρογωνιαίο λίθο σ’ ένα οικοδόμημα ακόμα ανύπαρκτο.
Οπότε είναι δύσκολο για τον αναγνώστη που δεν έχει όπως οι περισσότεροί μας προηγούμενα για να συγκρίνει την ανάλογη τεχνική, το ύφος, τουλάχιστον στην ελληνική ποίηση. Τα πρότυπα θα πρέπει να βρεθούν στην ξένη ποίηση της εποχής, στον Ενρύ Μισώ, τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Ιρλανδό Γέητς, τον Απολλιναίρ, τον Βαλερύ, τον Ζαρρύ, τον Ρεμπώ, τον Πόε, και βέβαια τους Γάλλους υπερρεαλιστές, ώς ένα βαθμό και τους Άγγλους μοντερνιστές, Ώντεν, Σπέντερ, Μακ Νις, Ντύλαν Τόμας, Ντάρρελ. Στο πεζό στους Προυστ και Τζόυς. Και στο θέατρο του Πιραντέλλο. Με άλλα λόγια στη σύγχρονη ποιητική και πεζογραφία με την οποία ευθυγραμμίζεται η νέα ποίηση του Σεφέρη, και η μοντερνιστική του ποιητική θεωρία για τη χρήση του παραλόγου και της σκοτεινότητας, που ταιριάζει με τα κριτικά γραπτά των Μαλλαρμέ, Βαλερύ, Έλιοτ.
Μια τέτοια καλλιέργεια θα δώσει τους καρπούς της και με άλλους Έλληνες ποιητές, όπως ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης, ο Κάλας, ο Εγγονόπουλος, ο Γκάτσος, ο Αντωνίου, ο Σαραντάρης, ο Μάτσας, και στο πεζό ο Κοσμάς Πολίτης, κυρίως με την τζοϋσιανή «Ερόικα» και ορισμένα αφηγήματα, και ο Θεοτοκάς με την «Αργώ».
Η χρήση της ελληνικής μυθολογίας στις δεκαετίες ’30-’40 γενικεύεται με μοντερνιστικό τρόπο. Τον στηρίζουν τα περιοδικά Κύκλος, Τα Νέα Γράμματα, το Τετράδιο. Βγαίνουν τα Γραπτά του Εμπειρίκου, οι Προσανατολισμοί του Ελύτη, η Αμοργός του Γκάτσου, ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, και νέα ποιήματά του.
Αναγνωρίζεται ο Καβάφης ως πρόδρομος του μοντερνισμού, και ο Σικελιανός του υπερρεαλισμού. Νεοσυμβολιστές όπως ο Ουράνης, ο Καρυωτάκης, ο Ρίτσος, ο Καββαδίας και άλλοι, ενεργούν ως προάγγελοι του κλίματος ή προσαρμόζονται στον μοντερνισμό.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο Σεφέρης με την βαθιά του μόρφωση φαντάζει ως σκοτεινός αστέρας και αποτελεί τρόπον τινά τη συνείδηση της εποχής. Ο ίδιος βλέπει με ενθουσιασμό στην εξορία του, όπως μου είπε στο Κάιρο, την καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας, όταν του έφερα ένα τελευταίο τεύχος των επανεκδομένων Νέων Γραμμάτων του 1944.
Ο Σεφέρης αγαπούσε τον τόπο του και τους ανθρώπους, αλλά όταν έβλεπε να τον καταστρέφουν ανόητοι και αλαζόνες πολιτικοί, στρατιωτικοί και εκπαιδευτικοί, στράφηκε στους απλούς ανθρώπους, στον Μακρυγιάννη, στον Ερωτόκριτο που του απαγγέλνανε ψαράδες, στον Θεόφιλο, στα δημοτικά τραγούδια, σαν ένα αντίβαρο για το ξεχαρβάλωμα που έβλεπε γύρω του. Μια αστική τάξη στενοκέφαλη, μια ποιητική παράδοση που στέρευε, με κριτικούς απληροφόρητους στην πλειοψηφία τους, ανθρώπους κατεχόμενους από κομματικούς φανατισμούς.
Η αντίδρασή του ήταν το Μυθιστόρημα, μια υπερπραγματική ποίηση, ριζωμένη όμως στον κόσμο. Με άλλα λόγια, με απλή γλώσσα να παρουσιάσει την κατάσταση του τόπου με την ευαισθησία του, και τη γνώση ενός καινούργιου ποιητικού τρόπου, μιλώντας απευθείας, χωρίς το κατασκευασμένο ποιητικό ιδίωμα του παρελθόντος. Μέσα στον εφιαλτικό κόσμο που περιγράφει άφησε ωστόσο ένα παράθυρο ελπίδας, που ήταν μαζί και μια κριτική για την έλλειψη βλέμματος στους συγχρόνους του:
Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
Αθήνα Οκτώβριος 2011
Νάνος Βαλαωρίτης