Επέτειο έχουμε σήμερα, μαζί κι αργία, ταιριάζει να ανεβάσουμε κάτι επετειακό και λογοτεχνικό ή έστω λογοτεχνίζον. Με τον κίνδυνο να κατηγορηθώ για έλλειψη πρωτοτυπίας, διάλεξα και φέτος να παρουσιάσω ακριβώς ό,τι και πέρυσι, δηλαδή ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, γραμμένο τις πρώτες μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου. Όχι βέβαια το
ίδιο χρονογράφημα
με αυτό που παρουσίασα πέρυσι, ένα άλλο, αλλά και πάλι γραμμένο τις ίδιες μέρες και δημοσιευμένο στην εφημ. Πρωία, στη στήλη “Τέχνη και ζωή” που κρατούσε ο Κ. Βάρναλης.
Θυμίζω ότι ο Βάρναλης, όταν απολύθηκε από τη μέση εκπαίδευση εξαιτίας της εμπλοκής του στα Μαρασλειακά, στράφηκε για βιοπορισμό στη δημοσιογραφία -και από αυτό το επάγγελμα πήρε τελικά σύνταξη, το 1958 από την Αυγή. Στην εφημερίδα Πρωία πήγε το 1937 (πρωτύτερα δούλευε στο λεξικό της). Εξαιτίας της δικτατορίας του Μεταξά, τα άρθρα του Βάρναλη στην Πρωία, αν και ξεχώριζαν για το ύφος τους, δημοσιεύονταν αρχικά ανυπόγραφα και στη συνέχεια με Α-Ω. Ο Βάρναλης έγραφε φιλολογικά κυρίως άρθρα, αλλά όταν το 1939 πέθανε ο Γ. Σερούιος, που έγραφε το χρονογράφημα, ο Βάρναλης ανέλαβε να γράφει εκείνος το καθημερινό χρονογράφημα, που είχε τον γενικό τίτλο “Τέχνη και ζωή” -και το υπέγραφε ΤκΖ. Κατά μια περίεργη σύμπτωση, που δεν ξέρω αν έχει δοθεί η εξήγησή της, αρχίζοντας από το χρονογράφημα της 27ης Οκτωβρίου 1940, μια μέρα πριν ξεσπάσει ο πόλεμος δηλαδή, ο ποιητής άρχισε να υπογράφει τα χρονογραφήματά του με το πραγματικό του όνομα! (Να προεξοφλούσε άραγε το ξέσπασμα του πολέμου και άρα τη χαλάρωση της λογοκρισίας; )
Πολλά από τα χρονογραφήματα του Βάρναλη στην Πρωία την περίοδο 1939-40 είναι αξιόλογα φιλολογικά, κριτικά και αισθητικά δοκίμια, και αρκετά από αυτά τα έχει συμπεριλάβει ο Βάρναλης στα “Αισθητικά-Κριτικά” του δείχνοντας ότι δεν τα θεωρούσε εφήμερα (όπως σχεδόν εξορισμού θεωρείται το χρονογράφημα). Φυσικά, από τις 28 Οκτωβρίου και μετά, τα χρονογραφήματα επιστρατεύονται κι αυτά στην πολεμική προσπάθεια, αν και σε αρκετά υπάρχει και πάλι η φιλολογική παράμετρος.
Το χρονογράφημα που θα δούμε σήμερα δημοσιεύτηκε στην Πρωία στις 9 Νοεμβρίου 1940. Ο Βάρναλης, χρησιμοποιώντας τη σάτιρα, περιγράφει τι θα συνέβαινε κατά τη γνώμη του αν η Ελλάδα συμφωνούσε με τους όρους του ιταλικού τελεσίγραφου. Αν και τα σενάρια εναλλακτικής ιστορίας δεν είναι δυνατό να δοκιμαστούν στην πράξη, νομίζω ότι οι προβλέψεις του Βάρναλη είναι απόλυτα βάσιμες.
Μονοτονίζω και εκσυγχρονίζω την ορθογραφία (που δεν είχε μεγάλες διαφορές από τη σημερινή). Εκδοτική Τράπεζα είναι ο πρόγονος της Τράπεζας Ελλάδος, αν δεν κάνω λάθος.
Το χιούμορ του τελεσιγράφου
Η βαθύτερη έννοια του Ιταλικού τελεσιγράφου ήτανε χιουμοριστική. Ο κ. Τσιάνο σαν διπλωμάτης άλλα έγραφε κι άλλα εννοούσε. Αν θελήσουμε να μεταγράψουμε σε γλώσσα ρεαλιστική το κείμενο του μνημειακού αυτού εγγράφου, θα το ιδούμε να λέει περίπου τα εξής:
«Κυρία Ελλάδα,
Επειδή κάθεσαι στ’ αυγά σου και δεν κουνιέσαι, αυτό αποδείχνει πως επιβουλεύεσαι την ασφάλεια της γενναίας Ιταλίας, που αυτήν τη στιγμή μάχεται για όλους τους μικρούς λαούς πώς να τους βουτήξει. Αν δεχόσουνα να υποταχθείς στην Ιταλία θ’ απόδειχνες πως σέβεσαι την αρχή της ουδετερότητος. Αλλά τα μεγάλα κράτη έχουνε το χρέος να προλαβαίνουνε τα αμαρτήματα των μικρών. Και οι μικροί —είναι τιμή τους να τούς αλυσοδένουν και να τους ληστεύουν οι μεγάλοι. Για καλό λοιπόν δικό σου ξύπνα η ώρα τρεις μετά τα μεσάνυχτα για να μάθεις εγκαίρως, πως μετά τρεις ώρες «θα κάμψω την Αντίστασή σου διά των όπλων». Θα καταλάβω μερικά στρατηγικά σημεία σου, όσα και όποια θέλω, για εγγύηση της ουδετερότητός σου.
Μετά τη μεγάλη αυτή θυσία, που θα κάνω για χατίρι σου, είναι φυσικό να μου δείξεις μοναχή σου την καλή σου θέληση και να μου παραδώσεις όλον τον οπλισμό και τα άλλα εφόδια του στρατού σου: κανόνια, αεροπλάνα, τουφέκια, πυρομαχικά, αυτοκίνητα, άλογα, ρουχισμό, αφού εσύ θα κάθεσαι μακάρια κι εγώ θα πολεμώ για το συμφέρο σου. Ύστερα θα μας παραδώσεις και τα πολεμικά σου καράβια για να μη σου τα πάρουν οι Εγγλέζοι.
Αλλ’ αφού τα «φιλικά» στρατεύματα της Ιταλίας θ’ ανδραγαθούνε χασομερώντας στη χώρα σου, είναι λογικό να τα τρέφεις εσύ, αφού για σένα θα αποφεύγουν τον πόλεμο. Αλλά δεν φτάνει μονάχα να τα θρέφεις. Για εγγύηση των ειλικρινών σου προθέσεων πρέπει να μας παραδώσεις όλα σου τα αποθέματα σιταριού, κρέατος, βουτύρου, πατάτας, ρυζιού, μακαρονιών κτλ. και για να μη γίνεται καταστρατήγηση αυτού τού σωτηρίου μέτρου, κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ ο στρατός μου θα κάνει έρευνα στις κουζίνες των σπιτιών για να βεβαιώνεται αν μαγειρεύουνε ή όχι φαγί οι πολίτες σου· γιατί ένα τέτοιο πράγμα θα είναι κλοπή εις βάρος της Ιταλίας, και φυσικά ο τέντζερης θα κατάσχεται.
Αλλά η πρακτική φροντίδα του Ντούτσε δεν περιορίζεται σε τέτοια προσωρινά μέτρα ασφαλείας. Θέλει ν’ αναγεννήσει ριζικά το λαό σου και να σταθεροποιήσει για πάντα την οικονομική του ύπαρξη. Γι’ αυτό θα μου παραδώσεις όλο το συνάλλαγμα της Εκδοτικής σου Τραπέζης, καθώς και όλα τα δαχτυλίδια, τα ρολόγια, τις καδένες και τα σκουλαρίκια των υπηκόων σου κι εγώ θα σου δώσω απέναντι χάρτινες λιρέτες. Κι όποιος θα δυστροπεί να δέχεται στις συναλλαγές του την τίμια λιρέτα, αυτός θα θεωρείται συνωμότης εναντίον της Ιταλικής προστασίας και θα τουφεκίζεται. Γιατί θα ήτανε έγκλημα ασυγχώρητον η Ιταλία να θέλει το καλό της Ελλάδας κι η Ελλάδα να μη θέλει το καλό το δικό της.
Αλλ’ αν, κυρία Ελλάδα, έχεις την αδιακρισία να μάθεις πότε θα φύγει ο στρατός μου, θα έπρεπε να σεβαστείς τη φημισμένη εξυπνάδα σου και να μη ρωτάς. Βλέπεις, πως στο τελεσίγραφό μου ορίζω με το καλαντάρι και με το ρολόγι στο χέρι τι μέρα και τι ώρα θα μπω στη χώρα σου, μα δε λέω λέξη πότε θα βγω. Αυτό θα πει, πως η κατοχή μου θα έχει την «προσωρινότητα» της κατοχής των Δωδεκανήσων. Αν ακόμα δεν έφυγα από κει, φταίνε οι ξεροκέφαλοι νησιώτες, που αργούνε τόσο να γίνουν Ιταλοί. Αν εσείς γίνετε Ιταλοί νωρίτερα, θα φύγουμε και νωρίτερα. Και για το καλό του λαού σου, δηλαδή για να συντομέψουμε το χρόνο της κατοχής μας, δεν θα επιτρέπονται πια ούτε ελληνικά σκολειά ούτε ελληνικά βιβλία ούτε ελληνικές εφημερίδες —όπως κάναμε και στα Δωδεκάνησα. Έτσι θα «αποπτύσουν» τα παιδιά σου την άθλια καταγωγή τους και γίνουν «ανθρώποι», δηλαδή τέκνα της γενναίας Ιταλίας, που πάντα μεγάλωσε με τη λεία και δοξάσθηκε με την ήττα.
Κι αφού σας απαλλάξουμε απ’ όλα τα επίγεια και μάταια υλικά αγαθά, θα σάς δίνουμε κάθε μέρα απ’ εκείνο το ανεκτίμητο αγαθό, που βγήκε από τον Παράδεισο κι οδηγεί στον Παράδεισο…»
Αυτά πάνου κάτου έλεγε το τελεσίγραφο κάτου από τη συμβολική του φρασεολογία. Ένα πράμα μονάχα δεν όριζε: αν οι γενναίοι φασίστες θα μπούνε στην Ελλάδα όπως μπήκε κάποτε ο συμπατριώτης τους ο Μπερτόλδος στο δωμάτιο του βασιλιά του: με τη ράχη.