Νεωτερισμοί που χαρακτηρίζουν την πεζογραφία του μοντερνισμού και τη διαφοροποιούν από τη ρεαλιστική πεζογραφία
Εργασία της Νότας Χρυσίνα
Το ρεύμα του
μοντερνισμού (ή «νεωτερική τέχνη») χρονολογείται μεταξύ 1910 και 1940,
κορυφώνεται το 1920. Αποτελεί την αισθητική έκφραση της νεωτερικότητας.[1]
Εκφράζει τις αντινομίες της νεωτερικότητας προβάλλοντας ταυτόχρονα το αίτημα
για πρωτοτυπία και ριζική ανανέωση στην τέχνη. Ο μοντερνισμός ως ρεύμα δεν
είναι ενιαίος και μονοσήμαντος, αλλά ποικίλος και πολυμέτωπος. Εκπροσωπείται
από συγκεκριμένες καλλιτεχνικές ομάδες με διακηρύξεις και ακραία πειραματική
διάθεση, τις αποκαλούμενες πρωτοπορίες (avant –gardes) και από μεμονωμένους συγγραφείς οι οποίοι αποκαλούνται
«μοντερνιστές» και τάσσονται υπέρ της ριζικής καινοτομίας αλλά διατηρούν στενή
και επιλεκτική σχέση με την παράδοση. [2]
Η παράδοση
λειτουργεί ως ένα είδος σταθεράς καθώς στην σύγχρονη κοινωνία έχουν διαλυθεί οι
βεβαιότητες και οι παραδοσιακές δομές και σχέσεις. Οι θεωρίες του Φρόυντ για το
ασυνείδητο, η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν και η βιταλιστική θεωρία του
Ανρί Μπερξόν κλόνισαν συθέμελα πεποιθήσεις για τη δυνατότητα γνώσης του
υποκειμένου, του χώρου, του χρόνου και του αντικείμενου κόσμου.[3]
Η συνειδητή αναζήτηση της αντικειμενικής
αλήθειας και η πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας στην οποία στόχευε η
ρεαλιστική πεζογραφία δεν μπορούσε να εκφράσει την ρευστότητα και τον
κατακερματισμό της πραγματικότητας της σύγχρονης ζωής και του μοντέρνου
ανθρώπου.[4]
Σύμφωνα με τον ρεαλιστή Σταντάλ («Το
μυθιστόρημα είναι ένας καθρέπτης που ταξιδεύει στον κόσμο»).[5]
Η ρεαλιστική γραφή είχε θέμα την
περιγραφή της καθημερινότητας του αστικού κόσμου μέσα σε ένα αυστηρό ορισμένο
χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο παρουσιάζονταν και δρούσαν οι ήρωες. Αντίθετα, η
πεζογραφία του μοντερνισμού εστιάζει στην υποκειμενική πρόσληψη της
πραγματικότητας καθώς ο εαυτός θεωρείται διασπασμένος, αντιφατικός και
πολλαπλός.[6]
Ο χρόνος και η υλική πραγματικότητα δεν αποτελούν πια σταθερές και αμετάβλητες
αλήθειες, αλλά μεταβάλλονται σύμφωνα με την προοπτική θέασης και την ατομική μνήμη.[7]
Συγκεκριμένα, η μοντερνιστική
γραφή δεν είναι πλέον γραμμική και τελεολογική ούτε ντετερμινιστική αλλά
ακτινωτή και εμπεριέχει διάφορες χρονικότητες τις οποίες εισάγουν συνήθως οι
αναμνήσεις του υποκειμένου.[8]
Η υποκειμενικότητα της πρόσληψης της πραγματικότητας
εκφράζεται μέσα από την «ροή της συνείδησης» και κυρίως με την αφηγηματική
τεχνική του «εσωτερικού μονολόγου». Επίσης, η αποσπασματικότητα, η
ελλειπτικότητα, οι υπαινιγμοί, οι μεταφορές, οι επαναλήψεις, η αντιπαράθεση
ασύνδετων εικόνων και η παραβίαση των γραμματικών και συντακτικών κανόνων
μεταφέρουν την εικόνα του αλλοτριωμένου μοντέρνου υποκειμένου και την εικόνα της πραγματικότητας η οποία
βιώνεται ως ρευστή, πολυδιάστατη και τελικά απροσπέλαστη.[9]
Η περιγραφή του εξωτερικού
περιβάλλοντος δεν αποτελεί πια στόχο της γραφής αλλά δίνεται έμφαση στον
εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων, ο οποίος, μερικές φορές, προβάλλεται στον
εξωτερικό κόσμο όπως στο έργο του Τζέημς Τζόυς.[10]
Οι χαρακτήρες διαγράφονται
ατελώς. Τα πρόσωπα δεν προσδιορίζονται βάσει των λεγομένων, της δράσης ή της
εξωτερικής τους εμφάνισης αλλά απεικονίζονται μέσα από τις σκέψεις τους, τις
ψυχικές εντάσεις αλλά κυρίως μέσα από τις σκέψεις των άλλων για εκείνα.[11]
Ο παντογνώστης αφηγητής με το
αμερόληπτο ύφος της ρεαλιστικής πεζογραφίας έχει αντικατασταθεί από την πολυπρισματική
θέαση της πραγματικότητας που προσφέρουν διαφορετικά πρόσωπα αλλά και οι
μεταβολές στην αντίληψη του ίδιου του υποκειμένου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με
την εναλλαγή «εσωτερικού μονολόγου» διαφορετικών χαρακτήρων. Επίσης, απεικονίζεται
το κατακερματισμένο εφήμερο παρόν και ο πλούτος των εμπειριών οι οποίες δεν
είναι δυνατόν να μεταφερθούν παρά μονάχα ως «αποσπασματικός» λόγος ή ακόμα με
αποσιωπήσεις. Οι λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν τις έννοιες που περιέχονται στην
συνείδηση του υποκειμένου σύμφωνα με τον
Κάφκα στο έργο του οποίου το παράλογο συγκροτεί ένα νέο σύστημα αξιών.[12]
Πολλούς μοντερνιστές συγγραφείς
τους απασχολεί ο χρόνος και η συνείδηση και καταφεύγουν σε έναν αφηγηματικό
λόγο χωρίς δράση και πλοκή όπως για παράδειγμα ο Προυστ. Η «παθητική μνήμη» ανασύρει
το παρελθόν και συνδέει τον ήρωα με την αιωνιότητα και την αθανασία.[13]
Η αθανασία προσεγγίζεται και
μέσα από τον άχρονο μύθο και την «μυθική μέθοδο» αλλά και με την τεχνική της διακειμενικότητας
η οποία συνδέει το παρόν με το παρελθόν. Επίσης, η διακειμενικότητα συνδέει τα
διαφορετικά είδη λογοτεχνίας αλλά γίνεται και αναφορά σε πολιτισμικές και
ιστορικές πηγές.[14]
Ο στόχος της ρεαλιστικής
πεζογραφίας να επιτελέσει κοινωνικό και πολιτικό ρόλο ασκώντας κριτική στην
αστική τάξη και τα προβλήματα μοντέρνας ζωής στον μοντερνισμό έχει
αντικατασταθεί από την κραυγή αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου, την αναζήτηση του
ωραίου, μέχρι τα όρια του νοσηρού, και την δημιουργία «τέχνης για την τέχνη». Καθώς
η τέχνη έχει αναχθεί σε απόλυτη αξία προβάλλεται
η ίδια η τέχνη ως αντικείμενο του εαυτού της μέσα από την τεχνική της αυτοαναφορικότητας,
συζητάει με τον εαυτό της και «ανακηρύσσεται» σπουδαιότερη από την ζωή. Σύμφωνα
με τον Όσκαρ Ουάιλντ «[ό]λη η τέχνη
ουσιαστικά δεν έχει καμία χρησιμότητα».[15]
Ο μοντερνιστής πεζογράφος
μπορεί να πάρει πολιτικοποιημένη ή απολιτική στάση και να διαχειριστεί την
«κρίση» του σύγχρονου ανθρώπου με μια στροφή προς τα έσω, μια νέα εσωτερικότητα,
καθώς αντιμετωπίζει την λογοκρισία αλλά και τον φόβο μπροστά σε μαζικά κινήματα
όπως ο ναζισμός και ο κομμουνισμός.[16]
Τα θέματα που εξερευνά ο
μοντερνισμός αφορούν την ρευστότητα του χρόνου, την μνήμη, την συνείδηση, την
δυνατότητα πρόσληψης της πραγματικότητας μέσα από την αντιφατικότητα. Η
πραγματικότητα τοποθετείται στα όρια ψευδαίσθησης και αλήθειας, ασυνείδητου και
συνειδητού.[17]
Διερευνά επίσης την ατομική εσωτερικότητα, το παρελθόν, την συνείδηση και το
ασυνείδητο, την βαθύτερη ενότητα των πραγμάτων όπως αναδύονται μέσα από τα
όνειρα, τους στοχασμούς και τις αναμνήσεις.[18]
Η σεξουαλικότητα και η έκφρασή της αποτελούν κεντρικό θέμα των μοντερνιστών ως
αποδοχή της ολοκληρωμένης ταυτότητας του υποκειμένου ή της αναζήτησής της ακόμη
και της άρνησης που οδηγεί στην αρρώστια και τον θάνατο όπως στη νουβέλα του Τόμας
Μαν «Ο Θάνατος στη Βενετία».
[1] Βλαβιανού Α. κ.ά., «Το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα: Εκφάνσεις του
Μοντερνισμού» στο Ιστορία της Ευρωπαïκής Λογοτεχνίας. Ιστορία της Ευρωπαïκής Λογοτεχνίας από τις
αρχές του 18ου αιώνα έως τον 20ό αιώνα, τόμος Β, επιμ. Προβατά Δ., εκδ.
Ε.Α. Π., 2η έκδοση, Πάτρα 2008, σελ. 240.
[5] Βλαβιανού
Α. κ.ά., «Το δεύτερο
ήμισυ του 19ου αιώνα: Από
τον ρεαλισμό στον συμβολισμό» στο Ιστορία της Ευρωπαïκής
Λογοτεχνίας. Ιστορία της Ευρωπαïκής
Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου αιώνα έως τον 20ό αιώνα, τόμος Β, επιμ.
Προβατά Δ., εκδ. Ε.Α. Π., 2η έκδοση, Πάτρα 2008,σελ.153.
[12]΄Ο.π., σελ. 264.
[17] Travers M., Εισαγωγή
στη Νεότερη Ευρωπαική Λογοτεχνία, από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο,μτφρ.
Ναούμ Ι- Παπαηλιάδη Μ., επιμ. Καγιαλής Τ.,
εκδ. Βιβλιόραμα, 2η
έκδοση, Αθήνα 2005,σελ. 227.