Σπύρος Α. Γεωργίου | |
Πηγή
Ερως και Χρόνος
H αγωνία της ποίησης και η περιπέτεια του λυρισμού, σύμφωνα με τον Αιμίλιο Χουρμούζιο, άρχισαν από τη στιγμή που το άτομο ζήτησε να γνωρίσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά, σε βάθος και σε πλάτος, και από τη στιγμή που αυτή η εμπειρία χρησιμοποιήθηκε ως μέσον γνωριμίας με τον κόσμο.
Η λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, παρά τα αλληλοσυγκρουόμενα ρεύματά της, εξέφρασε όντως με τα ζωηρότερα χρώματα τούτη την αγωνιώδη περιπέτεια, ενώ συνάμα, με επισήμανση του Γιάννη Χατζίνη, οι εκπρόσωποί της μπόρεσαν να παρουσιάσουν ό,τι καλύτερο χάρη στην αδιάκοπη επιδίωξή τους να κάμουν τη λογοτεχνία μας αναπόσπαστο (και ισάξιο) τμήμα της ευρωπαϊκής.
Αυθεντικός εκφραστής αυτής της συγκεκριμένης περιόδου, με τα τόσο ξεχωριστά χαρακτηριστικά, ήταν και ο Δημήτριος Καπετανάκης, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της γενιάς του, προικισμένος με θαυμαστή πνευματική δεκτικότητα και δημιουργικότητα.
Πρόκειται για έναν στοχαστή, γεννημένο στη Σμύρνη (1912), με έργο σύντομο μα πολυεπίπεδο, ενταγμένο στα πεδία της ποίησης και της φιλοσοφίας. Σπούδασε Πολιτικές και Οικονομικές Επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνδέθηκε άμεσα με προσωπικότητες όπως ο δάσκαλός του Παναγιώτης Κανελλόπουλος, οι Κωνσταντίνος και Θεμιστοκλής Τσάτσος, ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, αλλά και ο Ιωάννης Συκουτρής (εκ του οποίου η πρόσκληση για τον «Φιλολογικό Κύκλο»).
Αμέσως μετά (1934-1936) μετακόμισε στη Χαϊδελβέργη για να σπουδάσει φιλοσοφία. Ελαβε διδακτορικό, μαθητεύοντας δίπλα στον Καρλ Γιάσπερς, με θέμα Ερως και Χρόνος(Liebe und Zeit). Επέστρεψε στην Ελλάδα έχοντας την εμπειρία της επαφής με κύκλο διανοουμένων γύρω από τον Στέφαν Γκεόργκε. Εγινε δεκτός μετ' επιτάσεως στην Αθήνα, δεδομένου ότι είχε ήδη δημοσιεύσει ένα φιλοσοφικό δοκίμιο στο Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών («Από τον Αγώνα του ψυχικώς μόνου», 1934), συνεχίζοντας τη συνεργασία με την ομάδα των Θεοδωρακόπουλου-Τσάτσου-Κανελλόπουλου.
Τα επόμενα δύο χρόνια δραστηριοποιήθηκε διδάσκοντας Αισθητική και Υπαρξιακή Φιλοσοφία στον Φιλολογικό Σύλλογο «Ασκραίος». Ενδιάμεσα, οργάνωσε το φιλολογικό μνημόσυνο του Συκουτρή (1937) ενώ ασχολήθηκε με τη συστηματική μετάφραση μέρους του έργου του Χέλντερλιν. Οδηγήθηκε στην απόφαση να μετακομίσει για μία ακόμη φορά στο εξωτερικό, αυτή τη φορά στην Αγγλία, αξιοποιώντας την υποτροφία που έλαβε από το Βρετανικό Συμβούλιο για εκτενέστερες σπουδές στο Κέμπριτζ. Από το 1939 έως τον θάνατό του (από λευχαιμία) το 1944 ήρθε σ επαφή με τη βρετανική πνευματική κοινότητα, έδωσε διαλέξεις σε πανεπιστήμια και άλλα πνευματικά ιδρύματα ενώ παράλληλα εργάστηκε στο Γραφείο Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στο Λονδίνο.
Ο Κ. Ι. Δεσποτόπουλος σκιαγραφεί τη στοχαστική συνεισφορά του Καπετανάκη, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «...Με άκρα συνέπεια στην αισθητικά προσανατολισμένη βιοθεωρία του πρόφθασε να δημοσιεύσει και υψηλού τόνου φιλοσοφικά δοκίμια για τον έρωτα και τον χρόνο, και για την υπαρξιακή σχέση του ανθρώπου και της ομορφιάς». Είναι δεδομένο ότι στον στοχασμό του δεσπόζει κυρίαρχη η έννοια της δημιουργικής θέας, την οποία μάλιστα επεξηγεί ο ίδιος και την επισημαίνει με έμφαση στο κείμενο του «Η "δημιουργική θέα" του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα»): «Ο κλασσικός άνθρωπος δεν αποστρέφει το πρόσωπο από τα γύρω του, ο πλούτος της ζωής δεν τον κουράζει, μα τουναντίον τον τραβά, του προσφέρεται, όπως εξ άλλου κι ο άνθρωπος προσφέρεται στον πλούτο της ζωής. Δεν κλείνει τα μάτια μπροστά της. [...] μα θέλει ν' αγκαλιάσει όσο το δυνατό μεγαλύτερο μέρος της - κι ολόκληρη ακόμη! - και να την κάμει όσο το δυνατό πιο δική του: και θεωρεί τη ζωή. Αυτό ακριβώς είναι η "δημιουργική θέα" των αρχαίων Ελλήνων, για την οποίαν μας μίλησε στα μαθήματά του ο κ. Κανελλόπουλος, και η οποία δεν έχει καμιά σχέση με τη σημερινή "θεωρία". Ο "θεωρητικός" άνθρωπος των νεωτέρων χρόνων είναι κάτι εντελώς διάφορο από τον αρχαίο "θεωρητικό". Ο σημερινός "θεωρητικός" άνθρωπος, ο σημερινός "επιστήμων" στέκεται απέναντι στον πλούτο, την ποικιλία και την απεραντοσύνη της ζωής, μ' όλη τη φτώχεια, τη σχηματικότητα και τη στενότητα του λογικού του, που δεν μπορεί να συλλάβει οτιδήποτε ζωντανό παρά μονάχα αφού το σκοτώσει, το αποστεώσει και το κομματιάσει. [...] Την ύψιστη και τέλεια ευδαιμονία μόνο οι διανοητικές αρετές μπορούν να χαρίσουν. Μόνο η θεωρία, η "δημιουργική θέα", που τον κάμνουν να μετέχει της καθαράς διανοίας, αυτού του ίδιου του Θεού, δίνουν στον άνθρωπο την ύψιστη κι άφταστη ευδαιμονία: το απαλλαγμένο, το καθαρό από επιθυμίες βύθισμα μέσα στην αιώνια αλήθεια».
Για τον Καπετανάκη επομένως η διαμερισματοποίηση της ζωής και ο επιμερισμός της (στ' όνομα ενός εξειδικευμένου επιστημονισμού) εξισώνεται με τη στενότητα του λογικού ή μ' έναν εργαλειακού τύπου ορθολογισμό, ο οποίος παρεμποδίζει τη δημιουργική θέα της και σπιλώνει την «απεραντοσύνη» της. Κι αυτό ακριβώς, για τον Καπετανάκη, συνιστά μια ικανή στρέβλωση˙ επειδή η λεγόμενη δημιουργική θέα είν' ο ύψιστος τρόπος για να θεωρείται η ενότητα (της ζωής) - ό,τι συνιστά και την αιώνια αλήθεια.
Η δημιουργική θέα της ενότητας που συνιστά την αιώνια αλήθεια και κατατείνει άμεσα στοαιώνιο Εν, προβάλλει ως βασική έννοια στο στοχαστικό και προσωπικό σύμπαν του˙ και σε όλο το (δοκιμιακό) έργο του η δημιουργική θέα προς το αιώνιο Εν είναι η θεμελιώδης έννοια κι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η γραφή του.
Στο δοκιμιακό έργο του «Μυθολογία του Ωραίου» διατυπώνεται μάλιστα με πλήρη σαφήνεια η μετάβασή του στη βαθμίδα στοχασμού που σηματοδοτείται από τη δημιουργική θέα προς το αιώνιο Εν, μέσω μιας γενικότητας που οικοδομεί (και οικοδομείται από) το Κάλλος. Το Κάλλος είν ένα άλυτο αίνιγμα˙ «...ένα από τα όρια όπου προσκρούουν οι ανθρώπινες δυνατότητές μας με τον τραγικότερο τρόπο». Συνεπώς: «...για να φιλοσοφήσει κανείς αληθινά (για την ομορφιά) πρέπει η φιλοσοφία του να πηγάζει απ' τον βαθύτερο πόνο της υπάρξεώς του, απ' τη θερμότερη πηγή αίματος της πραγματικότητάς του, απ' τον ύστατο τρόμο μπρος στο μεγαλύτερο κίνδυνο της υποστάσεώς του. Σε όποιον φιλοσοφεί για την ομορφιά, πρέπει το κάλλος να παρουσιάζεται με πραγματικότητα ανάλογη προς του θανάτου. Η πραγματικότης του θανάτου για τη Ζωή μας δεν είναι τόσο ξένη απ' την πραγματικότητα της ομορφιάς, όσο θα μπορούσε κανείς να νομίσει».
Το σκεπτικό του Καπετανάκη θεμελιώνεται, ορισμένως, σε μια ολιστική άποψη για το φιλοσοφείν: «Η φιλοσοφία για την ομορφιά -σημειώνει- έχει αξία όταν μας σώζει ολόκληρους, ολόκληρο τον κόσμο κι ολόκληρη την ομορφιά». Προτάσσει λοιπόν το όλον -ως Εν, την ενότητα- ως το πιο βαθύ νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Γράφει επ' αυτού:«Ενα είναι το κάλλος του ανθρώπου ΕΝΑ, που δεν είναι ούτε μόνο το σώμα, ούτε μόνο η ψυχή. Οποιος ερωτεύεται γνήσια ερωτεύεται τούτο το ΕΝΑ».
Στo σύνολο του δοκιμιακού έργου του Καπετανάκη είναι καταφανέστατες οι επιδράσεις των μεγάλων εκφραστών του αρχαιοελληνικού πνεύματος (κυρίως του Πλάτωνα, αλλά και του Αριστοτέλη), καθώς και των σπουδαίων δασκάλων του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ωστόσο, ισάξιας βαρύτητας είναι η επίδραση του Ιμμανουέλ Καντ αλλά και του βασικού εκπροσώπου της υποστασιακής φιλοσοφίας Κ. Γιάσπερς, όπως επίσης των Φ. Ταίνις και Γκ. Ζίμελ, μέσω της διδασκαλίας του Π. Κανελλόπουλου˙ επίσης του Μ. Προυστ διά του ρεύματος του Συμβολισμού, του Α. Ρεμπό και βεβαίως των Στ. Γκεόργκε και Φ. Ντοστογιέφσκι.
Σχετικά με το βασικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο Καπετανάκης (στα έργα του Από τον αγώνα του ψυχικώς μόνου, Ερως και Χρόνος, Μυθολογία του Ωραίου) υπάρχει μια κλιμάκωση από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο κι από το εγκόσμιο στο υπερβατικό. Ο Μόνος κι ο Ενας, ο γνήσιος Ερως και το πρόβλημα του Χρόνου, η μυθολογία κι η φιλοσοφία για την ομορφιά και το πάθος για το κάλλος, προσομοιάζουν με σκαλοπάτια μιας κλίμακας που οδηγεί σταθερά από το ειδικότερο στο γενικότερο, και τούτο δεν είναι διόλου απροσχεδίαστο. Δύσκολα θα διαφωνούσε κάποιος με τη διαπίστωση ότι στα δοκίμιά του αποτυπώνεται, με θαυμαστή σαφήνεια, αυτή η πορεία προς το «γενικότερο», προς το αιώνιο Εν, την αιωνιότητα. Κι επειδή είναι μια διαλεκτική πορεία σε κάθε στάδιο της πνευματικής του πορείας, ο Καπετανάκης εσωκλείει με περίσσεια φροντίδα όλα τα προηγούμενα. Συνθέτει, έντεχνα, την επιστημονική γνώση με τον φιλοσοφικό στοχασμό και με την ενορατική αισθητικότητα, ακολουθώντας, ορισμένως, έναν επαγωγικό συλλογισμό ο οποίος δεν αποβλέπει στην απλή γενίκευση μα στην ενοποίηση˙ στην ποίηση του Ενός όπου υπερβαίνονται, με δημιουργικό τρόπο, όλα τα επιμέρους στάδια μιας άοκνης στοχαστικής διαδρομής. Με γνώμονα ετούτο το πλαίσιο σκέψης, και μ' όνειρο την υπερπήδηση προς το επέκεινα, αγωνίστηκε ενσαρκώνοντας και φιλοτεχνώντας, με το έργο και τη ζωή του, έναν αυθεντικό ιδεότυπο στοχαστή και συγγραφέα. Εναν τύπο πνευματικού ανθρώπου που χρειάζεται -αναμφίβολα στην εποχή μας- να μελετήσουμε και να διαβάσουμε με ζέση.
|
|