Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Οι απαρχές του ρωσικού φορμαλισμού χρονολογούνται πριν από τη Ρωσική Επανάσταση, καθώς συνδέονται με τις δραστηριότητες του Γλωσσολογικού Κύκλου της Μόσχας και της OPOJAZ (Εταιρεία για τη Μελέτη της Ποιητικής Γλώσσας) στην Πετρούπολη, δύο ομίλων που ασχολούνταν με τη μελέτη της ποιητικής γλώσσας. Οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι του ρωσικού φορμαλισμού ήταν οι Βίκτορ Σκλόφσκι,
Ρομάν Γιάκομπσον, Μπορίς Άιχενμπαουμ, Όσιπ Μπρικ και Γιούρι Τυνιάνοφ. Οι Ρώσοι φορμαλιστές απέρριψαν τις μη συστηματικές και εκλεκτικιστικές κριτικές προσεγγίσεις που κυριαρχούσαν μέχρι τότε στη μελέτη της λογοτεχνίας, και επιχείρησαν να συγκροτήσουν μια «λογοτεχνική επιστήμη».Σύμφωνα με τη διατύπωση του Γιάκομπσον, «Αντικείμενο της λογοτεχνικής επιστήμης δεν είναι η λογοτεχνία, αλλά η λογοτεχνικότητα, αυτό δηλαδή που κάνει ένα δεδομένο έργο λογοτεχνικό». Γι’ αυτό και οι φορμαλιστές έπαψαν να ενδιαφέρονται για τις αναπαραστατικές και εκφραστικές πλευρές των λογοτεχνικών κειμένων, εστιάζοντας σε εκείνα ακριβώςτα στοιχεία τον χαρακτήρα των οποίων θεωρούσαν αποκλειστικά λογοτεχνικό. Αρχικά έδωσαν έμφαση στις διαφορές ανάμεσα στη λογοτεχνική και τη μη λογοτεχνική ή πρακτική γλώσσα. Η πιο γνωστή έννοια του φορμαλισμού είναι εκείνη της «ανοικείωσης» (ostranenie). Η έννοια αυτή συνδέεται ιδιαίτερα με τον Σκλόφσκι, ο οποίος την πραγματεύεται στο δοκίμιό του «Η τέχνη ως τεχνική», που δημοσιεύτηκε το 1917 και όπου ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η τέχνη ανανεώνει την ανθρώπινη αντίληψη μέσω της δημιουργίας τεχνασμάτων που υποσκάπτουν και υπονομεύουν τις συνήθεις και αυτοματοποιημένες μορφές αντίληψης.Αργότερα, ο φορμαλισμός έστρεψε το ενδιαφέρον του από τη σχέση λογοτεχνικής και μη λογοτεχνικής γλώσσας στις γλωσσικές και μορφολογικές όψεις των ίδιων των λογοτεχνικών κειμένων. Οι Γιάκομπσον και Τυνιάνοφ υποστήριξαν ότι ακόμα και τα λογοτεχνικά τεχνάσματα καθίσταντο οικεία
και γι’ αυτό εστίασαν την προσοχή τους στα μέσα με τα οποία κάποια τεχνάσματα κυριαρχούν στα λογοτεχνικά κείμενα και αναλαμβάνουν έναν «ανοικειωτικό» ρόλο σε σχέση με άλλα τεχνάσματα και στοιχεία του κειμένου που γίνονται αντιληπτά ως οικεία και αυτοματικά. Αυτή η τάση του φορμαλισμού
αποτυπώνεται στο δοκίμιο του Γιάκομπσον με τίτλο «Η δεσπόζουσα».
Το έργο των Π. Ν. Μεντβέντεφ και Μιχαήλ Μπαχτίν με τον τίτλο Η μορφική μέθοδος στη φιλολογική επιστήμη, αποσπάσματα του οποίου περιλαμβάνονται εδώ, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1928 με την υπογραφή του Μεντβέντεφ, αν και μάλλον γράφτηκε από τον Μπαχτίν. Εκ πρώτης όψεως,πρόκειται για μια μαρξιστική κριτική στον φορμαλισμό, αν και η έμφαση στον μαρξισμό οφειλόταν μάλλον στις πολιτικές αναγκαιότητες της εποχής, αφού, όπως φαίνεται, ο Μπαχτίν δεν υιοθετούσε πλήρως τον μαρξισμό, τουλάχιστον στη δογματική μορφή του. Θεμελιώδες στοιχείο της σκέψης του είναι η άποψη ότι η γλώσσα είναι «διαλογική», με την έννοια ότι κάθε χρήση της γλώσσας προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ακροατή ή παραλήπτη. Η γλώσσα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως κοινωνικό γεγονός. Συνεπώς το κέντρο της μελέτης πρέπει να είναι η γλώσσα εντός του κοινωνικού και επικοινωνιακού της πλαισίου. Οι Μπαχτίν και Μεντβέντεφ ασκούν κριτική στον φορμαλισμό για την άρνησή του να αναγνωρίσει το γεγονός ότι η γλώσσα δεν μπορεί να μελετηθεί έξω από το κοινωνιολογικό της πλαίσιο. Είναι, ωστόσο, φανερά αντίθετοι προς τις αντιφορμαλιστικές τάσεις της μαρξιστικής κριτικής.
Ο δομισμός της Σχολής της Πράγας αποτέλεσε κατ’ ουσίαν συνέχεια του ρωσικού φορμαλισμού. Ο Γιάκομπσον είχε εγκατασταθεί στην Τσεχοσλοβακία ήδη από τις αρχές της
δεκαετίας του 1920. Πράγματι, «Η δεσπόζουσα» ήταν μια διάλεξη που έδωσε στην Τσεχοσλοβακία το 1935. Ο Γιαν Μουκαρόφσκι, ο σημαντικότερος Τσέχος θεωρητικός της λο-γοτεχνίας, επηρεάστηκε έντονα στο πρώιμο έργο του από τον ρωσικό φορμαλισμό, όπως για παράδειγμα όταν περιγράφει τη λογοτεχνικότητα ως τη «μέγιστη δυνατή πρόταξη της εκ-φώνησης», μια ιδέα που προερχόταν σαφώς από τη φορμαλιστική έννοια της δεσπόζουσας. Στο ύστερο έργο του πάντως, ο Μουκαρόφσκι μετακινείται από μια καθαρά φορμαλιστική θέση προς μια αντίληψη που αναδεικνύει τον σημαίνοντα ρόλο του παραλήπτη ή αναγνώστη, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να βλέπουμε τον παραλήπτη ενός έργου τέχνης από κοινωνική
άποψη, δηλαδή ως προϊόν της κοινωνίας και των ιδεολογιών της και όχι ως ένα απομονωμένο υποκείμενο. Στο έργο του «Η αισθητική λειτουργία, ο αισθητικός κανόνας και η αισθητική αξία ως κοινωνικά γεγονότα», που γράφτηκε το 1938, προαναγγέλλει τις σημειωτικές προσεγγίσεις στη μελέτη της λογοτεχνίας.