Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποδόσφαιρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ποδόσφαιρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Ποίηση και ποδόσφαιρο.


Σημ. του Δ. Σκουρτέλη: Τελικά τι ομάδα ήταν ο Αναγνωστάκης; 
Απόλλων, Άρης, Άγιαξ ή ΠΑΟΚ;
Αναδημοσιεύουμε ένα δημοσιογραφικο κειμενο 
και τα πορίσματα ενος πανεπιστημιακού συνεδρίου 
για το θέμα αυτό.

Πρώτο δημοσίευμα:
Μέλος της μεγάλης Αρειανής οικογένειας υπήρξε ο γεννημένος το 1925 στη Θεσσαλονίκη, σημαντικός ποιητής και δοκιμιογράφος, Μανώλης Αναγνωστάκης.


Αναγνωστάκης: «Περιμένοντας τους παίκτες του Αρη...»

«Αρη, γλυκιά μου, αγάπη μεγάλη»
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό «Τέταρτο» ιστορίες από την εποχή της εφηβείας του στην Θεσσαλονίκη με τον τίτλο «Η ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου». Σε κάποιο σημείο γράφει: 
«Από το γήπεδο φεύγαμε τελευταίοι, περιμέναμε έξω από τα αποδυτήρια να βγουν οι παίκτες κουστουμαρισμένοι με την μπριγιαντίνη στο μαλλί. Θέλαμε να τους δούμε από κοντά για να 'χουμε να λέμε ύστερα αργά τη νύχτα καθισμένοι στα σκαλάκια της Παναγίας των Χαλκέων ο ένας στον άλλον τα κατορθώματά του. ''Εγώ απόψε ρε παιδιά μα το Θεό, άγγιξα τη φανέλα του Κλεάνθη Βικελίδη»

Ο Μ. Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε ιατρική. 
Το 1986 του απονεμήθηκε το Α' Βραβείο ποίησης για το έργο του «Τα Ποιήματα 1941-1971» 
και το 2002 το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας. 
Το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
πηγή

Δεύτερο δημοσίευμα:

ΤΡΕΙΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ
Πηγή:


Απόσπασμα από την εισήγηση “Ποίηση και ποδόσφαιρο”, στο Συνέδριο 

ΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΤΥΧΕΣ 
ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ 
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ 

που οργάνωσε το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου 

(Επιστημονική Επιτροπή Συνεδρίου: Πέτρος Παπαπολυβίου, Β. Καρδάσης, Αλ. Κιτροέφ)



Κλείνοντας την εισήγησή  μας, μια θεωρητική εξέταση του πεδίου «ποδόσφαιρο και λογοτεχνία», πιστεύω ότι θα βοηθήσει  στον καλύτερο φωτισμό του αν δούμε τη θεωρητική συμβολή τριών ποιητών, οι οποίοι α) είναι ποδοσφαιρόφιλοι, β) έγραψαν ποιητικά κείμενα για το ποδόσφαιρο και γ) ταυτόχρονα έδωσαν και θεωρητικά κείμενα για το ίδιο θέμα. Οι ποιητές αυτοί είναι ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Μαρκόπουλος  και ο Νάσος Βαγενάς.

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005), ο καταξιωμένος ποιητής της μεταπολεμικής εποχής,  που έδωσε στο ΥΓ τον εγκαιροφλεγή στίχο «τα άδεια γήπεδα»[1] ή, ακόμη τους καίριους και ευσύνοπτους στίχους: 
Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει/ τώρα έπαιζε την παράταση, μίλησε σε συνέντευξή του για τη σχέση του με το ποδόσφαιρο[2] και έδωσε συνεργασία, το 1986,  στο ειδικό ένθετο με τίτλο «Ποδόσφαιρο» στο περιοδικό του Μάνου Χατζιδάκι Το τέταρτο. Το ένθετο αυτό αποτελούσε μια από τις πρώτες σοβαρές προσπάθειες να ιδωθεί το θέμα του ποδοσφαίρου και της έλξης του πέρα από προκατ απόψεις και ιδεοληψίες. 
Ο τίτλος της συνεργασίας του Αναγνωστάκη ήταν: “Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου.[3] «Βαμμένος Παοκτζής, θεριό ανήμερο», χαρακτήρισε ο ίδιος τον εαυτό του κατά την περίοδο που ζούσε στη Θεσσαλονίκη, με την εγκατάστασή του στην ελληνική πρωτεύουσα  συνδέθηκε με τον Απόλλωνα Αθηνών. Από τα πρώτα χρόνια μου στο Γυμνάσιο δεν μπορώ να απομονώσω στη μνήμη μια Κυριακή μακριά από κάποιο γήπεδο, τονίζει στην ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία του και μας παραθέτει πολύτιμες μαρτυρίες για τις λογικές και συνήθειες των παλιών, τότε νεαρών, φανατικών φιλάθλων. Όμως το βασικότερο κείμενο του Αναγνωστάκη για το ποδόσφαιρο έχει τίτλο: Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ, που δημοσιεύτηκε στην Αυγή, στις 28 Οκτωβρίου 1984, με το ψευδώνυμο Αλ. Καμής, αργότερα έγινε γνωστό ότι ήταν δικό του. Ο Αναγνωστάκης χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο αυτό ως φόρο τιμής προς τον Γάλλο συγγραφέα Αλμπέρ Καμύ, ποδοσφαιρόφιλο που δήλωσε ότι η παρακολούθηση του ποδοσφαίρου τον βοήθησε στην κατανόηση του κόσμου και στην εμβάθυνση των φιλοσοφικών θεωριών του.

Στο κείμενο για τον Άγιαξ, ο Αναγνωστάκης θεωρεί ότι αυτή η ομάδα μετέβαλε το ομαδικό παιγνίδι σε έργο τέχνης, έφτασε σε δυσθεώρητα επίπεδα ποιότητας, με την έμπνευση και τη γοητεία του απρόοπτου, του αυθορμητισμού που γίνεται σοφία και της σοφίας που φαντάζει σαν αυθορμητισμός. Ήταν η Μεγάλη Κυρία των γηπέδων, πραγματική Κυρία κι όχι όπως οι ψιμυθιωμένες εταίρες των πολυεθνικών. Γιατί μετά ακολούθησε το αλισβερίσι των συστημάτων της κυριαρχίας του κόουτς-σκηνοθέτη, των αγοραπωλησιών και των λεγεωναρίων. Με άλλα λόγια η νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.


Ο Γιώργος Μαρκόπουλος (γεν. το 1951), ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ποιητικής γενιάς του 70, φίλαθλος της ΑΕΚ[4], μας έδωσε ένα από τα καλύτερα ποιήματα που αναφέρονται στον κόσμο του ποδοσφαίρου: 
Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου[5]. 
Το ποίημά του είναι μια ελεγεία για τον χρόνο και την πτώση, όταν ο γνωστός ποδοσφαιριστής, που συμβόλισε μια εποχή τη δόξα, την αναγνώριση και τη λατρεία των οπαδών της ομάδας του, αφήνει πια τον θρίαμβο και την αποθέωση, αποχωρεί και κρεμά τα παπούτσια των γηπέδων για να γίνει χωροφύλακας, υπάλληλος της ΔΕΗ ή του Ο.Τ.Ε., όπως συνηθιζόταν κάποτε, εκ μέρους των ποδοσφαιρικών σωματείων, η αποκατάσταση των παλαίμαχων ποδοσφαιριστών.

Διαβάζω ένα απόσπασμα από το ποίημα του Μαρκόπουλου:

Ω δεν ημπορώ να φαντασθώ το  γήρας
στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.

Δεν ημπορώ να φανταθώ την ώρα
που τα παπούτσια του θενά κρεμάσει θα φύγει από τα
γήπεδα
θα σταδιοδρομήσει ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω
και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη.
Στην Αταλάντη και πάλι λέγω
όπου το παιδί του μη γνωρίζοντας από γήπεδα, «αστέγους»,
φιστίκια-αστέρια στα πανέρια των μικρών του σινεμά
θα γράφει στις εκθέσεις του
«Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.
Ήρθε εδώ λόγω της φύσης της δουλειάς του
προς αναζήτηση εργασίας
όπου μεγάλωσα κι εγώ»

Τιμή και δόξα στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου
Που θα σηκώσει για άλλη μια φορά τελεσίδικα πια
όπως οι τρελοί τους επιταφίους των νεκροταφείων
την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει.

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος επιτέλεσε και μια θεμελιώδη εργασία για το θέμα μας, εξέδωσε το βιβλίο Εντός και εκτός έδρας Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση.[6] Με συνέπεια και φροντίδα μελέτησε όλα τα σχετικά και μετά λόγου γνώσεως μας έδωσε την εργασία του με καίρια θεωρητική προσπέλαση και πλούσια ανθολόγηση, με εύρυθμη και ευσύνοπτη ταξινόμηση της ποδοσφαιρικής ποιητικής θεματογραφίας, που βοηθούν τον αναγνώστη στην καλύτερη πρόσληψη του θέματος.

Η σχέση αγάπης μιας ομάδας ποιητών προς το ποδόσφαιρο μας προσέφερε στίχους εξόχως πρωτότυπους, τονίζει στον πρόλογό του και, ακόμη, ότι η μελέτη του δεν είναι παρά αποτέλεσμα λατρείας προς το ποδόσφαιρο «και προς τις μαγικές και ανεξαγόραστες στιγμές ευτυχίας που μου χάρισε από τότε που κατάλαβα τον εαυτό μου και εξακολουθεί να μου χαρίζει μέχρι σήμερα.» Ακόμη, ο Γιώργος Μαρκόπουλος έδωσε στην τελευταία του ποιητική συλλογή τον τίτλο Κρυφός κυνηγός[7] έναν όρο που προέρχεται από το ποδόσφαιρο. Σημαίνει τον παίκτη εκείνο που, χωρίς να είναι εξαρχής επιφορτισμένος με την υποχρέωση του σκοραρίσματος, περιφέρεται στα αντίπαλα καρέ, με ύπουλες βλέψεις, επιτήδειες κινήσεις και απρόβλεπτη συμπεριφορά, προσδοκώντας την κατάλληλη στιγμή, που θα του δοθεί η ευκαιρία να αιφνιδιάσει την αντίπαλη άμυνα επιτυγχάνοντας το πολυπόθητο γκολ. [8]

Ο Νάσος Βαγενάς (γεν. 1945), ποιητής, κριτικός και πανεπιστημιακός φιλόλογος, εκτός από τις τρεις ιδιότητες που αναφέραμε προηγουμένως: 
α) φίλαθλος -Δόξα Δράμας, Γιουβέντους, Αρσεναλ- 
β) με ποιήματα που αναφέρονται στο ποδόσφαιρο, και 
γ) θεωρητικά κείμενα για το ποδόσφαιρο, συνενώνει ακόμη μια ιδιότητα σχετική με το θέμα μας, υπήρξε ο ίδιος ποδοσφαιριστής όταν ήταν νέος –έπαιξε στον Εθνικό Πειραιώς και στην Εθνική Νέων της Ελλάδας
Στον αθλητικό τύπο της δεκαετίας του ’60 ο μελετητής εντοπίζει και τίτλους όπως: 
Ο Εθνικός με τους Αντωνάτον, Γυφτάκην και Βαγενά ηγέτας, υπέταξεν ευχερώς την Προοδευτικήν με 1-0[9] ή: Νάσος Βαγενάς Μια «χρυσή» ελπίς του Εθνικού.[10] Τα θεωρητικά κείμενα του Νάσου Βαγενά για το ποδόσφαιρο είναι τα ακόλουθα:

Α) Ποδόσφαιρο και λογοτεχνία[11]

Β) Η ομάδα και η πόλη[12]

Γ) Ένας αντιεθνικιστικός μύθος[13]

Δ) Όψεις της βίας των γηπέδων[14].

Αρκετές από τις απόψεις που διατυπώνει ο Βαγενάς στα κείμενα αυτά γονιμοποίησαν και τη δική μου εισήγηση. Θα επιμείνω στο κείμενό του «Η ομάδα και η πόλη», που αναφέρεται στην Δράμα και στην ομάδα της,[15] τη Δόξα Δράμας, η οποία, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60 κατέστη κυριολεκτικά θρυλική. 
Αυτήν την περίοδο, που ακολούθησε τον εμφύλιο, η Δόξα Δράμας «επιτελούσε λειτουργίες πολύ περισσότερες από εκείνες που αναμένονται από μια ποδοσφαιρική ομάδα». 
«Η Δόξα ήταν ο συναισθηματικός κρίκος που συνέδεε τα μέλη της κοινότητας, το συνεκτικό στοιχείο του κοινωνικού ιστού της. Το γήπεδο της Δόξας ήταν ένας τόπος πράυνσης και κάθαρσης των παθών, κυρίως των πολιτικών, που ήταν ιδιαίτερα οξυμμένα τότε». 
Με άλλα λόγια, όλες οι πολιτικές παρατάξεις της πόλη, που διχάστηκε και μάτωσε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, συναντιούνταν και συμπορεύονταν στην κοινή αγάπη για τη Δόξα Δράμας, ταυτιζόμενες με την ομάδα της πόλης τους και περιβάλλοντάς την με την στοργή και το ενδιαφέρον τους, επούλωναν και τις πληγές της εμφύλιας σύρραξης.[16]

Τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά στην Κύπρο. Ενώ στην Ελλάδα οι τοπικές ομάδες συνένωναν τον τοπικό πληθυσμό και συντελούσαν στην υπέρβαση του εμφυλίου και των παθών του, στην Κύπρο, η διάσπαση του 1948, λόγω του ελληνικού εμφυλίου, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Δεν έχουμε τοπικές ομάδες, ομάδες της πόλης, αλλά κομματικά τοποθετημένες ομάδες. 

Στο κυπριακό ποδόσφαιρο σημειώνεται κάτι το εκπληκτικό, εν έτει 2013,  συνεχίζεται ο εμφύλιος της Ελλάδας, 64 χρόνια μετά τη λήξη του. 

Και εδώ μπορούμε να δούμε μια συνισταμένη της κυπριακής ιδιαιτερότητας και του πολιτικού επαρχιωτισμού μας, που μπορεί να συντελέσει στην κοινωνική αυτογνωσία μας. Τα κόμματα γνωρίζουν ότι οι αποφάσεις και οι πρακτικές τους μπορεί κάποτε να προκαλέσουν αγανάκτηση και απομάκρυνση των οπαδών τους, όμως αυτοί την ομάδα τους δεν την εγκαταλείπουν ποτέ. Έτσι, όταν περάσει η περίοδος της αγανάκτησης και απαξίωσης, για κάποια συγκεκριμένη κομματική στάση και πρακτική, μπορούν, από τον χώρο της ομάδας που πρόσκειται σ’ αυτά, -το κόμμα και η ομάδα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία- να επαναφέρουν πίσω τους δυσφορήσαντες και απομακρυνθέντες ψηφοφόρους τους.

Κλείνω με την παράθεση ενός ποιητικού αποσπάσματος του Νάσου Βαγενά, αφού δώσω την εξωτερική πληροφορία ότι στους ποδοσφαιρικούς κύκλους θεωρείται ότι όταν βρέχει και ο χλοοτάπητας είναι βρεγμένος η Άρσεναλ παίζει με έμπνευση και δυναμισμό, καθίσταται ακαταμάχητη: 
Γράφει ο Βαγενάς:

Ο χρόνος παίζει άνετα στο δέρμα μου,
όπως  η Άρσεναλ σε βρεγμένο γήπεδο
σκοράροντας ακατάπαυστα. Και το στήθος μου
γεμίζει χώμα συνεχώς.

Στο ποίημα αυτό ο Νάσος Βαγενάς συναιρεί ευσύνοπτα ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ποιητικής ποδοσφαιρικής θεματογραφίας.

Ο χρόνος – θάνατος όμως δεν κάθεται στις κερκίδες με την άνεση του παρατηρητή που παρακολουθεί σίγουρος τη φθορά και την πτώση του ποδοσφαιριστή, του παιγνιδιού και του γηπέδου. Ο χρόνος –θάνατος είναι η αντίπαλη ομάδα, που παίζει με νεύρο στο γήπεδο του κορμιού μας.



Σας ευχαριστώ.



[1] ) Βλ. και Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Τα άδεια γήπεδα. Το παιχνίδι στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη», κεφάλαιο στο βιβλίο του Τα άδεια γήπεδα. Ποιητικές κριτικές δοκιμές, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 1994, σ. 143-149 [όλες οι αναφορές γίνονται σε στίχους από το ΥΓ. του Μανόλη Αναγνωστάκη]

[2]) Το αληθινό πρόσωπο των ποιητών. Μια συνομιλία του Μανόλη και της Νόρας Αναγνωστάκη με τον ποιητή Θέμη Λιβεριάδη στην Αθήνα το 1996, περ. Ενενήντα Επτά του Οργανισμού “Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997”, Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1996, αρ. 7, βλ. και Γιάννης Η. Παππάς, Αρχίζει το ματς Το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2010, σ. 56-58.
[3] ) Μανόλης Αναγνωστάκης, Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου, περ. Το Τέταρτο, Αθήνα, Ιούλιος 1986, αρ. 15, σ. 14-15.
[4] ) Σωτήρης Κακίσης, Ένωσις (το εγχειρίδιο του κακού ΑΕΚτζή), εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία 2011, σ.11
[5]) Γιώργος Μαρκόπουλος, Ιστορία του ξένου και της λυπημένης, εκδ. Υάκινθος, Αθήνα 1987, βλ. τώρα Γιώργος Μαρκόπουλος, Ποιήματα (1968-1987), εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1992, σ. 82-84.
[6] ) Γιώργος Μαρκόπουλος, Εντός και εκτός έδρας Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006. Η πρώτη μορφή του κειμένου του αυτού δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η λέξη, Αθήνα, Μάρτιος-Απρίλιος 2000, αρ. 156, σ. 218-265. Βλ. και σχετικά κείμενα του Γιώργου Μάρκοπουλου:
α) Το ποδόσφαιρο και ο ποιητής. Στάσεις και ενστάσεις των Ελλήνων ποιητών. Προσπάθεια καταγραφής, εφ. Η Καθημερινή, Αθήνα 4 Οκτωβρίου 1998, ένθετο 7 Ημέρες, σ. 21-22.
β) Ω τι στιγμές μου χάρισες και μου χαρίζεις, εφ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 26 Ιουνίου 1998 (ένθετο: Βιβλιοθήκη)

[7]) Γιώργος Μαρκόπουλος, Κρυφός κυνηγός, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2010
[8]) Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, Τα νέα ποιήματα του Γιώργου Μαρκόπουλου, [Βιβλιοθήκη] Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 2 Οκτωβρίου 2010
[9]) Κείμενο του Δ. Χαμπάλογλου δημοσιευμένο στην εφ. Το φως των σπορ, Αθήνα 19 Απριλίου 1962.
[10]) Κείμενο του Άρη Μελισσινού, εφ. Το φως των σπορ, Αθήνα, 22 Μαρτίου 1962. Για τα δημοσιεύματα που σχετίζονται με την ποδοσφαιρική δραστηριότητα του Νάσου Βαγενά και δημοσιεύτηκαν στις εφημερίδες Η Φωνή του Εθνικού, Το Φως των σπορ, Αθλητική Ηχώ, Τα Νέα του Εθνικού, βλ. Σάββας Παύλου, Βιβλιογραφία Νάσου Βαγενά, Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2010, σ. 193-194.
[11]) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 31/7/1994 [= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 132]
[12] ) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 27/10/1996 [= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 228)
[13]) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 11/7/2010[= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 273-277)
[14] ) εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 27/2/2011[= Νάσος Βαγενάς, Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 286-289) Η ποδοσφαιρική βία «εξελίχθηκε στη σημερινή βαρβαρότητα από τη στιγμή που το επαγγελματικό ποδόσφαιρο μπήκε στην τροχιά μιας νέας, και κεντρικής, βαρβαρότητας: στον μηχανισμό της νεοφιλελεύθερης λειτουργίας της αγοράς».
[15] ) Το κείμενο του Ν. Βαγενά γράφτηκε με αφορμή την έκδοση του λευκώματος Δόξα Δράμας 1918- 1965, Δράμα 1996.
[16] ) Τη συμβολή της Δόξας Δράμας στην υπέρβαση των παθών του εμφυλίου, με τη λειτουργία της ως δεσμού συνεργασίας και ομόνοιας, τονίζει και ο Βασίλης Τσιαμπούσης στο κείμενο του: Οι μαυραετοί του Βορρά, εφ. Η Καθημερινή, Αθήνα 4 Οκτωβρίου 1998, ένθετο 7 Ημέρες, σ.19