ΔΙΗΓΗΜΑ ΠΡΩΤΟ
Χριστουγεννιάτικη ιστορία
Ήταν ο πιο πολυσύχναστος δρόμος του χωριού. Λιθόστρωτος ανηφορικός από κάτω απ’ της κυρα-Μάσιγγας το σπίτι έως πάνω στην Παναγία την Κεχριά, στην κορυφή του λόφου. Χίλια βήματα, σε κάθε βήμα κοβόταν η αναπνοή· κοντανάσαινε κανείς για να ανεβεί, γλιστρούσε για να κατεβεί!
Σαν έμπαινε κανείς στο πλακόστρωτο αυτό και άφηνε πίσω το μαγαζί του Τσιριτόκωστα και το σπίτι του Σαϊτονικολή, με τον ψηλό μαντρότοιχο, βρισκόταν απέναντι από «της Φόνισσας το σπίτι», με την απέραντη θέα προς τη θάλασσα στο χείλος του βράχου. «Σπίτι» κατ’ ευφημισμόν, μιας και ήταν ακατοίκητο, παρατημένο χρόνια, με μισογκρεμισμένους τοίχους και ετοιμόρροπη σκεπή, που ο αέρας και η βροχή το είχαν καταντήσει ερείπιο. Τα παιδιά, όταν κατέβαιναν το μεσημέρι από το μοναδικό δημοτικό σχολείο του χωριού, πετούσαν πέτρες στην αυλή του σπιτιού για να «εκδικηθούν» για την τρομάρα που έπαιρναν όταν πέρναγαν το βράδυ. Οι παπάδες, όταν περιφέρονταν την παραμονή των Φώτων αγιάζοντας με τους σταυρούς, τα καντήλια και τα λιβάνια τους τα σπίτια και τα μαγαζιά του χωριού για να διώξουν φαντάσματα και καλικάντζαρους, ξεχνούσαν να ρίξουν έστω και μια μικρή σταγόνα αγιασμού στο εγκαταλειμμένο από καιρό σπίτι της Φόνισσας. Έτσι επόμενο ήταν η εν λόγω οικία να γίνει πατρίδα των φαντασμάτων, άσυλο των βρικολάκων και τόπος συγκέντρωσης των καλικαντζάρων.
Η Φραγκογιαννού, η κατά κόσμον Φόνισσα, ήταν μία ηλικιωμένη χήρα που είχε ζήσει μια βασανισμένη ζωή ως παιδί, ως μητέρα και ως γιαγιά αργότερα. Η πείρα την είχε διδάξει ότι η ζωή κάθε γυναίκας είναι γεμάτη βάσανα, και πίστευε ότι η γέννηση ενός κοριτσιού φέρνει μόνο δυστυχία, όχι μόνο στο ίδιο το παιδί, αλλά και στην οικογένειά του, ιδίως αν είναι φτωχή.
Ένα βράδυ, καθώς ξενυχτούσε στην κούνια της άρρωστης νεογέννητης εγγονής της, πέρασαν απ’ το μυαλό όλες οι δύσκολες στιγμές της ζωής της. Το λογικό της θόλωσε και σκότωσε το βρέφος προκαλώντας του ασφυξία· ο θάνατος όμως θεωρήθηκε από το γιατρό του χωριού φυσιολογικός. Αν και αρχικά ένιωθε τύψεις, κατά βάθος δεν είχε μετανιώσει για την πράξη της. Αντίθετα της έγινε έμμονη ιδέα ότι η μοίρα την είχε τάξει να σώσει τον κόσμο απαλλάσσοντάς τον από τα μικρά κορίτσια. Έτσι σκότωσε κι άλλα τρία αθώα κοριτσάκια, χωρίς καθόλου τύψεις για τις αποτρόπαιες αυτές πράξεις. Η χωροφυλακή, με αφορμή τον τυχαίο πνιγμό ενός κοριτσιού σ’ ένα πηγάδι, αυτήν υποψιάστηκε, μιας και βρισκόταν πολύ κοντά στο περιστατικό, παρόλο που δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό, και αποφάσισε να τη συλλάβει. Στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τους χωροφύλακες η Φραγκογιαννού σκέφτηκε να καταφύγει στο ερημητήριο ενός ασκητή, του Αγίου Φρουμέντιου, για να του εξομολογηθεί τα αμαρτήματά της. Τη στιγμή όμως που προσπαθούσε να περάσει ένα απόκρημνο πέρασμα, γλίστρησε από το βράχο και πνίγηκε στη θάλασσα.
***
Το βράδυ εκείνο, παραμονή των Χριστουγέννων του 1925, δύο παιδιά κατέβαιναν με ζωηρά βήματα τον πλακόστρωτο αυτό δρόμο. Η ώρα περασμένες εφτά, και η νύχτα ξάστερη και παγωμένη· ένας ψυχρός άνεμος κατέβαινε από τα βουνά της Σκιάθου. Τα δύο παιδιά μαλώνανε σαν δυο καλοί φίλοι.
«Εγώ είδα π’ σόδωκε ένα εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή», έλεγε το ένα.
«Όχι, σ’ λέω», έλεγε το άλλο. «Μια πεντάρα μόδωκε. Να τηνε!» Και έδειξε την πεντάρα ανάμεσα στα δάχτυλά του.
«Όχι», επέμενε το άλλο.
«Το είδα εγώ που ήταν εικοσιπενταράκι· δε με γελάς».
«Όχι, βρε Νάσο. Μια πεντάρα σ’ λέω».
«Μ’ αφήνεις να σε ψάξω;»
Τα δύο παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα των Χριστουγέννων περιπλανώμενα από σπίτι σε σπίτι και έπειτα μοίραζαν το χαρτζιλίκι πεντάρα την πεντάρα, ώστε να μην είναι κανένας ριγμένος στο τέλος της βραδιάς. Όμως ο Νάσος, ως μεγαλύτερος, δεν εμπιστευόταν το φίλο του και ετοιμάστηκε να τον ψάξει, λησμονώντας ότι, κατηφορίζοντας το στενό πλακόστρωτο, βρίσκονταν τώρα απέναντι από «της Φόνισσας το σπίτι».
«Είσαι ψεύτης!»
«Και συ κλέφτης!»
Μια κραυγή ακούστηκε τότε και ένα παράξενο μελανό ον με ακατάστατα μαλλιά και με σχισμένα ρούχα παρουσιάστηκε μπρος τους ουρλιάζοντας:
«Ουαααά! Δύο μικρά πιτσουνάκια!»
Τα δυο παιδάκια άφησαν ένα πνιγμένο βογκητό και προσπάθησαν να τραπούνε σε άτακτη φυγή, αλλά το άγνωστο ον τα σταμάτησε με τα τεράστια χέρια του. Έπειτα τα έδεσε σφιχτά με μια τριχιά και τα έσυρε στο ισόγειο της εγκαταλειμμένης οικίας απ’ όπου είχε ξεμυτίσει.
Ξάπλωσε το Νάσο σε μια αυτοσχέδια κλίνη και του τέντωσε τα χέρια και τα πόδια δεμένα απ’ τις κολόνες. Το κεφάλι του ακουμπούσε στην κορυφή της κλίνης, ενώ τα πόδια του προεξείχαν απ’ αυτή από τον αστράγαλο και κάτω.
Το παράξενο ον γύρισε προς τον Αγγελή:
«Ψηλός μας βγήκε ο φιλαράκος σου!», είπε και άρπαξε έναν μπαλτά.
«Τι θα μου κάνεις; Μη! Βοήθεια!», φώναζε ο μικρός Νάσος, αλλά ήταν πλέον αργά. Το παράξενο ον είχε κόψει απ’ τα γόνατα τα πόδια του άμοιρου παιδιού και άρχισε να τα τρώει με βουλιμία!
Ο Αγγελής είχε λιποθυμήσει εδώ και ώρα (από τότε που αντίκρισε τον μπαλτά να σηκώνεται), κι έτσι λιπόθυμο τον τοποθέτησε κι αυτόν στην κλίνη για να τον «μετρήσει», αφού πρώτα ξεκοκάλισε τα ποδαράκια του άμοιρου φίλου του.
Ο Αγγελής ήταν κοντούλης, κι έτσι τα πόδια του δεν ξεπερνούσαν το μήκος της κλίνης. Το παράξενο ον τού τα τράβηξε με δύναμη για να ακουμπήσουν στην άκρη, αλλά με αυτόν τον τρόπο τού τα ξερίζωσε!
Κάμποσα κέρματα έπεσαν στο πάτωμα απ’ τις τσέπες του. Το παράξενο ον, πεινασμένο και λαίμαργο, συνέχισε το γεύμα του με τα πόδια του μικρού Αγγελή…
***
Ποιος ήταν το παράξενο ον και τι ζητούσε στη Σκιάθο; Για ποιο λόγο εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά και γιατί επιτέθηκε στα κακόμοιρα παιδιά;
Όπως θα κατάλαβε ο αναγνώστης, το παράξενο αυτό ον δεν ήταν άλλος από τον Προκρούστη. Για την ακρίβεια, το βρικόλακα Προκρούστη. Τι είχε συμβεί;
Όταν ο Θησέας σκότωσε τον Προκρούστη στην Κακιά Σκάλα, τον πέταξε κάτω από τα βράχια, στη θάλασσα, κάνοντας το λάθος να μην αφήσει το πτώμα να σαπίσει στους βράχους και να το φάνε τα όρνια και οι γύπες. Έτσι το πτώμα παρασύρθηκε από τα ρεύματα και τα μελτέμια, και έπειτα από λίγους μήνες τα κύματα το ξέβρασαν σε μια απόκρυφη παραλιακή σπηλιά της Σκιάθου. Εκεί ο βρικόλακας Προκρούστης, τρώγοντας αλμύρες, πεταλίδες και καβουράκια, πέρασε τους επόμενους αιώνες χωρίς να πειράζει κανέναν και χωρίς να τον πειράζει κανείς, ξεχασμένος από την ιστορία.
Όμως μια βραδιά του ήρθε η επιθυμία να γευτεί ανθρώπινη σάρκα και αίμα ζεστό. Πώς σκαρφάλωσε την απόκρημνη πλαγιά και πώς έφτασε στο χωριό παραμένει άγνωστο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι βρήκε καταφύγιο στο στοιχειωμένο και αλιβάνιστο «σπίτι της Φόνισσας».
***
Μετά το διαμελισμό του Νάσου και του Αγγελή κατέβηκαν το στενό πλακόστρωτο και άλλα παιδιά, μετά και άλλα, βρίσκοντας όλα τους τον ίδιο τραγικό θάνατο!
Ο απαίσιος βρικόλακας, λαίμαργος και πεινασμένος ως ήταν τόσους αιώνες, είχε πάρει φόρα και δε σταματούσε να διαμελίζει και να καταβροχθίζει ποδαράκια ανηλίκων.
Τώρα κατέβαιναν το πλακόστρωτο δυο φρόνιμα παιδιά, ο Στάμος και ο Αργύρης, τα οποία δεν μάλωναν μεταξύ τους, αλλά σχεδίαζαν φωναχτά τι να κάνουν τις πεντάρες που είχαν μαζέψει εκείνη τη βραδιά.
«Να αγοράσουμε ένα PlayStation».
«Να παίξουμε τζόκερ. Έχει τριπλό τζακ ποτ».
«Να παίξουμε strip poker με το Σειραϊνώ και το Αρχοντώ».
«Να ταξιδέψουμε στον Κρόνο δυόμισι μήνες».
«Να κατασκευάσουμε ένα υποβρύχιο».
«Να κατασκευάσουμε ένα υπερωκεάνιο».
«Βρε! Καλώς τους μαστόρους και τους πρωτομαστόρους!», ακούστηκε τότε μια φωνή.
Ο Προκρούστης είχε εξορμήσει για πέμπτη ή έκτη φορά από την κρύπτη του. Ο Στάμος και ο Αργύρης άφησαν μια πνιγμένη κραυγή και προσπάθησαν να φύγουν, αλλά ο απαίσιος βρικόλακας, εφαρμόζοντας τη μέθοδό του, τους έδεσε χειροπόδαρα.
Όμως τη φορά αυτή αμέλησε να δέσει σφιχτά τα θύματά του, και ο Στάμος κατάφερε την κατάλληλη στιγμή, όταν ο απαίσιος βρικόλακας διαμέλιζε το φίλο του, να αποδεσμευτεί από την τριχιά και να δραπετεύσει αλαλάζοντας.
Δεν πέρασε ένα τέταρτο της ώρας και ένα δυνατό πετροβόλημα άρχισε να δέρνει τη στέγη, τις ξυλωσιές και τα δοκάρια του παρατημένου σπιτιού. Οι πέτρες έπεφταν στην αυλή σαν το χαλάζι, κάνοντας ένα υπόκωφο θόρυβο. Μια ομάδα πιτσιρικάδων εξορμούσε κραυγάζοντας από το προαύλιο των Τεσσάρων Μαρτύρων, διακόσια ή τριακόσια βήματα μακριά, και πραγματοποιούσε φοβερή έφοδο κατά του ασύλου του απαίσιου βρικόλακα. Μετά ακολούθησε δεύτερη, μετά τρίτη, τέταρτη. Όλα τα παιδιά του χωριού βρίσκονταν τώρα μπροστά στην είσοδο της εγκαταλειμμένης οικοδομής, με αρχηγό τον Στάμο.
Ο Προκρούστης, ενώ είχε αποφασίσει να αποσυρθεί στην κρυφή του σπηλιά –είχε επιδοθεί σε τόση ανθρωποφαγία όση θα αρκούσε για να μη βάλει τίποτα στο στόμα του ως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ως και ανήμερα των Θεοφανίων ακόμη–, ενώ λοιπόν ήταν έτοιμος να φύγει, όλο και έμενε. Τότε έπεσαν οι πρώτες πέτρες.
«Άρπα άλλη μία!», φώναξε εκδικητικά ο Στάμος.
«Άρπα κι άλλη μία!», επανέλαβαν τα υπόλοιπα παιδιά.
Πέντε δευτερόλεπτα νωρίτερα αν αποφάσιζε ο Προκρούστης να φύγει, θα βρισκόταν εκτός βολής. Δυστυχώς γι’ αυτόν ήταν πλέον αργά…
Σήκωσε μια σανίδα και, κρατώντας τη σαν σπαθί, αλλά και σαν ασπίδα ενίοτε, προσπάθησε να διασχίσει τις τάξεις του εχθρού, αλλά ένα άγριο λιθοβόλημα τον έκανε να οπισθοχωρήσει με αιμόφυρτα την πλάτη και το πόδι του.
«Άρπα άλλη μία!», φώναξε ο Στάμος.
«Άρπα κι άλλη μία!», επανέλαβαν τα παιδιά.
Ο Προκρούστης κόλλησε στην εσωτερική γωνία του ισογείου έχοντας τα νώτα του στον τοίχο, προφυλαγμένος πίσω από κάτι σανίδες, αλλά και κει μια μεγάλη πέτρα, χτυπώντας πρώτα στον τοίχο, τον βρήκε στον ώμο.
«Πέφτουν οι πέτρες σαν το χαλάζι, κι ο τραυματισμένος βρικόλακας αναστενάζει», κλαψούρισε.
Ευτυχώς γι’ αυτόν ο εχθρός δεν αποφάσιζε να εισβάλει στην αυλή, αφού τα παιδιά ήταν αρκετά φοβισμένα, παρά το προκλητικό θράσος τους. Έτσι, αφού είδε ότι η μάχη παρατεινόταν, αποφάσισε να δραπετεύσει από την πίσω πλευρά του οικοπέδου.
Αναρριχήθηκε στον τοίχο, πατώντας πάνω σε τρύπες και εξογκώματα, και, κρυμμένος από το βλέμμα του εχθρού, πήδησε στο πίσω μέρος κι εξαφανίστηκε.
Λίγο μετά όμως, και ενώ έτρεχε κατευθυνόμενος προς την απόκρυφη σπηλιά του, δύο άντρες, ο ένας στρατιωτικός, ο κυρ-Μηλιόνης, κι ο άλλος απλός πολίτης, ο κυρ-Τάπας, του έριξαν από μια τουφεκιά, καθώς κατέβαιναν το στενό πλακόστρωτο. Ακούστηκαν έπειτα οι φωνές τους, φωνές αλαλαγμού και βέβαιης νίκης – όμως είχαν αστοχήσει.
Ο Προκρούστης χάθηκε από μπρος τους. Απείχε τώρα γύρω στα εκατό βήματα από το κρησφύγετό του. Σκέφτηκε να κρυφτεί εκεί όλη τη νύχτα για να χαθούν τα ίχνη του και το πρωί θα έβλεπε τι θα έκανε. Ο βράχος όμως που περπατούσε ήταν κατακόρυφος και γλιστερός. Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήσει.
«Ποιοι θεοί με καταράστηκαν;»
Αυτές ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Ο Προκρούστης απεβίωσε στο απόκρημνο πέρασμα του Αγίου Φρουμέντιου, στα μισά του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης, στο ίδιο σημείο όπου πνίγηκε και η Φραγκογιαννού, η κατά κόσμον Φόνισσα.
***
Έπειτα από δεκαπέντε μέρες ένα μελανιασμένο πτώμα ξεβράστηκε σε κάποια απροσπέλαστη παραλία κοντά στην Όλυμπο της Καρπάθου…
Σημειώσεις:
Μάσιγγα: κεντρική ηρωίδα στο Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως του Γεώργιου Βιζυηνού.
Τσιριτόκωστας: ο Ζητιάνος του Αντρέα Καρκαβίτσα.
Σαϊτονικολής: ο πατέρας του Πατούχα του Ιωάννη Κονδυλάκη.
Μηλιόνης: ήρωας ομώνυμου μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Τάπας: ο Συμβολαιογράφος του Αλέξανδρου Ραγκαβή.
Η Παναγία η Κεχριά είναι ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Το Πέφτουν οι πέτρες σαν το χαλάζι, κι ο τραυματισμένος βρικόλακας αναστενάζει είναι παράφραση της ταινίας του Νίκου Αλευρά Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι κι ο τραυματισμένος καλλιτέχνης αναστενάζει.
Η Φραγκογιαννού, η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, δεν κατέφυγε στο ερημητήριο του Αγίου Φρουμέντιου (κεντρικός ήρωας στην Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη), αλλά του Αγίου Σώστη, και βέβαια δεν πέθανε «γλιστρώντας από ένα βράχο».
Το διήγημα βασίζεται στο Της Κοκκώνας το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Ακολουθεί το επόμενο διήγημα του Π. Ένιγουεϊ την επόμενη Παρασκευή
Ο Π. Ένιγουεϊ (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξη Παπαδιαμάντη) ήρθε στον κόσμο με φυσιολογικό τοκετό. Κάπου. Κάποτε. Αυτά.