Η ώριμη φάση της κρητικής λογοτεχνίας αρχίζει στα τέλη του 16ου αι., χαρακτηρίζεται τώρα από έντονα αναγεννησιακά στοιχεία και ανήκει στην πρώτη φάση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι άλλες δύο φάσεις είναι η επτανησιακή και η αθηναϊκή.
Μετά το 14ο αι., η Κρήτη ησυχάζει. Οι δύο εξεγέρσεις του 16ου αι., είναι περιορισμένου χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα και οι φεουδάρχες απώλεσαν την κυριαρχία τους από νέες οικονομικές δυνάμεις, τους αστούς και οι πόλεις γνωρίζουν αξιόλογη ακμή. Η κοινωνία της πόλης ομοιογενοποιείται αφού αποτελείται από Έλληνες και εξελληνισμένους Ενετούς. Οι Ενετοί της Κρήτης αυτοπροσδιορίζονται ως Γραικοί (homo graecus) αφού είναι Έλληνες με βενετικά επίθετα, καθολική θρησκεία και τίτλους ευγενείας κατοχυρωμένους από το μητροπολιτικό κέντρο που απλώς τους εξασφαλίζουν μεγάλα κοινωνικά προνόμια. Οι κάτοικοι των πόλεων, στην πλειοψηφία τους ελληνόφωνοι και ορθόδοξοι, πλουτίζουν με τη ναυτιλία, το εμπόριο, τις εξαγωγές κρητικών προϊόντων και τη βιοτεχνία. Φορολογούνται ελαφρά και είναι απαλλαγμένοι από βαριές υποχρεώσεις, όπως οι αγγαρείες και η κωπηλασία στις γαλέρες. Τα μεγάλα οχυρωματικά έργα δίνουν δουλειά σε αρκετούς τεχνίτες. Έτσι, διαμορφώνεται μια προηγμένη κοινωνία που έχει άμεση σχέση με τη Δύση, και σπουδάζει σε δυτικά κέντρα. Το 1600 περίπου εμφανίζεται η κρητική ποίηση που χαρακτηρίζεται από έντονες αναγεννησιακές επιρροές. Το 1562 έχει προηγηθεί ο κύκλος της Ακαδημίας των Vivi (Ζωντανών) που μεταφράζουν και μιμούνται ιταλικά θεατρικά έργα. Είναι πιθανό εδώ να ξεκίνησαν να συνθέσουν αναγεννησιακούς τύπους με το κρητικό ιδίωμα. Πριν τους «Ζωντανούς» παραστάσεις είχαν δώσει ο Molino και ο Calmo(1512-1515). Το 1578 τυπώθηκε η τργωδία “Fedra” ,στα ιταλικά από ενετοκρητικό φοιτητή του Πανεπιστημίου της Πάδοβας Francesco Bozza Candiotto, που αφορά τον έρωτα της κόρης του Μίνωα, Φαίδρα για τον Ιππόλυτο. Η περίοδος μέχρι την εμφάνιση του Χορτάτση χαρακτηρίζεται ως προπαρασκευαστική φάση. Από αυτή την φάση δεν υπάρχει κανένα δείγμα αφού το θέατρο, είδος κατ’ εξοχήν ζωντανό, προφορικό και αυτοσχεδιασμού, αν δεν χειρίζεται σημαντική υπόθεση ως θέμα του, δεν διατηρείται. Μόλις όμως εμφανίζονται σημαντικά έργα, με το συχνό τους παίξιμο, την αντιγραφή και το διάβασμά τους μπορούν να σωθούν.
Οι παραστάσεις δίνονταν στα αρχοντικά, σε στενούς κύκλους και στις πλατείες με λαϊκότερο χαρακτήρα, κυρίως πριν το δείπνο και πριν το βράδυ. Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν στις Απόκριες. Θέατρο έβλεπαν άνθρωποι όλων των τάξεων, γυναίκες και άντρες, ενώ οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες. Τα έξοδα της παράστασης τα έκανε κάποιος πλούσιος, φιλότεχνος, όπως π.χ. τα έξοδα της «Πανώριας» του Χορτάτση ανάλαβε ο Βενετοκρητικός από τα Χανιά Μαρκαντώνιος Βιάρος. Ο Χορτάτσης, που πρώτος στρέφεται συνειδητά και συστηματικά προς το γλωσσικό ιδίωμα της Κρήτης, όπως αυτό είχα διαμορφωθεί τέλη του 16ου αι. , ασχολείται και με τα τρία είδη αναγεννησιακού θεάτρου: τραγωδία, ποιμενική κωμωδία και αστική κωμωδία. Μεταξύ 1595-1601 γράφτηκε η αστική κωμωδία «Κατζούρμπος», έργο που διαδραματίζεται στο Κάστρο και αφορά τον έρωτα του Νικολού για την Κασσάνδρα, που η θετή μητέρα της θέλει να την εκδώσει σ’ ένα γέρο Αρμένη. Τελικά η Κασσάνδρα αποδεικνύεται ότι είναι κόρη του Αρμένη, οπότε τελικά η Κασσάνδρα παντρεύεται το νέο που αγαπά. Τα κωμικά πρόσωπα του έργου βασίζονται στις λατινικές κωμωδίες του Τερεντίου και του Πλαύτου: ο σχολαστικός δάσκαλος, ο ψευτοπαλληκαράς και δειλός στρατιωτικός, οι πεινασμένοι και λαίμαργοι υπηρέτες, οι υπηρέτριες και οι προξενήτρες.
Η «Πανώρια» του Χορτάτση έχει ως πρότυπο την «Callisto» του Groto, που εκδόθηκε το 1583. Δυο βοσκοί ο Γύπαρης και ο Αλέξης αγαπούν δυο βοσκοπούλες, οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονται στον έρωτά τους. Οι δύο νέοι προσφέρουν θυσία στο βωμό της Αφροδίτης και ο γιος της ο Έρωτας τοξεύει τις βοσκοπούλες, που δέχονται τελικά να τους παντρευτούν. Έχουμε εδώ επίδραση της ποιμενικής λογοτεχνίας που έχει αναπτυχθεί στην Ιταλία και η οποία μιμείται αρχαία ειδυλλιακά τοπία. Ο Χορτάτσης συνδυάζει την πραγματική ποιμενική ζωή της Κρήτης με την αρχαία ελληνική μυθολογία.
Λίγο μετά την «Πανώρια» ο Χορτάτσης ολοκληρώνει την τραγωδία «Ερωφίλη», επηρεασμένη από την τραγωδία “Orbecche” του Giraldi. Η κόρη του Φιλόγονου Ερωφίλη παντρεύεται κρυφά ένα νέο στρατιωτικό, τον Πανάρετο. Ο Φιλόγονος αποφασίζει να την παντρέψει με ένα βασιλιά της Ανατολής, αντίπαλό του, για να συμφιλιωθεί μαζί του. Αναθέτει λοιπόν στον Πανάρετο να την πείσει. Η δραματική αυτή αντινομία οδηγεί στην αποκάλυψη της σχέσης των δύο νέων. Ο Φιλόγονος εκτελεί τον Πανάρετο και στέλνει στην κόρη του το κεφάλι, την καρδιά και τα χέρια του. Η Ερωφίλη αυτοκτονεί και οι κοπέλες της ακολουθίας της σκοτώνουν τον απάνθρωπο πατέρα. Περίπου την ίδια εποχή μεταφράζεται, ίσως από τον Χορτάτση, το ποιμενικό δράμα του Guarini “Pastor Fido” (πιστικός βοσκός), ενώ και η κωμωδία «Στάθης» αποδίδεται με επιφυλάξεις στον Χορτάτση.
Το έργο του Χορτάτση συνέχισε ο Βιτσέντζος Κορνάρος(1553-1613). Ανήκε στην εξελληνισμένη βενετοκρητική αρχοντική οικογένεια των Κορνάρων και ήταν αδερφός του φεουδάρχη Ανδρέα Κορνάρου. Γεννήθηκε στην Τραπεζόντα της Σητείας. Η «Θυσία του Αβραάμ» πρέπει να είναι συγγραφικό έργο του Vicenzo Cornaro εξαιτίας του ανάλογου λογοτεχνικού ύφους με τον «Ερωτόκριτο», το αντιπροσωπευτικότερο έργο του Κορνάρου. Υπάρχουν επίσης ανάλογοι αρχαϊκοί τύποι (ομοιώθη, ποίσω, φθαρτά), ανάλογη χρήση των μεσαιωνικών τύπων της αναφορικής αντωνυμίας (τα αντί που κ.λπ.), καθώς και στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παιδική ηλικία. Η «Θυσία» είναι ελεύθερη μίμηση της ιταλικής τραγωδίας “Isach” του Groto. Ο Αβραάμ «απαγορεύεται» να εξερευνήσει τη διαταγή του Θεού. Υποχρεούται να υπακούσει χωρίς δεύτερη συζήτηση και στην υπακοή αυτή αντιπαρατίθεται διαδοχικά ο βαθύς πατρικός πόνος, ο σπαραγμός της μάνας, η δοκιμασία της λογικής και ο θρήνος του παιδιού. Συγκρούονται δηλαδή η τυφλή υπακοή στην υπερφυσική εντολή και η χάρη και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας.
Στον «Ερωτόκριτο», ο γιος ενός συμβούλου του βασιλιά της Αθήνας ο Ρωτόκριτος ερωτεύεται τη βασιλοπούλα Αρετούσα, η οποία επίσης τον αγαπά. Ο πατέρας του Ερωτόκριτου αποτολμά να ζητήσει για το γιο του, την πριγκίπισσα από το βασιλιά Ηράκλη. Ως απάντηση, ο νέος καταδικάζεται σε εξορία. Η Αρετούσα αρνείται πρόταση γάμου από το γιο του ρήγα του Βυζαντίου και γι΄ αυτό φυλακίζεται. Αργότερα στην επικράτεια της Αθήνας εισβάλλουν οι Βλάχοι. Παρουσιάζεται τότε ένας άγνωστος μαύρος πολεμιστής, που είναι ο μαγικά μεταμορφωμένος Ερωτόκριτος. Ο απροσδόκητος σύμμαχος ανακουφίζει τα διαλυμένα στρατεύματα των Αθηναίων και σκοτώνει σε μονομαχία τον Άριστο, εκλεκτό πολεμιστή των αντιπάλων. Τελικά ο Ρωτόκριτος παντρεύεται την Αρετούσα αφού πρώτα αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Ο Κορνάρος επηρεάζεται σ’ αυτό το έργο από το πεζό «Πάρις και Βιέννα» και από το επικό ποίημα “Orlando Furioso” του Ariosto(1532). Χαρακτηρίζεται από το αναγεννησιακό αίτημα για μεγαλύτερη ελευθερία στην ερωτική ζωή και για υπέρβαση των διαφορών στα φύλα και στις τάξεις, αν και ο ισχυρογνώμων βασιλιάς Ηράκλης, λειτουργεί ως θετικό στοιχείο στο ποίημα και όχι ως αντικείμενο καταγγελίας. Η καταδίκη της εξουσίας είναι εδώ λιγότερο έντονη απ’ ό,τι είναι στην «Ερωφίλη».
Στις αρχές του 17ου αι. ανήκει άλλο ένα αξιόλογο έργο, άγνωστου ποιητή, η «Βοσκοπούλα». Ένας βοσκός συναντά μια πολύ όμορφη βοσκοπούλα, στο βουνό. Περνούν ευτυχισμένες μέρες στο σπήλιο της βοσκοπούλας. Πριν γυρίσει ο πατέρας της, ο νέος φεύγει με την υπόσχεση να γυρίσει σ’ ένα μήνα. Μια σοβαρή ασθένεια όμως τον εμποδίζει να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Η νέα πεθαίνει από τη λύπη της γιατί νομίζει ότι την απαρνήθηκε. Όταν τελικά αισθάνεται καλύτερα, ο νέος γυρίζει στη σπηλιά, όπου συναντά το μαυροφορεμένο πατέρα της νέας, που του αναγγέλλει το θλιβερό γεγονός. Η τραγωδία ολοκληρώνεται με το θρήνο του βοσκού πάνω από τον τάφο της αγαπημένης του. Εδώ το συμβατικό ποιμενικό στοιχείο των ιταλικών ειδυλλίων της εποχής εξουδετερώνεται από το κρητικό ιδίωμα αλλά και από την πραγματική ποιμενική ζωή των βουνών της Κρήτης. Το ποίημα τυπώθηκε με έξοδα κάποιου Δρυμητινού Αποκορωνίτη, ο οποίος όμως δεν μας πληροφορεί για το δημιουργό του. Από τις αρχές του 17ου αι., η κρητική λογοτεχνία αρχίζει να λειτουργεί στις λαϊκές τάξεις ως ανώνυμη και απρόσωπη δημιουργία. Στα χειρόγραφα με τα οποία κυκλοφορούσαν τα έργα, αντιγραφόμενα είτε από γραφείς είτε επί παραγγελία είτε και από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, τα ονόματα των συγγραφέων παραλείπονται.
Από αστική οικογένεια του Ρεθύμνου ήταν ο ποιητής Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος, που έγραψε την τραγωδία «Βασιλεύς Ροδολίνος». Πρότυπο του «Ροδολίνου» είναι το έργο «Il Re Torrismondo» του Torquato Tasso. Στην υπόθεση του έργου, ο βασιλιάς της Περσίας Τρωσίλος ερωτεύεται την κόρη του βασιλιά της Καρχηδόνας Αρετούσα. Ο πατέρας της αρνείται την πρόταση και ο Τρωσίλος αναθέτει στο φίλο του Ροδολίνο, βασιλιά της Αιγύπτου, να τη ζητήσει με σκοπό τελικά να την οδηγήσει στην Περσία για να την παντρευτεί ο ίδιος. Ο Ροδολίνος παίρνει την Αρετούσα από την Καρχηδόνα με έγκριση του πατέρα της, αλλά στο δρόμο προς την Αίγυπτο οι δύο νέοι ερωτεύονται και τελικά η Αρετούσα αρνείται να εγκαταλέιψει το Ροδολίνο για χάρη του Τρωσίλου και αυτοκτονεί. Στη συνέχεια αυτοκτονούν και ο Ροδολίνος και ο Τρωσίλος. Τα χορικά εκφράζουν την απαισιοδοξία και την ψυχική διάθεση των χρόνων της Αντιμεταρρύθμισης, υπογραμμίζοντας τον παροδικό χαρακτήρα και τη ματαιότητα του πλούτου, της εξουσίας και της ζωής γενικά.
Στα τελευταία χρόνια της ειρήνης πιστεύεται ότι γράφτηκαν και ο «Ζήνων», αγνώστου ποιητή και το μακροσκελές ποίημα «Παλαιά και Νέα Διαθήκη». Το 1655, στη διάρκεια του αποκλεισμού του Ηρακλείου από τους Τούρκους, γράφτηκε η κωμωδία «Φορτουνάτος» του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου. Ο Μάρκος Αντώνιος είχε πολλές φορές εκλεγεί πρόεδρος του Συμβουλίου των Φεουδαρχών της Κρήτης. Είχε κτήματα στο Καινούργιο Χωριό Πεδιάδας, όπου βρέθηκαν ερείπια πύργου με επιγραφή που μνημονεύει τον «Ανδρέα Φόσκολο», πατέρα του Μάρκου-Αντώνιου. Στη διαθήκη του δίδει εντολή όταν ελευθερωθεί η Κρήτη από τους Τούρκους να μεταφερθεί το σώμα του από το μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου του Χάνδακα, όπου θα είναι αποτεθειμένο, στο Καινούργιο Χωριό. Στον κύκλο του ανήκαν ο γνωστός λόγιος μοναχός Παντόγαλος και ο ποιητής Πάντιμος (έγραψε την τραγωδία “Amorosa Fede”). Στο «Φορτουνάτο» πειρατές κλέβουν το παιδί του Κεφαλλονίτη γιατρού Λούρα. Ένα πλοίο Ιωαννιτών ιπποτών κυριεύει το κουρσάρικο καράβι και το πουλά σ’ ένα έμπορο από το Κάστρο, τον μισέρ Γιαννούτσο, που βρίσκει στο σκάφος το εγκαταλελειμμένο παιδί και το υιοθετεί, ονομάζοντάς το Φορτουνάτο. Έπειτα από χρόνια έρχεται ο Λούρος να εγκατασταθεί στο Κάστρο. Ο Φορτουνάτος έχει μεγαλώσει και συνδέεται αισθηματικά με μια νέα την Πετρονέλα που την ερωτεύεται και ο γερο-Λούρας. Από διήγηση του Γιαννούτσου για το καράβι και το χαμένο παιδί ο Λούρας διαπιστώνει ότι ο Φορτουνάτος είναι γιος του. Έτσι παντρεύει την Πετρονέλα με το Φορτουνάτο και το έργο τελειώνει σε γενική χαρά. Από το έργο δεν λείπουν οι γνωστοί τύποι, ο δάσκαλος, ο καυχησιάρης στρατιωτικός (που απειλεί να εξολοθρεύσει τους Τούρκους που έχουν στρατοπεδεύσει έξω από το Χάνδακα), οι λαίμαργοι δούλοι και οι ζωηρές υπηρέτριες. Το έργο είναι ανώτερο από τον «Κατζούρμπο» του Χορτάτση, με λιγότερα πρόσωπα και νευρώδη γλώσσα.
Στο 17ο αι. ανήκει και η κρητική κωμωδία « η λησμονημένη μνηστή» που αναφέρεται και ως «Φιορεντίνος και Ντολτσέτα» που βασίζεται σε γνωστό παραμύθι. Ο σουλτάνος του Καΐρου είναι άρρωστος και η μόνη θεραπεία του είναι να τον αλείψουν με το αίμα ενός πρίγκιπα. Οι κουρσάροι του αρπάζουν τον πρίγκιπα Φιορεντίνο και τον κλείνουν σ’ ένα πύργο. Η κόρη του σουλτάνου τον ερωτεύεται και τον βοηθά να αποδράσει. Ο σουλτάνος θυμωμένος καταριέται το Φιορεντίνο να ξεχάσει τη Ντολτσέτα όταν τον φιλήσει η μάνα του και να την ξαναθυμηθεί όταν τον χαστουκίσει. Όταν ο πρίγκιπας επιστρέφει στο παλάτι, τον παίρνει ο ύπνος και η μάνα του τον φιλά με αποτέλεσμα όταν ξυπνά να μη θυμάται πλέον τη Ντολτσέτα. Ξέγνοιαστος, πάει στο κυνήγι με δυο φίλους του όπου συναντούν τη Ντολτσέτα και προσπαθούν να την αποπλανήσουν προσφέροντάς της χρήματα. Αυτή παίρνει τα χρήματα αλλά δεν ενδίδει. Την καταγγέλλουν τότε στο βασιλιά απαιτώντας τα χρήματα πίσω. Εκεί η Ντολτσέτα αποκαλύπτει όλη την ιστορία και την κατάρα του πατέρα της. Η μάνα χαστουκίζει το Φιορεντίνο, αυτός ξαναθυμάται και όλα τελειώνουν καλά.
Στη λαϊκή σάτιρα ανήκει και ένα ανώνυμο ποίημα με τον τίτλο «Θρήνος του Φαλλίδου», δηλαδή του χρεοκοπημένου. Δίνει μια ζωηρή εικόνα της εύθυμης νεολαίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Τα ανδρικά είδη ενδυμασίας, τα πλούσια υφάσματα, τα γενοβέζικα καπέλα, τα αρώματα, τα κρασιά, τα ιταλικά φαγητά, τα μουσικά όργανα, ζωντανεύουν σε αυτό το ποίημα που έχει και διδακτικό σκοπό, να δείξει που καταντά ο άμυαλος νέος.
Οι Τούρκοι αποβιβάζονται στο νησί το 1645. ο Χάνδακας μετά από ηρωική αντίσταση συνθηκολογεί το 1669 οπότε και τελειώνει η γαλήνια και ξέγνοιαστη ζωή. Έτσι και η λογοτεχνία εισέρχεται σε ρεαλιστικότερη αντιμετώπιση της φοβερής πλέον πραγματικότητας. Οι τούρκοι εμφανίζονται στις αρχές του 17ου αι. στην Κρητική λογοτεχνία μέχρι που καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση στη «Διήγησις δια στίχων του δεινού Κρητικού Πολέμου» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή. Ο Τζάνες ήταν από το Ρέθυμνο και είχε δυο αδερφούς τον Εμμανουήλ και τον Κωνσταντίνο. Ο Μαρίνος ζούσε στο Ρέθυμνο μέχρι το 1646, οπότε το κατέλαβαν οι Τούρκοι. Πήγε πρόσφυγας στο Κάστρο και αργότερα στα Επτάνησα, στην Κέρκυρα, μέχρι που κατέληξε στην Βενετία όπου και πέθανε. Άρχισε να γράφει τον «Κρητικό Πόλεμο» το 1669 στο Κάστρο, τη χρονιά δηλαδή που το Κάστρο έπεσε στους Τούρκους. Πηγές του Τζάνε ήταν οι προσωπικές του εμπειρίες και οι μαρτυρίες των προσφύγων που κατέφταναν στο Κάστρο από κάθε γωνιά της τουρκοκρατούμενης Κρήτης. Σε ορισμένα σημεία διακρίνονται επιρροές από ανάλογο έργο του Κεφαλλονίτη Άνθιμου Διακρούση(1667). Μέσα στο έργο του Τζάνε είναι ολοφάνερη η αγάπη που τρέφει στην πατρική του πόλη, το Ρέθυμνο. Εξαίρεται η ανεπιφύλακτη και ανιδιοτελής συμμαχία μεταξύ των ενετοκρητικών και του ελληνορθόδοξου αστικού στοιχείου κατά των εισβολέων. Ο Τζάνες οδεύοντας από Ρέθυμνο προς Ηράκλειο είχε συνειδητοποιήσει από κοντά τη στάση των χωρικών, οι οποίοι είχαν δει τον πόλεμο εντελώς ταξικά, αδιαφορούσαν για το ποιος τους «καταδυναστεύει» και δεν πολέμησαν εναντίον των Τούρκων. Ο Τζάνες γράφει χρησιμοποιώντας κρητικούς ιδιωματισμούς αλλά δεν έχει την επιμέλεια ενός Χορτάτση ή ενός Κορνάρου. Εξάλλου οι επιρροές και οι κοινωνικές συνθήκες στο περιβάλλον του Τζάνε είναι εντελώς διαφορετικές. Ο Τζάνες περιγράφει γεγονότα που έζησε ο ίδιος ή του περιέγραψαν αυτόπτες μάρτυρες και όχι γεγονότα της φαντασίας του γι’ αυτό κάποτε θυμίζει την καθημερινή συνομιλία ή τον ψίθυρο με τον οποίο διαδίδεται μια θλιβερή είδηση. Μερικές φορές μάλιστα θυμίζει πρόχειρες σημειώσεις πολεμικού ημερολογίου με στρατιωτικούς όρους. Συχνά δίνονται αριστουργηματικές εικόνες από στρατόπεδα, μάχες, βομβαρδισμούς, ανατινάξεις, ναυμαχίες, τρικυμίες και ναυάγια. Εξίσου καλά περιγράφεται η τύχη των αμάχων, η ταλαιπωρία και οι κίνδυνοι των προσφύγων στο νησί Δία, όπου πρωτομεταφέρθηκαν, το πολυήμερο ταξίδι στα Επτάνησα και η νοσταλγία της παλιάς ειρηνικής ζωής των παραθεριστών στα κτήματά τους και στα χωριά της Κρήτης. Ο Ν.Β. Τωμαδάκης παρατηρεί ότι το έργο χαρακτηρίζεται από μεγάλη διαύγεια, περιγραφική συγκίνηση, θέληση για αποπεράτωση και επική πνοή. Ο Γιώργος Σεφέρης αποκαλεί τον Τζάνε «μια από τις πιο αξιαγάπητες φυσιογνωμίες της Κρήτης της εποχής εκείνης».
Το 1684 τυπώθηκε ένα άλλο αξιόλογο έργο του Μπουνιαλή με τίτλο «Ψυχωφελής κατάνυξις». Στην Κρήτη κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Φυλλάδα της ψυχής». Το έργο αρχίζει με την επίκληση ενός νεκρού προς την ψυχή του, που την καλεί να ενωθούν ξανά, για να δουν την ευφρόσυνη πληρότητα της ύπαρξης, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Χριστιανισμού. Πρόκειται για μια συνειδητή συνέχεια της πένθιμης μεσαιωνικής λογοτεχνίας, στην αναβίωση της οποίας συντελεί η βαθιά απογοήτευση από την υποδούλωση και καταστροφή της Κρήτης.
Την καταστροφή της Κρήτης θρήνησε και ο λόγιος Κρητικός πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεράσιμος Β’ ο Παλλαδάς, που πέθανε το 1714. Έγραψε διακόσιους περίπου στίχους σε απλή γλώσσα με αρκετά κρητικά ιδιωματικά στοιχεία, το «Θρήνο της Κρήτης».
Τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας αποτέλεσαν την πνευματική τροφή του ελληνικού λαού για πάρα πολλά χρόνια. Η «Ερωφίλη» παίζονταν σε λαϊκές παραστάσεις ενώ στην Αθήνα οι στήλες του Ολυμπίου Διός ονομάστηκαν «παλάτι του Ηράκλη» και μια σπηλιά εκεί κοντά «φυλακή της Αρετούσας». Στην Κρήτη τα ονόματα της Αρετούσας, του Ρωτόκριτου, του Πολύδωρου και του Χαρίδημου έγιναν βαπτιστικά.
Συγχρόνως με την παράδοση στους Τούρκους του Χάνδακα, το 1669, αρχίζει να αναπτύσσεται στην Κωνσταντινούπολη, η τάξη των Φαναριωτών. Με την αρχαϊστική τους παράδοση, κληρονομημένη από το Βυζάντιο, παίρνουν τα σκήπτρα της παιδείας, με κατεύθυνση όμως τελείως διαφορετικής του κρητικού πολιτισμού. Στον κύκλο τους η κρητική γλώσσα και λογοτεχνία περιφρονούνται. Η μεγάλη δύναμη που απέκτησαν οι Φαναριώτες μέσα στον τουρκικό διοικητικό μηχανισμό, η ανάπτυξη αστικών κέντρων στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (επηρεασμένες όλο και περισσότερο από το γαλλικό διαφωτισμό) και η ίδρυση σχολείων από τις αρχές του 19ου αι., περιόρισαν τη διάδοση των κρητικών έργων, εκτός βέβαια της Κρήτης και των Επτανήσων, όπου η επίδρασή τους εξακολούθησε να υφίσταται για μεγαλύτερο διάστημα, με ακραία περίπτωση τον Διονύσιο Σολωμό, συνειδητό συνεχιστή από μία άποψη του Κορνάρου. Η καθιέρωση της καθαρεύουσας μετά την Επανάσταση, στις εφημερίδες, στις μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ως επίσημης γλώσσας του κράτους και η διαμόρφωση νέων λογοτεχνικών τάσεων, συντέλεσαν στην ακόμα μεγαλύτερη λήθη της κρητικής ποίησης, που θεωρούνταν πλέον «λαϊκή». Ο λαός τη διάβαζε ακόμη στην Κρήτη, αλλά χωρίς επίγνωση. Από τα τέλη του 19ου αι. αρχίζει και πάλι, η κρητική λογοτεχνία, να κερδίζει τη συμπάθεια και την προσοχή, λίγων μορφωμένων. Μέσα από ποικίλες παρανοήσεις και δυσκολίες εδραιώνεται σιγά σιγά η σωστή φιλολογική μέθοδος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της, την αποκατάσταση και τη γραμματολογική τοποθέτησή της. Αυτή τη φορά η κρητική λογοτεχνία καταξιώνεται όχι μόνο ως τοπική και νεοελληνική, αλλά ως μια από τις σημαντικότερες δημιουργίες της Αναγέννησης σε ευρωπαϊκή κλίμακα.