Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΡΕΙΖΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΡΕΙΖΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

Κριτικοί Λογοτεχνίας - Δημήτρης Νικολαρεΐζης (1908-1981)

Μοναχικός και μοντέρνος

Ολόκληρο το έργο ενός κριτικού που συνδέθηκε με τη Γενιά του ’30 και υπερασπίστηκε τον μοντερνισμό, σε δύο τόμους
ΠΗΓΗ:
Μοναχικός  και μοντέρνος

Κριτικός συνδεδεμένος άρρηκτα με τις αναζητήσεις της πολύκροτης Γενιάς του '30, ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης (1908-1981) ακολούθησε έναν μάλλον μοναχικό και ολιγόλογο δρόμο, μένοντας μακριά από την τύρβη της αγοράς και αποφεύγοντας επίμονα την οποιαδήποτε κίνηση εντυπωσιασμού. Συγκεντρωμένο σε δύο όλους κι όλους τόμους (Ούγος Φώσκολος και Ανδρέας Κάλβος, 1961, και Δοκίμια κριτικής, 1962), το έργο του Νικολαρεΐζη έρχεται τώρα ξανά στην επιφάνεια χάρη στην πρωτοβουλία των εκδόσεων Αγρα και του Χ. Λ. Καράογλου, που μας δίνουν την ευκαιρία να πιάσουμε επαφή με την ευρυμάθεια, τον αδογμάτιστο στοχασμό και την εξαιρετικά επιμελημένη γραφή του, από την οποία θα πρέπει να πω ότι δεν λείπει και μια λεπτή ποιητική αύρα.
Τα ενδιαφέροντα του Νικολαρεΐζη είναι πολλαπλά: ο Αντρέ Ζιντ (η πορεία του από τη θρησκευτική πίστη προς την ατομική εξέγερση και από την τεχνοτροπία του συμβολισμού προς τη γυμνή έκφραση), η σχέση μνήμης και χρόνου στον Μποντλέρ και στον Προυστ διά μέσου του Μπερξόν, ο ιμπρεσιονισμός και ο κυβισμός (με ποιον τρόπο οδηγούν στην αποσύνθεση ή και στην έκλειψη του εικαστικού αντικειμένου), η παλαιά και η νέα ποίηση (από τον αρχαίο λυρισμό στη μουσική γλώσσα του Μαλαρμέ και στη ρηγματική μέθοδο των υπερρεαλιστών), ο ηδονισμός και ο αισθησιασμός του Καβάφη (ένας καλλιτέχνης της υποβλητικής αναπόλησης, που ξέρει πώς να αντλεί το υλικό του από την κοινή ανθρώπινη εμπειρία), ο Τζέιμς Τζόις και η πεζογραφία του ελληνικού «εσωτερισμού» (Στέλιος Ξεφλούδας, Γ. Δέλιος, Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος), η παρουσία του Ομήρου στον Σολωμό, στον Καζαντζάκη, στον Σικελιανό και στον Σεφέρη (ο καθένας ανασυγκροτεί την αρχαία πηγή σύμφωνα με τις ανάγκες της τέχνης του και του καιρού του) και το μοναδικό ύφος του Κάλβου (ο ποιητής του υψηλού φρονήματος και των ανορθωτικών αισθημάτων).
Σε όλες τις παρεμβάσεις του ο Νικολαρεΐζης θα υπερασπιστεί με μεγάλη σταθερότητα και συνέπεια τις αρχές του μοντερνισμού. Αντί όμως να ταυτιστεί με τον μοντερνισμό και να αναλάβει εργολαβικά την προώθηση του καινούργιου και του διαφορετικού απέναντι σε ένα ούτως ή άλλως χρεοκοπημένο παρελθόν, ο κριτικός θα προσπαθήσει να ερμηνεύσει συστηματικά τους πολύπλοκους παράγοντες που προετοίμασαν και έκαναν αναγκαία τη μετάβαση από την παράδοση στη νεωτερικότητα. Μολονότι γνήσιο τέκνο της εποχής του, ο Νικολαρεΐζης θα κατορθώσει να συλλάβει τις κοσμογονικές μεταβολές της από τη δέουσα απόσταση, προτιμώντας να εμπιστευτεί όχι τη σημαία του πολεμιστή, αλλά την οξυδερκή ιστορική του αίσθηση.

Η ιδεώδης κριτική
Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο της δοκιμιογραφίας του Νικολαρεΐζη είναι η ισχυρή κριτική της αυτοσυνειδησία: η ανάγκη με άλλα λόγια του κριτικού να σκεφτεί διεξοδικά πάνω στα όρια και στους σκοπούς της δουλειάς του σε μια περίοδο κατά την οποία ανάλογοι προβληματισμοί βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και ανθούν σε ολόκληρη την Ευρώπη (βλ. και τις σχετικές παρατηρήσεις του Καράογλου στα επιλεγόμενά του). Ο Νικολαρεΐζης θα απορρίψει την επιστημονική (φιλολογική) κριτική επειδή είναι ικανή με τα θεωρητικά συστήματα και τις αφηρημένες ιδέες της να βιάσει το λογοτεχνικό κείμενο, ενώ θα καταδικάσει και τη δημοσιογραφική κριτική (τη βιβλιοκρισία) εξαιτίας της βιασύνης και του ασυστηματοποίητου λόγου της.
Η ιδεώδης κριτική για τον Νικολαρεΐζη είναι η κριτική που βρίσκεται ανάμεσα στην επιστήμη και στη δημοσιογραφία: το κριτικό δοκίμιο, το οποίο από τη μία πλευρά διατηρεί τη δυνατότητα της συνθετικής προσέγγισης και της τεκμηριωμένης επιχειρηματολογίας και από την άλλη μπορεί να βασιστεί στην ατομική ευαισθησία και στο προσωπικό γούστο, προχωρώντας σε μια εις βάθος ανάγνωση της λογοτεχνίας: σε μιαν ανάγνωση που θα εξασφαλίζει τα αντικειμενικά της εχέγγυα χωρίς να πνίγει την υποκειμενικότητά της. Αλλά, κακά τα ψέματα, ένα τέτοιο είδος κριτικής δεν θα θέλαμε και σήμερα;