Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΚΙΛΙ

 «Η Ελλάδα με έχει κάνει πιο πλούσιο»

Ο 82χρονος αμερικανός πανεπιστημιακός, μεταφραστής και μυθιστοριογράφος που γνώρισε στους συμπατριώτες του τους μεγάλους έλληνες ποιητές μιλάει στο «Βήμα» για την Ελλάδα που ερωτεύτηκε και έκανε δεύτερη πατρίδα του
ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΚΙΛΙ  «Η Ελλάδα με έχει κάνει πιο πλούσιο»
«Με ενοχλούν ο κυνισμός και η απαξίωση που παρατηρώ τελευταίως για τους θεσμούς και την πολιτική» σχολιάζει για τη σημερινή Ελλάδα ο Εντμουντ Κίλι (Γ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ)


Με τις μεταφράσεις του έκανε γνωστό τον Καβάφη , τον Σεφέρη, τον Ρίτσο  και άλλους έλληνες ποιητές στο αγγλόφωνο κοινό. Η πρώτη φορά που βρέθηκε στην Ελλάδα ήταν το 1936, σε ηλικία οκτώ ετών, μαζί με τον πατέρα του, τον αμερικανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη. Εζησαν στη Γεωργική Σχολή ως το 1939 και για εκείνον η Ελλάδα του Μεταξάήταν τότε παράδεισος. Εμαθε ελληνικά παίζοντας με τα άλλα παιδιά στις αλάνες. Τα ξαναθυμήθηκε το καλοκαίρι του 1947. Από το 1949, που επέστρεψε ως δάσκαλος αγγλικών στη Γεωργική Σχολή, έρχεται στην Ελλάδα κάθε χρόνο αδιαλείπτως.

Ο Εντμουντ Κίλι σπούδασε στο Πρίνστον και πήγε στην Οξφόρδη για να μελετήσει τον ποιητή Γ. Μπ. Γέιτς, αναζητώντας τις ιρλανδικές ρίζες του. Η εκεί γνωριμία του με τονΚωνσταντίνο Τρυπάνη τον έστρεψε στη νεοελληνική λογοτεχνία και κατέληξε να ετοιμάζει μια διατριβή για τον Καβάφη και τον Σεφέρη . Στο Πρίνστον δίδαξε λογοτεχνία επί 40 χρόνια ενώ υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του αμερικανικού Συνδέσμου Νεοελληνικών Σπουδών. Οι φίλοι τον αποκαλούν «Μάικ».

«Οι γονείς μου με φώναζαν έτσι και έμεινε. Μη με ρωτάς γιατί. Ισως επειδή έτσι αποκαλούσαν τους Ιρλανδούς στην Αμερική» λέει. Γεννημένος το 1928 στη Δαμασκό, για τον Σεφέρη ήταν ο «Μιχαλάκης ο Δαμασκηνός». Τον συναντήσαμε μαζί με την αλεξανδρινής καταγωγής σύζυγό του Μαίρη Σταθάτου-Κύρη στο σπίτι τους στην οδό Λουκιανού. Γνωρίστηκαν ως φοιτητές στην Οξφόρδη και του χρόνου κλείνουν 60 χρόνια κοινής ζωής. Γι΄ αυτό και οι απαντήσεις του δίνονται συχνά στον πληθυντικό, αφού συμπεριλαμβάνουν και τη Μαίρη.

Οικείος, χαλαρός, ο Εντμουντ Κίλι κάνει χιούμορ και αστειεύεται με τον φωτογράφο μας. Βρίσκεται για μόλις δύο ημέρες στην Αθήνα και το τηλέφωνο χτυπά διαρκώς. Φίλοι για να τον καλωσορίσουν και να συναντηθούν, δημοσιογράφοι για συνεντεύξεις. Μας μίλησε στα ελληνικά, με άψογη προφορά και πολλούς τρέχοντες ιδιωματισμούς, παρεμβάλλοντας λέξεις στα αγγλικά και ρωτώντας πάντα για τη σωστή απόδοσή τους στα ελληνικά. Ενας μεταφραστής δεν είναι ποτέ εκτός υπηρεσίας.

- Με τον Φίλιπ Σέραρντ ήσασταν το μεταφραστικό ζευγάρι που έκανε γνωστούς στο αγγλόφωνο κοινό τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τόσους μείζονες έλληνες ποιητές. Εκείνος ζούσε στη Βρετανία και εσείς στην Αμερική. Πώς ξεκίνησε ησυνεργασία σας;«Ως διδάκτορας έπρεπε να κάνω δημοσιεύσεις και σκέφτηκα να αξιοποιήσω τα ποιήματα που είχα μεταφράσει για τη διατριβή μου και να τα συμπεριλάβω σε μια ανθολογία ελληνικής ποίησης. Την ίδια εποχή έκανε διατριβή στη νεοελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ο Σέραρντήμασταν οι μόνοι τότε που κάναμε διατριβή στη νεοελληνική λογοτεχνία. Είχα διαβάσει κάτι εξαιρετικές μεταφράσεις του Καβάφη που είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό “Εncounter” και το καλοκαίρι του 1956 αποφάσισα να πάω να τον βρω για να συνεργαστούμε στην ανθολογία».

- Πήγατε στο Λονδίνο να τον βρείτε;«Οχι. Είχα μάθει ότι ο Σέραρντ έκανε διακοπές στη Θάσο. Οταν φθάσαμε στο νησί εκείνος με την παρέα του ξεκινούσαν για ένα ξωκλήσι στο βουνό που είχε πανηγύρι. “Ελα μαζί μας αν θέλεις” μου είπε και τους πήρα στο κατόπι. Ημουνα ο νεότερος, αλλά δεν είχα τις αντοχές τους, κάθε λίγο σταματούσα. Εκείνο το βράδυ στο χωριό, μπροστά σε ένα μπουκάλι ρακί, σφραγίσαμε τη συνεργασία μας. Εκείνος θα έβαζε τις μεταφράσεις του Καβάφη και του Σικελιανού που είχε, εγώ του Σεφέρη και του Ελύτη και θα μοιραζόμασταν ό,τι άλλο πιστεύαμε ότι άξιζε να μεταφραστεί. Δουλεύαμε χωριστά όλο τον χειμώνα, ανταλλάσσαμε τις μεταφράσεις μας και σημειώσεις με το ταχυδρομείο και τα καλοκαίρια συναντιόμασταν, λύναμε τα προβλήματα και καταλήγαμε στο τελικό κείμενο. Πηγαίναμε για μπάνιο και συζητούσαμε πώς έπρεπε να αποδοθεί τούτο και τ΄ άλλο. Το πρώτο διάστημα η διπλωματία επιβλήθηκε στην κριτική και έτσι λίγο άλλαζε ο ένας τη δουλειά του άλλου. Εν τέλει οι αγγλισμοί του και οι αμερικανισμοί μου, που τώρα τους βλέπω, αποτέλεσαν στοιχεία της φωνής των ποιητών που μεταφράζαμε. Οταν η συνεργασία μας προχώρησε, διαφωνούσαμε επίμονα ώσπου να καταλήξουμε στην απόδοση μιας λέξης, ακόμη και όταν πηγαίναμε για μπάνιο ή για φαγητό στην ταβέρνα».

- Πόσο διαφέρει η Ελλάδα που πρωτογνωρίσατε από τη σύγχρονη;

«Μου κάνουν συνέχεια αυτή την ερώτηση, αλλά δεν μπορώ πια να θυμηθώ. Αισθάνομαι μισός Ελληνας, έχω ζήσει τη χώρα σε όλες τις ιστορικές περιόδους της, δεν στέκομαι παρατηρητής και βέβαια δεν μπορώ να τη συγκρίνω με τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας».

- Αισθάνεστε να σας πληγώνει κάτι στην Ελλάδα σήμερα;«Με ενοχλούν ο κυνισμός και η απαξίωση που παρατηρώ τελευταίως για τους θεσμούς και την πολιτική».

- Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θέλετε να κάνετε όταν έρχεστε στην Αθήνα;«Να βλέπουμε τους αγαπημένους μας φίλους, που μας μένουν πιστοί. Να ανταλλάσσουμε νέα, να συζητάμε για πολιτική και για λογοτεχνία. Η φιλία έχει άλλη ποιότητα στην Ελλάδα. Το κακό είναι ότι σε αυτή την ηλικία οι φίλοι φεύγουν σιγά σιγά, και αυτό μας μελαγχολεί».

- Υπάρχει κάτι που εύχεστε να είχατε κάνει;«Δύσκολο να απαντήσω. Στην ηλικία μου έχω κάνει πολλά και είμαι ευχαριστημένος. Και οι δυο μας είχαμε μια πολύ καλή ζωή και η Ελλάδα έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό. Το ότι ερχόμασταν εδώ κάθε χρόνο, αυτή η διπλή ζωή, μας πλούτισε πολύ. Οχι μόνο το έργο μου αλλά και την καθημερινότητά μας».

«Δεν υπάρχει αμερικανός ποιητής που να μην ξέρει τον Καβάφη» 

Ο Εντμουντ Κίλι και η επί 60 χρόνια σύζυγός του Μαίρη Σταθάτου- Κύρη
- Υπάρχει ενδιαφέρον για την ελληνική λογοτεχνία στην Αμερική σήμερα;«Οταν ξεκίνησα, το 1968 που ιδρύσαμε το Μodern Greek Studies Αssociation, ήμασταν μονάχα πέντε άνθρωποι που ενδιαφερόμασταν για τη νεοελληνική λογοτεχνία και ιστορία. Τώρα προγράμματα νεοελληνικού πολιτισμού υπάρχουν σε πολλά πανεπιστήμια και έχουν δημιουργηθεί θέσεις για μελετητές, γιατί το θέμα είναι όσοι ενδιαφέρονται για το αντικείμενο να μπορούν να βρουν μετά αντίστοιχη δουλειά. Η λογοτεχνία μόνη της δεν μπορεί να σταθεί, αλλά μαζί με τη γλώσσα, την ιστορία και τον πολιτισμό ή στο πλαίσιο συγκριτικών σπουδών επιβιώνει. Από την άλλη έχει αυξηθεί πολύ το ενδιαφέρον για τις κλασικές σπουδές και σε κάποιες έδρες γίνεται ένα άνοιγμα και προς τον βυζαντινό και τον νεοελληνικό πολιτισμό ως συνέχεια του αρχαίου».

- Ποιοι έλληνες ποιητές είναι πιο δημοφιλείς στην Αμερική;

«Ο Καβάφης, με διαφορά. Μόνο από το 2000 έχουν εκδοθεί επτά νέες μεταφράσεις του συνόλου των ποιημάτων του και ετοιμάζεται ακόμη μία. Δεν υπάρχει αμερικανός ποιητής που να μην τον γνωρίζει. Ο Σεφέρης είναι βασικός, αλλά δεν έχει μεταφραστεί πολύ. Ο Ρίτσος είναι πολύ γνωστός. Ο Ελύτης λιγότερο. Μεταξύ των συγγραφέων, αυτά. Το ευρύ κοινό των 50 Πολιτειών των ΗΠΑ δεν νομίζω ότι ενδιαφέρεται για την ελληνική λογοτεχνία».


ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ, ΣΤΑ
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ, ΕDMUND ΚEELEY

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Sherrard, Philip, 1922-1995






Ο Philip Sherrard (1922-1995) υπήρξε συγγραφέας, ποιητής, μεταφραστής, ακαδημαϊκός,
 θεολόγος και πρεσβευτής της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης. Γεννήθηκε στην Οξφόρδη,
 σπούδασε στο Κέιμπριτζ και στο Λονδίνο και έζησε πολλά χρόνια στην Ελλάδα, στην Εύβοια,
 μαζί με τη σύντροφό του Denise Harvey. Πίστευε ότι ο μεταβυζαντινός πολιτισμός της Ελλάδας
 ήταν ουσιαστικά και οργανικά δεμένος με την πνευματική παράδοση της Ανατολικής 
Ορθόδοξης Εκκλησίας και αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στη μετάδοση αυτής της ιδέας, 
ιδιαίτερα στον τομέα της σύχρονης ελληνικής ποίησης. Το έργο του είναι πρωτοπόρο 
σε πολλούς τομείς και για πολλούς άνοιξε νέους δρόμους στον μύθο και τη φαντασία, 
καθώς και στη θεολογία. Η παρακαταθήκη του περιλαμβάνει μεταφράσεις προς τα 
αγγλικά έργων των Α. Σικελιανού, Κ. Π. Καβάφη, Γ. Σεφέρη και Ο. Ελύτη, οι οποίες 
άφησαν το στίγμα τους στα ελληνικά γράμματα στο εξωτερικό.



Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2008)Θάνατος και Ανάσταση της ιερής κοσμολογίας, Εν πλω
(2004)Human Ιmage, Denise Harvey
(2004)The Sacred in Life and Art, Denise Harvey
(2002)The Greek East and the Latin West, Denise Harvey
(1998)Η μαρτυρία του ποιητή, Ίνδικτος
(1996)Church, Papacy and Schism, Denise Harvey
(1995)Christianity and Eros, Denise Harvey
(1994)Το ιερό στη ζωή και την τέχνη, Ακρίτας
(1992)The Marble Threshing Floor, Denise Harvey
(1978)The Wound of Greece, Denise Harvey
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2013)Εισαγωγή στην ποίηση του Σεφέρη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(1999)Η Άλωση της Πόλης, Ακρίτας
Μεταφράσεις
(2013)The Poets' Voice, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων
(2011)Πιζάνης, Γεώργιος Χ., Incorruptible Discourses, Πνευματιστικός Όμιλος Αθηνών "Το Θείον Φως"
(2003)Συλλογικό έργο, Greece in Poetry, Libro
(2001)Κουτσοχέρας, Γιάννης Π., Charter of the Citizen of the World, Ίδρυμα Γιάννη Κουτσοχέρα και Λένας Στρέφη-Κουτσοχέρα
(2000)Συλλογικό έργο, A Greek Quintet, Denise Harvey [ανθολόγηση, μετάφραση]
(1998)Μυριβήλης, Στράτης, 1890-1969, The Schoolmistress with the Golden Eyes, Ευσταθιάδης Group
(1996)Σικελιανός, Άγγελος, 1884-1951, Selected Poems, Denise Harvey
(1985)Πιζάνης, Γεώργιος Χ., Incorruptible Discourses, Πνευματιστικός Όμιλος Αθηνών "Το Θείον Φως"
Λοιποί τίτλοι
(1988)Lear, Edward, 1812-1888, The Corfu Years, Denise Harvey [επιμέλεια]
(1987)The Pursuit of Greece, Denise Harvey [ανθολόγηση]

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

CONNOLLY, D. 1997. Μετα-Ποίηση

ΠΗΓΗ:

 6+1 μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης. Aθήνα: ύψιλον/βιβλία.

Ανθή Βηδενμάιερ

Ο David Connolly παραμένει για περισσότερα από είκοσι χρόνια ένας ακούραστος μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας στην αγγλική γλώσσα, ενώ παράλληλα, διδάσκει μεταφρασεολογία ως αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Έχει μεταφράσει πολλούς γνωστούς έλληνες ποιητές και συγγραφείς, και είδε επανειλημμένως μεταφράσεις του να βραβεύονται. Ένα από τα τελευταία εκτενή έργα του, το "The Dedalus Book of Greek Fantasy" με κείμενα τριάντα ελλήνων συγγραφέων του 19ου και 20ού αιώνα (Καβάφης, Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Κόντογλου, Κούρτοβικ, Μαραγκόπουλος κ.ά), βραβεύθηκε το 2005 με το βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού. Άλλες μεταφράσεις του έχουν επίσης βραβευτεί στην Ελλάδα, στην Αγγλία και στις ΗΠΑ.
Επίσης έχει δημοσιεύσει μια πλειάδα επιστημονικών άρθρων σχετικά με τη μετάφραση αλλά και τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, έχει δώσει διαλέξεις, ομιλίες και σεμινάρια σε Πανεπιστήμια της Ελλάδας, της Μ. Βρετανίας και της Βόρειας Αμερικής, συνεντεύξεις στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και σε εφημερίδες και συμμετέχει σε αναγνώσεις ελληνικής λογοτεχνίας σε μετάφραση στην Αγγλία.
Η πολύπλευρη ενασχόλησή του με τη μετάφραση εν γένει, και η πλούσια μεταφραστική εμπειρία του αντανακλώνται στα άρθρα του που συγκέντρωσε στο έργο «Μετα-Ποίηση. 6+1 μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης», καταγράφοντας τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς του ειδικά από τη μετάφραση της ποίησης.
Η έννοια Μετα-Ποίηση που αποτελεί τον τίτλο του βιβλίου «απορρέει από την άποψη ότι ένα μεταφρασμένο ποίημα αποτελεί στην ουσία ένα μετα-ποίημα όπως και η λογοτεχνική μετάφραση είναι μια μορφή μετα-λογοτεχνίας και παράγει μετα-κείμενα», σημειώνει ο Connolly στον Πρόλογο του βιβλίου του (σελ. 10). Οριοθετεί με αυτό τον τρόπο το τι σημαίνει για τον ίδιο η μετάφραση της ποίησης και μας εισάγει έτσι σε αυτό το πολυσυζητημένο και ακανθώδες ζήτημα, που απασχολεί μεταφραστές, ποιητές, λόγιους αλλά και τους ίδιους τους αναγνώστες εδώ και αιώνες. Με τη συνέπεια ενός μεταφραστή ο Connolly διευκρινίζει το αυτονόητο, ότι δηλαδή η μετάφραση της ποίησης, δεν είναι η απόδοσή της, η διασκευή, η απομίμηση ή επαναγραφή της. Ότι ο μεταφραστής αναγκαστικά θα ερμηνεύσει το πρωτότυπο ποίημα και θα το αναπαραγάγει στην άλλη γλώσσα. Ότι το μεταφρασμένο ποίημα αναπόφευκτα θα συγκριθεί και θα αξιολογηθεί με βάση το πρωτότυπο.
Ο υπότιτλος του βιβλίου «6+1 μελέτες για τη μετάφραση της ποίησης» παραπέμπει στη συλλογή «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό» του Οδυσσέα Ελύτη (1960), ο οποίος αποτελεί έναν από τους αγαπημένους ποιητές του Connolly. Έχει μεταφράσει πολλά έργα του και οι προβληματισμοί του κατά την ενασχόλησή του με τη μετάφραση του Ελύτη αποτέλεσαν το έναυσμα για πολλές από τις θεωρητικές του αναζητήσεις. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τρεις μελέτες σε αυτό το βιβλίο ασχολούνται ακριβώς με τη μετάφραση έργων του Οδυσσέα Ελύτη. Εξάλλου, όπως δηλώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του (Ελευθεροτυπία 3.4.1999), τον βοήθησε και η συνεργασία μαζί του, καθώς «πέρα από τα συγκεκριμένα προβλήματα της μετάφρασης, κουβεντιάζαμε την κάθε λέξη, μιλούσαμε γενικότερα για την ποίηση και τη μετάφρασή της. Αυτές οι συζητήσεις, που είχα μαζί του, έχουν διαμορφώσει, σε μεγάλο βαθμό, την αντίληψή μου για το σκοπό της ποίησης». Συγχρόνως αυτός ο υπότιτλος ταιριάζει στο γεγονός ότι έξι από αυτές τις μελέτες είχαν ήδη δημοσιευτεί σε μια αρχική μορφή σε ελληνικά περιοδικά, ενώ μία δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ. Και ακόμη, ότι οι έξι μελέτες αφορούν πρακτικά και θεωρητικά προβλήματα της μετάφρασης, ενώ η μία (η τέταρτη) ασχολείται με τη γλωσσική και φιλολογική ανάλυση που πρέπει να κάνει ένας μεταφραστής πριν μεταφράσει.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί έτσι ένα από τα ελάχιστα έργα στον χώρο της μεταφρασεολογίας που ασχολούνται με το δύσκολο εγχείρημα - για πολλούς ανέφικτο - της μετάφρασης της ποίησης. Αν και κλείνει ήδη δέκα χρόνια από τη δημοσίευσή του, παραμένει επίκαιρο και εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά και ένα από τα ελάχιστα έργα στον «επιστημονικά νεφελώδη χώρο της μετάφρασης της ποίησης» (σελ. 9). Η ανάγνωσή του είναι χρήσιμη αφενός για τους μεταφραστές και τους μεταφρασεολόγους, γιατί προσεγγίζει τη μετάφραση καλύπτοντας τόσο το επίπεδο της θεωρίας όσο και της πράξης, αναφέρεται στην αξιολόγηση της μετάφρασης αλλά και στον ρόλο του μεταφραστή - εισάγοντας εκείνη την εποχή στην Ελλάδα αυτή τη στροφή της μεταφρασεολογίας προς τον μεταφραστή, που στο εξωτερικό ήδη είχε αρχίσει να εκδηλώνεται - και τέλος προτείνει μια επακριβή ελληνική ορολογία για διάφορους μεταφρασεολογικούς όρους, κάτι που ακόμη και σήμερα δεν έχει αντιμετωπιστεί με συνέπεια και διεξοδικότητα στον ελληνόφωνο χώρο. Ωστόσο, η ανάγνωση του βιβλίου προσφέρεται και για τους λάτρεις της ποίησης γενικότερα, και ειδικότερα για όσους αγαπούν τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο ή τους έλληνες υπερρεαλιστές, καθώς το βιβλίο ασχολείται με συγκεκριμένα προβλήματα της μετάφρασης της ποίησης και συγχρόνως με τα όρια της μεταφρασιμότητας.

Προλεγόμενα

«Η μετάφραση της ποίησης: Προλεγόμενα μιας συζήτησης» είναι ο τίτλος της πρώτης μελέτης που ασχολείται με τα προβλήματα αυτού του - κατά γενική παραδοχή - πιο δύσκολου μεταφραστικού εγχειρήματος, εφόσον «η ποίηση αντιπροσωπεύει την πιο περιεκτική, πυκνή και υψηλή μορφή γραφής, στην οποία η γλώσσα είναι περισσότερο συνδηλωτική παρά καταδηλωτική, και στην οποία περιεχόμενο και μορφή είναι άρρηκτα συνδεδεμένα» (σελ. 14). Η μελέτη αυτή προσεγγίζει συνοπτικά όλα τα ζητήματα που αφορούν τη μετάφραση της ποίησης αλλά και της λογοτεχνίας γενικότερα. Αρχικά η προσέγγιση γίνεται σε ένα θεωρητικό επίπεδο και σε ένα διάλογο με τις θέσεις άλλων μεταφραστών, θεωρητικών αλλά και ποιητών για τη μεταφρασιμότητα της ποίησης. Όσον αφορά τη διαδικασία της μετάφρασης, ο Connolly δέχεται το μοντέλο του F. R. Jones (1989) που διακρίνει τρία βασικά στάδια στη μετάφραση: το στάδιο κατανόησης, το στάδιο ερμηνείας και το στάδιο δημιουργίας, σύμφωνα με το οποίο εξάλλου πολλοί έμπειροι μεταφραστές θα μπορούσαν να περιγράψουν την εργασία τους. Όσον αφορά την ταυτόχρονη επίτευξη της ισοδυναμίας και στα τρία επίπεδα - το σημασιολογικό, το υφολογικό και το πραγματολογικό - αυτή είναι συνήθως ανέφικτη για τη μετάφραση της ποίησης. Γι' αυτό ο Connolly τονίζει ότι ο μεταφραστής καλείται να «προσπαθήσει να τις εξισορροπήσει ή να διαλέξει ποια θα προτιμήσει» (σελ. 23), υπογραμμίζοντας έτσι τη σημασία των αποφάσεων που λαμβάνει ο μεταφραστής, σε αυτή την τέχνη των συμβιβασμών, όπως συχνά καλείται η μετάφραση της ποίησης. Στη συνέχεια, η μελέτη παρουσιάζει εν συντομία τη σχέση μεταξύ συγγραφής της ποίησης και μετάφρασης της ποίησης και καταλήγει ότι ένας μεταφραστής πρέπει να έχει εκτός από τις ικανότητες ενός μεταφραστή, και κάποιες ικανότητες ενός κριτικού αλλά και κάποιες ενός ποιητή, ενώ ένας ποιητής μπορεί να είναι καλός ποιητής, αλλά όχι απαραίτητα καλός μεταφραστής. Τέλος, γίνεται αναφορά στη διαφορά μεταξύ μετάφρασης, απομίμησης και διασκευής, στην αξιολόγηση της μετάφρασης - η οποία κατά τον Connolly πρέπει να γίνεται (και) με βάση τους στόχους που από την αρχή και με σαφήνεια έχει θέσει ο μεταφραστής -, καθώς επίσης και στην κάποιου βαθμού ψυχική ή καλλιτεχνική συγγένεια μεταξύ ποιητή και μεταφραστή.

Αξιολόγηση της μετάφρασης

Η δεύτερη μελέτη με τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης σε αγγλική μετάφραση: Άξιον εστί το τίμημα;» ξεκινά με την αφοριστική άποψη του Ελύτη, όπως την εξέφρασε κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 1979: «Σας γνωρίζουμε και μας γνωρίζετε από τα 20 ή έστω 30% που απομένει μετά από την μεταγλώττιση. […] Γι' αυτό και πίστευα πως τα περισσότερα έργα μου δεν είναι δυνατόν να μεταφραστούν.» (σελ. 27). Τα έργα του, ωστόσο, μεταφράστηκαν και ο Connolly λαμβάνοντας ως βάση τις μεταφράσεις του «Άξιον Εστί» από τους Kimon Friar (1974), Edmund Keeley και George Savidis (1974), προτείνει κάποια δυνητικά κριτήρια για μια κριτική αξιολόγηση των μεταφράσεων, διευκρινίζοντας ότι δεν επιδιώκει την επισήμανση ενδεχόμενων λαθών των μεταφραστών, όπως συνηθίζεται στις κριτικές μεταφράσεων. Αντιθέτως, προτείνει ένα μοντέλο κριτικής - που δυστυχώς μέχρι σήμερα εκλείπει από τις κριτικές των μεταφράσεων και όχι μόνο στην Ελλάδα - όπου αρχικά πρέπει να αναλύεται το πρωτότυπο και η λειτουργία του στη γλώσσα-πηγή και στη συνέχεια να εξετάζονται οι στόχοι του μεταφραστή και το κατά πόσον αυτοί επιτεύχθηκαν. Εστιάζει επίσης σε ένα σημαντικό πρόβλημα κατά τη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων και δη ποιημάτων από την ελληνική γλώσσα: την ικανότητα της ελληνικής γλώσσας να κινείται σε γλωσσικά ιδιώματα που παραπέμπουν στην Αρχαιότητα, στη Βίβλο, στο Βυζάντιο, στα δημοτικά τραγούδια, στην καθαρεύουσα και τέλος στη δημοτική «με την άνεση που […] παρέχει η ελληνική γλώσσα, η οποία παρουσιάζει μια ιστορική συνοχή και συνέχεια που απουσιάζουν από την αγγλική» (σελ. 32). Ασχολείται επίσης με γενικότερα προβλήματα μετάφρασης της ποίησης, όπως σε σημασιολογικό επίπεδο η επιλογή λέξεων ως ηχητικών συνδυασμών και όχι απαραίτητα ως σημασιολογικών μονάδων, σε υφολογικό επίπεδο η διατήρηση του μέτρου και του ρυθμού, σε πραγματολογικό επίπεδο η δυνατότητα μεταφοράς των αναφορών, για παράδειγμα στη βυζαντινή υμνογραφία και την ορθόδοξη λειτουργία. Η σύγχρονη αντίληψη που διέπει τους προβληματισμούς του Connolly αποδεικνύεται με σαφήνεια στη σύνοψη των κριτηρίων αξιολόγησης, όπου μεταξύ άλλων εστιάζει στην αποφασιστική σημασία των στόχων του μεταφραστή αλλά και στην ξενιστική προσέγγιση της μετάφρασης: «Δεν βλέπω δηλαδή γιατί να απαιτούμε να φαίνεται το Άξιον Εστί σαν ένα αγγλικό ποίημα. Είναι ένα ελληνικό ποίημα όχι μόνο από θεματικής απόψεως αλλά επίσης και στη μορφική του σύλληψη και θα 'πρεπε κατά τη γνώμη μου να διατηρεί τον ελληνικό του χαρακτήρα ακόμα και στη γλώσσα-στόχο» (σελ. 44).

Ο τρόπος εργασίας του μεταφραστή

Η τρίτη μελέτη με τίτλο «Μεταφράζοντας πρισματική ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης και τα "Ελεγεία της Οξώπετρας"» θα μπορούσε να θεωρηθεί μια απάντηση στο ερώτημα: Σε τι χρησιμεύει η θεωρία στους μεταφραστές; - ένα ερώτημα που απασχολεί τον χώρο της μετάφρασης τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, από τότε δηλαδή που η μεταφρασεολογία καθιερώθηκε λίγο έως πολύ ως μια επιστήμη. Είναι ενδεικτικός ο τρόπος που ο Connolly προσπαθεί να επιλύσει τα μεταφραστικά προβλήματα της πρισματικής ποίησης του Οδυσσέα Ελύτη αλλά και να τεκμηριώσει τις αποφάσεις του, ανατρέχοντας σε θεωρητικούς της μετάφρασης, όπως η M. Baker, ο K. Harvey και ο P. Newmark, ή σε άλλους μεταφραστές, όπως ο K. Friar ή σε γλωσσολόγους όπως ο Δ. Ι. Τσεκούρας. Παράλληλα βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με το βασικό ερώτημα περί μεταφρασιμότητας της πρισματικής ποιητικής έκφρασης, στην οποία - όπως την ορίζει ο ίδιος ο Ελύτης - «οι λέξεις δεν βρίσκονται ποτέ στο ίδιο επίπεδο, αλλά κυματούνται. Το ποιητικό κείμενο οργανώνεται γύρω από πυρήνες που προεξέχουν και που, εκ των υστέρων, συγκρατούν το σύνολο της πρισματικής ποίησης. Οι πυρήνες αυτοί δεν είναι κατ' ανάγκην 'εικόνες', είναι φραστικές μονάδες αυτοδύναμης ακτινοβολίας, όπου ο συνδυασμός ο ηχολογικός συμπίπτει με το νοηματικό σε τέτοιο σημείο που δεν ξέρεις τελικά εάν η γοητεία προέρχεται απ' αυτό που λέει ο ποιητής ή από τον τρόπο που το λέει» (σελ. 51). Στο πλαίσιο μιας τέτοιας από μεταφραστικής άποψης οριακής κατάστασης παρατηρούμε τον τρόπο εργασίας ενός μεταφραστή: Την ερμηνεία της ποίησης, την αποσαφήνιση των στόχων και της τεχνικής του ποιητή, όπως και του τρόπου λειτουργίας της ποίησής του στη γλώσσα-πηγή. Τη φιλολογική ανάλυση που φτάνει μέχρι στο ότι «το υγρό [l] συνδέεται με κάτι ευχάριστο και τρυφερό, και […] ο συριστικός ήχος [s] συχνά συνδέεται με κάτι τρομερό ή δυσοίωνο» (σελ. 59). Τη χρήση δοκιμασμένων τεχνικών και τεχνασμάτων, όπως των διαφόρων μορφών της αντιστάθμισης για την επανόρθωση της απώλειας σε σημασιολογικό, υφολογικό και πραγματολογικό επίπεδο. Την προσπάθεια πολιτισμικής αντιστοίχησης μέχρι ενός σημείου που δεν θα καθιστά το ελληνικό ποίημα αγγλικό, θα μειώνει όμως όσο το δυνατόν περισσότερο την αναπόφευκτη πραγματολογική απώλεια. Την αποσαφήνιση των στόχων του μεταφραστή που θα καταστήσει πιο διάφανη και την αξιολόγηση του αποτελέσματος. Και τέλος την απόδοση των «σπάνιων λέξεων ή συνηθισμένων λέξεων που χρησιμοποιούνται κατά τρόπο ασυνήθιστο, καθώς και […] ρήσεων που θα μπορούσαν να ονομαστούν "προσωκρατικές" από την άποψη της αινιγματικής τους διατύπωσης» (σελ. 68), δηλαδή τη μεταφορά στη γλώσσα-στόχο μιας λειτουργίας της «γλώσσας την οποία ο Ελύτης αναφέρει "ως ένα σύγχρονο είδος μαγείας"» (σελ. 66). Και καταλήγει ο Connolly στο ότι πρέπει να γίνεται διάκριση ανάμεσα στα διαφορετικά είδη ποίησης και τα αντίστοιχα διαφορετικά είδη μεταφραστικών προβλημάτων ώστε να επιλέξει ο μεταφραστής την κατάλληλη μεταφραστική μέθοδο, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια συνταγή ούτε για τη συγγραφή της ποίησης ούτε για τη μετάφρασή της.

Η μαγεία στην ποίηση του Ελύτη

Η τέταρτη μελέτη με τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης: μεταγλωσσική ποίηση και σκοτεινά ρήματα» αποτελεί μια σύντομη και ενδιαφέρουσα γλωσσική και φιλολογική ανάλυση του μεταγλωσσικού χαρακτήρα της ποίησης του Ελύτη και του ιδιαίτερου φαινόμενου των μαγικών ή σκοτεινών λέξεων που χρησιμοποιεί ο ποιητής. Ο Connolly παρουσιάζει - με διάφορα παραδείγματα από την ποίηση του Ελύτη όπως και από συνεντεύξεις του - τον τρόπο που ο ποιητής κατασκεύαζε λέξεις, την αισθητική μεταφυσική του καθώς και το πώς αντιλαμβάνεται τη λειτουργία της ποίησης. Πρόκειται για πληροφορίες πολύ σημαντικές για το έργο του μεταφραστή, γιατί αυτή η ανάλυση της ποίησης του Ελύτη πρέπει να γίνεται πριν ακόμη ο μεταφραστής ασχοληθεί με την ίδια τη μετάφραση. Ωστόσο, στη μελέτη δεν γίνεται καμία αναφορά στη μεταφραστική διαδικασία γι' αυτό και στον τίτλο του βιβλίου εμφανίζεται ως η «+1» μελέτη.

Υπερρεαλιστική ποίηση και μετάφραση

Η πέμπτη μελέτη με τίτλο «Έλληνες υπερρεαλιστές ποιητές σε αγγλική μετάφραση: προβλήματα, παράμετροι και δυνατότητες» αναζητά λύσεις για να «συμβιβάσουμε τη συνειδητή τέχνη της μεταφραστικής διαδικασίας με μια ποίηση που έχει τις ρίζες της στο υποσυνείδητο, που σκοπεύει στο παράλογο και χρησιμοποιεί έναν τρόπο γραφής που είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αυτόματη» (σελ. 93-94). Ο μεταφραστής καλείται να εξετάσει τις τεχνικές που χρησιμοποιούν οι έλληνες υπερρεαλιστές ποιητές για να προκαλέσουν συγκεκριμένες πραγματολογικές αντιδράσεις στον αναγνώστη, ώστε αναπαράγοντάς τες να μπορέσει και η μετάφραση να λειτουργήσει κατά τον ίδιο τρόπο στη γλώσσα-στόχο. Οι τεχνικές αυτές είναι κατ' αρχήν η αυτόματη γραφή: δηλαδή ρυθμός, παρήχηση, σύνταξη χωρίς στίξη - που αποτελεί «εφιάλτη για το μεταφραστή» (σελ. 103) - σύνδεση λέξεων χωρίς τη μεσολάβηση λογικών διαδικασιών, λέξεις-κλειδιά που επαναλαμβάνονται. Επίσης, η δημιουργία μιας ποιητικής εικόνας που αποτελεί τον συνεκτικό ιστό στην υπερρεαλιστική ποίηση, και που η δύναμή της είναι η ταύτιση ανόμοιων πραγματικοτήτων. Άλλο ένα τεχνικό στοιχείο της υπερρεαλιστικής ποίησης που πρέπει να διατηρηθεί στη μετάφραση είναι ο τόνος, και μάλιστα συχνά ο ερωτικός τόνος. Τέλος, ένα ακόμη μεταφραστικό πρόβλημα είναι η χρήση της καθαρεύουσας και γενικότερα η χρήση διαφόρων ιστορικών μορφών της ελληνικής γλώσσας, που δεν βρίσκουν ισοδύναμο στην αγγλική, αλλά που απευθύνονται στην ελληνική συνείδηση ή και στο ελληνικό υποσυνείδητο.
Με γνώμονα την πιστότητα στην εικόνα και στο πραγματολογικό αποτέλεσμα, ο μεταφραστής «οφείλει να είναι το ίδιο τολμηρός, το ίδιο επινοητικός στην επιλογή των λέξεών του, όπως ο συγγραφέας» (σελ. 103), να εντοπίσει την εικόνα και να την καθορίσει ως μια μεταφραστική μονάδα που θα «μεταφράζεται αυστηρά, ακόμα κι αν συγκρούεται με τη φυσικότητα της έκφρασης στη γλώσσα-στόχο» (σελ. 106), και τέλος, να αναζητήσει για την απόδοση του καθαρεύοντος τόνου «αντίστοιχες πομπώδεις λέξεις ή εκφράσεις από τη λατινική ή την αρχαία ελληνική, που μπορούν να δώσουν μερικές φορές ένα τυποποιημένο ή, ακόμα, εξωτικό τόνο στη γενική δομή και στο λεκτικό της τευτονικής γλώσσας» (σελ. 110). Ο Connolly αποδέχεται τις απώλειες που αναπόφευκτα συνεπάγεται η μετάφραση των ελλήνων υπερρεαλιστών περισσότερο ίσως από ό,τι άλλων ποιητών και τάσσεται υπέρ της μετάφρασής τους, τονίζοντας ότι οι «μεταφράσεις της ποίησης επιζητούν να καταργήσουν την εθνική και τη γλωσσική μοναξιά» (σελ. 115).

Η υπέρβαση των μεταφραστικών ορίων

Η έκτη μελέτη με τίτλο «Από "Μπολιβάρ" σε "Bolivar", ή μεταφράζοντας ένα ελληνικό ποίημα» επικεντρώνεται στην επίλυση των μεταφραστικών προβλημάτων σε αυτό το «ιδιαίτερα ελληνικό» - όπως το χαρακτηρίζει ο Connolly - ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου, έτσι ώστε να επιτευχθεί το ίδιο πραγματολογικό αποτέλεσμα στη γλώσσα-στόχο. Δηλαδή η μετάφρασή του να προκαλεί το ίδιο συγκινησιακό και επικοινωνιακό αποτέλεσμα στον άγγλο αναγνώστη, για παράδειγμα. Ο στόχος αυτός είναι εξαιρετικά υψηλός, καθώς το ποίημα περιέχει συνεχείς αναφορές σε τοπωνύμια, κύρια ονόματα και άλλα πολιτισμικά στοιχεία, που στον έλληνα αναγνώστη προκαλούν συγκεκριμένους συνειρμούς. Πρόκειται για ιδέες και συναισθήματα άμεσα συνδεδεμένα με τον πολιτισμό της γλώσσας-πηγής, που περιέχουν δηλαδή μια παραδηλωτική σημασία, η οποία είναι ανέφικτο να μεταφερθεί στη γλώσσα-στόχο: για παράδειγμα οι αναφορές στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Ρήγα Φεραίο ή τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ή σε τοπωνύμια ιστορικής σημασίας, όπως το Λεσκοβίκι ή το Φανάρι. Ο Connolly χρησιμοποιεί την αγγλική μετάφραση του Kimon Friar του 1951, αλλά και τη γαλλική του Robert Levesque του 1947, για να δώσει παραδείγματα μεταφραστικών λύσεων, στα οποία εν μέρει αντιπαραθέτει και δικές του προτάσεις. Επαναλαμβάνει ότι η πραγματολογική απώλεια είναι αναπόφευκτη και ότι το μόνο που μπορεί να κάνει ο μεταφραστής είναι να προσπαθήσει να μειώσει τον βαθμό της. Στην ουσία, οι πιθανές μεταφραστικές προσεγγίσεις είναι δύο ειδών: είτε μια οικειοποιητική μετάφραση είτε μια ξενοποιητική (όπως μεταφράζει ο Connolly τους όρους domesticating και foreignizing). «Ιστορικά, οι περισσότερες μεταφράσεις τείνουν προς την οικειοποιητική προσέγγιση. Αντίθετα, οι ξενοποιητικές προσεγγίσεις έχουν ως κίνητρο τη διάθεση να διατηρηθούν οι γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές με την απόκλιση από τις κυρίαρχες οικείες αξίες και νόρμες» (σελ. 121), δηλώνει ο Connolly και τάσσεται σαφώς υπέρ των δεύτερων αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Δεν βλέπω το λόγο να διαβάζει κανείς ξένη ποίηση η οποία έχει προσαρμοστεί στην κουλτούρα της γλώσσας-στόχου, και, ως εκ τούτου, λίγο πολιτισμικό τρίξιμο όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και επιβάλλεται» (σελ. 133).

Ο μεταφραστής


Η έβδομη μελέτη με τίτλο «Ο παράγων "μεταφραστής"» εντάσσεται στις σύγχρονες τάσεις της μεταφρασεολογίας, που εστιάζουν στον ρόλο που διαδραματίζει ο μεταφραστής στη μετάφραση - και εδώ συγκεκριμένα στη μετάφραση της ποίησης. Εξετάζει τους λόγους, για τους οποίους ένας μεταφραστής επιλέγει να μεταφράσει ένα ποίημα ή ένα συγκεκριμένο είδος ποίησης, οπότε συγχρόνως και τον σκοπό της μετάφρασής του, σύμφωνα με τον οποίο θα αξιολογηθεί και το αποτέλεσμα. Στη συνέχεια διερευνά σε τι συνίσταται αυτό που ονομάζεται ικανότητα του μεταφραστή, χαρακτηρίζοντας τον μεταφραστή ένα δημιουργικό καλλιτέχνη, δηλαδή αυτόν που αναδημιουργεί το πρωτότυπο έργο. Ασχολείται επίσης με τους ποιητές που μεταφράζουν παραθέτοντας παραδείγματα από το έργο του Lowell και του Pound, όπου ο τελευταίος μάλιστα μετέφραζε από τα κινέζικα χωρίς να τα γνωρίζει και με τη βοήθεια μεσολαβητών που ετοίμαζαν τα προσχέδια της μετάφρασης. Αναφέρεται επίσης στη συνεργασία μεταξύ μεταφραστών και ποιητών, η οποία μπορεί να είναι εξαιρετικά γόνιμη και διαφωτιστική, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και απογοητευτική, ή ακόμη και να επιφέρει ένα ανασταλτικό αποτέλεσμα, όπως στο παράδειγμα του Σεφέρη και του Keeley. Τέλος, ασχολείται με τις εκλεκτικές συγγένειες του μεταφραστή και την πεποίθηση των μεταφραστών ότι πρέπει να μεταφράζουν έργα ποιητών με τους οποίους νιώθουν να ταυτίζονται, και καταλήγει ότι: «Αγάπη για το έργο του ποιητή μαζί με κάποιο βαθμό έμπνευσης είναι παράγοντες σημαντικοί που συνήθως λείπουν από τα μοντέλα και τις θεωρίες της μετάφρασης της ποίησης» (σελ. 149). Ένα άλλο θέμα αυτής της μελέτης αποτελεί η αφάνεια του μεταφραστή που είναι ανάλογη με τη διαφάνεια της μετάφρασης, ένα θέμα με το οποίο ασχολήθηκαν εκτεταμένα ο Venuti και ο Lefevere, όπως και άλλοι μοντέρνοι μεταφρασεολόγοι συνδυάζοντάς το με τον ρόλο που παίζουν στη μεταφραστική διαδικασία άλλοι παράγοντες, όπως οι εκδότες, οι κριτικοί και το αναγνωστικό κοινό της εκάστοτε εποχής. Η μελέτη τελειώνει παρουσιάζοντας την άποψη που θεωρεί τη μετάφραση ως χειρισμό του κειμένου από τον μεταφραστή, καθώς «ο μεταφραστής συχνά επιβάλλει τις προκαταλήψεις του και τις προτιμήσεις του ή εκείνες της εποχής του στο έργο που μεταφράζεται» (σελ. 154). Και μετά την εξέταση όλων αυτών των θεωρήσεων που έχουν άμεση σχέση με τον ρόλο του μεταφραστή, ο Connolly δηλώνει, με την επίγνωση ενός μεταφραστή, ότι «για τους αναγνώστες που δεν δύνανται να ελέγξουν τη μετάφραση έναντι του πρωτοτύπου, η μετάφραση είναι το πρωτότυπο» (σελ. 158). Γι' αυτό η ευθύνη αλλά και η δύναμη του μεταφραστή είναι να κάνει μια μετάφραση ανάλογη με τον στόχο του, και τελικά μια όσο το δυνατόν πιο καλή μετάφραση.

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

"Σήμερα λείπει η αίσθηση του σκοπού" Άρης Μπερλής

Άρης Μπερλής-Συνέντευξη στον Ηλια Μαγκλινη, Καθημερινή, 17.2.13



Πηγή: politicalreviewgr

Ο μεταφραστής και μελετητής της λογοτεχνίας Αρης Μπερλής μιλάει για την κρίση, τη σύγχυση των νέων, τους συγγραφείς
Βλέπω ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική αποσάθρωση. Φοβάμαι ότι φταίει το «υλικό». Υπάρχει μια διεθνής κρίση αλλά υπάρχει και μια ελληνική. Σε αυτή αναφέρομαι. Δεν αποδέχομαι το χονδροειδές «μαζί τα φάγαμε», αλλά οι πολιτικές ηγεσίες που ευθύνονται για την κρίση αντανακλούν τις κοινωνίες που τις ψήφισαν. Για να καταλάβετε το υλικό, δείτε τη λαϊκή ελληνική μουσική: αυτός ο διαρκής θρήνος, «άτιμη ζωή», «ψεύτης ντουνιάς» κ.λπ. Η ελληνική κοινωνία έχει διαποτιστεί από αυτή τη νοοτροπία. Το μουσικό αίσθημα του λαού εκφράζεται με καψούρικα, μεμψίμοιρα τραγούδια. Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο. Στίχος που σε αποσβολώνει. Ερχονται κάποιοι φίλοι διανοούμενοι και διαφωνούν, μου λένε για το λαϊκό τραγούδι «μα αυτές είναι οι αξίες του τόπου». Δεν με ενδιαφέρουν. Τις αξίες εγώ τις αντλώ από μια ευρύτερη, πανανθρώπινη δεξαμενή. Ακούω Μπαχ και Σούμπερτ. Δεν με συγκινεί το λαϊκό τραγούδι. Και, με κάποια σουρεαλιστική διάθεση, βλέπω κάποια σχέση ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και στο όραμα μιας αργομισθίας στο Δημόσιο…
Η συζήτηση με τον μεταφραστή και μελετητή της λογοτεχνίας Αρη Μπερλή ξεκίνησε κάπως ανορθόδοξα: κοιτούσα στην οθόνη του υπολογιστή του τη φωτογραφία ενός σμήνους βρετανικών βομβαρδιστικών Λάνκαστερ, όταν ο κ. Μπερλής σχολίασε: «Αυτή είναι η φαντασίωσή μου: πιλότος βομβαρδιστικού, σε αποστολή πάνω από τη ναζιστική Γερμανία». Είχα πάει στο σπίτι του κ. Μπερλή, στον Βύρωνα, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του «Μεγάλου Γκάτσμπι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ από τις εκδόσεις Αγρα (σε δική του μετάφραση, εισαγωγή και επίμετρο), αλλά βρεθήκαμε να μιλάμε για… βομβαρδισμούς του 1943.

Αφού με περιεργάστηκε η γάτα του («είχαμε άλλη μία, μα το καλοκαίρι μάς άφησε είκοσι χρόνων και τη θάψαμε με τιμές στον κήπο, στην Εύβοια», μου είπε), η συζήτηση στράφηκε στη λογοτεχνία, στη μετάφραση, στο σήμερα.

Υπήρχε ένας σκοπός κάποτε και τα πράγματα ήταν καθαρά. Γι’ αυτό φαντασιώνομαι ότι είμαι πιλότος της RAF. Πολεμάς τον Χίτλερ και τον φασισμό. Λείπει σήμερα αυτή η αίσθηση του σκοπού. Δημιουργείται έτσι μια σύγχυση. Κάποιοι μπαίνουν σήμερα σε μια στράτευση. Π.χ., στρατεύονται κατά του Μνημονίου. Υπέρ ποίου όμως, θα ρωτούσα εγώ. Μιας υποτιθέμενης εθνικής ανεξαρτησίας; Η οποία όμως δεν μπορεί να υπάρξει όταν είσαι μέλος -και σωστά- μιας ευρύτερης ενότητας κρατών; Πρέπει να εθελοτυφλείς για να πιστεύεις ότι μπορείς ως χώρα να είσαι αυθύπαρκτος. Η σύγχυση αυτή κουράζει. Κανένας δεν είναι απρόσβλητος, πολύ περισσότερο οι νέοι, που είναι σε πλήρη σύγχυση. Το βλέπω στην κόρη μου, 27 χρόνων, άνεργη. Δασκάλα θέλει να είναι. Δεν θέλει να είναι χρηματιστής, γιατρός ή δικηγόρος. Να διδάσκει παιδιά θέλει. Και δεν μπορεί αυτή τη στιγμή.

Τον Γκίνσμπεργκ τον γνώρισα όταν ήρθε στην Αθήνα τη δεκαετία του ’90. Αλληλογραφούσαμε από τη μακρινή εποχή που μετέφραζα την ποίησή του. Δοκίμασα μεγάλη απογοήτευση. Είναι φαίνεται αναπόφευκτο να απογοητευόμαστε όταν γνωρίζουμε συγγραφείς ινδάλματα της νεότητάς μας.

Ο πρώτος Αμερικανός πεζογράφος που μετέφρασα είναι ο Φιτζέραλντ, με τον «Γκάτσμπι», από τα κορυφαία μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Με διαστάσεις πολύ πέραν της λογοτεχνίας. Δεν μπορεί ένας ιστορικός να κατανοήσει τον αμερικανικό Μεσοπόλεμο χωρίς να έχει διαβάσει Φιτζέραλντ. Θα του λείπει αυτή η πολιτισμική διάσταση.

Είναι επίκαιρο βιβλίο ο «Γκάτσμπι». Απεικονίζει μια εποχή η οποία βρίσκεται καθ’ οδόν προς τη χρεοκοπία. Εποχή πλούτου, ασωτίας και φθηνού γούστου – όπως αυτή που ζήσαμε. Εκείνο όμως που κάνει τον ήρωα μεγάλο είναι ο ρομαντισμός του. Δείτε τον έρωτα και την απόλυτη αφοσίωση του Γκάτσμπι για την Νταίζη. Στον «Γκάτσμπι» οι άρρενες αναγνώστες βρίσκουν κομμάτια του εαυτού τους εφηβικά. Αυτές τις νύξεις ερωτικής αθανασίας, για να παραλλάξουμε ένα πασίγνωστο ποίημα του Γουέρντσγουερθ. Ο Γκάτσμπι έχει έναν σκοπό, μια στοχοπροσήλωση, κι ας κυνηγάει μια χαμένη υπόθεση. Κανένας σύγχρονος μυθιστοριογράφος δεν θα τολμούσε να πλάσει τέτοιο ιδεαλιστή ήρωα. Οι ήρωές τους -του Ροθ, του Κουτσί, του Μπάνβιλ- είναι σαν τον μέσο αναγνώστη. Είναι νευρωτικοί, έχουν πρόβλημα με τις γυναίκες, δεν ξέρουν τι θέλουν.

Για μένα, ο καλός μεταφραστής δεν πρέπει απλώς να κατέχει καλά την ξένη και τη μητρική του γλώσσα, αλλά να καταλαβαίνει τη λογοτεχνία, να δονείται από το κείμενο και ταυτόχρονα να μπορεί με ψυχρό μάτι να διακρίνει τα αφηγηματικά τεχνάσματα του συγγραφέα. Είναι σαν το «Παράδοξο του ηθοποιού», του Ντιντερό. Τότε μόνον θα είναι πραγματικά καλός μεταφραστής. Εμένα με ικανοποιούσε ότι ένα σπουδαίο βιβλίο μπορούσα να το γυρίσω στη δική μου γλώσσα. Ισως γι’ αυτό, αν και θα μπορούσα να γράψω δικά μου πράγματα, δεν το έκανα. Η μετάφραση με γέμιζε πάντα, δεν ήθελα άλλο.

Η λογοτεχνία αφηγείται τη ζωή. Δεν πιστεύω στις θεωρίες σύμφωνα με τις οποίες λογοτεχνία και γλώσσα είναι παιχνίδια σημείων. Βεβαίως, η λογοτεχνία δεν είναι ο απόλυτος καθρέφτης της ζωής, αλλά ένα σύνολο από ηρωικές απόπειρες να γίνει η ζωή αντικείμενο αφήγησης. Οι αποδομιστές είπαν ορισμένα σωστά πράγματα που μπορεί να ισχύουν σε συγκεκριμένα πλαίσια μόνον. Εξάλλου, πολλά από αυτά που είπαν τα ξέραμε. Τις αμφισημίες, την εκκρεμότητα του νοήματος, τα ξέραμε ως αναγνώστες.

Η μόνη μου αντίσταση στα επερχόμενα δεινά είναι η λογοτεχνία. Δεινά κοινωνικά, πολιτισμικά – και βιολογικά βέβαια. Βλέπω ακόμη μεγαλύτερη κοινωνική αποσάθρωση. Φοβάμαι ότι φταίει το «υλικό». Υπάρχει μια διεθνής κρίση αλλά υπάρχει και μια ελληνική. Σε αυτή αναφέρομαι. Δεν αποδέχομαι το χονδροειδές «μαζί τα φάγαμε», αλλά οι πολιτικές ηγεσίες που ευθύνονται για την κρίση αντανακλούν τις κοινωνίες που τις ψήφισαν. Για να καταλάβετε το υλικό, δείτε τη λαϊκή ελληνική μουσική: αυτός ο διαρκής θρήνος, «άτιμη ζωή», «ψεύτης ντουνιάς» κ.λπ. Η ελληνική κοινωνία έχει διαποτιστεί από αυτή τη νοοτροπία. Το μουσικό αίσθημα του λαού εκφράζεται με καψούρικα, μεμψίμοιρα τραγούδια. Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο. Στίχος που σε αποσβολώνει. Ερχονται κάποιοι φίλοι διανοούμενοι και διαφωνούν, μου λένε για το λαϊκό τραγούδι «μα αυτές είναι οι αξίες του τόπου». Δεν με ενδιαφέρουν. Τις αξίες εγώ τις αντλώ από μια ευρύτερη, πανανθρώπινη δεξαμενή. Ακούω Μπαχ και Σούμπερτ. Δεν με συγκινεί το λαϊκό τραγούδι. Και, με κάποια σουρεαλιστική διάθεση, βλέπω κάποια σχέση ανάμεσα στο λαϊκό τραγούδι και στο όραμα μιας αργομισθίας στο Δημόσιο…

Ποιος είναι
Ο Αρης Μπερλής γεννήθηκε στην Πάτρα το 1944. Είναι δοκιμιογράφος, κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Το 2001 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Υψιλον ο τόμος «Κριτικά δοκίμια».

Εχει μεταφράσει: Αλεν Γκίνσμπεργκ, Βιρτζίνια Γουλφ, Τζέιμς Τζόις, Εμιλι Μπροντέ, Τζόζεφ Κόνραντ, Σάμιουελ Μπέκετ, Μπέρτραντ Ράσελ, Ουόλτερ Πέιτερ κ.ά. Διετέλεσε εκδότης του περιοδικού «Σπείρα» (1974-1980) και του εκδοτικού οίκου «Κρύσταλλο» (1980-1993). Διετέλεσε διευθυντής σπουδών του αγγλόφωνου τμήματος του ΕΚΕΜΕΛ.

Τελευταίες του μεταφραστικές εργασίες: «Ο μεγάλος Γκάτσμπι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (Αγρα), «Η τέχνη της μνήμης» της Φράνσες Γέιτς (ΜΙΕΤ), «Η Βίβλος του άθεου», συλλογικό έργο 

Μπερλής, Άρης, 1944-



 Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Έργου Ξένης Λογοτεχνίας στην Ελληνική Γλώσσα[2011]
Ο Άρης Μπερλής γεννήθηκε στην Πάτρα το 1944. Είναι δοκιμιογράφος, κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ιατρική, χωρίς να τελειώσει τις σπουδές του. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά έργα των Άλεν Γκίνσμπεργκ, Βιρτζίνια Γουλφ, Τζαίημς Τζόυς, Έμιλυ Μπροντέ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Τζόζεφ Κόνραντ, Κιάραν Κάρσον, Φλαν Ο' Μπράιαν, κ.ά. Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά σε θέματα κριτικής της λογοτεχνίας. Διετέλεσε εκδότης του περιοδικού "Σπείρα" (1974-1980) και εκδότης (εκδ. οίκος "Κρύσταλλο", 1980-1993). Επίσης, δίδαξε λογοτεχνική μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ, όπου διετέλεσε διευθυντής σπουδών του αγγλόφωνου τμήματος. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
(2001)Κριτικά δοκίμια, Ύψιλον
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2011)Finn, again ή Ο τετράγωνος τροχός, Ύψιλον
(2010)Μ. Καραγάτσης: Ιδεολογία και ποιητική, Μουσείο Μπενάκη [εισήγηση]
(2009)Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2008)Μ. Καραγάτσης 1908-2008, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
(2001)Greece Books and Writers, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
(1998)Santé, Ύψιλον
(1996)Η μεσοπολεμική πεζογραφία, Σοκόλη - Κουλεδάκη
(1992)5 (+2) δοκίμια για τον Ελύτη, Ύψιλον
Μεταφράσεις
(2014)Abrams, Meyer Howard, Τι είναι μια ανθρωπιστική κριτική;, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
(2013)Fitzgerald, Francis Scott, 1896-1940, Επιστροφή στη Βαβυλώνα και άλλες ιστορίες, Άγρα
(2013)Eliot, Thomas Stearns, 1888-1965, Οι φωνές της ποίησης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2013)Joyce, James, 1882-1941, Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία, Εκδόσεις Πατάκη
(2012)Συλλογικό έργο, Η βίβλος του άθεου, Polaris
(2012)Yates, Frances A.,1899-1981, Η τέχνη της μνήμης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
(2012)Yates, Frances A.,1899-1981, Η τέχνη της μνήμης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
(2012)Fitzgerald, Francis Scott, 1896-1940, Ο μεγάλος Γκάτσμπυ, Άγρα
(2011)Woolf, Virginia, 1882-1941, Γράμμα σε έναν νέο ποιητή, Άγρα
(2011)Pater, Walter, Η Αναγέννηση, Αλεξάνδρεια
(2010)Morris, Jan, Βενετία, Πάπυρος Εκδοτικός Οργανισμός
(2008)O’ Brien, Flann, Ο τρίτος αστυφύλακας, Αλεξάνδρεια
(2008)Thesiger, Wilfred, Οι Άραβες των βάλτων, Τσαγκαρουσιάνος
(2008)Ginsberg, Allen, 1926-1997, Ουρλιαχτό, Καντίς και άλλα ποιήματα, Άγρα
(2007)Συλλογικό έργο, Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα, Ελληνικά Γράμματα
(2006)Συλλογικό έργο, Η 1002η νύχτα, Άγρα
(2006)Russell, Bertrand, 1872-1970, Κείμενα για τη θρησκεία, Scripta
(2006)Beckett, Samuel, 1906-1989, Μερσιέ και Καμιέ, Ύψιλον
(2006)Welsh, Louise, Ο Ταμερλάνος πρέπει να πεθάνει, Αλεξάνδρεια
(2006)Τσιτσέλη, Καίη, 1926-2001, Το Α και το Ω, Άγρα
(2003)Carson, Ciaran, Τσάι του τριφυλλιού, Αλεξάνδρεια
(2002)Blakemore, Colin, Η μηχανή του νου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
(2001)Abrams, Meyer Howard, Ο καθρέφτης και το φως, Κριτική
(2000)Poe, Edgar Allan, 1809-1849, Το κλεμμένο γράμμα, Ολκός
(1999)Conrad, Joseph, 1857-1924, Τα νιάτα, Άγρα
(1998)Jakobson, Roman, 1896-1982, Δοκίμια για τη γλώσσα της λογοτεχνίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
(1996)Joyce, James, 1882-1941, Οι νεκροί, Ύψιλον
(1995)Brontë, Emily, Ανεμοδαρμένα ύψη, Άγρα
(1995)Woolf, Virginia, 1882-1941, Στο φάρο, Ύψιλον
(1990)Ginsberg, Allen, 1926-1997, Ποιήματα, Συνέχεια
(1986)Woolf, Virginia, 1882-1941, Τα κύματα, Ύψιλον
Λοιποί τίτλοι
(2008)Hitchens, Christopher, 1949-2011, Ο Θεός δεν είναι μεγάλος, Scripta [επιμέλεια]
(2007)Coetzee, J. M., 1940-, Ξένα ακρογιάλια, Μεταίχμιο [επιμέλεια]
(2006)Beckett, Samuel, 1906-1989, Πώς είναι, Ύψιλον [επιμέλεια]
(2005)Ellman, Richard, Τζέημς Τζόυς, Scripta [επιμέλεια]
(2004)Steiner, George, 1929-, Μετά τη Βαβέλ, Scripta [επιμέλεια]
(2002)Φωκάς, Νίκος, 1927-, Ποιητικές συλλογές, Ύψιλον [επιμέλεια]
(1997)Connolly, David, Μετα-ποίηση, Ύψιλον [επιμέλεια]
(1996)Woolf, Virginia, 1882-1941, Ελλάδα και Μάης μαζί, Ύψιλον [επιμέλεια]

Κριτικογραφία
Ο Παπαδιαμάντης μεταφράζων και μεταφραζόμενος, "The Athens Review of Books", τχ. 46, Δεκέμβριος 2013

Ο Τ.Σ. Έλιοτ και το «δαιμόνιο της γλώσσας» [Τ. Σ. ΈλιοτΟι φωνές της ποίησης], "The Athens Review of Books", τχ. 43, Σεπτέμβριος 2013

Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ. Αναδρομές σε μέρες κρίσης, "The Athens Review of Books", τχ. 39, Απρίλιος 2013

Και ξανοίγονται μπρος μου αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου: Στα άδυτα της κβαντικής φυσικής [Stephen HawkingΤο μεγάλο σχέδιο], "The Athens Review of Books", τχ. 13, Δεκέμβριος 2010

Το Ουρλιαχτό του Άλεν Γκίνσμπεργκ στην Ελλάδα το 1978 [Allen GinsbergΟυρλιαχτό, Καντίς και άλλα ποιήματα], "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 598, 9.4.2010

Το παρελθόν τελεί υπό έλεγχο [Μιχάλης ΜοδινόςΕπιστροφή], "Ελευθεροτυπία"/ "Βιβλιοθήκη", τχ. 552, 15.5.2009

Μία αφήγηση σε τρία μέρη [Τζ. Μ. ΚούτσιΗμερολόγιο μιας κακής χρονιάς], "Η Αυγή", 24.2.2008

Καίη Τσιτσέλη. Δύο κείμενα και δύο ποιήματα [Καίη ΤσιτσέληΤο Α και το Ω], www.e-poema.eu, τχ. 1, Νοέμβριος 2006