Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Bildungsroman


Τα Bildungsroman και Erziehungsroman είναι γερμανικοί όροι που σημαίνουν «μυθιστόρημα διάπλασης» ή «μυθιστόρημα μαθητείας». Το θέμα των εν λόγω μυθιστορημάτων είναι η διαμόρφωση του πνεύματος και του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή, καθώς μέσα από διάφορες εμπειρίες —και συχνά μέσα από μια πνευματική κρίση— περνά από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα, ένα στάδιο στο οποίο συχνά συνειδητοποιεί κανείς την ταυτότητα και το ρόλο του στον κόσμο. […] Ένα σημαντικό υπο-είδος του Bildungsroman είναι το Künstlerroman («μυθιστόρημα διάπλασης του καλλιτέχνη»), που περιγράφει την πορεία ενός συγγραφέα ή κάποιου άλλου καλλιτέχνη από την παιδική ηλικία ως το στάδιο της ωριμότητας, όπου πλέον αναγνωρίζεται το καλλιτεχνικό πεπρωμένο και ταλέντο του πρωταγωνιστή σε μια συγκεκριμένη τέχνη. […]
 M.H. Abrams, Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά - Σοφία Χατζηιωαννίδου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 291.


Το bildungsroman είναι ένα μυθιστορηματικό είδος που άνθησε στη Γερμανία τον 18ο και 19ο αιώνα. Ο όρος «Bildung» σημαίνει «διάπλαση», «διαμόρφωση». Προέρχεται από τη λέξη «Bild» «εικόνα», με τη σημασία που αποκτά η λέξη στα εκκλησιαστικά κείμενα, δηλαδή σε σχέση με το πλάσιμο του ανθρώπου κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Θέμα του μυθιστορηματικού αυτού είδους δεν είναι γενικά η εφηβεία ή η νεότητα. Η ηλικία της εφηβείας αποτελεί απλώς το πλαίσιο για τη διαδικασία της ενηλικίωσης του νέου, που συνεπάγεται μια περίοδο μαθητείας, αγωγής. Κλασικό πρότυπο του είδους θεωρείται το έργο του Goethe Τα χρόνια της μαθητείας του Βίλελμ Μάιστερ, έργο που ωρίμασε αργά, από το 1777 έως το 1829. Στο συγκεκριμένο Bildungsroman παρακολουθούμε τη μύηση του αδιαμόρφωτου ακόμη εφήβου στον κόσμο των «ενηλίκων», που τίθεται ως κόσμος της ώριμης και κατασταλαγμένης σκέψης. Η διάπλαση της προσωπικότητας του Βίλελμ Μάιστερ και η ενηλικίωσή του δεν πραγματοποιούνται σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο πρότυπο, αλλά μετά από μια περιπλάνηση σε διαφορετικούς κόσμους εμπειρίας, με στόχο την ολοκλήρωση των δυνάμει υπαρχουσών αρετών του και τη συμφιλίωση, δηλαδή την ένταξή του. […]
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το μυθιστόρημα εφηβείας που αναφέρεται στη διάπλαση, μαθητεία ή αγωγή είναι κατεξοχήν ένα μυθιστορηματικό είδος στο οποίο οι συγγραφείς αναφέρονται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ενδιαφέρει όχι αν κάτι τέτοιο αληθεύει, αλλά γιατί θέτουν αυτό το ερώτημα οι μελετητές, γιατί δηλαδή αναζητούν αυτοβιογραφικές αναφορές ειδικά σ’ αυτά τα μυθιστορήματα, τα οποία, ας σημειωθεί, κατά κανόνα είναι τριτοπρόσωπα. Η παραπάνω αντίληψη ενδεχομένως να απηχεί την πεποίθηση ότι η μύηση του νέου στη ζωή των ενηλίκων αποτελεί την κεντρική, πρωταρχική και ξέχωρα φορτισμένη εμπειρία της ζωής, συνεπώς μια εμπειρία την οποία οι μυθιστοριογράφοι αναπλάθουν στη βάση των ατομικών τους βιωμάτων.
 Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Αυτοβιογραφικός λόγος: ιστορικοί και μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα εφηβείας». Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000, 60-61 & 62.


[…] Αν και η διαπίστωση της κριτικής είναι ότι το bildungsroman με την κλασική δυτικοευρωπαϊκή έννοια υποεκπροσωπείται στην ελληνική πεζογραφία ή εμφανίζεται με «αναιμική» μορφή […] υπάρχουν ορισμένα έργα τα οποία αναφέρονται σταθερά ως ανήκοντα στο είδος όπως τα: Eroica (1938) του Κ. ΠολίτηΛεωνής (1940) του Γ. Θεοτοκά και Τα ψάθινα καπέλα (1946) της Μ. Λυμπεράκη — στα δύο τελευταία μάλιστα αναγνωρίζεται η ειδική απόχρωση του Künstlerroman. Στο πλαίσιο του bildungsroman έχουν συζητηθεί, μεταξύ άλλων, και τα μυθιστορήματα Το φλογισμένο ράσο (1911) του Πλ. Ροδοκανάκη, Παραστρατημένοι (1935) της Λ. Νάκου, Ταξίδι με τον Έσπερο (1946) του Άγγ. Τερζάκη, Ο ήλιος του θανάτου (1959) του Π. ΠρεβελάκηΗ αρχαία σκουριά (1979) της Μ. Δούκα, Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (1987) της Ά. Ζέη. Στους ευρύτερους ορίζοντες του μυθιστορήματος εξέλιξης θα μπορούσαν να ενταχθούν επίσης έργα όπως το Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) του Ν. Καζαντζάκη και οι Ακυβέρνητες πολιτείες (1961-1965) του Σ. Τσίρκα. Ο όρος σήμερα συχνά χρησιμοποιείται αμετάφραστος ενώ η πιο δόκιμη απόδοση είναι «μυθιστόρημα διαμόρφωσης». Θα πρέπει επίσης να γίνεται διάκριση από τον όρο «μυθιστόρημα της νεότητας» […], είδος το οποίο αντιμετωπίζει τη νέα γενιά ως κοινωνική κατηγορία και την τοποθετεί μέσα σε έντονες ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις.
 Γιάννης Πάγκαλος, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, 298.


Ορισμένα ελληνικά μυθιστορήματα της γενιάς του ’30 όπως ο Απόγονος (1935) του Θανάση Πετσάλη, η Eroica(1938) του Κοσμά Πολίτη, το Προμήνυμα (1943) του Αντώνη Βουσβούνη, η Αιολική γη (1943) του Ηλία Βενέζη, τοΤαξίδι με τον Έσπερο (1946) του Άγγελου Τερζάκη, έχουν συζητηθεί ως μυθιστορήματα εφηβείας. Πρόκειται περισσότερο όμως για έργα στα οποία οι συγγραφείς κρατούν πεισματικά τους ήρωές τους μακριά από προβληματισμούς που σχετίζονται με τον κοινωνικοπολιτικό χώρο και εστιάζουν το βάρος σε δύο τομείς: τον έρωτα και τη φύση. Το θέμα τους συγγενεύει περισσότερο με το πολυσυζητημένο μυθιστόρημα του Alain Fournier Ο Μεγάλος Μωλν (1913).
Δεν είναι τυχαίο που η τελευταία αυτή εκδοχή του μυθιστορήματος εφηβείας γνώρισε στην Ελλάδα και τη μεγαλύτερη επιτυχία: τόσο για τον Λοΐζο της Eroica του Κοσμά Πολίτη όσο και για τον Γλαύκο στο Ταξίδι με τον Έσπερο του Άγγελου Τερζάκη, η φύση και ο έρωτας είναι κλειδιά της πλοκής. Οι έφηβοι ζουν στη μυστηριακή και μαγική ατμόσφαιρα των επαρχιακών τοπίων και δεν διαπραγματεύονται την κοινωνική τους ένταξη ή την πνευματική τους ωρίμανση αλλά την ευόδωση —ή την κατάρρευση— των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων, όπου το υλικό στοιχείο, το σώμα, σαφώς διαχωρισμένο από το πνεύμα, θάλλει στους χώρους όπου η διαφορά αυτή δηλώνεται κατάφωρα: όχι στην πόλη, αλλά στην εξοχή, όχι στην κλειστή κάμαρα ή στο σχολείο, αλλά στις συστάδες των κήπων και στις βαριές μυρωδιές ή τα αρώματα του στάβλου ή του δάσους. Την τελειότερη εκδοχή του είδους τη βρίσκουμε στα Ψάθινα καπέλα (1946) της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Δεν έχουμε λόγο να διαφωνήσουμε με τον Στρατή Τσίρκα, που υποστήριξε ότι το μυθιστόρημα εφηβείας στην Ελλάδα έδωσε δείγματα αισθητικών αλλά όχι πνευματικών αναζητήσεων και σοβαρού προβληματισμού, θεωρώντας εξαίρεση το μυθιστόρημα του Κύπριου Νίκου Νικολαΐδη Το στραβόξυλο, με θέμα την περιπέτεια και τους αγώνες του Δελμούζου στο Παρθεναγωγείο του Βόλου.
 Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «Αυτοβιογραφικός λόγος: ιστορικοί και μυθιστορηματικοί βίοι στο μυθιστόρημα εφηβείας». Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000, 68-69.

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ "Αλληγορία"




Αλληγορία

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε την έννοια της αλληγορίας. Ένας πρώτος τρόπος είναι ο καθαρά ετυμολογικός. Σύμφωνα, λοιπόν, με την ετυμολογία της λέξης, η αλληγορία είναι ένας μεταφορικός εκφραστικός τρόπος, ο οποίος κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φανερώνουν οι χρησιμοποιούμενες συγκεκριμένες λέξεις. Όλες λ.χ. οι παροιμίες κρύβουν νοήματα διαφορετικά από εκείνα που άμεσα τουλάχιστον δηλώνουν και εκφράζουν οι λέξεις. Άλλα δηλαδή λένε και άλλα εννοούν. Από την άποψη αυτή, όλες οι παροιμίες συνιστούν έναν αλληγορικό και, επομένως, μεταφορικό τρόπο έκφρασης. Η παροιμία π.χ.


Το ένα χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο


στη λεκτική της επιφάνεια μιλάει για την καθημερινή διαδικασία της ατομικής καθαριότητας και υγιεινής. Στο νοηματικό της όμως υπόστρωμα, η παροιμία κρύβει και, τελικά, υποδηλώνει ένα διαφορετικό νόημα: μιλάει για την ανάγκη και την αξία της αλληλοσυμπαράστασης, της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης και της συνεργασίας μεταξύ των ανθρώπων. Και επειδή με την παροιμία μεταφερόμαστε από το επίπεδο μιας καθημερινής ασχολίας σ' ένα άλλο και διαφορετικό επίπεδο εννοιών και αξιών, γι' αυτό ακριβώς η αλληγορία της παροιμίας συνιστά ένα μεταφορικό εκφραστικό τρόπο.

Ύστερα από αυτή την πρώτη προσέγγιση, φαίνεται καθαρά ότι η αλληγορία είναι μια εκφραστική τεχνική με την οποία επιδιώκεται και επιτυγχάνεται η απόκρυψη του πραγματικού νοήματος. Συνεπώς, οπουδήποτε λειτουργεί η έννοια της αλληγορίας, χρειάζεται και απαιτείται μια ειδική ανάγνωση για την αποκωδίκευση και την κατανόηση του πραγματικού νοήματος. Αυτή η ειδική ανάγνωση προϋποθέτει την ικανότητα να διαβάζουμε ένα αλληγορικό κείμενο «κάτω από τις λέξεις», για να αποκαλύψουμε τα κρυμμένα ή, έστω, τα δυσδιάκριτα νοήματα.

Στο χώρο τώρα της λογοτεχνίας, η αλληγορία είναι μια ιδιαίτερα συχνή συγγραφική τεχνική. Συγκεκριμένα, ο πεζογράφος ή ο ποιητής, για να προσδώσει στα νοήματα του μεγαλύτερη υποβλητικότητα και για να τα καταστήσει περισσότερο αισθητά και, επομένως, ζωντανά, καταφεύγει συχνά στην τεχνική και στους τρόπους της αλληγορίας. Ο ποιητής π.χ. Αλκαίος, τον 6ο αι. π.Χ., θέλησε να μιλήσει για τις οδυνηρές συνέπειες που προκαλούνται απ' τις εμφύλιες διαμάχες. Δε μίλησε όμως για το θέμα αυτό με τρόπο άμεσο, ευθύ και ανοικτό· αντίθετα, χρησιμοποίησε τον τρόπο της ποιητικής αλληγορίας. Συγκεκριμένα, περιέγραψε μια κατάσταση άγριας βαρυχειμωνιάς και θαλασσοταραχής (=κοινωνικές αναταραχές, πολιτικές διαμάχες, εμφύλιες συρράξεις, έλλειψη σύμπνοιας και ομοψυχίας)· έγραψε για ένα καράβι που θαλασσοδέρνεται και τσακίζεται (=η ταραγμένη πολιτεία που κινδυνεύει να καταποντισθεί)· για τους ναύτες που επίσης θαλασσοδέρνονται, κινδυνεύουν και πνίγονται (ναύτες = οι πολίτες). Μ' αυτό το σχήμα αλληγορίας, ο Αλκαίος, στην επιφάνεια της ποιητικής γραφής μοιάζει να μιλάει για μια κατάσταση θαλασσοταραχής. Μ' αυτή δηλαδή την αλληγορική περιγραφή και εικόνα «απέκρυψε» τα πραγματικά και τα κρυμμένα νοήματα. Αυτή, ακριβώς, η αλληγορική απόκρυψη κατέστησε, τελικά, τα νοήματα πιο υποβλητικά και, παράλληλα, απέτρεψε τον κίνδυνο να μετατραπεί το ποίημα σε πολιτική και αγοραία ρητορεία.

 

ΑΛΚΑΙΟΣ

απ. 6 Lobel-Page

τόδ᾽ αὖ]τε κῦμα τὼ π[ρ]οτέρ̣[ω †νέμω
στείχει,] παρέξει δ᾽ ἄ[μμι πόνον π]όλυν
ἄντλην ἐπ]εί κε νᾶ[ος ἔμβαι
4[].όμεθ᾽ ἐ[
[]. .[. .].[
[]
φαρξώμεθ᾽ ὠς ὤκιστα̣[
8ἐς δ᾽ ἔχυρον λίμενα δρό[μωμεν,
καὶ μή τιν᾽ ὄκνος μόλθ[ακος ἀμμέων
λάχηι· πρόδηλον γὰρ μέγ’ [ἀέθλιον
μνάσθητε τὼ πάροιθα μ[όχθω·
12νῦν τις ἄνηρ δόκιμος γε̣[νέσθω
καὶ μὴ καταισχύνωμεν [άναλκίαι
ἔσλοις τόκηας γᾶς ὔπα κε̣[ιμένοις
. .] τᾶνδ[
16τὰν πο[
στ.7-16
. . . όσο ταχιά του καραβιού μας
τα τοιχώματα, εμπρος, να δυναμώσουμε,
σ᾽ απάνεμο να δράμουμε λιμάνι.

Λιγοψυχιά γυναίκεια μη κανέναν
κρατήσει· τι ολοφάνερο συμφέρο μέγα·
και των παλιών το λόγο θυμηθείτε μου·
«σήμερα αντρείος καθείς πρέπει να δείξει».

Ω! Μ᾽ αναντρίαν ας μην καταντροπιάσουμε
τους ευγενείς πατέρες μας που τώρα
κάτου απ᾽ το χώμα κείτονται και τούτη
(στα χέρια μας) την πόλη (έχουν αφήσει).