Ο πεζογράφος και μεταφραστής έργων του Modiano μιλάει στην Λίνα Ρόκου για τον νέο κάτοχο του Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ο Πατρίκ Μοντιανό
Ο Γάλλος πεζογράφος Patrick Modiano βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2014. Χαρακτηρίστηκε από τη Σουηδική Ακαδημία ως «ο Marcel Proust της εποχής μας» και σύμφωνα με την ανακοίνωσή της βραβεύεται «για την τέχνη της ανάμνησης με την οποία ζωντανεύει τις πιο ασύλληπτες ανθρώπινες μοίρες και αποκαλύπτει τον πραγματικό κόσμο της κατοχής». Ο 69χρονος Modiano έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία στο παρελθόν αλλά ο ίδιος κρατά μια ιδιαιτέρως διακριτική στάση αποφεύγοντας συχνές δηλώσεις και εμφανίσεις.
Ο Modiano μεταφράζεται στα ελληνικά από το 1987. Τα δύο τελευταία βιβλία του που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πόλις έχουν μεταφραστεί από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, τον σπουδαίο πεζογράφο και μεταφραστή που έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης, με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη Μετάφρασης και το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Γαλλόφωνης Λογοτεχνίας ΕΚΕΜΕΛ. Ο Αχιλλέας Κυριακίδης, που δηλώνει θαυμαστής της γραφής του Modiano, μιλάει στην Popaganda για το λογοτεχνικό πρόσωπο των ημερών.
Πατρίκ Μοντιανο-Φρανσουάζ Αρντί στο Δάσος της Βουλόνης, στα 1969
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της γραφής του Modiano που τον κατατάσσουν στους κορυφαίους εν ζωή πεζογράφους; Στη λίστα της αναγνωστικής μου συνείδησης, ο Patrick Modiano είχε ήδη καταταγεί στην κορυφαία πεντάδα των εν ζωή συγγραφέων πολύ πριν οι απρόβλεπτοι γκουρού της Σουηδικής Ακαδημίας αποφασίσουν να τον ανασύρουν από την “boutique obscure” του, το συγγραφικό του εργαστήριο, και να του χαρίσουν μια διασημότητα που ο ίδιος δεν επιδίωξε ποτέ. Όσο για τα χαρακτηριστικά της γραφής του για τα οποία με ρωτάτε, θα σας απαντήσω όχι ως θεωρητικός της λογοτεχνίας (που δεν είμαι), αλλά ως επαρκής αναγνώστης (που νομίζω ότι είμαι) και ως θιασώτης και διάκονος της μικρής φόρμας (που είμαι σίγουρα). Ο Modiano, καίτοι κληρονόμος της παράδοσης των μεγάλων αφηγηματικών συνθέσεων της γαλλικής γραμματείας, είναι ένας «ταπεινός», ολιγόλογος, πυκνός συγγραφέας, στα όρια του αφηγηματικού μινιμαλισμού, που όλοι σχεδόν οι ήρωές του ξεναγούνται στα ορύγματα του χρόνου, αναζητώντας (ή κατασκευάζοντας) σωσίβιες μνήμες. Κι αν σας αιφνιδίασε το ρήμα «ξεναγούνται», σας παραπέμπω στο μότο του Thomas Hardy που προέταξα στο Επίμετρό μου της αριστουργηματικής «Μικρής Μπιζού» την οποία είχα την τιμή να μεταφράσω για τιςΕκδόσεις Πόλις: «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα».
Ποιο είναι το αγαπημένο σας απόσπασμα από βιβλίο του Modiano και γιατί; Εις επίρρωσιν, κι αφού μνημονεύσαμε τη «Μικρή Μπιζού», το αγαπημένο μου μυθιστόρημα του Modiano, επιτρέψτε μου να παραθέσω όχι απλώς ένα οποιοδήποτε απόσπασμα από αυτό το βιβλίο, αλλά την αρκτική του παράγραφο: «Γύρω στα δώδεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που δε μ’ έλεγαν πια “Mικρή Μπιζού”, και βρισκόμουν στη στάση του μετρό Σατλέ, σε ώρα αιχμής. Ήμουν ανάμεσα στο πλήθος που βάδιζε πάνω στον ατελείωτο κυλιόμενο διάδρομο. Μια γυναίκα φορούσε ένα κίτρινο παλτό. Το χρώμα του παλτού της είχε τραβήξει την προσοχή μου, και την έβλεπα από πίσω, πάνω στον κυλιόμενο διάδρομο. Ύστερα πήρε το διάδρομο με την ένδειξη “Κατεύθυνση: Σατό-ντε-Βενσέν”. Τώρα ήμαστε ακίνητοι, στριμωγμένοι στη μέση της σκάλας, περιμένοντας ν’ ανοίξει το πορτάκι. Εκείνη στεκόταν δίπλα μου. Τότε είδα το πρόσωπό της. Η ομοιότητά του με το πρόσωπό της μητέρας μου ήταν τόσο χτυπητή, που σκέφτηκα ότι ήταν αυτή”. Χωρίς πολλά πολλά, μέσα σε μίαπαράγραφο, την πρώτη πρώτη του βιβλίου, ο Modiano ορίζει το χώρο (Παρίσι) και το φύλο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, εισάγει τον αναγνώστη στο θέμα (αναζήτηση της μητέρας) κι αφήνει το χρόνο να διαχυθεί και να δεσπόσει στην αφήγηση με όλες τις εκφάνσεις του και όλη του τη σχετικότητα: «Γύρω στα δώδεκα χρόνια είχαν περάσει από τότε που δε μ’ έλεγαν πια…». Κάθε καλλιτέχνης έχει τις εμμονές του. Το θέμα είναι να τις υπηρετεί με μαεστρία και ανανεούμενη ευρηματικότητα.
Βρίσκεστε σε ένα καφέ παρέα με τον Modiano. Τι συζητάτε; Θα είναι το Café de la Jeunesse Perdue (της Χαμένης Νιότης). Θα έχω μπει τρέμοντας. Θα είναι καθισμένος. Δε θα τον αφήσω να σηκωθεί ευγενικά για να με υποδεχθεί. Θα του σφίξω το χέρι. Θα μου χαμογελάσει – το ξέρω. Και τότε θα ’ρθει μέσα μου ξανά, ωραία απρόσκλητη, η φράση που κλείνει το ομότιτλο μυθιστόρημά του: «Αυτό είναι. Αφήσου».