Ηρώ και Λέανδρος. Πίνακας του Πιέρ-Κλωντ Ντελόρμ
Οι μυθιστορίες (romances) είναι ηρωικές διηγήσεις με έκταση υπερβολική, αγάπη για το θαυμαστό, συναρπαστικά περιστατικά και περίτεχνες περιγραφές, συγκινητικές ερωτικές περιπέτειες, γεγονότα φλύαρα και συχνά εξωπραγματικά, που περιγράφουν ηρωικά κατορθώματα, ιστορικά ή φανταστικά, εμπνεόμενα από το ιδεώδες του ρομαντικού έρωτα και τον κώδικα της ιπποτικής αβροφροσύνης. Οι μυθιστορίες είναι γραμμένες σε έμμετρο ή πεζό λόγο και ανάμικτη από λόγια και δημώδη στοιχεία γλώσσα.
Τα επύλλια συμπίπτουν ως τη θεματική και την πλοκή τους με τις μυθιστορίες. Είναι μικρά επικά ποιήματα, με αφηγηματικό χαρακτήρα, συναισθηματικές εντάσεις και λυρικές αποχρώσεις του ερωτικού στοιχείου. Έχουν κατά κανόνα ως κεντρικό θέμα τους έναν ήρωα ή μιαν ηρωίδα, συνδυάζοντας ηρωική ατμόσφαιρα με ευγενικούς έρωτες.
Η αρχαιοελληνική παράδοση
Στους πρώτους βυζαντινούς χρόνους, η επική ποίηση γνωρίζει μεγάλη άνθηση, ακολουθώντας τα πρότυπα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Στα επύλλια και τις βυζαντινές μυθιστορίες γίνεται φανερή η επίδραση του αρχαιοελληνικού στοιχείου.
Ο ποιητής Μουσαίος, ο οποίος έζησε στον 5ο μ.Χ. αιώνα, ύμνησε με τους στίχους του το ερωτικό δράμα των δύο άτυχων εραστών στο "Τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον" έργο του και είναι ο πρόδρομος μιας σειράς εμπνεύσεων στα βυζαντινά χρόνια. Μέσα στους 343 στίχους του βρήκε ο ελληνικός κόσμος τον ωραιότερο ίσως ερωτικό θρύλο του. Ο Γερμανός ελληνιστής Καίχλυ το χαρακτήρισε ως "το τελευταίο ρόδο από τον μαραμένο κήπο της ελληνικής ποίησης".
Η Ηρώ ανταποκρίνεται στον έρωτα του Λέανδρου, αρνείται να υποταχθεί στην πατρική θέληση, τελειώνει το έργο της στο ναό και δέχεται στον πύργο της τον αγαπημένο της Λέανδρο και του δίνεται την πρώτη κιόλας εκείνη νύχτα. Κάθε βράδυ βάζει ένα αναμμένο λυχνάρι στο υψηλότερο μέρος του πύργου και ο ερωτευμένος Λέανδρος, έχοντας φάρο του το φως του λυχναριού, κολυμπούσε την απόσταση που χώριζε τις δύο πόλεις και έφθανε στην απέναντι ακτή, όπου τον πρόσμενε η αγαπημένη του.Στα ασιατικά παράλια του Ελλήσποντου, εκεί που ορθώνονται η μία απέναντι στην άλλη η Άβυδος και η Σηστός, παίχτηκε ένα από τα πιο όμορφα και πιο συγκινητικά ερωτικά δράματα του αρχαίου κόσμου. Πανηγυρίζει η πόλη της Σηστού, όπου γιορτάζεται η θεά Αφροδίτη. Ο Λέανδρος, που είχε έρθει για προσκύνημα από την αντικρινή Άβυδο, ερωτεύεται παράφορα την Ηρώ, την πιο όμορφη υπηρέτρια της Θεάς, κόρη του άρχοντα Θρασύλλου, την οποία ο πατέρας της την έταξε γυναίκα του Αντίστρατου, ηγεμόνα μιας γειτονικής πολιτείας.
Κάποτε έφτασε η εποχή του χειμώνα και τότε συνέβη το μοιραίο: Το λυχνάρι βρέθηκε αναμμένο στον πύργο - φαίνεται ότι η γριά τροφός το άναψε από συνήθεια - και ο Λέανδρος πήρε το φωτεινό σημάδι για ερωτικό κάλεσμα, έπεσε στην παγωμένη θάλασσα παλεύοντας με πελώρια κύματα, το κρύο και το πυκνό σκοτάδι. Ο δυνατός όμως άνεμος έσβησε το λυχνάρι και ο Λέανδρος, χάνοντας τον προσανατολισμό του, παρασύρεται από τα κύματα και πνίγεται.
Το πρωινό παρασύρθηκε το πτώμα του στην ακτή. Τρελή από την τρομερή είδηση του θανάτου του Λέανδρου, η Ηρώ ρίχνεται από τον πύργο της και πεθαίνει μαζί με τον αγαπημένο της. Βρήκαν αγκαλιασμένα τα λείψανά τους κι έτσι αγκαλιασμένους τους έθαψαν στον ίδιο τάφο.
Η επίδραση της Δύσης
Στις βυζαντινές μυθιστορίες και τα επύλλια, όπως επισημαίνει ο Ιταλός ελληνιστής Μάριο Βίττι (Mario Vitti), "η βυζαντινή θεωρία του μυθιστορήματος συγχωνεύεται αρμονικά με μερικές δυτικές τάσεις και με την ώριμη λαϊκότροπη αφηγηματική τέχνη". Στις βυζαντινές διηγήσεις, όπως και στις μπαλάντες, τις εποποιίες και τις σάγκες της Δύσης, γίνεται φανερή η επίδραση του ελληνικού στοιχείου.
Η Ευρώπη έδωσε το "Άσμα του Ρολάνδου", το "Τραγούδι των Νιμπελούγκεν", το "Ποίημα του Σιντ", οι σλαβικές χώρες έδωσαν τα νοσταλγικά δημοτικά τραγούδια τους, το Βυζάντιο και η Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα έδωσαν το "Διγενή Ακρίτα και το "Χρονικό του Μορέα.
Τραγούδησαν οι τροβαδούροι το θρίαμβο του έρωτα, τα κατορθώματα των ιπποτών, τη χαρά της φύσης, τη μαγεία της σελήνης. Με τον ίδιο τρόπο, οι Βυζαντινοί ύμνησαν τους αγώνες των ακριτών, την πίστη στον αιώνιο έρωτα, τη δροσιά μιας πηγής, το ρομαντισμό της αγνότητας. Οι πράξεις των ηρώων, οι χαρές και οι πόνοι τους, οι νίκες και οι συμφορές τους τρέφουν τη φαντασία του λαού, ενθουσιάζουν την ψυχή, σφυρηλατούν το ήθος, εξυψώνουν τη ζωή, θεμελιώνουν τον πολιτισμό. Αυτό έπραξε και ο άγνωστος ποιητής του "Διγενή Ακρίτα".
Βυζαντινό πιάτο με παράσταση του Διγενή Ακρίτα. Μουσείο Στοάς Αττάλου
Το έπος του Διγενή Ακρίτα
Είχε μεγαλώσει πια η αρχοντοπούλα, δεκαπέντε χρόνων, ωραία, αγνή, ποθητή, όταν βγήκε μιαν ημέρα με τις σκλάβες της συντροφιά να περπατήσει γύρω από το καστέλλο. Έτυχε την ίδια ημέρα να περνά από εκεί ο Εμίρης τωνΣαρακηνών, ο Μουσούρ. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της και την άρπαξε μακριά στη χώρα του. Τον κυνηγούν τα αδέλφια της και ο μικρότερος αδελφός της, ο Κωνσταντής, μονομαχεί και νικά τον άγριο Μουσούρ. Τρελά ερωτευμένος, ο εμίρης πείθει τους αδελφούς να γίνει Χριστιανός και να πάρει την Ειρήνη γυναίκα του.Ο Βυζαντινός άρχοντας Ανδρόνικος Δούκας και η γυναίκα του Άννα απέκτησαν πέντε γιους και μία κόρη, την Ειρήνη. Αστρολόγοι όμως μελέτησαν το ζώδιο της κόρης και προφήτευσαν πως διέτρεχε τον κίνδυνο αρπαγής. Θορυβήθηκαν οι γονείς κι έκλεισαν την κόρη τους σ' ένα κάστρο, που το φρουρούσαν αυστηρά.
Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο Διγενής Ακρίτας. Ο Διγενής μεγαλώνει, όλοι θαυμάζουν τη λεβεντιά και την παλληκαριά του, γίνεται ο τρόμος των ληστών. Σ' ένα κυνήγι του, βλέπει στο παραθύρι κάποιου πύργου την Ευδοκία, την κόρη του στρατηγού Δούκα, της τραγουδά με την κιθάρα του, κεραυνοβόλα την ερωτεύεται, το ίδιο κι εκείνη, και συμφωνούν να δραπετεύσουν. Τους καταδιώκει ο στρατηγός και οι γιοί του, πολεμούν και νικά ο Διγενής, ενθουσιάζεται ο πατέρας από την ανδρεία του και δέχεται να δώσει την κόρη του.
Μετά το γάμο, ο Διγενής γίνεται ακρίτας, φεύγει να πολεμήσει τους βαρβάρους στα σύνορα. Κατατροπώνει τους Απελάτες, μονομαχεί και νικά την περίφημη Βασίλισσα των Αμαζόνων Μαξιμώ, φονεύει φοβερό δράκοντα και πάνω στο άνθος της ηλικίας του αρρωσταίνει και πεθαίνει στο αρχοντικό παλάτι του στον ποταμό Ευφράτη. Στο στήθος του επάνω ξεψυχά και η Ευδοκία, μη αντέχοντας το θάνατο του αγαπημένου της.
Έτσι έψαλλε η Βυζαντινή Μούσα τα ανδραγαθήματα και τους ηρωισμούς των ακριτών, όπως η ομηρική εποχή εξύμνησε τους ήρωες τους ομηρικούς.
Βυζαντινές μυθιστορίες και επύλλια
Στα τέλη του 12ου μ.Χ. αιώνα εμφανίζεται εντυπωσιακή παραγωγή έμμετρων μυθιστοριών, με περιεχόμενο περιπετειώδεις ιστορίες με περιγραφές ερωτικών σκηνών, αποχωρισμών και αναγνωρίσεων εραστών. Υπάρχουν τέσσερις μυθιστορίες αυτού του τύπου κατά την περίοδο αυτή, που αποτελούν έξοχα δείγματα βυζαντινής μυθιστορίας.
Πρόκειται για τα έργα "Τα κατ' Αρίστανδρον και Καλλιθέαν" του Κωνσταντίνου Μανασσή, "Τα κατά Ροδάνθην και Δοσικλέα" του Θεόδωρου Προδρόμου (Πτωχοπροδρόμου), "Τα κατά Δροσίλλαν και Χαρικλέα" του Νικήτα Ευγενιακού και "Το καθ' Υσμίνην και Υσμηνίαν" του Ευσταθίου Μακρεμβολίτη, τα οποία γράφτηκαν στο πλαίσιο της ουμανιστικής κίνησης που εκδηλώθηκε κατά την περίοδο του Μανουήλ Α' Κομνηνού (1143 - 1180).
Η μυθιστορία "Καλλίμαχος και Χρυσορρόη" αποτελεί έξοχο δείγμα ελεγειακού-ερωτικού ύφους, το οποίο, όπως υποστηρίζει και πάλι ο Μάριο Βίττι, θεωρείται ότι γράφτηκε από τον Ανδρόνικο Παλαιολόγο της αυτοκρατορικής οικογένειας, στα πρώτα χρόνια του 14ου αιώνα.
Το ίδιο αφηγηματικό και λυρικό ύφος βρίσκεται και στη μυθιστορία "Λίβιστρος και Ροδάμνη", που τοποθετείται στον 14ο μ.Χ. αιώνα, με άμεση όμως σχέση με τα δυτικά πρότυπα και τη δυτική θεματολογία, όπως και στα ιπποτικά-ερωτικά μυθιστορήματα "Φλώριος και Πλατζιαφλώρα" και "Ιμπέριος και Μαργαρώνα".
Η πιο γνωστή, κατά την Αναγέννηση, ελληνική μυθιστορία ήταν "Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα", έργο γραμμένο από τον Αχιλλέα Τάτιο, Έλληνα μυθιστοριογράφο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου που έζησε τον 5ο μ.Χ. αιώνα, ο οποίος περιγράφει τις περιπέτειες δύο εραστών με ευγενική καταγωγή στηνΤύρο, τη Σιδώνα, το Βυζάντιο και την Αίγυπτο. Το έργο μεταφράστηκε στα λατινικά το 1554, στα ιταλικά το 1550, στα γαλλικά το 1568 και στα αγγλικά το 1594.
Δείτε επίσης
Πηγές
- Mario Vitti: "Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1978.
- Gilbert Highet: "Η Κλασική Παράδοση: Ελληνικές και ρωμα'ι'κές επιδράσεις στη λογοτεχνία της Δύσης", Μορφωτικό 'Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1988.
- "ΕΛΛΑΣ" (Η Ιστορία και ο Πολιτισμός του Ελληνικού 'Εθνους από τις Απαρχές μέχρι Σήμερα), τόμος Α', Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα, 1997.
- Παγκόσμιον Λεξικόν των 'Εργων, Διεθνής Οργανισμός SPIRITUS MUNDI, Αθήναι, 1965.
- Δημήτριος Σφήκας: "Επύλλια και Τραγούδια: Από το Βυζαντινό Μεσαίωνα", Εφημ. ΝΕΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑ, φύλλα 18/7/1965, 25/7/1965, 1/8/1965 & 15/8/1965.