Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Κώστας Καρυωτάκης "Τρεις Μεγάλες Χαρές"

 



 

 

Όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος!
Δ. Σολωμός

 

Ι. ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Είναι ένας αγαθός γεροντάκος. Έπειτα από τριάντα χρόνων υπηρεσία, έχει να διατρέξει όλους τους βαθμούς. Γραφεύς στο πρωτόκολλο.

Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος από το πρωί ως το βράδυ στο παρθενικό βιβλίο του, περνούσε τους αριθμούς και αντέγραφε τις περιλήψεις. Κάποτε, μετά την καταχώριση ενός εισερχομένου ή ενός εξερχομένου, ετράβαγε μια γραμμή που έβγαινε από την τελευταία στήλη και προχωρούσε προς το περιθώριο, έτσι σαν απόπειρα φυγής. Αυτή η ουρά δεν είχε θέση εκειμέσα, όμως την τραωούσε βιαστικά, με πείσμα, θέλοντας να εκφράσει τον εαυτό του. Αν έσκυβε κανείς πάνω στην απλή και ίσια γραμμούλα, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου.

Νέος ακόμη, μπαίνοντας στην υπηρεσία, εχαιρέτησε με συγκαταβατικό χαμόγελο του συναδέλφους του. Έτυχε να καθίσει σ’ αυτήν την καρέκλα. Κ’ έμεινε εκεί. Ήρθαν άλλοι αργότερα, έφυγαν, επέθαναν. Αυτός έμεινε εκεί. Οι προϊστάμενοί του τον θεωρούσαν απαραίτητο. Είχε αποκτήσει μια φοβερή, μοιραία ειδικότητα.

Ελάχιστα πρακτικός άνθρωπος. Τίμιος, ιδεολόγος. Μ’ όλη τη φτωχική του εμφάνιση, είχε αξιώσεις ευπατρίδου. Ένα πρωί, επειδή ο Διευθυντής του τού μίλησε κάπως φιλικότερα, επήρε το θάρρος, του απάντησε στον ενικό, εγέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο κύριος Διευθυντής τότε, μ’ ένα παγωμένο βλέμμα, τον εκάρφωσε πάλι στη θέση του. Κ’ έμεινε εκεί.
Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ από το γραφείο, παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο, βιαστικός βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα το μπαστούνι του με την ωραία, νικέλινη λαβή. Γράφει κύκλους μέσα στο άπειρο. Και μέσα στους κύκλους τα σημεία του απείρου. Όταν περάσει τα τελευταία σπίτια, θ’ αφήσει πάντα να ξεφύγει ψηλά με ορμή το μπαστούνι του, έτσι σαν απόπειρα λυτρωμού.
Μετά τον περίπατο τρυπώνει σε μια ταβέρνα. Κάθεται μόνος, αντίκρυ στα μεγάλα, γφρεσκοβαμμένα βαρέλια. Όλα έχουν γραμμένο πάνω απ’ την κάνουλα, με παχιά, μαύρα γράμματα, τ’ όνομά τους: Πηνειός, Γάγγης,. Μισσισσιππής, Τάρταρος. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, με το οποίο ταξιδέυει σε θαυμάσιους, άγνωστους κόσμους. Από τα πυκνά δέντρα, πίθηκοι σκύβουν και τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχής.

 

 

 

 
II. ΕΝΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

 

Δεν ξέρω τι φορούσε στο κεφάλι. Τα ρούχα της δεν είχαν ούτε σχήμα ούτε χρώμα. Εμπήκε στο γραφείο κρατώντας στην αγκαλιά δυο παιδιά και σέρνοντας τέσσερα. Καθένα έκλαιγε ή εφώναζε με ιδιαίτερο τρόπο. Αλλο τραβούσε το φουστάνι της, άλλο τα μαλλιά της. Ένα αγόρι ως τριών χρονών έτρεμε με κάτι παράξενα αναφιλητά, χωρίς να κλαίει. Όλα μαζί — φριχτή συμφωνία — εκοίταζαν τη μητέρα τους όπως οι μουσικοί το μαέστρο. Αυτή όμως είχε ξεχάσει την παρτιτούρα της σ’ ένα κομψό γραφειάκι από  acajou.

Στάθηκε μπροστά μας με ορθάνοιχτα μάτια. Κάτι σαν ψεύτικο γέλιο, μια γκριμάτσα οίκτου προς τον εαυτό της, εξηγούσε τα λόγια της. Ήταν Αρμένισσα. Ο άντρας της επέθανε σ’ ένα χωριό, κ’ ήρθε από κει ζητώντας ψωμί για τα παιδιά της. Τώρα παρακαλούσε να στεγασθεί. Κάποιος που ήξερε τη γλώσσα της τής είπε ότι δεν υπήρχε πουθενά θέσις. Και καθώς δεν ήθελε να καταλάβει, την έβγαλαν έξω στο διάδρομο. Έμεινε ξαπλωμένη με τα παιδιά της ως το μεσημέρι. Την άλλη μέρα, η ίδια ιστορία. Ήρθε πολλές φορές ακόμη.

Επιτέλους την έριξαν σε μια αποθήκη. Τριάντα οικογένειες προσφύγων που έμεναν εκειμέσα είχαν χωρίσει τα νοικοκυριά τους πρόχειρα, με φανταστικούς τοίχους. Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες απλωμένες, ξύλα βαλμένα στη γραμμή, εσχημάτιζαν τετράγωνα, τα  μαχητικά τετράγωνα  της τελευταίας αμύνης. Σ’ αυτές τις φωλιές ακινητούσαν ή εσάλευαν πένθιμα σκιές ανθρώπων. Τρεις τρεις, πέντε πέντε, σκορπισμένοι ανάμεσα σε ρυπαρά ρούχα και υπολείμματα επίπλων, ήταν σα να ψιθύριζαν παραμύθια ή να προσπαθούσαν σιγά ν’ αποτινάξουν το σκοτάδι.

Τώρα η αποθήκη φωτίζεται από ένα κερί. Κάποιο δέμα τυλιγμένο με καθαρό άσπρο πανί έχει τοποθετηθεί προσκετικά, κάθετα προς τον τοίχο, χάμου. Είναι το μικρότερο από τα έξι παιδιά της Αρμένισσας, που πέθανε λίγες ώρες μετά την εγκατάστασή τους. Τ’ αδέλφια του παίζουν έξω στον ήλιο. Η μητέρα, ξαλαφρωμένη, παραστέκει για τελευταία φορά το μωρό της. Οι άλλες γυναίκες τη μακαρίζουν, γιατί θα μπορέσει από αύριο να πιάσει δουλειά. Είναι σχεδόν ευτυχής. Και ο νεκρός ακόμη περιμένει με τόση αξιπρέπεια…

 


 

 

 
ΙΙΙ.  ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ BOVARY

 

Στη μέση της γιορτής προχωρούσε αργά. Καθώς όλοι βιάζονταν γύρω της, ήταν σαν ένα μαύρο στίγμα σε πανί κινηματογράφου. Συντροφιές από νέους περνούσαν. Αλλοι την έβλεπαν κ’ εξακολουθούσαν το δρόμο τους, άλλοι της εσφύριζαν ένα κομπλιμέντο, άλλοι της έλεγαν διστακτικά μια φράση περιμένοντας απάντηση. Όπου ο συνωστισμός ήταν μεγαλύτερος, η τόλμη ελευθερώνοταν και δεν αρκούσαν τα λόγια. Κάποιος εστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο με πρόσωπο, ώρα πολλή. Ναύτες επέρασαν δίπλα, κι όλοι επρόσεξαν να την σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοί τύποι την ακολουθούσαν βήμα προς βήμα.

Ένιωθε τον εαυτό της κέντρο όλου αυτού του πλανόδιου ερωτισμού. Χωρίς να το καταλάβει επηρεαζόταν από την άγρια θέληση τόσων ανδρών. Εκνευρισμένη ακόμη από τον θόρυβο, τη ζέστη και την προσπάθεια να προχωρεί, στάθηκε σ’ ένα κύκλο ανθρώπων. Σε λίγο κάποιος ήρθε σιμά της. Δεν τον έβλεπε, αισθανόταν όμως να σφίγγεται ολοένα πάνω της. Έπεφτε απότομα, ύστερα έμενε ακίνητος, ύστερα πάλι πλησίαζε, ακριβώς όπως ο λεπτοδείχτης, στα μεγάλα ρολόγια του δρόμου, προχωρεί με αραιά πηδήματα προς τον ωροδείχτη. Το σώμα της τώρα, που το προστάτευε μόλις ένα λεπτό φόρεμα, ήταν ολόκληρο πάνω στο δικό του. Μουδιασμένη, εκμηδενισμένη, έκλεισε τα μάτια, κ’ έγειρε ελαφρά. Αυτός τότε, αρπάζοντας με βία το χέρι της, της μίλησε. Εγύρισε και τον είδε. Αλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια αναμμένα, γένια πυρρά. Τα ρούχα του, ξεβαμμένα, είχαν ένα κοκκινωπό χρώμα. Έσκυψε το κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ήταν λοιπόν ο Έρως;
Εσυνέχισε το δρόμο της χωρίς ν’ απαντήσει. Την έσπρωχνε μέσα στο πλήθος. όταν απομακρύνθηκαν στάθηκε και το είπε να την οδηγήσει όπου ήθελε. Αυτή θα τον ακολουθούσε σε μικρή απόσταση. Εκοίταξε δύσπιστος, αλλά επροχώρησε. Έφτασαν σε δρόμους ερημικούς. Εβγήκαν έξω από την πόλη. Τώρα περπατούσαν δίπλα σ’ ένα φράχτη. Ήταν πανσέληνος. Η ευωδιά των κήπων εγέμιζε τα στήθη της. Μέσα στη σιωπή ακούονταν οι γρύλοι και τα γρήγορα βήματα των δύο ανθρώπων. Εγύριζε και την έβλεπε συχνά. Το πρόσωπό του φωτιζόταν από το φεγγάρι, παίρνοντας μια ξένη έκφραση. Και η σιλουέτα του, με τα παλιά, σχισμένα ρούχα, καθώς επήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, είχε κάποιον αλλιώτικο, βιβλικό χαρακτήρα. Έφταναν σ’ ένα δάσος. «Εδώ» είπε ο άντρας βραχνά.

Από τα μάτια της επέρασαν την ίδια στιγμή εικόνες παιδικών αναμνήσεων. Οι χαλκομανίες με τα ξανθά αγγελούδια που κρατούσαν γιρλάντες από τριαντάφυλλα και χαμογελούσαν, φυλακισμένα στα φύλλα ενός βιβλίου. Οι βασίλισσες και οι ιππότες των παραμυθιών. Το μωβ φορεματάκι της πρώτης κούκλας. Ο θάνατος του αδελφού της…Ύστερα, όταν μεγάλωσε, τα χρόνια που πέρασε μονάχη με την μητέρα της. Έχανε κανείς τον αριθμό τους μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Και οι ενοικιαστές. Έχανε κανείς τη σειρά τους…

Ο άλλος ήταν ευτυχής. Σαν πράγμα αφέθηκε στα χέρια του. Την έσχισε σα χαρτί και την πέταξε χάμου με θυμό ασυγκράτητο, με την πρωτόγονη ορμή της διψασμένης του νιότης. Στις ακούσιες και άτονες αρνήσεις της, στις σβησμένες λέξεις που επρόφερε όχι η ίδια αλά το φύλο της, στην ένστικτο υποχώρηση της σάρκας της, αυτός είχε ν’ αντιτάξει βλαστήμιες και βρισιές, που εσκέπαζαν, εξιλέωναν με χυδαιότητα όλες τις άσεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο το στόμα του, με μια αποπνικτική ανάσα, αληθινή πληγή, εσφράγιζε αιματηρά τους ώμους, τα χείλη, το αγνό μέτωπο. Είχε την εντύπωση ότι κάπου αλλού συνέβαινε αυτή η φριχτή ιστορία, κ’ έκλεισε τα μάτια της.

Επέρασαν ώρες. Η αυγή έσκυβε στο ίνδαλμά της. Το πελιδνό σώμα της γυναίκας έλαμπε σαν άστρο διαρκώς περσότερο. Μέσα στα δάκρυά της εκοίταξε γύρω έκπληκτη. Εζήτησε να ντυθεί. Δεν ήθελε να την αφήσει. Της μιλούσε τώρα με τρυφρότητα. Ύστερα άρχισε να τραγουδάει. Της είπε κάτι σαν αστείο. Τέλος σηκώθηκε και, χωρίς λόγο, επήδηξε τρεις φορές όσο μπορούσε πιο ψηλα, ξεφωνίζοντας ασυνάρτητες λέξεις. Σε λίγη ώρα την αγκάλιασε πάλι. Ήταν ευτυχής.

 

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) ΗΡΩΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ




 Διάκος

Μέρα του Απρίλη.

Πράσινο λάμπος,

γελούσε ο κάμπος

με το τριφύλλι.

Ως την εφίλει

το πρωινό θάμπος,

η φύση σάμπως

γλυκά να ομίλει.

Εκελαδούσαν

πουλιά,πετώντας

όλο πιο πάνω.

Τ’ άνθη ευωδούσαν.

Κι είπε απορώντας:

«Πώς να πεθάνω;»

 

Κανάρης

Κάποιοι δαιμόνοι

τον είχαν στείλει.

Έγινε αχείλι

κόσμου που επόνει.

(Ήρωες χρόνοι!)

Και πώς εμίλει

με το φιτίλι,

με το τρομπόνι!

Το πέρασμά του,

μήνυμα κρύο

μαύρου θανάτου.

Κι είχε το θείο

χέρι που φλόγα

κράταε κι ευλόγα.

 

Byron

Ένιωσεν ότι

του ήσαν οι στίχοι

άχαρη τύχη

και ματαιότη.

Η ορμή του η πρώτη

πια δεν αντήχει,

αλλά, στα τείχη,

ένδοξη νιότη.

Γίνονται οι γέροι

γαύροι. Θα ορμήσει

ανδρών λουλούδι.

Κι ο Μπάιρον ξέρει

πώς να το ζήσει

το θείο Τραγούδι.


Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ "ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΧΑΡΕΣ"

Ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, ἀγγελικὰ πλασμένος!
Δ. Σολωμός

Ι. ΚΑΛΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Εἶναι ἕνας ἀγαθὸς γεροντάκος. Ἔπειτα ἀπὸ τριάντα χρόνων ὑπηρεσία, ἔχει νὰ διατρέξει ὅλους τοὺς βαθμούς. Γραφεὺς στὸ πρωτόκολλο.
Πάντα ἔκανε τὴ δουλειά του εὐσυνείδητα, σχεδὸν μὲ κέφι. Σκυμμένος ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ στὸ παρθενικὸ βιβλίο του, περνοῦσε τοὺς ἀριθμοὺς καὶ ἀντέγραφε τὶς περιλήψεις. Κάποτε, μετὰ τὴν καταχώριση ἑνὸς εἰσερχομένου ἢ ἑνὸς ἐξερχομένου, ἐτράβαγε μιὰ γραμμὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν τελευταία στήλη καὶ προχωροῦσε πρὸς τὸ περιθώριο, ἔτσι σὰν ἀπόπειρα φυγῆς. Αὐτὴ ἡ οὐρὰ δὲν εἶχε θέση ἐκειμέσα, ὅμως τὴν τραβοῦσε βιαστικά, μὲ πεῖσμα, θέλοντας νὰ ἐκφράσει τὸν ἑαυτό του. Ἂν ἔσκυβε κανεὶς πάνω στὴν ἁπλὴ καὶ ἴσια γραμμούλα, θὰ διάβαζε τὴν ἱστορία τοῦ καλοῦ ὑπαλλήλου.
Νέος ἀκόμη, μπαίνοντας στὴν ὑπηρεσία, ἐχαιρέτησε μὲ συγκαταβατικὸ χαμόγελο τοὺς συναδέλφους του. Ἔτυχε νὰ καθίσει σ᾿ αὐτὴν τὴν καρέκλα. Κ᾿ ἔμεινε ἐκεῖ. Ἦρθαν ἄλλοι ἀργότερα, ἔφυγαν, ἐπέθαναν. Αὐτὸς ἔμεινε ἐκεῖ. Οἱ προϊστάμενοί του τὸν θεωροῦσαν ἀπαραίτητο. Εἶχε ἀποκτήσει μία φοβερή, μοιραία εἰδικότητα.
Ἐλάχιστα πρακτικὸς ἄνθρωπος. Τίμιος, ἰδεολόγος. Μ᾿ ὅλη τὴ φτωχική του ἐμφάνιση, εἶχε ἀξιώσεις εὐπατρίδου. Ἕνα πρωί, ἐπειδὴ ὁ Διευθυντής του τοῦ μίλησε κάπως φιλικότερα, ἐπῆρε τὸ θάρρος, τοῦ ἀπάντησε στὸν ἑνικό, ἐγέλασε μάλιστα ἀνοιχτόκαρδα καὶ τὸν χτύπησε στὸν ὦμο. Ὁ κύριος Διευθυντὴς τότε, μ᾿ ἕνα παγωμένο βλέμμα, τὸν ἐκάρφωσε πάλι στὴ θέση του. Κ᾿ ἔμεινε ἐκεῖ.
Τώρα, βγαίνοντας κάθε βράδυ ἀπὸ τὸ γραφεῖο, παίρνοντας τὸν παραλιακὸ δρόμο, βιαστικὸς βιαστικός, γυρίζοντας δαιμονισμένα τὸ μπαστούνι του μὲ τὴν ὡραία, νικέλινη λαβή, γράφει κύκλους μέσα στὸ ἄπειρο. Καὶ μέσα στοὺς κύκλους τὰ σημεῖα τοῦ ἀπείρου. Ὅταν περάσει τὰ τελευταῖα σπίτια, θ᾿ ἀφήσει πάντα νὰ ξεφύγει ψηλὰ μὲ ὁρμὴ τὸ μπαστούνι του, ἔτσι σὰν ἀπόπειρα λυτρωμοῦ.
Μετὰ τὸν περίπατο τρυπώνει σὲ μία ταβέρνα. Κάθεται μόνος, ἀντίκρυ στὰ μεγάλα, φρεσκοβαμμένα βαρέλια. Ὅλα ἔχουν γραμμένο πάνω ἀπ᾿ τὴν κάνουλα, μὲ παχιά, μαῦρα γράμματα, τ᾿ ὄνομά τους: Πηνειός, Γάγγης, Μισσισσιππῆς, Τάρταρος. Κοιτάζει ἐκστατικὸς μπροστά του. Τὸ τέταρτο ποτηράκι γίνεται ποταμόπλοιο, μὲ τὸ ὁποῖο ταξιδεύει σὲ θαυμάσιους, ἄγνωστους κόσμους. Ἀπὸ τὰ πυκνὰ δέντρα, πίθηκοι σκύβουν καὶ τὸν χαιρετᾶνε. Εἶναι εὐτυχής.


II. ΕΝΑΣ ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Δὲν ξέρω τί φοροῦσε στὸ κεφάλι. Τὰ ροῦχα της δὲν εἶχαν οὔτε σχῆμα οὔτε χρῶμα. Ἐμπῆκε στὸ γραφεῖο κρατώντας στὴν ἀγκαλιὰ δυὸ παιδιὰ καὶ σέρνοντας τέσσερα. Καθένα ἔκλαιγε ἢ ἐφώναζε μὲ ἰδιαίτερο τρόπο. Ἄλλο τραβοῦσε τὸ φουστάνι της, ἄλλο τὰ μαλλιά της. Ἕνα ἀγόρι ὡς τριῶν χρονῶν ἔτρεμε μὲ κάτι παράξενα ἀναφιλητά, χωρὶς νὰ κλαίει. Ὅλα μαζὶ -- φριχτὴ συμφωνία -- ἐκοίταζαν τὴ μητέρα τους ὅπως οἱ μουσικοὶ τὸ μαέστρο. Αὐτὴ ὅμως εἶχε ξεχάσει τὴν παρτιτούρα της σ᾿ ἕνα κομψὸ γραφειάκι ἀπὸ acajou.
Στάθηκε μπροστά μας μὲ ὀρθάνοιχτα μάτια. Κάτι σὰν ψεύτικο γέλιο, μιὰ γκριμάτσα οἴκτου πρὸς τὸν ἑαυτό της, ἐξηγοῦσε τὰ λόγια της. Ἦταν Ἀρμένισσα. Ὁ ἄντρας της ἐπέθανε σ᾿ ἕνα χωριό, κ᾿ ἦρθε ἀπὸ κεῖ ζητώντας ψωμὶ γιὰ τὰ παιδιά της. Τώρα παρακαλοῦσε νὰ στεγασθεῖ. Κάποιος ποὺ ἤξερε τὴ γλῶσσα της τῆς εἶπε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ θέσις. Καὶ καθὼς δὲν ἤθελε νὰ καταλάβει, τὴν ἔβγαλαν ἔξω στὸ διάδρομο. Ἔμεινε ξαπλωμένη μὲ τὰ παιδιά της ὡς τὸ μεσημέρι. Τὴν ἄλλη μέρα, ἡ ἴδια ἱστορία. Ἦρθε πολλὲς φορὲς ἀκόμη.
Ἐπιτέλους τὴν ἔριξαν σὲ μία ἀποθήκη. Τριάντα οἰκογένειες προσφύγων ποὺ ἔμεναν ἐκειμέσα εἶχαν χωρίσει τὰ νοικοκυριά τους πρόχειρα, μὲ φανταστικοὺς τοίχους. Μπόγοι, κασέλες, κουβέρτες ἁπλωμένες, ξύλα βαλμένα στὴ γραμμή, ἐσχημάτιζαν τετράγωνα, τὰ μαχητικὰ τετράγωνα τῆς τελευταίας ἀμύνης. Σ᾿ αὐτὲς τὶς φωλιὲς ἀκινητοῦσαν ἢ ἐσάλευαν πένθιμα σκιὲς ἀνθρώπων. Τρεῖς τρεῖς, πέντε πέντε, σκορπισμένοι ἀνάμεσα σὲ ρυπαρὰ ροῦχα καὶ ὑπολείμματα ἐπίπλων, ἦταν σὰ νὰ ψιθύριζαν παραμύθια ἢ νὰ προσπαθοῦσαν σιγὰ ν᾿ ἀποτινάξουν τὸ σκοτάδι.
Τώρα ἡ ἀποθήκη φωτίζεται ἀπὸ ἕνα κερί. Κάποιο δέμα τυλιγμένο μὲ καθαρὸ ἄσπρο πανὶ ἔχει τοποθετηθεῖ προσεκτικά, κάθετα πρὸς τὸν τοῖχο, χάμου. Εἶναι τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιὰ τῆς Ἀρμένισσας, ποὺ πέθανε λίγες ὧρες μετὰ τὴν ἐγκατάστασή τους. Τ᾿ ἀδέλφια του παίζουν ἔξω στὸν ἥλιο. Ἡ μητέρα, ξαλαφρωμένη, παραστέκει γιὰ τελευταία φορὰ τὸ μωρό της. Οἱ ἄλλες γυναῖκες τὴ μακαρίζουν, γιατί θὰ μπορέσει ἀπὸ αὔριο νὰ πιάσει δουλειά. Εἶναι σχεδὸν εὐτυχής. Καὶ ὁ νεκρὸς ἀκόμη περιμένει μὲ τόση ἀξιοπρέπεια...

ΙΙΙ. ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ BOVARY

Στὴ μέση τῆς γιορτῆς προχωροῦσε ἀργά. Καθὼς ὅλοι βιάζονταν γύρω της, ἦταν σὰν ἕνα μαῦρο στίγμα σὲ πανὶ κινηματογράφου. Συντροφιὲς ἀπὸ νέους περνοῦσαν. Ἄλλοι τὴν ἔβλεπαν κ᾿ ἐξακολουθοῦσαν τὸ δρόμο τους, ἄλλοι τῆς ἐσφύριζαν ἕνα κομπλιμέντο, ἄλλοι τῆς ἔλεγαν διστακτικὰ μιὰ φράση περιμένοντας ἀπάντηση. Ὅπου ὁ συνωστισμὸς ἦταν μεγαλύτερος, ἡ τόλμη ἐλευθερώνοταν καὶ δὲν ἀρκοῦσαν τὰ λόγια. Κάποιος ἐστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, ὥρα πολλή. Ναῦτες ἐπέρασαν δίπλα, κι ὅλοι ἐπρόσεξαν νὰ τὴν σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοὶ τύποι τὴν ἀκολουθοῦσαν βῆμα πρὸς βῆμα.
Ἔνιωθε τὸν ἑαυτό της κέντρο ὅλου αὐτοῦ τοῦ πλανόδιου ἐρωτισμοῦ. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει ἐπηρεαζόταν ἀπὸ τὴν ἄγρια θέληση τόσων ἀνδρῶν. Ἐκνευρισμένη ἀκόμη ἀπὸ τὸν θόρυβο, τὴ ζέστη καὶ τὴν προσπάθεια νὰ προχωρεῖ, στάθηκε σ᾿ ἕνα κύκλο ἀνθρώπων. Σὲ λίγο κάποιος ἦρθε σιμά της. Δὲν τὸν ἔβλεπε, αἰσθανόταν ὅμως νὰ σφίγγεται ὁλοένα πάνω της. Ἔπεφτε ἀπότομα, ὕστερα ἔμενε ἀκίνητος, ὕστερα πάλι πλησίαζε, ἀκριβῶς ὅπως ὁ λεπτοδείχτης, στὰ μεγάλα ρολόγια τοῦ δρόμου, προχωρεῖ μὲ ἀραιὰ πηδήματα πρὸς τὸν ὡροδείχτη. Τὸ σῶμα της τώρα, ποὺ τὸ προστάτευε μόλις ἕνα λεπτὸ φόρεμα, ἦταν ὁλόκληρο πάνω στὸ δικό του. Μουδιασμένη, ἐκμηδενισμένη, ἔκλεισε τὰ μάτια, κ᾿ ἔγειρε ἐλαφρά. Αὐτὸς τότε, ἀρπάζοντας μὲ βία τὸ χέρι της, τῆς μίλησε. Ἐγύρισε καὶ τὸν εἶδε. Ἀλήτης. Κόκκινο, ζαρωμένο πρόσωπο, μάτια ἀναμμένα, γένια πυρρά. Τὰ ροῦχα του, ξεβαμμένα, εἶχαν ἕνα κοκκινωπὸ χρῶμα. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ἦταν λοιπὸν ὁ Ἔρως;
Ἐσυνέχισε τὸ δρόμο της χωρὶς ν᾿ ἀπαντήσει. Τὴν ἔσπρωχνε μέσα στὸ πλῆθος. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν στάθηκε καὶ τοῦ εἶπε νὰ τὴν ὁδηγήσει ὅπου ἤθελε. Αὐτὴ θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε σὲ μικρὴ ἀπόσταση. Ἐκοίταξε δύσπιστος, ἀλλὰ ἐπροχώρησε. Ἔφτασαν σὲ δρόμους ἐρημικούς. Ἐβγήκαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τώρα περπατοῦσαν δίπλα σ᾿ ἕνα φράχτη. Ἦταν πανσέληνος. Ἡ εὐωδιὰ τῶν κήπων ἐγέμιζε τὰ στήθη της. Μέσα στὴ σιωπὴ ἀκούονταν οἱ γρῦλοι καὶ τὰ γρήγορα βήματα τῶν δυὸ ἀνθρώπων. Ἐγύριζε καὶ τὴν ἔβλεπε συχνά. Τὸ πρόσωπό του φωτιζόταν ἀπὸ τὸ φεγγάρι, παίρνοντας μία ξένη ἔκφραση. Καὶ ἡ σιλουέτα του, μὲ τὰ παλιά, σχισμένα ροῦχα, καθὼς ἐπήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, εἶχε κάποιον ἀλλιώτικο, βιβλικὸ χαρακτῆρα. Ἔφταναν σ᾿ ἕνα δάσος. «Ἐδῶ» εἶπε ὁ ἄντρας βραχνά.
Ἀπὸ τὰ μάτια της ἐπέρασαν τὴν ἴδια στιγμὴ εἰκόνες παιδικῶν ἀναμνήσεων. Οἱ χαλκομανίες μὲ τὰ ξανθὰ ἀγγελούδια ποὺ κρατοῦσαν γιρλάντες ἀπὸ τριαντάφυλλα καὶ χαμογελοῦσαν, φυλακισμένα στὰ φύλλα ἑνὸς βιβλίου. Οἱ βασίλισσες καὶ οἱ ἱππότες τῶν παραμυθιῶν. Τὸ μὼβ φορεματάκι τῆς πρώτης κούκλας. Ὁ θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ της...Ὕστερα, ὅταν μεγάλωσε, τὰ χρόνια ποὺ πέρασε μονάχη μὲ τὴν μητέρα της. Ἔχανε κανεὶς τὸν ἀριθμό τους μέσα σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο. Καὶ οἱ ἐνοικιαστές. Ἔχανε κανεὶς τὴ σειρά τους...
Ὁ ἄλλος ἦταν εὐτυχής. Σὰν πρᾶγμα ἀφέθηκε στὰ χέρια του. Τὴν ἔσχισε σὰ χαρτὶ καὶ τὴν πέταξε χάμου μὲ θυμὸ ἀσυγκράτητο, μὲ τὴν πρωτόγονη ὁρμὴ τῆς διψασμένης του νιότης. Στὶς ἀκούσιες καὶ ἄτονες ἀρνήσεις της, στὶς σβησμένες λέξεις ποὺ ἐπρόφερε ὄχι ἡ ἴδια ἀλὰ τὸ φῦλο της, στὴν ἔνστικτο ὑποχώρηση τῆς σάρκας της, αὐτὸς εἶχε ν᾿ ἀντιτάξει βλαστήμιες καὶ βρισιές, ποὺ ἐσκέπαζαν, ἐξιλέωναν μὲ χυδαιότητα ὅλες τὶς ἄσεμνες κινήσεις του. Σκληρό, παγωμένο τὸ στόμα του, μὲ μιὰ ἀποπνικτικὴ ἀνάσα, ἀληθινὴ πληγῆ, ἐσφράγιζε αἱματηρά τους ὤμους, τὰ χείλη, τὸ ἁγνὸ μέτωπο. Εἶχε τὴν ἐντύπωση ὅτι κάπου ἀλλοῦ συνέβαινε αὐτὴ ἡ φριχτὴ ἱστορία, κ᾿ ἔκλεισε τὰ μάτια της.

Ἐπέρασαν ὦρες. Ἡ αὐγὴ ἔσκυβε στὸ ἴνδαλμά της. Τὸ πελιδνὸ σῶμα τῆς γυναίκας ἔλαμπε σὰν ἄστρο διαρκῶς περσότερο. Μέσα στὰ δάκρυά της ἐκοίταξε γύρω ἔκπληκτη. Ἐζήτησε νὰ ντυθεῖ. Δὲν ἤθελε νὰ τὴν ἀφήσει. Τῆς μιλοῦσε τώρα μὲ τρυφερότητα. Ὕστερα ἄρχισε νὰ τραγουδάει. Τῆς εἶπε κάτι σὰν ἀστεῖο. Τέλος σηκώθηκε καί, χωρὶς λόγο, ἐπήδηξε τρεῖς φορὲς ὅσο μποροῦσε πιὸ ψηλά, ξεφωνίζοντας ἀσυνάρτητες λέξεις. Σὲ λίγη ὥρα τὴν ἀγκάλιασε πάλι. Ἦταν εὐτυχής.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

Κώστας Καρυωτάκης "Στροφές"

1

Είκοσι χρόνια παίζονταςαντί χαρτιά βιβλία,είκοσι χρόνια παίζοντας,έχασα τη ζωή.5Φτωχός τώρα ξαπλώνομαι,μιαν εύκολη σοφίαν’ ακούσω εδώ που πλάτανοςγέρος μού τη θροεί.

2

Απ’ όλα θέλω ελεύτεροςνα πλέω στα χάη του κόσμου.Αν ένας φίλος μού ’μεινε,να φύγει, να περάσει.5Κι όταν ζητήσει ο θάνατοςτα πλούτη πὄχω μάσει,σένα, πικρία μου απέραντη,μονάχο να ’χω βιος μου.

3

Για τη ζωή σου μου ’λεγες,για το χαμό της νιότης,για την αγάπη μας που κλαίειτον ίδιο θάνατό της,5κι ενώ μια ογρή στα μάτια σουπερνούσε αναλαμπή,ήλιος φαιδρός απ’ τ’ ανοιχτόπαράθυρο είχε μπει.

4

Τί χάνω εγώ τις μέρες μουτη μία κοντά στην άλλη,κι όπως μου ασπρίζουν τα μαλλιάξινίζει το κρασί,5αφού μονάχα όταν περνώτο βλέμμα από κρουστάλλι,με νέα ρετσίνα ολόγεμοβλέπω τη ζωή χρυσή;

5

Η νύχτα μάς εχώρισεναπό όσους αγαπάμεπριν μας χωρίσει η ξενιτιά.(Να ’ναι όλοι εκεί στο μόλο;)5Σφύρα, καράβι αργήσαμε.Κι αν φτάσουμε όπου πάμε,στάσου λίγο, μα ύστερασφύρα να φεύγουμε όλο.

6

Λεύκες, γιγάντοι καρφωτοίστα πλάγια εδώ του δρόμου,δέντρα μου, εστέρξατε ο βοριάςτα φύλλα σας να πάρει.5Σκιές εμείνατε σκιώνπου ρέουν στο μέτωπό μου,καθώς πηγαίνω χάμου εγώκι απάνω το φεγγάρι.

7

Χαρά! Η χαρά! Στα νέα χαράπαιδιά! Τραβούνε —ωραίοιμαύροι ληστές— την κόρη ζωήδεμένη ν’ αγαπήσουν.5Μα το βιβλίο σου ολάνοιχτο,στα φύλλα του αύρα πνέει,τρελέ, τρελέ, που εγέρασεςκαι νέος ποτέ δεν ήσουν.

8

—Ποιητή, κυλάει το γέλιο μουμέλι και χλεύη, αλλάδεν παύεις να σφυροκοπάςτων ήχων τα στεφάνια5—Κόρη, δουλεύω ανώφελα,μα η στείρα τί ωφελάκαι σιωπηλή του αχάτινουματιού σου υπερηφάνεια;

9

Αντίο! Αντίο! Με τα ουρανιάμάτια σας και με βιόλεςστο λαιμό, εφύγατε, ξανθέςερώτων νέων ελπίδες.5Αντίο, κι εσύ που στρέφοντας,όταν χαθήκανε όλεςπάλι να παίρνω το βαθύ,σκοτεινό δρόμο μ’ είδες!

10

Μπρούτζινος γύφτος —τράλαλα!—τρελά πηδάει κει πέρα,χαρούμενος που εδούλευετο μπρούτζον ολημέρα5και που ’χει τη γυναίκα τουχτήμα του και βασίλειο.Μπρούτζινος γύφτος —τράλαλα!—δίνει κλοτσά στον ήλιο!

Η ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝΝΗΠΕΝΘΗ


(1921)

Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

Ο Καρυωτάκης με τα μάτια άλλων



Αν και χαρτογιακάς, αρνήθηκε να γράψει ποιήματα που θα λογοδοτούσαν στο ξεχαρβάλωμα της δημόσιας ζωής. Με δύο λόγια, αρνήθηκε να γίνει εθνικός ποιητής. Ανέλαβε την πολιτική ευθύνη μόνο της σφαίρας που φύτευσε στην καρδιά του ― δηλαδή του περίλυπου σαρκασμού των στίχων του. [Μισέλ Φάις, Ελληνική αυπνία, 2004, σ. 65]
80 περίπου χρόνια πριν τον Μισέλ Φάις, ο Τέλλος Άγρας αποφαινόταν το εξής για τον Καρυωτάκη, μιλώντας ως κριτικός αλλά και ως εκπρόσωπος μιας ορισμένης γενιάς:
Πρωτοδιάβασα, θυμούμαι, τ' όνομά του στα 1912, ανάμεσα στους βραβευμένους του παιδικού περιοδικού Παιδικός Αστήρ, που το αγόραζα τότε κι εγώ. Κι έπειτα, τον ξέχασα… Έξη χρόνια αργότερα, το 1918, η πρώτη ποιητική του συλλογή […] μικρό τεύχος από δεκάεξη μόλις σελίδες ― μερικά τρυφερά μουσικά, γνήσια συμβολιστικά ποιήματα― πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Η δική μας γενεά εβγήκε, σχεδόν όλη, από τη Βιβλιοθήκη του Φέξη. Απ' εκεί επήγασαν τ' αγαθά της, απ' εκεί και τα ελαττώματά της: κι ο λυρισμός της, αλλά κι η μεγαλοστομία της· η θεωρητική της μόρφωση, αλλά κι ο προφητικός της τόνος ― ο "μεσσιανισμός" της· απ' εκεί τέλος η γερμανοπάθεια κι η ασιανοπάθεια που ζωηρά άλλως τε καθρεπτίστηκαν όλ' αυτά στα τότε αντιπροσωπευτικά φιλολογικά περιοδικά των νεωτέρων.
Ο Καρυωτάκης απ' όλ' αυτά έλειπεν.
Αμέτοχος ο άνθρωπος, η εργασία του άγνωστη. ― Αυτός ερχόταν, μόνος του, απ' αλλού. Ερχόταν αργά, από δρόμο δικό του. […] κι έξαφνα στα 1927, με την τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, μας εξεπέρασεν όλους αμέσως κι εξακολουθητικά…».
[Τέλλος Άγρας, «Καρυωτάκης», Τα Νέα Γράμματα 12 (1935), σ. 674-706].
Ένα χρόνο νωρίτερα, στην πρώτη του ποιητική συλλογή ο Γιάννης Ρίτσος ξεκινούσε έναν μεταθανάτιο διάλογο γύρω από τους «ανάξιους ποιητές» που παρελαύνουν στην καρυωτακική ποίηση:
«Ποιητές»
Στον Κώστα ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Ω, δε χωρεί καμιά αμφισβήτηση, ποιητές
είμαστ' εμείς με κυματίζουσα την κόμη
―έμβλημ' αρχαίο καλλιτεχνών― και χτυπητές
μάθαμε φράσεις ν' αραδιάζουμε κι ακόμη,
μια ευαισθησία μάς συνοδεύει υστερική,
που μας πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική
τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ' ένα φίλο.
Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,
όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε
το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί
η βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.
Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς
γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας
σ' αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς
τον θρήνο δέχεται του ανούσιου ερωτά μας.
Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά
χιλιοειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε
το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλια»·
την ασχολία μας τόσ' ωραία δικαιολογούμε.
Για μας ο κόσμος όλος μόνο είμαστ' εμείς,
και τυλιγόμστε, μανδύα μας, έναν τοίχο.
Μ' έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής
σ' έναν ―με δίχως χασμωδίες― μουσικό στίχο.
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,
κι αν τους λυγίζει, αν τους φλογίζει η αδικία,
― ω, τέτοια θέματα πεζά ν' ανησυχούν
τους αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.
Γ. Ρίτσος, από τη συλλογή Τρακτέρ (1934).

«από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός»

Μια σύντομη ζωή σε συνεχή κίνηση ήταν αυτή του Καρυωτάκη. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του (πολιτικός μηχανικός του υπουργείου Δημοσίων Έργων) η οικογένεια αναγκαζόταν να αλλάζει πόλεις ανά την Ελλάδα. Αντίστοιχα, όταν αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή, η έλλειψη πελατείας τον ώθησε αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου και σε συνεχείς μεταθέσεις σε διάφορες υπηρεσίες, με τελευταίο σταθμό την Πρέβεζα.
Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες
άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες
τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.
(«Μίσθια Δουλειά», Ελεγείες και Σάτιρες, 1927)
Έφηβος ακόμα δημοσιεύει ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Διάπλασις των Παίδων. Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919, χωρίς ιδιαίτερα θετική υποδοχή. Προμετωπίδα ήταν οι παρακάτω στίχοι:
Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει…
Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα, η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921 και, πέρα από τρεις ποιητικές ενότητες (Πληγωμένοι Θεοί, Η σκιά των ωρών, Νοσταλγικά), περιλάμβανε και μια ενότητα με μεταφράσεις, όπως ένα ποίημα του Heinrich Heine, με τον οποίο θα καταπιαστεί και στην επόμενη συλλογή του, που επίσης θα συμπεριλαμβάνει μεταφράσεις. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, όπως έχουν κωδικοποιηθεί από τη μέχρι σήμερα κριτική παράδοση, είναι η μετρική ποικιλία και μια ορισμένη μποντλερική μελαγχολία καθώς και ένας υψηλός βαθμός ποιητικής αυτοσυνειδησίας.
Λίγο αργότερα θα συνδεθεί συναισθηματικά με την επίσης ποιήτρια και συνάδελφό του στη Νομαρχία Αθηνών, Μαρία Πολυδούρη, στην οποία θα αφιερώσει ένα ποίημα από την επόμενη συλλογή του:
[Ένα σπιτάκι απόμερο…]
Μ.Π.
Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,
μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθειά πολυθρόνα,
μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!
Η τελευταία αυτή συλλογή εκδίδεται το Δεκέμβριο του 1927 με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες.
Τα Ελεγεία και Σάτιρες κωδικοποιούν άψογα τον προγραμματικά ελάσσονα τόνο αυτής της ποίησης που αποδέχεται το τετριμμένο, το καθημερινό, εσωτερικεύει με ευγένεια την ήττα ή την αποτυχία, αντικρίζει ευθαρσώς τα αδιέξοδα και τις ανεπάρκειές της και, δίχως θρήνους και κοπετούς, κάνει τους ισολογισμούς μιας πεζής, καθηλωμένης, πιεσμένης ζωής, ενός άδοξου θανάτου. Η «χαμηλόφωνη», όπως καθιερώθηκε να τη λέμε, ποίηση αυτής της μεταπολεμικής εποχής (μετά τον Πρώτο, εννοείται, Παγκόσμιο Πόλεμο) αποφεύγει τον στόμφο, την υψηγορία, τις μεγάλες θεατρικές χειρονομίες, τις άμετρες φιλοδοξίες, τον οιστρήλατο ενθουσιασμό. [Τσιριμώκου 2012, 123].
Ο Καρυωτάκης, όπως θα θυμηθεί αργότερα ο φίλος και συνοδοιπόρος του Χ. Σακελλαριάδης, σχεδίαζε να θέσει ως προμετωπίδα στη συλλογή, κάτω από μια νεκροκεφαλή, τη φράση Με το μηδέν και το Άπειρο / να συμφιλιωθούμε». Τελικά ωστόσο η συλλογή τυπώθηκε με προμετωπίδα επιγραφή από το De rerum natura του Λουκρήτιου.
Όπως μαρτυρούν τόσο οι μεταφραστικές όσο και οι υφολογικές επιλογές στη πρωτότυπη ποίησή του, ο Καρυωτάκης επεξεργάζεται διαρκώς μια ποιητική διττότητας, όπου το λυρικό υποκείμενο διχάζεται σε ένα εγώ που βιώνει την πτώση του και σε ένα άλλο που την παρακολουθεί και την περιγράφει ως αντικείμενο γέλωτος. Η ταλάντευση ανάμεσα στην αυτο- δημιουργία και στην αυτοκαταστροφή, που καθρεφτίζει την αδυναμία συμφιλίωσης του Μηδενός με το Άπειρο, αποτελεί ταυτόχρονη ταλάντευση ανάμεσα σε έναν εμπειρικό και έναν κειμενικό εαυτό, όπου είναι η γλώσσα αυτή που κάνει χιούμορ μέσα από τα υποκείμενα. Αυτή η δεσπόζουσα μη διαλεκτική διάσταση της ειρωνικής ποιητικής του Καρυωτάκη διασταυρώνεται με μία ακόμη έκφανση του κρίσης του λυρικού υποκειμένου, την «κρίση του στίχου», και εκβάλλει στη διερεύνηση των εκφραστικών δυνατοτήτων ενός οξύμωρου λογοτεχνικού είδους, του πεζού ποιήματος. [Ναούμ 2007: xvi].
Το αφιερωμένο στην Πολυδούρη ποίημα ανήκει στη σειρά με Ελεγείες της συλλογής. Στην ενότητα με τις Σάτιρες ο τόνος είναι διαφορετικός, με αιχμηρή, ακόμα και πολιτική, χροιά. Η ειρωνική και ανατρεπτική ποιητική στάση συστοιχεί με τη μορφική αναρχία των ποιημάτων, καθώς με ένταση εντοπίζονται εδώ στοιχεία της ποιητικής του Καρυωτάκη όπως οι μετρικοί παρατονισμοί και η πεζολογία (Παπάζογλου 1988) ― στοιχεία που, όπως έχει δείξει η Ναούμ (2007) μπορούν να γενεαλογηθούν στην ποιητική της ειρωνίας του ρομαντισμού, ενώ θα αξιοποιηθούν από τον μοντερνισμό. Ο κριτικός λόγος έχει δοκιμάσει άλλωστε ποικίλες κατατάξεις της καρυωτακικής ποιητικής.
Το 1922, [ο Καρυωτάκης] είναι ήδη καταξιωμένος στο μικρό πνευματικό κύκλο της πρωτεύουσας. Αν […] το 1919 είχε ήδη ξεχωρίσει, με τα Νηπενθή (1921) αναγνωρίζεται πλέον ως ένας γνήσιος λυρικός ποιητής με προσωπικό ύφος. Η ποίησή του ωστόσο δεν ξεπερνά ακόμα τα όρια του εγχώριου νεοσυμβολισμού. Βρισκόμαστε δηλαδή μακριά από τα Ελεγεία και Σάτιρες(1927). Τι μεσολάβησε και η ποίηση του Καρυωτάκη, από λυρική, ελεγειακή και χαμηλόφωνη, έγινε, χωρίς να αποβάλει τη μουσική της υπόσταση, τραγική, ρεαλιστική και εντέλει ανατρεπτική; Μέσα από ποιους δρόμους αναδείχθηκε όχι μόνον ως «ο αντιπροσωπευτικός μιας εποχής», αλλά ως ένας ποιητής που ξεπέρασε την εποχή του; [Ντουνιά 2000, 33-34.]
Με αφορμή κριτική του Β. Ρώτα για τη συλλογή αυτή, ο Καρυωτάκης γράφει απαντητική επιστολή στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα[Τόμος Β', Τεύχος 7, 16 Μαρτίου 1928, σ. 275-276]
[…] Αφού προηγουμένως ευχαριστήσω τον κ. Ρώτα για την καλοσύνη που είχε να ασχοληθεί με τα ποιήματά μου, θα 'θελα μόνο να τον ρωτήσω αν όσα έγραψε στα Ελληνικά Γράμματα νομίζει ότι αποτελούν κριτική. Γιατί εγώ τουλάχιστον έχω την εντύπωση ότι ο κ. Ρώτας, εξ αφορμής του βιβλίου μου, εζήτησε απλώς να κάνει γνωστές τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του, τα ποιητικά του μοτίβα που τον ενδιαφέρουν περσότερο. Και είπε πάνω κάτω ότι η μελαγχολία δεν είναι καθόλου καλό πράγμα, ότι πρέπει να κοιτάξουμε λίγο και τον κοσμάκη, που υποφέρει όσο κ' εμείς, και να μη βυθιζόμεθα στον εαυτό μας, αν θέλουμε να δημιουργήσουμε κάτι άξιο μέσα στη ζωή.[…]
Όταν εξετάζει κανείς αντικειμενικά, βρίσκει χίλια πράγματα να ειπεί και για τη φτωχότερη προσπάθεια. Και ο κ. Ρώτας, σε δύο ολόκληρες σελίδες, δε μας είπε ούτε το στοιχειωδέστερο: Είναι, δηλαδή, ή δεν είναι ποιήματα τα Ελεγεία και Σάτιρες; Αν, κατά τύχην, συμβαίνει το πρώτο, εγώ είμαι ευχαριστημένος, γιατί η κοινωνιολογική άποψις δε με αφορά.
Αλλά θα είχα κι άλλες ερωτήσεις για τον κ. Ρώτα. Λ.χ. αν πιστεύει σοβαρώς ότι η δική του αισιοδοξία συμβιβάζεται με τη σημερινή πραγματικότητα περσότερο από το δικό μου πεσιμισμό, και αν ένας σύγχρονος άνθρωπος μπορεί ν' αντικρίσει αλλιώς παρά από την αντίθετη όψη, με νοσταλγία, το ιδανικό του Σολωμού (συμπάθεια και θαυμασμός), που, χωρίς να το εκφράζει καθαρά ο ίδιος, μαντεύουμε ότι έχει κατακυριεύσει τον κ. Ρώτα. Με συγχωρείτε όμως. Εδώ κινδυνεύω να θίξω το πρόγραμμα, την κατεύθυνση του περιοδικού, του οποίου τολμώ να επικαλεσθώ τη φιλοξενία για το σημείωμα αυτό.
Πάτρα 22-2-28
Με ιδιαίτερη τιμή
Κ.Γ. Καρυωτάκης
Όταν γράφει την παραπάνω επιστολή, βρίσκεται ήδη με απόσπαση στην Πάτρα. Θα ακολουθήσει η Πρέβεζα, ο τελευταίος του σταθμός. Αιτία των δυσμενών μεταθέσεων οι μεθοδεύσεις των ανωτέρων του λόγω της συνδικαλιστικής του δράσης. Την περίοδο αυτή γράφει τα τελευταία του ποιήματα («Αισιοδοξία», «Όταν κατέβουμε», «Πρέβεζα»), καθώς και μια σειρά πεζών.
Στις 21 Ιουλίου του 1928 ο Καρυωτάκης θα βάλει τέλος στη ζωή του με μία σφαίρα στην καρδιά. Την προηγούμενη μέρα είχε προσπαθήσει να πνιγεί στο Μονολίθι της Πρέβεζας χωρίς επιτυχία καθώς γνώριζε καλό κολύμπι. Οι λόγοι της αυτοκτονίας δεν είναι ξεκάθαροι: η απόγνωση από τις δυσμενείς μεταθέσεις, η ασθένεια της σύφιλης, κάτι άλλο; Στην τσέπη του βρέθηκε σημείωμα, που κατέληγε με το εξής υστερόγραφο:
[Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.
Σύμφωνα με την κρίση του Λίνου Πολίτη, «o αντιπροσωπευτικότερος τύπος της γενιάς του 1920 [..] είναι ασφαλώς ο Κώστας Καρυωτάκης» (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σ. 148)· η επιρροή του απέκτησε και όνομα: «καρυωτακισμός». Τον όρο, αρνητικά φορτισμένο, εισηγήθηκε ο Ανδρέας Καραντώνης· σήμερα οι μελετητές ανιχνεύουν ένα πιο σύνθετο πλέγμα σχέσεων και επιρροών.


Για να κλείσουμε όπως αρχίσαμε το σύντομο αυτό σημείωμα, ας δούμε τον Καρυωτάκη με τη ματιά ενός ακόμα ποιητή: ο Ανδρέας Εμπειρίκος το 1964 θα του αφιερώσει ένα εκτενές πεζό ποίημα ("Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλέες"), που κλείνει ως εξής:
Μη πείτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν διά τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους, μα που και έτσι ακόμη είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ' τους θεούς, όπως και η δάφνη.
Μη τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις τας ακτάς του Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μη τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις ― είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης.
Αθήνα, 9.12.1964

Συνέχεια εδώ: